"Η λαϊκή ορολογία του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού"

Δεν ξέρω αν έχει ξανααναφερθεί αυτή η ενδιαφέρουσα δουλειά του Δ. Οικονομίδη από το 1969 (Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου / Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας)

http://editions.academyofathens.gr/epetirides/xmlui/bitstream/handle/20.500.11855/298/ep_20_21-pages%20126-150.pdf?sequence=1&isAllowed=y

4 «Μου αρέσει»

Πολύ ενδιαφέρουσα πράγματι.

Το ΚΕΕΛ έχει διαχρονικά οργανώσει άπειρες μουσικολαογραφικές αποστολές ανά την Ελλάδα (όπως και σκέτες λαογραφικές). Οι συνεργάτες του όπως ο Οικονομίδης είχαν λοιπόν προσβαση σε άφθονο τοπικό υλικό, μ εβάση το οποίο μπορούσαν να προχωρήσουν σε συγκεντρωτική εξέταση ζητημάτων όπως αυτό εδώ.

Προς το παρόν έχω ρίξει μια διαγώνια ματιά και επιφυλάσσομαι να το ξεκοκαλίσω.

Νίκο, εδώ δε νομίζω μεν να αναφέρονται τέτοιες περιπτώσεις (γραμμένα στο χαρτί; ξου ξου!), αλλά για τον όρο μανεδάκια σίγουρα θα έχει κάτι, και πιθανώς και για την τυχόν ιδιαίτερη σύνδεσή του είτε με Κλήδονα είτε με κάτι άλλο…

Λοιπόν, είναι ένας μακρύς κατάλογος του τύπου «για το τραγούδι στο τάδε μέρος χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη, στο άλλο εκείνην - για τα δίστιχα, αν είναι 15σύλλαβα, σ’ αυτό το μέρος τα λένε Έτσι, σ’ εκείνο Γιουβέτσι, ενώ αν είναι 8σύλλαβα… Για τα ερωτικά / ηρωικά / γνωμικά τραγούδια… Για τα χορευτικά / δρομικά / καθιστικά τραγούδια…». Αναλόγως του αναγνώστη, το λες από συναρπαστικό έως θανάσιμα πληκτικό.

Είναι όμως ιδιαίτερα διδακτικό ως προς ένα ζήτημα που κι εδώ μας έχει απασχολήσει: της «αυθεντικής» ορολογίας. Με ολίγη δόση υπερβολής, μπορεί κανεις να πει ότι στο άρθρο αναφέρονται μια εικοσαριά έννοιες (τραγούδι τέτοιο, τραγούδι αλλιώτικο) και άλλες τόσες λέξεις, και σε διαφορετικά μέρη κάθε λέξη μπορεί να αντιστοιχεί και στις είκοσι έννοιες, και τούμπαλιν!

Μεταφέροντας στα καθ’ ημάς:

Το λεγόμενο «μπουζούκι» ήταν μπουζούκι, ταμπουράς ή μπουλγαρί;
Το λεγόμενο Χουζάμ είναι Χουζάμ ή Σεγκιάχ;
Τα λεγόμενα «ταμπαχανιώτικα» πώς λέγονταν;
Ο λεγόμενος αγριλαμάς είναι καρσιλαμάς;
Το λεγόμενο παλιό ζεϊμπέκικο είναι πιο παλιό από το καινούργιο;

Οι πληροφορητές που έδωσαν όλους τους όρους στους ερευνητές, και από κει στον Οικονομίδη, ήταν όλοι, όπως αντιλαμβάνομαι, άνθωρποι από σχετικά κλειστές κοινότητες. Είχαν διαμορφώσει ενιαίο κώδικα με τους συχωριανους τους και τους κοντοχωριανούς τους, και μέχρι εκεί. Το ότι πέντε χωριά παραπέρα ο κώδικας άλλαζε ούτε το ήξεραν ούτε τους ένοιαζε.

Σήμερα που οι όροι επικοινωνίας είναι άλλοι, επιβάλλεται μια θεσπισμένη ορολογία για κάθε έννοια που ενδέχεται να χρειαστεί να τη συζητήσουμε. Είναι αυτονόητο ότι αυτή δεν είναι δυνατόν να ταυτίζεται με την παλιά λαϊκή ορολογία, αφού η παλιά λαϊκή ορολογία όχι απλώς δεν ήταν ενιαία αλλά ίσα ίσα, αν τη δεις συγκεντρωτικά όπως κάνει εδώ το άρθρο, ήταν μαλλιοκούβαρο.

Την διάβασα κι εγώ την μελέτη, ολόκληρη. Είναι πολύ διαφωτιστική για όρους που χρησιμοποιούν οι πληροφορητές του συγγραφέα, αμόρφωτοι δηλαδή λαϊκοί άνθρωποι. Βέβαια, υπάρχουν τεράστιες διαφορές για τη σημασία που δίνεται σε κάθε λέξη από περιοχή σε περιοχή, με αποτέλεσμα να μπερδεύονται πολύ τα πράγματα.

Για τα ρεμπέτικα, είναι σαφές ότι ο άνθρωπος δεν είχε μελετήσει το θέμα. Θεωρεί ότι “πάντοτε” (από αρχές 20ού ώς τα ΄60) παιζόταν με μπουζούκι, άρα μάλλον δεν ξέρει για σμυρναίικα. Και «ήτο τονισμένον εις τους τόνους και τους χρόνους της τουρκικής μουσικής», διατύπωση ασαφέστατα γενικόλογη και παραπληροφορητική.

Το σημείωσα πάντως, γιατί πολλές πληροφορίες του είναι χρησιμότατες και απαντούν σε πολλές συχνές απορίες.

Στη σελ. 133 διαβάζουμε ότι στο Πληγώνι Λέσβου «ρεμπέτικα λένε τα μεγάλα τραγούδια, κλέφτικα ή ιστορικά» (με παραπομπή σε πληροφόρηση του 1940).

Με ξενίζει η συγκεκριμένη πληροφορία. Δεν θυμάμαι να έχω ξανασυναντήσει κάτι σχετικό.

Kι εμένα με ξένισε, αλλά δεν την αξιολόγησα. Πρώτη φορά το άκουσα κι εγώ…

Κι εγώ συμφωνώ, αλλά σάμπως ξέρουμε και τόσο πολλά για την ορολογία που ήταν σε χρήση στο Πληγώνι Λέσβου το 1940;

Το Πληγόνι είναι ένα πάρα πολύ μικρό χωριό της Λέσβου, κοντά στη περιοχή του αεροδρομίου.
Επίσης στη σελίδα 133 στη λέξη “ρεμπέτικα” υπάρχει η υποσημείωση “Διά τα ρεμπέτικα των πόλεων βλ. παρακάτω”.
Άρα υπάρχουν και ρεμπέτικα της υπαίθρου; (Δική μου η απορία)
Ή η υποσημείωση αναφέρεται σε κάτι άλλο;

Μα, ακριβώς: Με την πληροφορία για “ρεμπέτικα” στο Πληγόνι, «δημιουργούνται» και «ρεμπέτικα υπαίθρου».

Πάντως, όπως είπα και πιο πάνω, τα διάβασα τα περί ρεμπέτικων των πόλεων. Δεν τα πολυξέρει ο συγγραφέας και δεν πολυασχολήθηκε.

Δε θα μου έκανε εντύπωση αν κάπου εκτός πόλεων υπήρχε ο όρος ρεμπέτικα για δημοτικά τραγούδια, κατ’ αρχήν. Εδώ το περίεργο είναι ότι εννοεί κλέφτικα και ιστορικά! Αν έλεγαν ρεμπέτικα ξερωγώ τα δίστιχα του γλεντιού και του κρασιού μαζί με τους αντίστοιχους σκοπούς, ή ακόμη και τα ερωτικά, θα έλεγα απλώς «α, να μια άλλη χρήση της λέξης».

Παρεμπιπτόντως, τα χωριά δεν είναι ύπαιθρος. Ύπαιθρος είναι η εξοχή όπου, εκτός οικισμών, ανάμεσα στα χωράφια και τα βοσκοτόπια, υπάρχουν και κατοικίες, μεμονωμένες ή σε συστάδες, ξωτάρηδων. Οι ξωτάρηδες (ξωμάχοι, ξωμερίτες κλπ.) ζουν σε αγροικίες εκεί όπου είναι τα χωράφια τους ή οι μάντρες τους. Ανήκουν σε κάποιο χωριό, μπορεί να έχουν και σπίτι στο χωριό, αλλά περνούν την περισσότερη ζωή τους στην ύπαιθρο. Και φέρουν άλλη κουλτούρα από του χωριού. Άρχισαν να εξαφανίζονται με την ανάπτυξη του οδικού δικτύου, που τους επέτρεψε να μένουν στο χωριό και να πηγαινοέρχονται στον χώρο της δουλειάς με αυτοκίνητο (αν και δεν ξέρω αν γίνεται αυτό με τον βοσκό: δεν πρέπει να είναι μαζί με τα ζώα του ήλιος μπαίνει ήλιος βγαίνει;)