Για το λήμμα τεκές

“Institutional athletic training took place in wrestling lodges (tekke) that overlapped with Sufi lodges (to an extend yet to be fully analyzed) and their related mythical-religious cosmos”

(B. Krawietz, “Oil over Turkey: UNESCO’S Kirkpinar wrestling in Edirn” στον συλλογικό τόμο Indigenous, Traditional and Folk Sports , ed. MVaczi-A. Baerner, Routledge 2024))

1 «Μου αρέσει»

και στο Wikipedia υπαρχει επαρκής ερμηνεία.

Και στα ελληνικά το ίδιο σημαίνει, απλώς είναι πλέον πεπαλαιωμένη η λέξη. Αναφέρω χαρακτηριστικά το εξής:

Στα Ανώγεια στην Κρήτη, παλιά θα υπήρχε μάλλον μία μόνο πλατεία. Δε χρειαζόταν λοιπόν όνομα αφού δεν ήταν ανάγκη να την ξεχωρίσουν από άλλες, και την έλεγαν απλώς «το μεϊντάνι», δηλαδή «η πλατεία», όπως και σε τόσα άλλα χωριά. Σήμερα που αφενός το χωριό έχει κι άλλες πλατείες, αφετέρου η τρέχουσα λέξη για την πλατεία είναι «πλατεία» και όχι πλέον «μεϊντάνι», το «Μεϊντάνι» έχει γίνει όνομα για τη συγκεκριμένη πλατεία.

Να σημειώσω και εγώ ότι Μεϊντάνης ως επίθετο, σημαίνει ότι κάποιος πρόγονός του είχε τεράστια κοιλιά.

“1. Μουσουλμανικό μοναστήρι δερβίσηδων.”

Έλα όμως που τελικά φαίνεται ότι δεν ήταν απλά μοναστήρι αλλά έπαιζε πολύ πιο πολύπλοκο ρόλο. Με όλα αυτά που διάβασα ειδικά για τους τεκέδες της Κωνσταντινούπολης πιο πολύ μοιάζει με μουσουλμανική ακαδημία παρά με σκέτο μοναστήρι.

Και τι μας νοιάζει αυτό εμάς, ως ρεμπέτικο γλωσσάρι;

Άμα κάποιος βρει τη λέξη τεκές σε ρεμπέτικο και δεν την καταλαβαίνει, η απάντηση στην απορία του θα είναι «χώρος όπου σερβίρεται χασίσι για κάπνισμα», τέλος.

Και κατά τη γνώμη μου αυτό και μόνον θα έπρεπε να αναφέρεται στο Γλωσσάρι. Η παρούσα μορφή του λήμματος είναι:

…και προσωπικά δε με καλύπτει. Τα γλωσσάρια είναι για να καταγράφεται η σημασία των λέξεων. Αν εκτός από τη σημασία κρίνουμε απαραίτητο να βάλουμε και την ιστορία της λέξης, τι εσήμαινε αρχικά και πώς κατέληξε να σημαίνει αυτό που καταγράψαμε, όλα αυτά μπορούν να μπουν αργότερα ως κάτι πρόσθετο. Εδώ το «κάτι πρόσθετο» είναι η κύρια σημασία!

2 «Μου αρέσει»

Δίκιο έχει ο Περικλής…

Να ρωτήσω, τι ερμηνείες δίνουν τα επίσημα τουρκικά λεξικά στη λέξη τεκές;

Πού ξέρουν τα τούρκικα λεξικά τι σημαίνει τεκές στο ελληνικό ρεμπέτικο λεξιλόγιο;

Περικλή μου,γ ια το ρεμπέτικο λεξιλόγιο έχουμε ξεκάθαρη εικόνα.

Για να καταλάβω ρωτώ τι έννοιες έχει η αντίστοιχη λέξη στα τουρκικά.

Καθόλου ξεκάθαρη δεν είναι η εικόνα που δίνεται στο γλωσσάρι.

Θα διορθωθεί!
Μια και τέθηκε αυτή η προέκταση της σημασίας που αφορά αυτή την αθλητική δραστηριότητα, έχω απορίες…

1 «Μου αρέσει»

Τότε μήπως να γίνει κι ένα χτένισμα στον δερβίση; Αξίζει να επισημανθεί ότι η σχέση ανάμεσα στις δύο λέξεις, τεκές και δερβίσης, είναι ακριβώς η ίδια τόσο στην αρχική τους κυριολεκτική σημασία όσο και στη μεταλλαγμένη ρεμπέτικη χρήση τους.

Γενικότερα πάντως, στο ρεμπέτικο (και άρα και στο γλωσσάρι του) υπάρχουν πολλές αργκοτικές λέξεις που υπήρχαν κι από πρωτύτερα εκτός αργκό και σήμαιναν κάτι διαφορετικό. Αυτές οι αρχικές σημασίες, όπως και οι σημασίες των δάνειων λέξεων στην αρχική τους γλώσσα, είναι εκτός του αντικειμένου του ρεμπέτικου γλωσσαριού.

Για να αναφέρω ένα υποθετικό παράδειγμα, «αμάν» δεν σημαίνει έλεος, είναι απλώς ένα επιφώνημα. Το ότι προέρχεται από μια ξένη λέξη που σημαίνει έλεος, αν μπει, μπαίνει χώρια, στην ετυμολογία, αφού έχουμε τελειώσει με τη σημασία. Πρέπει να είναι εντελώς σαφές στον αναγνώστη τι σημαίνει η λέξη στα ελληνικά, και δη στη ρεμπέτικη «γλώσσα».

Άρα, στην περίπτωση του τεκέ και του δερβίση, έχουμε:
α) τη σημασία τους, δηλαδή τη σημασία τους στο ρεμπέτικο τραγούδι
β) την προέλευσή τους από δύο ελληνικές λέξεις που έχουν άλλη σημασία
γ) την προέλευση των δύο αυτών ελληνικών λέξεων από τα τούρκικα, όπου και πάλι σημαίνουν ό,τι τέλος πάντων σημαίνουν, ίδιο με τα ελληνικά ή όχι.

Αναχωρητήριον δερβίσηδων, Ελένη μου. Τώρα, το πώς βεβαιώνεται το επίσημον…

(περισσότερα, την επόμενη Τρίτη)

Κι όμως “ξέρουν”, εφόσον στο κλασικότατο λεξικό τους (Τürkçe Sözlük [Άγκυρα 1998]) η τρίτη σημασία είναι:

3 (argot): Esrar içilen üstü kapalι yer=κλειστός χώρος όπου καπνίζουν χασίς

Μπα!! Λες λοιπόν η ελληνική αργκοτική έννοια να είναι κατευθείαν δάνειο από τα τουρκικά και όχι κάτι που σχηματίστηκε στα ελληνικά;

Μέχρι τώρα σκεφτόμουν το κλασικό φαινόμενο της δείνωσης που υφίστανται πολύ συχνά στα ελληνικά οι λέξεις τούρκικης προέλευσης (ότι ντουμάνι δεν είναι απλά ο καπνός αλλά μια έκφραση αγανάκτησης για υπερβολικά πυκνό καπνό, ντουβάρι δεν είναι απλά ο τοίχος, χαμπέρι δεν είναι απλά η είδηση κλπ.), αλλά τώρα προκύπτει ότι ίσως να μην έχουμε αυτή την περίπτωση.

Χωρίς βεβαιότητα όμως. Κανείς δεν αποκλείει και το αντίστροφο, να συνέβη στην ελληνική αργκό η δείνωση και να πέρασε από κει ως (αντι)δάνειο στα τούρκικα. Ή ακόμη και να συνέβη ανεξάρτητα στις δύο γλώσσες.

Φαντάζομαι ότι η πρώτη είναι μοναστήρι δερβίσηδων. Οι υπόλοιπες; Για αθλητικό χώρο φαντάζομαι ότι δε θα λέει τίποτε, αλλιώς θα το ανέφερες.

Για το derviş λέει τίποτε πέρα από την κλασική κυριολεξία, τον μοναχό;

Η πρώτη σημασία είναι «μοναστήρι δερβίσηδων»

Η δεύτερη σημασία είναι «içsiz güçsüz kimselerin buluçup siğιndιklarι yer»= «ένα μέρος όπου οι άστεγοι/άεργοι συναντιούνται και βρίσκουν καταφύγιο»

(μεταφ.)
Alçak gönüllü ve her şeyi hoş gören kimse: άνθρωπος ταπεινός (σεμνός/μετριόφρων) και ανεκτικός

1 «Μου αρέσει»

Είναι λογικό να υποβαθμίζεται ο ρόλος του τεκέ στην Τουρκία από το επίσημο κράτος. Στο άρθρο για τους τεκέδες της Κωνσταντινούπολης αναφέρεται ότι μετά το 1925 επήλθε σταδιακά η ερήμωση και διάλυσή τους με πρωτοβουλία του κράτους.
Σχετικά με το γλωσσάρι θα συμφωνήσω με τον Περικλή με την έννοια ότι στα ελληνικά ο τεκές σημαίνει χασισοποτείο και τίποτα άλλο.
Όπως είπα στο #3 εφόσον μπούμε σε λεπτομέρειες για τον ρόλο του τεκέ στην Τουρκία, τότε μπορούν να αναφερθούν οι λειτουργίες που αυτός είχε.

Μια πρόταση για διόρθωση του λήμματος:

τεκές

  1. χασισιποτείο
  2. χώρος γεμάτος με καπνούς από τσιγάρα
  3. καταγώγι όπου σύχναζαν οι χασισοπότες

Ακούγεται σε αρκετά τραγούδια, π.χ. : « Μες του Ζαμπίκου τον τεκέ», 1932,
σε στ. και μουσ.: Κ. Τζόβενου
και ερμην.: Εσκενάζυ

«…μες στου Ζαμπίκου τον τεκέ, βρ’ αμάν αμάν,
θα πα’ να πιω ένα ναργελέ…»

[ΕΤΥΜ. Τούρκ. tekke <αραβ. =μουσουλμανικό μοναστήρι]

1 «Μου αρέσει»