"Όταν πίνω τουμπεκάκι";

Απορία…

Τι ακριβως λεει το τραγούδι του Μαρκου, βρε παιδιά;

“Όταν πίνω ή πλύνω τουμπεκάκι”;
Κάθε φορα το ακούω και διαφορετικά.
Ποιο ειναι το σωστό; :112:

Το τραγούδι έχει καταγραφεί με επίσημο όνομα όταν πλύνω τουμπεκάκι. Και στην πρώτη στροφή πλύνω λέει ο Μάρκος.

Όχι, ο δίσκος γράφει “όταν πίνω τουμπεκάκι”. Ο Μάρκος βέβαια λέει πλύνω και έτσι είναι, αφού πρώτα πλενόταν το τουμπεκί και μετά γεμιζόταν ο λουλάς. Ίσως μία (αφελής βέβαια) αυτολογοκρισία είτε του Μάρκου είτε της εταιρίας.

Πάω πάσο. Έτσι πάντως το θυμόμουν και το “επιβεβαίωσα” από έναν κατάλογο του Κόντου που είχα δω πρόχειρο.

Ο Κόντος ποιός είναι; Εγώ πάντως το έχω από Κουνάδη.

Το τραγούδι είναι “Οταν πλύνω τουμπεκάκι”.
Καμιά λογοκρισία δεν υπήρξε, για τον απλό λόγο όται δεν είχαν κανένα λόγο να λογοκρίνουν τότε ένα χασικλήδικο του Μάρκου.
Κατά 99% πρόκειται για λάθος αυτουνού που έφταιξε την ετικέτα. Προφανώς δεν ήξερε ότι το τουμπεκί πλένεται και θεώρησε σωστό να “διορθώσει” το Μάρκο ή τέλος πάντων εκείνον που του έστειλε το σημείωμα με τον τίτλο του τραγουδιού.
Συχνό φαινόμενο, ακόμη και σήμερα. Πώς για παράδειγμα στη σειρά “Συνθέτες του ρεμπέτικου”, το ένα cd από τέσσερα cd του Σκαρβέλη γράφει στην “πλάτη” Κώστας Σκαρβέλας!

Αυτό δεν το ξέρουμε Άρη. Βαθειά μέσ’ στην καρδιά τους, πάντα είχαν το φόβο κάποιων παρατράγουδων. Κανείς δεν είδε το λάθος; Γιαυτό έγραψα όσα έγραψα, φυσικά με το «ίσως»…

Τον ίδιο περίπου καιρό με το τραγούδι που συζητάμε βγαίνει το “Μόρτισσα χασικλού”, το “Φέρτε πρέζα” και πολλά άλλα. Δε βλέπω καμιά “ωραιοποίηση”.

Ανασύρω αυτό το θέμα μιας και σ αυτό το τραγούδι έχουν γίνει πολλές παραφράσεις.
Θα ήθελα να προσθέσω κάτι για έναν επόμενο στίχο. Το τραγούδι λέει:

“Τότες πιάνω το μπουζούκι, σκαν’ οι μάγκες μας μπουλούκι.”

Δεν το βρήκα πουθενά στο ίντερνετ γραμμένο όπως το ακούω.
Η κύρια άποψη είναι “σκαν’/σπαν’ οι μάγκες μαστουρλίκι”.

Μαστουρλούκι (ου, όχι ι): κι εγώ αυτό ακούω.

Σ’ αυτό το ανέβασμα οι στίχοι είναι ακριβώς όπως τους ακούω, άρα μάλλον σωστοί αφού βγάζουν και νόημα.

Το «όταν πίνω» αντί «όταν πλύνω» στον τίτλο δεν είναι ούτε λογοκρισία ούτε αυτολογοκρισία, αφού επ’ ουδενί δεν παρουσιάζει πιο στρογγυλεμένα το περιεχόμενο του τραγουδιού. Απλώς ήταν μια δύσκολη, ακατανόητη έκφραση, και κάποιος στο τυπογραφείο των ετικετών ή στο αρχείο των χειρόγραφων στίχων θα είπε «μα τι λέει εδώ; προφανώς εννοεί όταν πίνω». Ωστόσο, αυτός δεν ήξερε ή δεν πρόσεξε τους στίχους, γιατί αν έλεγε «όταν πίνω τουμπεκάκι θα φουμάρω αργελεδάκι» δε σημαίνει τίποτα.

(Στην κλασική φιλολογία υπάρχει μια πολύ έξυπνη αρχή, που λέι: όταν έχεις να διαλέξεις ανάμεσα σε δύο γραφές, μία υπερβολικά προφανή και μία περίεργη και ακατανόητη, συνήθως η περίεργη είναι η σωστή. Το περίεργο μπορεί κάποιο χέρι να το διόρθωσε σε κάτι πιο προφανές, αν δεν έβγαζε το νόημα, ενώ το αντίθετο είναι μάλλον απίθανο.)

Ναι μαστουρλούκι εννοούσα, δαίμων του τυπογραφείου.
Άκου το εδώ που είναι πιο καθαρό.
Για το σπαν’ ή σκαν’ δεν παίρνω όρκο για το τι λέει ο Μάρκος αλλά το " σκαν’ " βγάζει νόημα.

Μπορώ να ακούσω και το μαστουρλούκι όντως αλλά είναι αναλόγως τη φορά. Υπάρχει περίπτωση να λεει κάτι άλλο;

Πάντως το «σκάω = εμφανίζομαι» είναι των πρόσφατων δεκαετιών, συντομευμένη εκδοχή του «σκάω μύτη» που κι αυτό δεν είναι πολύ παλιό.

Αντίθετα, το «σπάω» ήταν πολύ της μόδας στην αργκό εκείνης της εποχής σε εκφράσεις όπως «σπάω κέφι / μεράκι / νταλκαδάκι κλπ.», άρα γιατί όχι και ___ μαστουρλούκι. Σήμερα είναι ντεμοντέ, μόνο στο «σπάω πλάκα» λέγεται.

2 «Μου αρέσει»

Το «σκάω μύτη» δεν είναι και πολύ παλιό, αλλά παλιότερο της δικής μου γενιάς, δηλαδή μεσοπόλεμος και μετά. Προέρχεται από την εποχή που «το βαπόρι» ήταν τόσο σημαντικό για τις μικρές νησιωτικές κοινωνίες ώστε να υπάρχει (π.χ. στην Ύδρα) βιγλάτορας, που ανεβασμένος σε μια παλιά ντάπια του λιμανιού, «εβίγλιζε» πότε θα σκάσει μύτη το βαπόρι, από το βράχο στο ακρωτήρι Τα τσελεβίνια, ερχόμενο απ’ τον Πόρο. Οι άνθρωποι του λιμανιού είχαν τότε μισή ώρα καιρό να προετοιμάσουν το χώρο, τα καρότσια κλπ. κλπ. (αυτοκίνητα δεν υπήρχαν).