Όμπι όμπι μπι

Καλησπέρα στους φίλους του ρεμπέτικου!
Ένα από τα ωραιότερα νησιώτικα τραγούδια τα οποία έχουν ηχογραφηθεί από καλλιτέχνες του ρεμπέτικου είναι ασφαλώς το περίφημο ‘‘Όμπι όμπι μπι’’ ή αλλιώς ‘‘Η παλιοτρεχαντήρα’’. Αλλέγκρο, δηλαδή γρήγορο, με μια πενιά στο μπουζούκι που κεντάει -στο στυλ του Σπύρου Περιστέρη, αν όχι ο ίδιος-, και φυσικά πρώτη φωνή ο Δημήτρης Περδικόπουλος και δεύτερες φωνές οι Μάρκος Βαμβακάρης και Απόστολος Χατζηχρίστος! Πραγματικά υπέροχο.
Είναι δύο λέξεις που δεν ξέρω τί σημαίνουν στο τραγούδι, αυτές είναι οι: κουλαουζέρης και μανταρόλια. Παραθέτω όλο το δίστιχο:

Μέτρα, κουλαουζέρη μου, καλά τα μανταρόλια,
γιατί βουτώ στη θάλασσα σαρανταπέντε χρόνια.

Με την ευκαιρία αν κάποιος ξέρει να μου πει και σχετικά με την περιοχή προέλευσης του τραγουδιού, το ρυθμό του και το χορό του, θα χαιρόμουν ιδιαιτέρως!

Το τραγούδι είναι σφουγγαράδικο. Ο κολαουζέρης είναι το σημαντικότερο μέλος του πληρώματος ενός σφουγγαράδικου: χειρίζεται τη μηχανή του αέρα, μετράει πόσο χρόνο είναι κάτω ο δύτης, σε πόσο βάθος, σε πόση ώρα πρέπει ν’ αρχίσει την ανάδυση ώστε και το χρόνο του αέρα του να εξαντλήσει χωρίς φύρα αλλά να έχει και χρόνο ν’ αναδυθεί ομαλά και ήρεμα (αλλιώς κινδυνεύει άμεσα από πιάσιμο, τη νόσο των δυτών που παραλύει ή σκοτώνει) κλπ… Η ζωή του σφουγγαρά εξαρτάται από τον κολαουζέρη. Αρκετές φορές οι κολαουζέρηδες έκαναν σκοτεινές συμφωνίες με τους καπεταναίους κρατώντας τους σφουγγαράδες παραπάνω ώρα κάτω, πράγμα που αυξάνει τα κέρδη (περισσότερα σφουγγάρια) αλλά σκοτώνει κόσμο. Ο κάθε σφουγγαράς είχε άμεσο συμφέρον να τα 'χει καλά με τον κολαουζέρη.

Για τα μανταρόλια, με μία επιφύλαξη, θαρρώ πως είναι λάθος αντί για μαντζαρόλια, όπου μαντζαρόλι κυριολεκτικά μεν είναι η κλεψύδρα (mangia l’ ora, τρώει -σπυρί σπυρί- την ώρα), στην πράξη δε κάποια μονάδα χρόνου με την οποία υπολόγιζε ο κολαουζέρης πόση ώρα είναι κάτω ο σφουγγαράς.

Το νόημα του στίχου είναι: Κολαουζέρη, πρόσεξε καλά μη μ’ αφήσεις παραπάνω ώρα στο βυθό και σκάσω, γιατί είμαι σαρανταπέντε χρόνια σφουγγαράς και θέλω να συνεχίσω. (Σαρανταπέντε χρόνια πρέπει να ήταν σπάνιο ρεκόρ…)


Τα σφουγγαράδικα νησιά είναι πρωτίστως η Κάλυμνος, επίσης η Σύμη και η Χάλκη (της 12νήσου, όχι του Βοσπόρου), και σε πιο μικρό ποσοστό η Αίγινα και διάφορα άλλα νησιά του Αιγαίου. Το τραγούδι μάλλον πρέπει να είναι 12νησιακό, αλλά στην Κάλυμνο που ξέρω αρκετά καλά τη μουσική της δεν το έχω ακούσει, στη Σύμη που την ξέρω μόνο δισκογραφικά επίσης δεν το έχω ακούσει, και τη Χάλκη την αποκλείω με βεβαιότητα γιατί το μουσικό στυλ δεν ταιριάζει καθόλου. Οπότε δεν ξέρω. Πάντως από κάπου εκεί γύρω λογικά, όσο για το ρυθμό/χορό, αν δεν είναι συρτό, θα είναι ίσσος. Το έχουν βγάλει και οι Δυνάμεις του Αιγαίου, οπότε μπορεί να έχουν καμιά πληροφορία στο εξώφυλλο του δίσκου.

6 «Μου αρέσει»

Κάπου έχω κρατημένο ένα κείμενο με μία σημείωση: “Σπογγαλιεία Λύκειο Αίγινας”. Δυστυχώς, αχρονολόγητο, φαίνεται όμως καλή δουλειά. Παραθέτω τη σχετική παράγραφο:

Ο βουτηχτής, που πρώτος θα πιάσει δουλειά, πιάνει το “φόρεμα”. Το φόρεμα είναι μια ευρύχωρη φόρμα από τριπλές στρώσεις λάστιχο και πανί, μονοκόμματη από το στήθος ως τα ποδάρια και αφήνει απ’ έξω μόνο τα χέρια ως τον καρπό και σφίγγει γερά στα παπούτσια, που έχουν από κάτω βαριές πλάκες μολύβι, για να κρατούν ισορροπία στο βάθος της περικεφαλαίας. Η περικεφαλαία πάλι, βιδώνει πάνω στο φόρεμα γύρω στο στήθος και έχει 4 μεγάλα, χοντρά γυάλινα μάτια, επάνω, μπρος και οτα πλάγια, για να βλέπει ο βουτηχτής σε κάθε κατεύθυνση. Στη μια μεριά της περικεφαλαίας βιδώνει το μαρκούτσι, που φέρνει από τη μηχανή τον αέρα στο βουτηχτή, στην άλλη μεριά είναι η βαρβάρα, δηλαδή η βαλβίδα εξαγωγής του περίσσειου αέρα. Με τον αέρα αυτόν θα γεμίσει όλο το φόρεμα και εκτός που θα δίνει την αναγκαία ποσότητα φυσικού αέρα για να αναπνέει ο βουτηχτής που είναι κλεισμένος μέσα στο φόρεμα, θα τον προστατέψει και από τα επακόλουθα που έχει η πίεση της θάλασσας. Όταν ο αέρας είναι πολύς χτυπάει με το κεφάλι του ο βουτηχτής τη Βαρβάρα, και βγάζει τον πλεονάζοντα αέρα που Βγαίνει με φουσκάλες προς τα πάνω, αλλά με τον τρόπο αυτό ανανεώνει τον αέρα που αναπνέει και κάνει τον όγκο του φορέματος όπως τον θέλει, έτσι ώστε το βάρος που θα παρουσιάζει το σύνολο να συμφωνεί με το βάρος ίσου όγκου νερού του βυθού της θάλασσας και να του επιτρέπει να στέκεται όρθιος στο βυθό ή να ‘ναι ελαφρύτερος για να μένει μετέωρος και να μετατοπίζεται κατά μήκος και κατά ύψος από τόπο σε τόπο. Στο στήθος του κρεμιέται η απόχη, που θα δεχτεί τα σφουγγάρια, και από τη μέση ο κολαούζος, δηλαδή το σκοινί που τον συνδέει με το καΐκι και που του χρησιμεύει και για τηλέγραφος. Αν χρειαστεί κάτι, τραβάει το σκοινί και ειδοποιεί τους ανθρώπους του καϊκιού, και αυτοί με τον ίδιο τρόπο του δίνουν απάντηση. Το προσωπικό της καταδυτικής μηχανής είναι στη θέση του. Η καταδυτική μηχανή χάρη σ’ ένα έξυπνο σύστημα που ‘χαν εφεύρει οι Αιγινήτες μηχανικοί {ο κ.Γεωργιλάκης και άλλοι), κινείται από την κινητήρια μηχανήτου καϊκιού, όμως έχει και δύο ρόδες στα πλάγια για να δουλέψει αν χρειαστεί και με το χέρι, γιατί με την αδιάκοπη και καλή λειτουργία της εξαρτάται η υγεία και η ζωή του βουτηχτή. Γύρω στο βουτηχτή βρίσκονται αυτοί που θα τον βοηθήσουν να ντυθεί και θα τον παρακολουθούν όταν κατέβει στη θάλασσα. Ο καπετάνιος παρακολουθεί τις κινήσεις των βουτηχτών και κανονίζει την πορεία του πλοίου. Ο μαρκουτσέρης παρακολουθεί την αεραντλία. Άλλος κρατάει τον κολαούζο, άλλος μετράει το χρόνο της κατάδυσης κουνώντας ρυθμικά το “μπατζαρόλι”. Το μπατζαρόλι, το χρονόμετρο δηλαδή, είναι ένα μακρύ γυάλινο κουτί χωρισμένο στη μέση, με μια τρύπα πάνω στο χώρισμα. Το ένα μέρος του κουτιού είναι γεμάτο με άμμο και το άλλο είναι άδειο. Κάθε που με το γύρισμα, έρχεται το γεμάτο μέρος πάνω, η άμμος χύνεται από την τρύπα στο κάτω. Ο χρόνος που διαρκεί αυτό είναι ένα λεπτό. Ο χρόνος κρατιέται γιατί ο βουτηχτής δεν πρέπει να παραμένει πολύ στο βυθό. Έτσι όλοι κάθε στιγμή γνωρίζουν σε τι βάθος και πόση ώρα βρίσκεται ο βουτηχτής κάτω. Πρέπει να μαζεύει όσο πιο καλά σφουγγάρια μπορεί και να τα βάλει στην απόχη του. ‘Οταν συμπληρωθεί ο χρόνος που μπορεί να μείνει κάτω ο βουτηχτής, του δίνουν σήμα με τον κολαούζο για να ετοιμαστεί να ανέβει. ‘Οταν φανεί στην επιφάνεια τον βοηθούν ν’ ανέβει και του ξεβιδώνουν πρώτα την περικεφαλαία, και παρακολουθούν τις κινήσεις του, μήπως τυχόν και “πιάστηκε”. Στη συνέχεια μπαίνει στο φόρεμα ο δεύτερος, ύστερα ο τρίτος, μέχρι να βουτήξουν όλοι οι βουτηχτάδες που βρίσκονται στο καΐκι. Στα ρηχά νερά το βούτηγμα κρατάει περισσότερη ώρα απ’ ότι στα βαθιά, όμως στα βαθιά νερά βρίσκεται το καλό και τ’ ακριβό σφουγγάρι.

Να σημειώσω επίσης ότι εκτός από την Αίγινα, υπήρχε σημαντική σπογγαλιεία και στην Ύδρα. Τη δεκαετία 1950 θυμάμαι να παρακολουθώ την ιεροτελεστία του ξεκινήματος των καϊκιών για Μπαρμπαριά / Τούνεζι. Υπάρχει όμως μαρτυρία Άγγλου περιηγητή από ύστερο 19ο αιώνα, που καταγράφει δράση Υδραίων σφουγγαράδων στην περιοχή Χερόνησος της Σίφνου (προφανώς, το 1950 δεν υπήρχε πλέον ούτε μιισό σφουγγάρι στο Αιγαίο…)

4 «Μου αρέσει»

Λοιπόν, έριξα μια ματιά στο ΥΤ και βρήκα αυτή την ηχογράφηση με τις Κώτισσες αδελφές Καραμπεσίνη - Σαρρή. Οι μαντινάδες είναι τελείως άλλες, άσχετες από τους σφουγγαράδες. Αυτό δε σημαίνει βέβαια τίποτε, είναι δεδομένο ότι αυτοί οι σκοποί δεν έχουν σταθερά στιχάκια.
Η μουσική μοιάζει κι αυτή να είναι διαφορετική, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που διαφέρει είναι η κατανομή των συλλαβών στα μουσικά μέτρα - η μουσική αυτή καθ’ εαυτήν είναι η ίδια, με ελάχιστες παραλλαγές. Ακούγοντάς το έτσι όπως το λένε εδώ οι δύο κυρίες, μου ταιριάζει πολύ περισσότερο για δωδεκανησιακός σκοπός. (Το λέω αυτό για συγκεκριμένους λόγους: αυτή η δομή, όπου θες 4 μουσικές στροφές για να ολοκληρώσεις μια μαντινάδα και λες το στίχο λίγο λίγο, με εσωτερικές επαναλήψεις και με παρέμβλητα τσακίσματα, όπως εδώ το όμπι-όμπι-μπι, είναι κλασική σε δεκάδες ή εκατοντάδες σκοπούς της Κω, της Ρόδου, της Καλύμνου, της Καρπάθου κλπ., ενώ ο τρόπος που το τραγουδάνε οι ρεμπέτες, όπου ο στίχος ολοκληρώνεται πολύ πιο σύντομα, πολύ λιγότερο θυμίζει 12νησιακή μουσική.)

Γεγονός παραμένει ωστόσο ότι δεν το 'χω ακούσει στην Κάλυμνο. Να είναι Κώτικο; Με βάση την καταγωγή των τραγουδιστριών, πιθανό αλλά όχι βέβαιο. Τους Κώτες δεν τους έχω πολυακούσει για σφουγγαράδες, αλλά τέλος πάντων δίπλα δίπλα είναι Κως και Κάλυμνος, κάποιοι θα ήταν κι από την Κω στα σφουγγαράδικα. Οι στίχοι στην εκτέλεση των ρεμπέτηδων είμαι βέβαιος ότι είναι αυθεντικοί, φαίνεται από το λεξιλόγιο. Τη μελωδία, που είναι απλουστευμένη σε σχέση με της Κώτικης ηχογράφησης, μπορεί να την απλούστευσαν οι ίδιοι οι ρεμπέτες ή μπορεί να κυκλοφορούσε έτσι σε κάποια μη Κώτικη (και, το πιθανότερο, μη 12νησιακή) παραλλαγή.

Βρήκα επίσης ότι κάποιος Θοδωρής Λίζος είχε την τόλμη να εμφανιστεί στην τηλεόραση, στο «Ονείρου Ελλάς», και να πει αυτό το τραγούδι χωρίς την παραμικρή ιδέα για το τι λέει. Μα τα μακαρόνια ρε φίλε; Καλά δεν ήξερε, δε ρώταγε; Και καλά δε ρώτησε ο ίδιος, κανέναν υπεύθυνο δεν είχε η εκπομπή; Γιάννη μου, ο Τάκης κι η Μαίρη γενομένο κρασάκι του Τσου

Διαφωτιστικότατες οι πληροφορίες σου, Pepe. Ειδικά η περιγραφή του τρόπου συσχέτισης του σφουγγαρά με τον άνθρωπο που χειρίζεται τον αέρα του είναι πραγματικά συγκλονιστική. Σ’ ευχαριστώ!

Νίκο, το άρθρο που ανέβασες είναι σωστό ντοκουμέντο. Πού να φανταστεί κανείς τί περνάγαν οι σφουγγαράδες στον καθημερινό τους μόχθο. . . Όλα αυτά, βέβαια, προτού σχολάσουν και φάνε τα λεφτά τους, αφού ήταν όλοι τους κουβαρντάδες, όπως μας πληροφορεί σε ένα άλλο τραγούδι του ο Γιώργος Μπάτης.

Τα τραγούδια έχουν τη μαγεία τους ούτως ή άλλως, πόσο μάλλον όταν μας μεταφέρουν σε άλλες εποχές, σε άλλους τόπους, σε άλλους ανθρώπους και τη ζωή τους. Γι’ αυτό καλό είναι να ξέρουμε τι τραγουδάμε!

1 «Μου αρέσει»

Οι καλύμνικες αφηγήσεις για τους σφουγγαράδες πράγματι συμφωνουν ότι ήταν χουβαρντάδες. Και όχι χωρίς λόγο: όσο ο σφουγγαράς πατάει τη στεριά, ξέρει ότι, σήμερα ακόμα, ζει. Από τη στιγμή που μπαρκάρει, μπορεί να πιαστεί ή και να πεθάνει από την πρώτη βουτιά. Κάθε στιγμή λοιπόν που ζει, τη ζει στο έπακρο. Τα γλέντια πριν την αναχώρηση των σφουγγαράδικων στην Κάλυμνο ήταν περιώνυμα για τις ανήκουστες σπατάλες που έκαναν άνθρωποι κατά τα άλλα όχι ιδιαίτερα πλούσιοι, που απλώς είχαν πάρει την μπροστάντζα τους.

Παρά την ακρίβεια στη συγκεκριμένη πληροφορία, το τραγούδι του Μπάτη είναι πολύ ατυχές. Περιγράφει τη ζωή του σφουγγαρά με τόση αφέλεια και απλοϊκότητα, που δεν υποψιάζεται κανείς πώς περίπου ήταν η καθημερινή πραγματικότητά τους. Ήταν ένα εντελώς ακραίο επάγγελμα, όπου ολόκληροι πλθυσμοί κάποιων νησιών παίζαν κάθε μέρα κρυφτούλι με το θάνατο. Θάνατος δεν είναι μόνο το σκάσιμο, είναι λ.χ. και οι καρχαρίες, συν όλοι οι κίνδυνοι της θάλασσας που είναι κοινοί για όλους τους ναυτικούς. Και όλοι αυτοί οι κίνδυνοι δεν οφείλονται μόνο στη φύση της δουλειάς και στην αναλγησία, κάποτε, των αφεντικών, αλλά πολύ συχνά και στο αυτοκτονικό αντριλήκι των βουτηχτάδων, που κάποιους κανόνες ασφαλείας θεωρούσαν υποτιμητικό, φλώρικο να τους εφαρμόσουν. Ποτέ δεν έλεγαν για κανέναν ότι πιάστηκε επειδή δεν πρόσεχε, παρά ότι «ε, έτσι είναι αυτή η δουλειά, τι τα θες…». Λοιπόν, ο Μπάτης δε μας περνάει τίποτε απ’ όλα αυτά. Μιλάει για κάποιους επαγγελματίες που, ντάξει, δουλεύουν όλη μέρα και το βράδυ τρώνε ξερή γαλέτα. Αλήθεια κι αυτό, αλλά …

Μ’ όλο του το μερακλήκι, τη γνώση και το ταλέντο του, ο Μπάτης εδώ έχει γράψει ένα τραγούδι που δυστυχώς τον εκθέτει.

Μήπως όμως με τη χρήση του επιθετικού προσδιορισμού “οι καϋμένοι” μπροστά από τη λέξη"σφουγγαράδες "υπονοεί όλα τα παραπάνω;

Πολύ ωραίο θέμα…
Ξεκίνησα να γράφω λίγα πράγματα για την εφαρμογή του σκάφανδρου και των αναπνευστικών συσκευών σε αντικατάσταση της παραδοσιακής σπογγαλιείας που γινόταν με σκανταλόπετρα και μια ανάσα και την εμφάνιση της “νόσου των δυτών” που αποτέλεσε πραγματική μάστιγα.
Έπεσα όμως πάνω σε ένα πολύ κατατοπιστικό και καλογραμμένο άρθρο, οπότε αντιγράφω:
http://www.medreha.com/2011/09/i-nosos-ton-diton–o-thalamos-aposympi/

Σκανταλόπετρα, ε; Μάλλον από το “σκαντάγιο” παρμένη η λέξη, ελληνιστί “βολίς”, βαρίδι δεμένο σε σκοινάκι, με το οποίο “βόλιζαν” για διαπίστωση του βάθους του βυθού. Εκείνο που δεν ήξερα είναι ότι το σχήμα της πέτρας, το πλακουτσωμένο, βοηθάει στον έλεγχο του προς τα πού θα κατευθυνθεί ο καταδυόμενος, δηλαδή όσο κοντύτερα προς το σφουγγάρι. Θαυμάσια ιδέα!

Ακριβώς, η πέτρα λειτουργούσε σαν πηδάλιο.

Να πούμε και για το στίχο «όμπι όμπι μπι, στη μηχανή θα μπει».

Η μηχανή, αλλιώς της μηχανής το φόρεμα, είναι το σκάφανδρο. Ο δύτης που βουτάει με σκάφανδρο (σε αντιδιαστολή με τους παλιότερους γυμνούς δύτες) λέγεται μηχανικός. Άρα ο στίχος σημαίνει «θα βάλει το σκάφανδρο».

Και όπως λέει και το πασίγνωστο καλυμνιώτικο,

“Η μηχανή εινʼ η μάνα μου, η ρόδα η αδερφή μου,
και στον κολαουζέρη μου κρέμεται η ζωή μου” κι ακόμα,
“Για σένα βάζω φόρεμα, για σε τραβώ μαρκούτσα,
για σένα μου φορέσανε τα σιδερέ* παπούτσια”

(*)
ε, αυτό, δεν αξιώθηκαν ακόμα “τα κορίτσια να το ταιριάξουν”…

1 «Μου αρέσει»

Στο μουσείο Σπογγαλιείας στην Κάλυμνο έχω δει ένα παλιό, χιλιοφθαρμένο σκάφανδρο, με την εξής λεζάντα:

«Μέσα σ’ αυτό το σκάφανδρο πέθανε την τάδε χρονιά ο Α. Β. Τάδε, μετά από (λέω) 15 χρόνια ο γιος του ο Β.Α. Τάδε, και μετά από άλλα 15 ο εγγονός του ο Α.Β. Τάδε.»

2 «Μου αρέσει»

Είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα η ιστορία ,με τεράστιο πολιτισμικό- πολιτιστικό πλούτο και πολύ πόνο…
Ίσως στα πολύ συγκεκριμένα νησιά ο πιο μακρόβιος και αδυσώπητος πόλεμος να ήταν αυτός με τη θάλασσα.

óöïõããáñÜäåò.jpg
Αφίσα του 1883 ,εισαγωγέα σφουγγαριών στις Η.Π.Α.Οι σφουγγαράδες είναι χωρίς σκάφανδρο.Συλλογή κλ.Β.Μπουντούρη.Στήν δεξιά πάνω γωνιά είναι γραμμένο με το χέρι:
Δ.Ν.Λεμπέσης Υδραίος εις Νεαν Υόρκη Αμερικής Προμηθευτης

2 «Μου αρέσει»

Ακούγοντας το γνωστό τραγούδι ‘‘Η τράτα μας η κουρελού’’, διαπίστωσα πως έχει τον ίδιο ρυθμό στην εκφορά των συλλαβών του κουπλέ με τα μέρη εκτός του ρεφρέν από το ‘‘Όμπι όμπι μπι’’. Από όσο ξέρω το τραγούδι αυτό είναι από την Λέρο, το οποίο δείχνει το βαθμό συγγένειας και την αλληλεπίδραση που είχαν - έχουν στη μουσική τους τα νησιά της Δωδεκανήσου.

Εδώ από το συγκρότημα του Σταμάτη Χατζηδάκη από την Λέρο, στις πρώτες, ίσως και αυθεντικότερες ερμηνείες των τραγουδιών αυτών.
https://https://www.youtube.com/watch?v=kLI0EhhH_ZM

Εδώ το ‘‘Όμπι όμπι μπι’’

Η εκτέλεση των αδελφών Χατζηδάκη (1949) πιθανόν να είναι όντως αυθεντικότερη, αλλά όχι η πρώτη. Του Δούσα είναι αρκετά παλιότερη, 1932.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μεταξύ των Δωδεκανήσων υπάρχουν και στενές μουσικές συγγένειες -είτε από αλληλεπίδραση είτε από κοινή προέλευση- αλλά και ξεχωριστός, συνάμα, μουσικός χαρακτήρας του κάθε νησιού. Αλλά δε νομίζω ότι η συγκεκριμένη ομοιότητα δείχνει τίποτε: έχουμε μια ρυθμική ομοιότητα, που έτσι κι αλλιώς είναι κοινότατη, ανάμεσα σε δύο τραγούδια που το ένα δεν ξέρουμε (εμείς εδώ τουλάχιστον) αν είναι δωδεκανησιακό, παρά μόνο ότι μια παραλλαγή του που δεν έχει τη συγκεκριμένη ρυθμική ομοιότητα ηχογραφήθηκε από επαγγελματίες τραγουδίστριες Κώτισσες. (Και οι Χατζηδάκηδες της Λέρου, επαγγελματίες ήταν. Οι ηχογραφήσεις τους δεν αποτελούν μουσικολαογραφικό τεκμήριο. Άμα ξέραν ένα ωραίο τραγούδι θα το έλεγαν κι ας μην ήταν από τη Λέρο.)

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 20:58 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 20:47 —

Διόρθωση: δεν ήταν αδελφές, ήταν μάνα και κόρη.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 21:08 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 20:58 —

Και ακόμη παλιότερη ηχογράφηση, 1927, με τον Σωτήρη Στασινόπουλο.

Κι αυτός επαγγελματίας, Μωραΐτης (αν δεν απατώμαι) στην καταγωγή. Βγάλε συμπέρασμα από πού ήταν το τραγούδι…

καλησπερα να πο και εγο οτη εχη βγαλη και ο στρατος ο παγιουμτζης η σφουγκαραδες,
σας δηνο ενα βηντεακη για τον χορο τον σφουγκαραδον οπος λεγετε στην ιστορια
ενας σφουγκαρας που ηταν παραλητος απο την επηθημια του για χοροψη που δεν μπορουσε
εντλη πεταξε την μαγκουρα και χορεψε απο οσο ξερο για τον χορο αυτον.

και εδο του στρατου,

  1. Η έκφραση “Όμπι όμπι μπι” (φαντάζομαι σημαίνει κάτι σαν “όπα όπα”) σε ποιες νησιωτικές περιοχές εντοπίζεται και συνηθίζεται; Εκτός από την παλιά ηχογράφηση του Περδικόπουλου και των αφών Καραμπεσίνη η έκφραση εμφανίζεται και σε νεο-νησιώτικο (γνωστό και από τον Πάριο) της δεκαετίας του 80: “Παναγιά μου ένα παιδί -όμπι όμπι ομπι μπι” κλπ κλπ
  2. Άλλη μια σχετική ηχογράφηση με “τρεχαντήρα” αλλά χωρίς σφουγγαράδες από το 1930 στο πλαίσιο των ηχογραφήσεων του ΜΛΑ της Μ. Μερλιέ.
    Η εκτέλεση αυτή είναι ενταγμένη στην ομάδα των σκοπών από τη Σίφνο κατά την έρευνα του ΜΛΑ. Δεν ξέρω αν ο σκοπός ήταν τότε ήταν δημοφιλής στη Σίφνο αλλά σήμερα δεν ακούγεται (τουλάχιστον έτσι). Επίσης το σαντούρι δεν υπήρχε στη Σίφνο (τουλάχιστον όλο τον 20ο αιώνα). Μάλλον επιστρατεύθηκε ο σαντουριέρης Δ. Βλαχόπουλος λόγω αδυναμίας συμμετοχής Σιφνιού λαουτιέρη στην Αθήνα κατά τις ηχογραφήσεις αυτές. Δεν αποκλείω και την περίπτωση γενικότερης συνεργασίας του βιολιτζή Γιάννη Αντιλαβή με το σαντουριέρη στην Αθήνα.

Ξαναθυμήθηκα την παλιά συζήτηση γι’ αυτόν τον ενδιαφέροντα σκοπό, κι έκανα άλλη μια αναζήτηση να δω τι μπορώ να βγάλω, πέρα από τα όσα είχαμε ήδη πει τότε, ότι δηλαδή πιθανόν να είναι 12νησιακός και μάλιστα ίσως κώτικος, αλλιώς μάλλον από κάποιο άλλο σφουγγαράδικο νησί, και πάντως ότι στην εκτέλεση των ρεμπέτηδων ο τρόπος που κατανέμονται οι συλλαβές στη μουσική δεν παραπέμπει καθόλου σε 12νησα.

Πρώτα απ’ όλα, να προσθέσω ότι και η εναλλαγή τριών τονικοτήτων, Σι (περ. Σεγκιάχ) και Ντο (περ. Τσαργκιάχ) για τις στροφές και Λα (Ουσάκ) για το τσάκισμα, επίσης δε θυμίζει ούτε 12νησα ούτε καμία άλλη τοπική παράδοση, και μου μυρίζει επέμβαση του Περιστέρη.

Έχουμε λοιπόν και λέμε:

Αυτή εδώ η εκτέλεση είναι στην ίδια μελωδία με των Καραμπεσίνηδων που είχαμε προαναφέρει. Δηλαδή, αν πάρουμε ως τονική το Λα (ουσάκ), έχουμε γύρισμα μόνο σε Σι, κι όχι εναλλάξ Σι και Ντο. Οι στίχοι δεν είναι 15σύλλαβοι όπως στις άλλες δύο εκτελέσεις, είναι πιο σύντομα τσακίσματα και μάλιστα μετρικώς ιδιόρρυθμα. Στο ΥΤ δε δίνεται κανένα στοιχείο, αλλά ίσως όσοι ακούν νησιώτικα να αναγνωρίσουν τη φωνή, πρέπει να είναι κάποια από τις γνωστές μεγάλες τραγουδίστριες του επαγγελματικού νησιώτικου. Θα μου έκανε για κώτικο.

Μια άλλη, τωρινή εκτέλεση, είναι της Καίτης Κουλλιά. Ποιος είναι αυτός που τραγουδάει, ο Τσιαμούλης; Εδώ έχουμε κάτι σαν επανεκτέλεση της εκδοχής των ρεμπέτηδων (με τις πολλές τονικές εναλλαγές), σε ύφος όμως που φέρνει περισσότερο σε νησιώτικο, και με όχι ακριβώς τα ίδια δίστιχα - κάποια είναι δανεισμένα από την ηχογράφηση των Καραμπεσίνηδων. Υπάρχει η ένδειξη ότι το τραγούδι είναι από τη Σύμη - δεν ξέρω πόσο έγκυρη είναι.

Τωρινή είναι και η εκτέλεση των Δυνάμεων. Πιστεύω ότι αυτοί σίγουρα θα γράφουν κάποια πληροφορία στο φυλλάδιο του δίσκου τους, αλλά δεν τον έχω. Εδώ μοιάζει να έχουμε ένα συγκερασμό ανάμεσα στις εκτελέσεις των ρεμπέτηδων, των Καραμπεσίνηδων, και την ανώνυμη νησιώτικη: μουσικά, τα γυρίσματα είναι μόνο δύο, Σι και Λα (όπως στις δύο τελευταίες), αλλά οι στίχοι είναι 15σύλλαβοι συν τσάκισμα, όπως στους ρεμπέτες και στις Καραμπεσίνηδες, και εκφέρονται όπως στους ρεμπέτες. Εδώ υπάρχει κι ένα παρ’ ολίγον στοιχείο για την πιθανή προέλευση του τραγουδιού: ένα δίστιχο επικαλείται τον Άγιο Νικόλα των Μυρών (ή Μοιρών). Σκέφτεται κανείς ότι σ’ όποιο νησί υπάρχει τέτοια εκκλησία, από κει θα είναι και το τραγούδι. Έλα όμως που ο ίδιος ο Άγιος Νικόλαος, ως ιστορική προσωπικότητα, ήταν επίσκοπος των Μύρων της Λυκίας και αναφέρεται ως Άγιος Νικόλαος των Μύρων! Αν σε κάποια λαϊκή παραφθορά αυτό το όνομα έχει γίνει «των Μυρών», αυτό μπορεί να συνέβη οπουδήποτε, και δε θα βγάλουμε άκρη. Πάντως ναό που να λέγεται «Άγιος Νικόλας των Μυρών» ή «Μοιρών» (ως τοποθεσία, όπως λέμε ξέρω γω στο Χριστό στο Κάστρο), δεν εντόπισα. Ωστόσο, βρήκα ότι υπάρχει ένα (άσχετο) τραγούδι από το Καστελλόριζο που και πάλι επικαλείται τον Άγιο Νικόλα των Μυρών. Άρα, αν και στο Καστελλόριζο δε φαίνεται να υπάρχει τέτοια εκκλησία (στα σάιτ θρησκευτικού τουρισμού δεν τη βρήκα), ίσως τον ίδιο τον Άγιο να συνηθίζεται να τον λένε έτσι. Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι οι Δυνάμεις άκουσαν αυτή τη μαντινάδα στο σκοπό του Όμπι μπι, και όχι σε άλλο τραγούδι -όπως θα μπορούσαν κάλλιστα-, τότε μπορεί το τραγούδι να είναι (και;) από το Καστελόριζο.

Συμπέρασμα: περισσότερα στοιχεία, περισσότερη αβεβαιότητα. Συμβαίνει συχνά. Πάντως, κάπου στα 12νησα παραμένουμε.