Ο Δανός γνωστός ποιητής και παραμυθάς Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν, επισκέφτηκε την Αθήνα , νέα πρωτεύουσα της Ελλάδας που μόλις είχε απελευθερωθεί από τον τουρκικό ζυγό, το 1841.
Ο καθηγητής Ρός, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα, τον προσκάλεσε στό σπίτι του σε μιά μικρή γιορτή οργανωμένη προς τιμήν του, στη διάρκεια της οποίας δύο γνωστοί την εποχή εκείνη πλανόδιοι μουσικοί θα έδιναν ένα δείγμα της τέχνης τους. Ήταν μία αξέχαστη εμπειρία γιά τον Άντερσεν, που την κατέγραψε με αρκετές λεπτομέρειες στο ημερολόγιό του :
« Βρεθήκαμε μπροστά σε δύο Έλληνες από τη Σμύρνη, ο ένας με το βενετσιάνικο μαντολίνο του κι ο άλλος με ένα βιολί,όργανο που μόνο πρόσφατα εισάγεται στην Ελλάδα: ήταν ραψωδοί. Καθισμένοι με το αριστερό πόδι πάνω στο δεξί, άρχισαν να τραγουδούν. Πόσο πιό σωστά όμως θα ήταν αν βρίσκονταν στην ύπαιθρο, κοντά σε μιά φωτιά, με τα ψηλά βουνά ολόγυρά τους!
Πρώτα τραγούδησαν μαζί ένα ελληνικό μοιρολόγι, στιχούργημα του λαού την εποχή που ήταν ακόμα κάτω από τον ζυγό των Τούρκων, κι ‘αυτοί τους άρπαζαν τα κοπάδια και τις θυγατέρες τους. Δε μου φάνηκε ότι τραγουδούσαν και οι δύο τον ίδιο σκοπό : οι φωνές τους διασταυρώνονταν, κάποτε σιγανές και παραπονιάρικες, κάποτε σπαρακτικές και οργισμένες - σα να έκλαιγε ένας ολόκληρος λαός.
Μετά είπαν ένα τραγούδι του Ρήγα. Στη συνέχεια ακολούθησε ένα πολεμικό εμβατήριο που μ’ ένα περίεργο τρόπο θύμιζε τη Μασσαλιώτιδα και, τέλος, ένας ύμνος γιά την άφιξη του βασιλιά Όθωνα στο Ναύπλιο. Έτσι έφτιαχναν ένα είδος νεότερης ιστορίας της Ελλάδας, που με συγκίνησε πολύ, γιατί η ιστορία που γράφεται με ήχους αγγίζει πιό βαθιά την καρδιά απ’ αυτήν που είναι γραμμένη με λέξεις.
Ξαφνικά, χτύπησαν οι ραψωδοί τις χορδές και άρχισαν να παίζουν ένα ποτ πουρί από το Fra Diavolo, του Robert και άλλες νεότερες γαλλικές μελωδίες: ήταν απαίσιο! Σαν όραμα, είδα πως όλες αυτές οι λαϊκές μουσικές κάποτε θα σιγήσουν, και ξένα τραγούδια θα περάσουν στο λαό. Αλλά και σήμερα ακόμα, οι ραψωδοί μας, παίζουν με περισσότερο κέφι αυτές τις μελωδίες παρά τα δικά τους τραγούδια.
Τέλος, μας έδωσαν και ένα τούρκικο τραγούδι: μιά φωνή, χαμηλή, ακαταλαβίστικη και εντελώς κοιμισμένη - ήταν σα να έβλεπε στ’ όνειρό του ένας μεθυσμένος οπιομανής έναν τρομερό εφιάλτη. Η φωνή, με τον ίδιο πάντα τόνο, συνοδεύοταν από ένα μονότονο κτύπημα σε μία μόνο χορδή.
'Οταν έφυγαν, μας φίλησαν τα χέρια και, σύμφωνα με το ελληνικό έθιμο, τα ακούμπησαν στο μέτωπό τους. Αισθάνθηκα γεμάτος από τις μουσικές τους ».
Από το βιβλίο της Μυρτώς Γεωργίου Νίλσεν, «Η Ελλάδα του Άντερσεν».
Ευτυχώς, το όραμα του Άντερσεν δε βγήκε μέχρι το τέλος του, αληθινό !