Τυποποιημένοι μανέδες

Τέλος, να συμπληρώσω και τον “Νεβά” μανέ με την Ελβίρα Κάκκη. Από τους τελευταίους μανέδες (όχι ο τελευταίος) που ηχογραφούνται, πριν την επιβολή λογοκρισίας από την δικτατορία Μεταξά.

Δεν έχει βρεθεί η ετικέτα του δίσκου.

“Το πήρα πια απόφαση σ’ ένα βουνό να ζήσω εκεί η φθίσις μ’ έκανε το μνήμα μου να κτίσω”

Αυτός ο Σιδέρης ο Κουλουριώτης (Σιδέρης το μικρό του, το επώνυμο ήταν Αδριανός ή Ανδριανός) που παίζει λαβούτο, τακτικός συνεργάτης του Παπασιδέρη, εκτός ότι είναι από τους λίγους σχετικά λαουτιέρηδες που έχουν ηχογραφηθεί εκείνα τα χρόνια και από τους ελάχιστους ή και ο μόνος που έχει ηχογραφήσει τέτοια κομμάτια -σε δημοτικά είναι πιο αναμενόμενο-, ήταν κι ένας σπάνιος δεξιοτέχνης. Άλλη περίπτωση σολίστα λαουτιέρη που να μπορεί να κάνει ταξίμι σε διάλογο με τον μανέ ενός τραγουδιστή, όχι απλώς δεν έχω ξανακούσει στις 78 στροφές, αλλά πιστεύω ότι θα πρέπει να ήταν κάτι εντελώς εξαιρετικό. Το γεγονός ότι σήμερα βρίσκονται άνετα τέτοιοι σολίστες οφείλεται μάλλον σ’ ένα χαρακτηριστικό της εποχής μας, που είναι η διάχυση γνώσεων από μουσική σε μουσική και από όργανο σε όργανο (δηλαδή μπορεί λ.χ. ένας λαουτιέρης να ζηλέψει τα κατορθώματα ενός ουτίστα ή μπουζουξή και να εμπνευστεί να τα περάσει κι αυτός στο όργανό του, χώρια που υπάρχουν και πολλοί πολυοργανίστες, ενώ τότε τα όρια του κάθε οργάνου ήταν μάλλον πιο στεγανά).

Σε παλαιότερες ηχογραφήσεις του Καρά, νομίζω ότι λαούτο έπαιζε κάποιος Αδριανός, που αν θυμάμαι καλά λεγόταν Σταύρος. Μάλλον γιός του Σιδέρη θα ΄ταν. Και, σε αντίθεση με τον πατέρα του, δεν νομίζω ότι σολάρισε ποτέ σ’ εκείνες τις ηχογραφήσεις.

Στη βάση ΣΛ λέει «Μανές περασμένος στο όνομα του Περιστέρη». Αυτή η προσεκτική διατύπωση δείχνει να υπαινίσσεται τη γνωστή χαλαρότητα ως προς τις επίσημες πατρότητες των συνθέσεων, ιδίως προκειμένου για μανέ που, ως αυτοσχεδιασμός, είναι εξ ορισμού δημιούργημα του τραγουδιστή. Από τη στιγμή όμως που τίθεται εν αμφιβόλω η αυτοσχεδιαστική φύση του μανέ, είναι δυνατόν να υπήρξε συνθέτης, άρα γιατί όχι ο Περιστέρης;

Κάτι άλλο σχετικά με την ίδια ηχογράφηση:

Δε διακρίνω τη σχέση ανάμεσα σ’ αυτή την περιγραφή και στον μανέ που άκουσα. Βασικά, γιατί δεν είναι χιτζάζ ο μανές;

Ο Κ.Ρουμελιώτης, δεν ήταν άλλος από τον Κώστα Φαλτάϊτς ο οποίος έγραψε τους στίχους, όπως φαίνεται.

1 «Μου αρέσει»
  1. Ο Νινί μανές

Με αυτό τον τίτλο υπάρχει ένα τραγούδι με τη Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου (Πολίτισσα), που δεν είναι μανές. Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό νανούρισμα προς ορφανό παιδί, εκτελεσμένο σε ύφος μανέ (υπόκρουση τσιφτετελιού, σύντομα ενδιάμεσα ταξίμια, και όλο το φωνητικό στυλ), αλλά, πρώτον, έχει δύο απανωτά δίστιχα που το καθένα αποτελεί μελωδική ενότητα από μόνο του χωρίς περαιτέρω υποδιαιρέσεις (=δομή άσχετη από του μανέ), δεύτερον, η εκφορά των στίχων είναι πολύ πιο σύντομη απ’ ό,τι των μανέδων, και τρίτον, η μελωδική εξύφανση γίνεται κυρίως στα ίδια τα λόγια κι όχι μόνο στα επιφωνήματα.

Το έχουν οι τρεις από τις τέσσερις πηγές - Ρ.Διάλογοι, Μανιάτης και βάση ΣΛ-, όχι το φυλλάδιο ΣΛ, ενώ υπάρχει και στο ΥΤ. Τίτλος «Νινί μανές» παντού, μόνο που η βάση ΣΛ προσθέτει εντός παρενθέσεως το πρώτο ημιστίχιο, «(Κοιμήσου ορφανό παιδί)». Δίσκος Odeon GA-1486 DE, όπου οι Ρ.Δ. προσθέτουν και αριθμό μήτρας GO-1539, 1930.

Στίχοι (τους παραθέτουν με μικρολαθάκια ο Μανιάτης και η βάση ΣΛ - εδώ διορθωμένοι):

Κοιμήσου ορφανό παιδί και δάκρυα μη χύνεις,
της τύχης σου ήτανε γραφτό ολόρφανο να μείνεις.

(Κοιμήσου ορφανό μωρό, νάνι.)

Παιδί μου τη μανούλα σου στον Άδη την πηγαίναν,
είχε τα μάτια ανοιχτά και έκλαιγε για σένα.

(Κοιμήσου ορφανό παιδί, νάνι.)


Με άλλους στίχους, αλλά ίδιας θεματολογίας, υπάρχει επίσης ένα κομμάτι με τον Ασίκη. Το αναφέρουν οι Ρ.Δ. και ο Μανιάτης με τίτλο «Νινί μανές» και η βάση ΣΛ ως σκέτο «Νινί» (στο ΥΤ «Το νινί», με άρθρο). Δίσκος Columbia 18052 GB, αρ. μ. (μόνο από τους Ρ. Διαλόγους) 20587, χρονολογία 1929 (Ρ.Δ.) ή 1930 (Μανιάτης, βάση ΣΛ).

Στίχοι (διορθωμένοι σε σχέση με τον Μανιάτη):

Κοιμήσου γιατί χάσαμε παιδί μου τη μαμά σου,
να σε φιλήσω μάτια μου να δροσιστεί η καρδιά σου.

(Νιν, νιν, νάνι.)

Σε μια στιγμή ορφάνεψες κι έχασες τη φωλιά σου,
μέρα και νύχτα αγρυπνώ παιδάκι μου κοντά σου.

(Νιν, νιν, νάνι.)

Παρά την αρκετά ελεύθερη απόδοση της μελωδίας και από τον Ασίκη και από τη Μαρίκα την Πολίτισσα, βασικά πρόκειται για την ίδια σύνθεση, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό το ότι οι δύο μελωδικές ενότητες (μία για κάθε δίστιχο) είναι διαφορετικές. Στη δεύτερη είναι που κυρίως αποκαλύπτεται ότι πρόκειται για το ίδιο κομμάτι, το οποίο άρα είναι τυποποιημένο μεν, αλλά όχι μανές.


Τέλος, μια τρίτη ηχογράφηση που φαίνεται αρκετά απομακρυσμένη τις δύο άλλες, αν όχι εντελώς άσχετη, είναι του Παπασιδέρη 1933: τίτλος «Ουσάκ Νινί μανές», δίσκος Columbia DG-0338, αρ.μήτρας: WG-548 (αλληλοσυμπληρούμενες πληροφορίες, χωρίς αντιφάσεις, και από τις τέσσερις πηγές -μόνο στη βάση ΣΛ ο τίτλος ορθογραφείται διαφορετικά, «Ουσάκ Νινή μανές»- καθώς και από το ΥΤ ). Δίστιχο: «Για μένα η μέρα χάνεται κι ο ήλιος χαμηλώνει / και της καρδιάς αυξάνονται τα βάσανα κι οι πόνοι».

Τόσο στιχουργικά όσο και μουσικά φαίνεται να έχουμε έναν εντελώς κλασικό μανέ, χωρίς καν ένδειξη ότι μπορεί να είναι τυποποιημένος, πόσο μάλλον χωρίς καμία σχέση ούτε με νανουρίσματα ούτε με θάνατο μάνας, ορφάνια κλπ. Δεν ακούγεται πουθενά η λέξη «νινί» του τίτλου, ούτε καμιά άλλη σχετική. Θα τον προσπερνούσε κανείς σαν έναν ακόμη ουσάκ μανέ, αν δεν έμενε η απορία: Γιατί τον τιτλοφόρησαν Ουσάκ Νινί;

Όποιος υποψιαστεί μια πιθανή σχέση με τις δύο προηγούμενες ηχογραφήσεις (που είναι επίσης Ουσάκ) μπορεί, ψυλλιασμένος, να παρατηρήσει κάποια ομοιότητα στη μελωδία. Η ομοιότητα όμως αυτή είναι τόσο καλά κρυμμένη πίσω από τις σημαντικές διαφορές στη δομή, στον ρυθμό εκφοράς των συλλαβών, στη θέση κάθε συλλαβής μέσα στον μουσικό χρόνο (όλα αυτά στον Ουσάκ Νινί γίνονται όπως σε όλους τους μανέδες, αντίθετα από πριν), και ακόμη πίσω από τα εκτενή αμανετζήδικα επιφωνήματα (στα οποία μάλιστα ο Παπασιδέρης, όπως το συνηθίζει και γενικότερα, εκτείνει τα μελίσματά του σε τόση έκταση προς τα πάνω και προς τα κάτω ώστε να καταργεί κάθε έννοια 4χόρδου ή 5χόρδου), ώστε ό,τι τελικά απομένει ως κοινό σημείο μπορεί να μην είναι και τίποτε περισσότερο από ένα κλασικό σεΐρι στο Ουσάκ. Με άλλα λόγια, δεν μπορώ να πάρω όρκο αν είδα μια ομοιότητα επειδή όντως υπάρχει ή επειδή ήθελα να τη δω.


Περαιτέρω σχόλια και σκέψεις σχετικά με τον Νινί Μανέ:

Στο γιουτουμπάκι με τη Μαρίκα την Πολίτισσα διαβάζουμε

Με τον ίδιο τίτλο “Nini” ή “Ninni” έχουν ηχογραφηθεί τραγούδια και στα τουρκικά· άλλωστε η λέξη “Ninni” μεταφράζεται ως νανούρισμα. Στα ελληνικά υπάρχει άλλη μία φωνογράφηση με τον ίδιο τίτλο : του Γρηγόρη Ασίκη (φωνογραφημένο το 1928) που χρησησιμοποιεί την ίδια μελωδία με αντίστοιχο ομότιτλο τουρκικό τραγούδι. (Οι πληροφορίες λήφθηκαν από το βιβλίο (με cd) του Αριστομένη Καλυβιώτη : “ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΖΩΗ ΠΡΙΝ ΤΟ 1912”, Καρδίτσα 2015. Επίσης πληροφορίες και το τραγούδι στη σελίδα rebetiko.sealabs.net

Από τα παραπάνω στοιχεία, το ότι «Ninni» στα τούρκικα σημαίνει νανούρισμα επιβεβαιώνεται (και δε φαίνεται να έχει σχέση με το ελληνικό βρεφικό «νινί = μωρό»). Άλλωστε, ακούμε τον Ασίκη να λέει εν είδει ρεφρέν «νιν, νιν, νάνι», όπου το «νιν νιν», άνευ νοήματος στα ελληνικά, είναι προφανώς το τούρκικο αντίστοιχο του «νάνι».

Ποιο είναι όμως το αντίστοιχο ομότιτλο τουρκικό τραγούδι; Δεν ξέρω τι ακριβώς γράφει σχετικά ο Καλυβιώτης - όποιος διαβάζει κι έχει το βιβλίο, ας κάνει έναν κόπο να μας τα μεταφέρει με ακρίβεια, αφού η αναζήτηση στο ΥΤ με βάση τη λέξη ninni δίνει, όπως είναι αναμενόμενο, άπειρες ηχογραφήσεις με νανουρίσματα κάθε εποχής και ύφους. Ευχαριστώ πολύ.

Πάντως όλες οι ενδείξεις κατατείνουν στο ότι τουλάχιστον τα δύο τραγούδια πρέπει να προέρχονται από ένα αρχικό πρότυπο, και δη τούρκικο:
-Διαφορετικοί στίχοι, αλλα΄ίδια ιστορία: γιατί να σκεφτεί κάποιος να γράψει κάτι τέτοιο, αν δεν το έχει ήδη ακούσει σε κάποια άλλη μορφή;
-Τούρκικος τίτλος, και -στον Ασίκη- τούρκικη επωδός (νιν νιν - αν όντως αυτό είναι το «νάνι νάνι» στα τούρκικα, που δεν το ξέρω, απλώς το υποθέτω).
-Αμανεδοειδής απόδοση χωρίς να είναι αμανές: είδαμε όμως (#29) ότι οι μόνες άλλες εντοπισμένες περιπτώσεις τραγουδιού που να μοιάζει τόσο με μανέ χωρίς να είναι, προέρχονται από τούρκικα κομμάτια, μάλλον γαζέλια. Άλλη τέτοια ελληνική φόρμα δεν υπάρχει.

Στη βάση ΣΛ βρίσκω άλλο ένα κομμάτι, τούρκικο απ’ ό,τι καταλαβαίνω, που θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι η ίδια μελωδία, αν και η άγνωστή μου γλώσσα με τη διαφορετική, σε σχέση με τα ελληνικά, κατανομή των συλλαβών στον μουσικό χρόνο δε με βοηθάει να είμαι σίγουρος: «Νινή Γκαζέλ», μουσ.-στ. Λ. Σαββαΐδης, 1931. Αντιγράφω από την εκεί ανάρτηση:

Στο όνομα του Λάμπρου Σαββαΐδη. Το κομμάτι βρέθηκε με τον τίτλο “Νινί (80156 - 70363)”. Ο Μανιάτης όντως καταγράφει ένα κομμάτι με αυτόν τον αριθμό δίσκου και μήτρας ωστόσο το καταχωρεί ως οργανικό ενώ το παρόν έχει και φωνή και μάλιστα σε ξένη γλώσσα (μάλλον τούρκικα). Συνεπώς, τα στοιχεία του παρόντος τραγουδιού σημειώνονται με επιφύλαξη. Pathe Γαλλίας X-80156 / 70363.

Δεν καταλαβαίνω πολύ καλά τι γίνεται εδωπέρα. Η παραπομπή στον Μανιάτη δεν αφορά το βιβλίο για τους μανέδες αλλά κάποιο άλλο - υποθέτω την Εκ Περάτων, που δεν την έχω. Και διερωτώμαι μήπως το όνομα Λάμπρος Σαββαΐδης είναι παραδρομή αντί Λεονταρίδης, αφού δεν έχει κανονάκι αλλά λύρα.

(Ακούμε μια ηχογράφηση, άρα κάποιος την ανέβασε. Άρα κάποιος έχει τον δίσκο, έτσι δεν είναι; Θα περίμενα πρώτα να μάθουμε από πρώτο χέρι -από τον κάτοχο του δίσκου- τι γράφει η ετικέτα, και μετά τι έχει γράψει, ορθά ή όχι, ο Μανιάτης.)

Να συγκρίνουμε άραγε και μ’ ένα ακόμη τούρκικο Νιννί Γκαζέλ; Fevzi Üreten, τίτλος «Ağlayan Yavruma Ninni (Gazel)», 78στρ., άλλα στοιχεία δε γνωρίζω, το βρήκα τυχαία. Ίσως και πάλι διακρίνεται μια ομοιότητα, αλλά έχουμε ήδη μπει σε νερά που ούτε τα γνωρίζω ούτε τα καταλαβαίνω - εδώ καλά καλά δεν έχω καταλάβει τι είναι το γκαζέλ.

Ο λόγος που παρά ταύτα επιμένω τόσο πολύ στον Νινί Μανέ (ενώ δεν είναι καν μανές!), είναι ο εξής:

Στη φιλολογία περί μανέ, ένας κοινός τόπος είναι ο συσχετισμός του με τα μοιρολόγια και τα νανουρίσματα. O Νινί Μανές, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το περιεχόμενό του, είναι ταυτόχρονα και μοιρολόι και νανούρισμα (άσχετα αν επί της ουσίας δείχνει να είναι απλώς ένα τραγούδι, που μιλάει για τον πόνο του θανάτου και για τον ύπνο του ορφανού, και όχι κάτι που λειτουργικά να έχει όντως χρησιμοποιηθεί είτε για μοιρολόγισμα νεκρής είτε για αποκοίμισμα παιδιού).

Ο διπλός αυτός συσχετισμός εντοπίζεται ήδη το 1881 στο γνωστό κείμενο του Γ. Φαίδρου για τον «σμυρναϊκό μανέρω», τον βρίσκουμε δε ακόμη και στο σχετικά πρόσφατο άρθρο της Γκέιλ Χολστ για τον αμανέ (το οποίο δεν μπόρεσα να βρω πότε δημοσιεύτηκε - περιλαμβάνεται σε φετεινό -2019- συλλογικό τόμο, αλλά στο φόρουμ είχε αναφερθεί από το 2006) - Μάλιστα η Χολστ, στην ηλεκτρονική έκδοση του άρθρου της, παραθέτει ακριβώς την ηχογράφηση του Νινί μανέ.από τη Μαρίκα την Πολίτισσα.

Φυσικά, το κείμενο του Φαίδρου δε θα άντεχε ούτε στιγμή σε μια στοιχειωδώς κριτική ανάγνωση. Η Χολστ δεν έχει την παραμικρή αυταπάτη περί αυτού. Έτσι, αντί να χασομερήσει εξηγώντας γιατί δεν ευσταθούν οι αυθαίρετες νοητικές ακροβασίες του Γ. Φαίδρου, το τοποθετεί στη σωστή θέση που του πρέπει σε μια ανασκόπηση της συζήτησης περί μανέ, δηλαδή: «Αν ένας Έλληνας λόγιος του 19ου αιώνα θέλησε να χαρίσει στον μανέ αρχαιοελληνικές ρίζες, τι συμπεραίνουμε από αυτή του την επιθυμία;».

Αυτό δεν την εμποδίζει να υιοοθετεί κι η ίδια τον συσχετισμό μεταξύ μανέ αφενός και μοιρολογιού και νανουρίσματος αφετέρου. Στηρίζει μάλιστα σ’ αυτό τον συσχετισμό μια ολόκληρη συλλογιστική σχετικά με τον έμφυλο (γυναικείο) χαρακτήρα του μανέ, χάριν της οποίας επιστρατεύει πληροφορίες για το μοιρολόι και το νανούρισμα από ένα σωρό χώρες, πολιτισμούς, και ερευνητές.

Η γνώμη μου είναι ότι η Χολστ δεν έχει ακούσει μανέδες. Τους έχει πάρει τ’ αφτί της λίγο ξώφαλτσα, παρατήρησε ότι είναι αργά άρρυθμα φωνητικά τραγούδια όπως το νανούρισμα και το μοιρολόι, δεν έψαξε ούτε κατ’ ελάχιστον να εντοπίσει τι άλλο μπορεί να υπάρχει που να χαρακτηρίζει αυτό το είδος, επομένως τι κοινά και τι διαφορές υπάρχουν με τα άλλα δύο είδη, και βιάστηκε να βγάλει συμπέρασμα. Και το ίδιο υποψιάζομαι και για όσους άλλους έχουν υιοθετήσει αυτό τον συσχετισμό.

Αν, παρ’ όλα ταύτα, υπάρχει κάπου ένα σημείο στο οποίο όντως τα τρία είδη -μανές, μοιρολόι, νανούρισμα- συναντώνται, αυτό είναι ο Νινί Μανές. Γι’ αυτό τον λόγο, κρίνω πως κάθε επιπλέον πληροφορία που θα μπορουσε να βρεθεί σχετικά με τον έλληνικό ή τον τούρκικο Νινί μανέ / Νινί γκαζέλ είναι πολύτιμη.

3 «Μου αρέσει»

Και μια ακόμη, 22: Νταλγκάς (δ), 1928.

Ήταν κρυμμένη πίσω από κάποιο μπέρδεμα σχετικά με τον τίτλο. Οι Ρ.Διάλογοι δεν τη γνωρίζουν. Το Σίλαμπς, τόσο στη βάση όσο και στο φυλλάδιο, τη δίνουν με τίτλο «Πειραιώτικος μανές». Με τον Μανιάτη συμβαίνει κάτι περίεργο: έχει μεν καταχωρημένο έναν «Ματζόρε μανέ» με τον Νταλγκά και μ’ αυτό το δίστιχο (Όσο κι αν μ’ αποστρέφεται αυτή η σκληρή καρδιά σου…), αλλά με άλλη χρονολογία, 1931, και με άλλο αριθμό δίσκου, ΑΟ 1009 (εδώ έχουμε ΑΟ 222 της HMV, και αρ. μήτρας -σύμφωνα με το φυλλάδιο ΣΛ- BF 1716). Υποψιάζομαι ότι ο σωστός τίτλος πρέπει να είναι αυτός που βλέπουμε στο ΥΤ, «Πειραιώτικος Ματζόρε μανές», όπου το «Πειραιώτικος» νοείται ως τοπικός προσδιορισμός και όχι ως δρόμος.

Δε νομίζω να έχω συναντήσει άλλη περίπτωση όπου το ΥΤ να τα έχει πιο σωστά από τις 4 βασικές πηγές.

Στη βάση ΣΛ υπάρχει το σχόλιο «Πάντως ο δρόμος είναι Ματζόρε», που όμως δεν είναι σωστό - ο «Ματζόρε» μανές είναι Χιτζάζ.

Ο Μανιάτης παραδίδει κι άλλον ένα μανέ με το ίδιο δίστιχο, πάλι με τον Νταλγκά (Σι μπεμόλ μανές 1930, ΑΟ 396).

1 «Μου αρέσει»

Στο μήνυμα #5 του παρόντος νήματος, ο @pepe ασχολήθηκε με τον ΜΑΤΖΟΡΕ μανέ, παρουσιάζοντας πολλές ηχογραφήσεις του. Ας δούμε μερικές ετικέτες από αυτές τις ηχογραφήσεις

Η πρώτη κυκλοφορία του τραγουδιού από την Grammophone του 1909 δεν έχει βρεθεί. Κυκλοφόρησε όμως και για την Victor Αμερικής, σύμφωνα με το sealabs, και η ετικέτα του δίσκου αυτού είναι η παρακάτω.

Η ετικέτα αυτή δεν έχει βρεθεί.

Δίσκος από την Favorite Record.

59067

POLYDOR%2045100%20%20B

Το δίστιχο του συγκεκριμένου μανέ, χρησιμοποιήθηκε από την Γιώτα Λύδια (Πολλές φορές με πλήγωσες κι είπα να σε μισήσω, μα σκέπτομαι πως δε μπορώ…μονάχη μου να ζήσω) σε ηχογράφηση του 1957 με τον Στελάκη Περπινιάδη. Η Λύδια τραγουδάει τον μανέ, μέσα στο τραγούδι “Πολλές φορές με πλήγωσες”. Η ηχογράφηση από το sealabs.

1 «Μου αρέσει»

Στο #6 όπως ξαναείδα.

Ακολουθούν ετικέτες με τους υπόλοιπους ΜΑΤΖΟΡΕ μανέδες.

AO%20297%20%20B

Η ετικέτα του δίσκου είναι αυτή, αλλά…

Για την Ρόζα δεν βρέθηκε κάτι.

COLUMBIA%208397%20%20A

Αυτά τα λίγα…

2 «Μου αρέσει»

Άρα ο πιο συνηθισμένος τίτλος δεν είναι «Ματζόρε Μανές» αλλά «Ματζόρε» (είτε εντελώς σκέτο είτε με τη λέξη Μανές μετά από κόμμα ή σε παρένθεση ή πάντως διαχωρισμένη, σαν έξτρα πληροφορία εκτός τίτλου).

Φώτη, αν βρεις κι αυτήν του #58 θα είχα πραγματικά περιέργεια να δω πώς τιτλοφορήθηκε στ’ αλήθεια.

Ανεβάζω και τις τελευταίες ετικέτες για τους ΜΑΤΖΟΡΕ μανέδες, όπως ο Περικλής βρήκε και μας τους παρουσίασε στο μήνυμα #6.

Δεν έχουν βρεθεί οι παραπάνω ετικέτες.

BALKAN%20808%20%20B

1 «Μου αρέσει»

[Το παρόν μήνυμα το ξεκίνησα εδώ και πάνω από μήνα, αλλά με τη μεσολάβηση διακοπών κλπ. δεν ευκαίρησα ποτέ να το ολοκληρώσω. Το ανεβάζω ημιτελές, με την επιφύλαξη να το συμπληρώσω μόλις μπορέσω.]

  1. Πειραιώτικος μανές.

Σε προηγούμενα μηνύματα είχε τεθεί το ζήτημα του τίτλου μιας ηχογράφησης μανέ ως πιθανής ένδειξης για το αν ο μανές είναι τυποποιημένος ή όχι: άδηλοι τίτλοι (Ραστ μανές, Ουσάκ Μανές, Ραστ-Νεβά μανές…) είναι γενικά πιθανότερο να παραπέμπουν σε μανέδες του κλασικού τύπου, δηλαδή μάλλον αυτοσχέδιους, ενώ πιο συγκεκριμένοι τίτλοι (Μανές του πόνου / της καληνυχτιάς / του φθισικού, μανές χιώτικος / σμυρναίικος, κλπ.) συχνά δείχνουν τυποποιημένη σύνθεση. Ο οδηγός αυτός δεν είναι επ’ ουδενί αλάνθαστος, αλλά κάπου βοηθάει.

Ο τίτλος όμως «Πειραιώτικος μανές» δε μας βοηθάει, αφού πειραιώτικος σημαίνει και «του Πειραιά» αλλά είναι και όνομα δρόμου.

Με τον τίτλο αυτό έχω εντοπίσει έναν μόνο μανέ που να μην είναι σε δρόμο Πειραιώτικο, και πράγματι ήταν τυποποιημένος. Τον ξαναανέφερα στο #58. Επαναλαμβάνω τις πληροφορίες:

Νταλγκάς, 1928, δίστιχο Όσο κι αν μ’ αποστρέφεται αυτή η σκληρή καρδιά σου… Τίτλος, σύμφωνα με το Σίλαμπς, τόσο στη βάση όσο και στο φυλλάδιο, «Πειραιώτικος μανές», ενώ σύμφωνα με το ΥΤ «Πειραιώτικος Ματζόρε μανές», όπου καμία από τις δύο λέξεις δε δηλώνει δρόμο αλλά το μεν «Πειραιώτικος» νοείται ως τοπικός προσδιορισμός, το δε «Ματζόρε» ως τίτλος συγκεκριμένης σύνθεσης (που όμως είναι Χιτζάζ, βλ. #6). Δεν υπάρχει στους Ρ.Διαλόγους, ενώ στον Μανιάτη γίνεται ένα περίεργο μπέρδεμα (βλ. #58). Μια ματιά στην ετικέτα θα ξεκαθάριζε τον ακριβή επίσημο τίτλο, όμως ο Φώτης με πληροφορεί ότι η τεράστια συλλογή του από ετικέτες δεν περιλαμβάνει την εν λόγω, οπότε μένουμε με την απορία.

Με τίτλο «Πειραιώτικος» ΚΑΙ σε δρόμο πειραιώτικο υπάρχουν 12 ηχογραφήσεις. Ξεκίνησα να τις μελετώ συγκριτικά για να δω αν κάποιες συμπίπτουν μελωδικά και άρα είναι τυποποιημένοι μανέδες, αλλά δεν έβγαλα άκρη (τρομερή ψιλοδουλειά: 66 ζευγάρια προς σύγκριση, με αναλυτική ακρόαση φράση προς φράση, με το εμπόδιο των διαφορετικών τόνων κλπ.), οπότε απλώς τις παραθέτω μ’ έναν μικρό σχολιασμό μετ’ επιφυλάξεων:

Καρίπης 1928, Δίσκος Odeon Γερμανίας GA-1367 (αρ.μ. GO-590), δίστιχο: Ας τη χαρούμε τη ζωή γιατί ο καιρός διαβαίνει… Υπάρχει μόνο στη βάση ΣΛ και στο ΥΤ, όχι στο φυλλάδιο του ΣΛ, ούτε στους Ρ. Διαλ. ή στον Μανιάτη.

Δε φαίνεται να είναι τυποποιημένος.

Νούρος (α) 1928, δίσκος ODEON GA-1308 Γερμανίας (αρ. μήτρας: GO-629), δίστιχο: Τα βάσανα με θρέφουνε και οι καημοί με ζούνε… Υπάρχει και στις τέσσερις πηγές (Μανιάτη, φυλλάδιο ΣΛ, βάση ΣΛ και Ρ.Διαλ.), καθώς και στο ΥΤ.

Δε φαίνεται να είναι τυποποιημένος, και πάντως δεν ταυτίζεται με κανέναν από τους άλλους δύο Πειραιώτικους μανέδες που ηχογράφησε ο Νούρος, βλ. παρακάτω.

Νούρος (β) 1929, δίσκος Columbia Αγγλίας 8399 (αρ.μήτρας: 20602), δίστιχο: Πολλά είναι τα βάσανα κόσμε που μου 'χεις δώσει… Και αυτός υπάρχει τόσο στη βάση ΣΛ όσο και στις άλλες τρεις πηγές, και στο ΥΤ.

Δε φαίνεται να είναι τυποποιημένος, και πάντως δεν ταυτίζεται με κανέναν από τους άλλους δύο Πειραιώτικους μανέδες που ηχογράφησε ο Νούρος, τον αμέσως προηγούμενο κι έναν παρακάτω.

Παπασιδέρης 1929, δίσκος Columbia Αγγλίας 18075. Το δίστιχο το καταγράφουν και οι 4 πηγές ως «Αφού ο Θεός με δίκασε, ποιος άλλος θα με σώσει; / Το τέλος υπολείπεται για να 'ρθει να μου δώσει», αλλά εγώ ακούω «ο Χάρος υπολείπεται θάνατο να μου δώσει». Όπως προκύπτει και από τις προσφωνήσεις, παίζουν βιολί ο Σαλονικιός και λαούτο ο Σιδέρης Α(ν)δριανός, ωστόσο προξενεί κατάπληξη η προσφώνηση «Γεια σου Παπασίδερη» (με τόνο στο -σί-), νομίζω μάλιστα από τον ίδιο τον Παπασιδέρη! Στη βάση ΣΛ ο ίδιος ο Π. αναφέρεται και ως συνθέτης και στιχουργός.

Εδώ όχι απλώς δε φαίνεται να έχουμε τυποποιημένο μανέ (αν και η ένδειξη περί συνθέτη αυτό υποδεικνύει: την ύπαρξη σύνθεσης), αλλά θα έλεγα ότι έχουμε έναν μάλλον ατυχή αυτοσχεδιασμό. Πέρα από τη γενικότερη τάση του Παπασιδέρη να καταστρατηγεί, στα μελίσματά του, τα όρια των υπομονάδων (εδώ λ.χ., την ώρα που κινείται κατά βάση γύρω από την 5η της κλίμακας και κάνει αυτοσχέδια ανεβοκατεβάσματα από λίγο πιο πάνω μέχρι και κάτω στην τονική, τουλάχιστον δύο φορές βουτάει αιφνιδίως ακόμη πιο κάτω, κάνοντας ένα αναίτιο πέρασμα στο 4χ κάτω από την τονική, σε νότες που ούτε εδώ έχουν καμιά δουλειά αλλά ούτε και σε άλλο σημείο του μανέ τις αξιοποιεί πιο ουσιαστικά), υπάρχει και πρόβλημα με τη δομή: το δεύτερο μέρος, επανάληψη του β’ ημιστιχίου, που σ’ άλλους μανέδες διατηρεί την αυτοτέλειά του και σ’ άλλους συγχωνεύεται με το τρίτο, εδώ απουσιάζει ολότελα. Επιπλέον δεν υπάρχει μελωδική εξέλιξη: μαθαίνουμε τη δεσπόζουσα και την κλίμακα του δρόμου, στο τελικό κλείσιμο μαθαίνουμε και την τονική, και πέραν αυτού ουδέν. Τέλος, υπάρχει κι ένας περιττός μελωδικός επίλογος, αφού έχει ολοκληρώσει τον μανέ με μια πλήρη τελική κατάληξη κι έχουμε ακούσει και την οργανική ανταπόκριση, σε σημείο δηλαδή όπου κανείς δεν περιμένει ν’ ακούσει κι άλλα από τη φωνή, πόσο μάλλον σε κινήσεις μελωδικώς τόσο άσχετες απ’ ό,τι έχει προηγηθεί. Μοιάζει λες και, παραλείποντας το δεύτερο μέρος, να βρέθηκε ξαφνικά με παραπανήσιο χρόνο στη διάθεσή του και να είπε ό,τι να 'ναι, έτσι για να μη βγει τσουρούτικο το κομμάτι.

Νούυρος (γ) 1930, δίσκος Pathe Γαλλίας X-80187 (αρ.μήτρας: 70236), δίστιχο: Εμένα πρέπει μια σπηλιά σ’ αραχνιασμένο χώμα… (οι πηγές το ακούνε και «μ’ αραχνιασμένο», «κι αραχνιασμένο»). Και στις τέσσερις πηγές (στο ΣΛ εδώ). Στις προσφωνήσεις αναφέρονται τα ονόματα του Σαλονικιού κι ένα που δεν το πιάνω, του κιθαρίστα.

Δεν ταυτίζεται με καμία από τις δύο προηγούμενες ηχογραφήσεις του Νούρου, και μάλλον με τίποτε γενικότερα.

Μάρκος Μαβακάρης 1934, δίσκος Columbia DG-0499 78rpm 1934 (αρ.μήτρας: WG-805), δίστιχο: Είναι πικρός ο θάνατος μα είναι κι ησυχία… Και στις τέσσερις πηγές. Σύμφωνα με τη βάση ΣΛ, κιθάρα παίζει ο Σκαρβέλης.

Μάλλον έχει ξανασχολιαστεί εδώ. Μια ατυχής προσπάθεια ενός βέρου Πειραιώτη (με τη …μουσική έννοια :slight_smile: ) να αποδώσει αυτό που νόμιζε ότι είναι ο μανές. Μου δίνει την εντύπωση ότι συνδυάζοντας την αντικειμενική δυσκολία του εγχειρήματος, τη δική του περιορισμένη εξοικείωση με το είδος, και τις συνθήκες της ηχογράφησης, ο Μάρκος κόμπλαρε και τα 'χασε. Εκτός όλων των άλλων, δεν είναι και σε φόρμα φωνητικά, ακούγεται σαν συναχωμένος ενώ οι νότες, αν και ψηλές βέβαια, δεν είναι πέρα από τα όριά του. Αυτοσυνοδεύεται ο ίδιος στο μπουζούκι, πράγμα που μπορεί να του 'ρχότανε πιο φυσικό σε σχέση με το είδος τραγουδιών που ήξερε καλά, αλλά για αυτοσχεδιαστικό διάλογο -όπως είναι ο μανές με ενδιάμεσα ταξίμια- ανεβάζει πολύ τον δείκτη δυσκολίας, και δεν είναι τυχαίο ότι δεν έχει ξανασυμβεί (κι αν έχει ξανασυμβεί, θα είναι κατά σπανία εξαίρεση). Το αποτέλεσμα είναι ότι και στο ταξίμι κομπλάρει, κι επαναλαμβάνει διαρκώς τα ίδια μοτίβα χωρίς μελωδική εξέλιξη -και δεν μπορεί βέβαια κανείς να πει ότι δεν ήξερε από ταξίμια! Η αξία της ηχογράφησης έγκειται κατά τη γνώμη μου στο γεγονός καθαυτό ότι ο Μάρκος θέλησε να δοκιμάσει κι αυτό το είδος, εμβληματικό της «άλλης» σχολής, είναι δηλαδή ένα ντοκουμέντο σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των δύο σχολών.

Κάπου ακούγεται η προσφώνηση «Γεια σου Συριανάκι γεια σου!», που όλως παραλόγως ο Μανιάτης την έχει μεταγράψει «Γεια σου γενάρχη, γεια σου».

Οι επόμενοι δύο αξίζουν λίγο ιδιαίτερη προσοχή:

Περπινιάδης 1934, δίσκος Columbia DG-6112 (αρ.μήτρας: CG-1209), δίστιχο: Ο Χάρος μόνον ημπορεί να γειάνει την πληγή μου… Και στις 4 πηγές. Στη βάση του ΣΛ διαβάζω:

Στο κανονάκι ο Μανώλης Μαργαρώνης. Σύμφωνα με τον Γιώργη Παπάζογλου, κιθάρα παίζει ο Βαγγέλης Παπάζογλου ο οποίος και εδίδαξε το συγκεκριμένο μανέ στον Περπινιάδη.

Για την πρώτη πληροφορία (κανονάκι Μαργαρώνης) έχω να σχολιάσω ότι, με κάθε επιφύλαξη, θαρρώ πως είναι σαντούρι. Θυμίζω ότι σε μια συζήτηση προέκυψε ότι ο Μαργαρώνης έπαιζε σαντούρι και με τον κανονικό τρόπο (μπαγκέτες) αλλά και με πένες σαν το κανονάκι, ότι έπαιζε επίσης και κανονάκι, αλλά και ότι ενδεχομένως η λέξη «κανονάκι» είχε χρησιμοποιηθεί και για ένα είδος μικρού σαντουριού.

Η δεύτερη πληροφορία (ότι ο Παπάζογλου εδίδαξε τον μανέ στον Στελλάκη) έχει πολύ ενδιαφέρον. Καλά θα ήταν να βλέπαμε τι ακριβώς έχει γράψει ο Γιώργης Παπάζογλου σχετικά, αλλά από την αναφορά του ΣΛ καταλαβαίνω ξεκάθαρα ότι πρόκειται περί συγκεκριμένου, συντεθειμένου μανέ, άρα τυποποιημένου. Μ’ αυτή την πληροφορία στο μυαλό (αλλά και με την επιφύλαξη της υποβολής!), βρίσκω ότι το άκουσμα πράγματι ταιριάζει: η μελωδική κίνηση που ακολουθεί ο Στελλάκης στο τραγούδι του δείχνει απολύτως ελεγχόμενη, ξέρει σαφέστατα σε ποια περιοχή και σε ποιο τονικό κέντρο θα κινηθεί ανά πάσα στιγμή, πότε θα επαναλάβει μια λεπτομέρεια που να συνδέει τα προηγούμενα με τα επόμενα σημεία της μελωδίας, κλπ., εν ολίγοις θα μπορούσε πιθανότατα να ακολουθεί συγκεκριμένο σενάριο. Χωρίς φυσικά να αποκλείεται η πιθανότητα να το 'κανε αυτό και αυτοσχέδια ένας δυνατός, έμπειρος αμανετζής.

Το κομμάτι κλείνει γυρίζοντας σ’ ένα πολύ δυνατό οργανικό ζεμπεκάκι, που δε νομίζω να το ξέρω άλλοθεν, αν και θυμίζει βέβαια αρκετά γνωστά τραγούδια σ’ αυτό τον τόσο χαρακτηριστικό δρόμο (μεταξύ των οποίων ένα του ίδιου του Παπάζογλου, που έχω πάθει μπλακάουτ τώρα και δε μου 'ρχεται - γυναίκα τραγουδάει, χασικλήδικο, ποιο είναι ρε παιδιά;)

Ρούκουνας 1934, δίσκος Parlophone B-21755 (αρ.μήτρας: 101504), δίστιχο: Φίλοι πια δεν υπάρχουνε να σ’ αγαπούν με πόνο… Και στις 4 πηγές (ΣΛ εδώ). Κανονάκι ο Λάμπρος Σαββαΐδης, σύμφωνα με την προσφώνηση που ακούγεται.

Μαζί με τον προηγούμενο, είναι οι μοναδικοί μανέδες απ’ όλη αυτή τη δωδεκάδα που δείχνουν να είναι τυποποιημένοι. Συγκεκριμένα, οι δυο τους θα μπορούσαν να είναι η ίδια μελωδία. Η μόνη κάπως αισθητή διαφοροποίηση γίνεται στην αρχή της τρίτης ενότητας, και είναι η εξής:

Το τέλος της δεύτερης ενότητας μάς είχε αφήσει στην οκτάβα. Η τρίτη ενότητα κινείται κυρίως περί την 5η βαθμίδα (όπως και η πρώτη). Τη μετάβαση αυτή από τα ψηλά στα μεσαία ο μεν Περπινιάδης, προηγουμένως, την είχε πραγματοποιήσει αρκετά σβέλτα, μέσα σ’ ένα σχετικά σύντομο επιφώνημα, ώστε όταν μπήκε στον κυρίως στίχο βρισκόταν ήδη στην 5η, ενώ εδώ ο Ρούκουνας την καθυστερεί περισσότερο, μένοντας στην οκτάβα και μετά την έναρξη του κυρίως στίχου. Πρόκειται για μια διαφορά όχι και τόσο θεμελιώδη μέσα στο σύνολο της κατά τα άλλα παρόμοιας μελωδικής εξέλιξης των δύο μανέδων - από την άλλη όμως, και τα υπόλοιπα σημεία μοιάζουν βέβαια ανάμεσα στους δύο αλλά δεν είναι και καρμπόν, ώστε να μιλάμε για πλήρη και ασφαλή ταύτιση.

Μένουμε λοιπόν με το ενδεχόμενο της ύπαρξης ενός τυποποιημένου πειραιώτικου μανέ, που είτε τον έγραψε ο Παπάζογλου και τον δίδαξε στον Περπινιάδη αλλά παράλληλα τον ηχογράφησε και ο Ρούκουνας, είτε κυκλοφορούσε ανώνυμα αλλά -και πάλι- τον έδειξε ο Παπάζογλου στον Περπινιάδη.

[Υπολείπονται τέσσερις ακόμη μανέδες που τους χρωστώ γι’ αργότερα.]

2 «Μου αρέσει»

εννοείς τον ξεμάγκα; γενικά είναι ο χαβάς του συριανού ντουζενιού, για τον πειραιώτικο δρόμο (μία από τις πάρτες του). εκεί είναι και ο μποχώρης, εκεί παίζει και ο βραχνάς το ραδίκι.

και μια ακόμα φορά συγχαρητήρια, για την εξαιρετική δουλειά που έχεις κάνει στους μανέδες!

Όχι πως έχει και τόση σημασία, αλλά νομίζω πως αυτό που γύρναγε στο μυαλό μου τότε που το 'γραψα ήταν τελικά το «Ένας μάγκας στον τεκέ μου», που όμως δεν είναι του Παπάζογλου!

Εσύ το ΞΕΜΑΓΚΑΣ το διαβάζεις «ξεμάγκας»; Εγώ «ξέμαγκας». Δε θυμάμαι να το έχω δει γραμμένο με μικρά, ούτε να το έχω ακούσει προφορικά ποτέ, εκτός από έναν ραδιοπαραγωγό πρόσφατα που το έλεγε κι αυτός «ξεμάγκας» και με παραξένεψε.

Τι ακριβώς εννοείς Νικόλα;

Τι συγκλονιστικό είναι αυτό;!!! Πώς στο διάβολο παίζει έτσι, σαν δυο άνθρωποι; Τόσα έχω δει και ακούσει από/για τον Βραχνά, κυρίως από το φόρουμ, αλλά αυτό μού σήκωσε την τρίχα.

Εν πάση περιπτώσει αυτό το τραγούδι ίσως μοιάζει περισσότερο, αλλά δεν το είχα υπόψη μου. Γενικά είναι αρκετά περιοριστικός δρόμος, μάλλον όλα τα πειραιώτικα λίγο πολύ θυμίζουν το ένα το άλλο. Κοντά σ’ όλα αυτά τα ζεϊμπέκικα που αναφέραμε είναι και το «Μέσα στου Μάνθου», ενώ πολλοί από τους αμανέδες της ανάρτησης, χωρίς να ταυτίζονται μεταξύ τους, μου θύμιζαν το Πονεμένο στήθος μου.

πράγματι, τα κομμάτια σε πειραιώτικο δεν έχουν πολλές παραλλαγές (κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τα σαμπάχ).
εδώ είναι ο χαβάς του συριανού ντουζενιού, από τον οποίο έχουμε πολλές ηχογραφημένες παραλλαγές με διάφορους στίχους, όπως και από κάθε ντουζένι εξάλλου.
κι εγώ “ξέμαγκας” έλεγα, αλλά (νομίζω από τον γιώργη παπάζογλου) άκουσα “ξεμάγκας” και μου φάνηκε ενδιαφέρον.

Συνεχίζω από το #61:

Παγιουμτζής 1935, δίσκος HMV AO-2272 (αρ.μήτρας: OGA-260), δίστιχο: Ξαπλώσετέ με νεκρικά και σκίστε την καρδιά μου… Και στις 4 πηγές. Στη βάση ΣΛ ο τίτλος δίνεται ως «Αμανές πειραιώτικος» - σπάνια περίπτωση χρήσης του τύπου «αμανές» αντί του «μανές» που, εκείνη την εποχή, επικρατούσε σχεδόν απόλυτα. Σύμφωνα με τις προσφωνήσεις κανονάκι παίζει ο Λάμπρος Σαββαΐδης και βιολί ο Σαλονικιός. Άγνωστος κιθαρίστας κρατάει το τέμπο στο κλασικό μοτίβο-ριφάκι του τσιφτετελιού.

Ένας μανές με ασυνήθιστη δομή: Ξεκινάει κανονικά, με εισαγωγικό ταξίμι στο κανονάκι, πρώτη ενότητα (πρώτος στίχος), ξανά ταξίμι, δεύτερη και τρίτη ενότητα συγχωνευμένες σε μία (επανάληψη β’ ημιστιχίου και δεύτερος στίχος), μπαίνει το βιολί μ’ ένα δικό του ταξίμι που οδηγεί σε κλείσιμο, συντονισμένο φινάλε βιολιού και ρυθμικής κιθάρας. Λογικά το κομμάτι θα τέλειωνε εδώ. Και ξαφνικά, ένα και πλέον δευτερόλεπτο μετά την παύση, ξαναμπαίνει ο Παγιουμτζής με μια απροσδόκητη τρίτη ενότητα, όπου ξαναλέει ολόκληρο τον δεύτερο στίχο, περίπου επαναλαμβάνοντας τη μελωδική πορεία της δεύτερης ενότητας (που όμως την πρώτη φορά περιλάμβανε και την επανάληψη του β’ ημιστιχίου, άρα τώρα λέει λιγότερα λόγια και επομένως το πάει πιο γρήγορα). Το τελικό κλείσιμο γίνεται από το κανονάκι.

Τέτοια επανάληψη δεν ξαναϋπάρχει, όσο ξέρω, σε ηχογραφημένους μανέδες. Βέβαια δε θα απέκλεια να περιλαμβανόταν κάτι τέτοιο στις δυνατότητες του πραγματικού, λάιβ μανέ, γιατί συνολικά ακούγεται ταιριαστό, όσο κι αν στην αρχή ξαφνιάζει. Θα μπορούσε κάλλιστα να έχει εξ αρχής κανονιστεί ότι θα το πούνε έτσι. Από την άλλη, δε φαίνεται απίθανο και το αντίθετο σενάριο, να τους τέλειωσε νωρίς ο κυρίως μανές (λόγω π.χ. υπερβάλλοντος ζήλου στο να μην υπερβούν τα χρονικά όρια) και, όταν έκλεισαν με το βιολί, να τους έκανε κάποιος νόημα «πείτε κι άλλο!» και εκεί να ξαναμπήκε απροσχεδίαστα ο Παγιουμτζής, ξυπνώντας και τον κιθαρίστα. Είναι το άρτιο κλείσιμο της δεύτερης ενότητας, και η μεγάλη παύση πριν την τρίτη, που μου υποβάλλουν αυτή την ιδέα ως πιθανή.

Ο Παγιουμτζής, καίτοι μέλος της Τετράδος, δεν είναι τόσο ακραιφνής «Πειραιώτης» (μουσικά πάντα μιλώντας) όσο ο Μάρκος. Άλλωστε με την κυριολεκτική σημασία Μικρασιάτης ήταν. Πάντως εδώ τραγουδάει πειραιώτικα. Ναι μεν χειρίζεται τη μελωδία με όλα της τα γυρίσματα κατά τρόπο μακαμίστικο, αλλά η εκφορά του λόγου είναι χαρακτηριστικά ρεμπέτικη, μάγκικη, αισθητικά διαφοροποιημένη από των κλασικών αμανετζήδων.

Θεωρώ πάντως ότι εδώ η μεγάλη αυτή φωνή αδικείται από τους όρους του εγχειρήματος. Τα ψηλά της κλίμακας (ξεκίνημα δεύτερης και τρίτης ενότητας στην οκτάβα) δεν τα πιάνει παρά με ζόρι. Νότα δεν του φεύγει, αλλά δεν τραγουδάει, φωνάζει.

Δ. Περδικόπουλος 1935, δίσκος Columbia DG-6160 (αρ.μήτρας CG-1304), δίστιχο: Πολλές πληγές αγιάτρευτες φθείρουνε το κορμί μου… Και στις τέσσερις πηγές (βάση ΣΛ: κλικ). Βιολί (Σαλονικιός - προσφώνηση), κανονάκι, ούτι στη ρυθμική συνοδεία.

Ο μανές ακολουθεί την ίδια γενική μελωδική εξέλιξη όπως οι δύο που στο #61 επισημάνθηκαν ως ίδιοι, Περπινιάδη 1934 και Ρούκουνα 1934.

Σταύρος Ρεμούνδος (α) 1935, δίσκος HMV AO-1086 (αρ.μήτρας: OGA-215), δίστιχο: Στη φυλακή τον άνθρωπο όλοι τον λησμονούνε… Και στις τέσσερις πηγές (σημειώνω ότι στη βάση ΣΛ το «OGA» του αριθμού μήτρας γράφεται με μηδέν αντί όμικρον που έχουν οι Ρ.Διάλογοι, το φυλλάδιο ΣΛ και το ΥΤ, κάτι που το ξαναβρίσκουμε και σ’ άλλους αριθμούς μήτρας του Ρεμούνδου που αρχίζουν με τα ίδια τρία ψηφία - δεν ξέρω ποιο από τα δύο είναι το σωστό, απλώς το επισημαίνω για αποδοτικότερη χρήση του ctr+F για όποιον ενδιαφέρεται). Βιολί ο Σαλονικιός, σύμφωνα με την προσφώνηση.

Σταύρος Ρεμούνδος (β) 1937, δίσκος HMV AO-2420 (αρ.μήτρας: OGA-468), δίστιχο: Την απονιά σου θα την πω στον κόσμο σαν πεθάνεις… Εδώ ο τίτλος φαίνεται να είναι «Χιτζαζκιάρ πειραιώτικος μανές», που στη βάση ΣΛ και στο αντίστοιχο φυλλάδιο γράφεται με κόμμα ανάμεσα στις δύο πρώτες λέξεις, σαν το «Πειραιώτικος μανές» να είναι επεξήγηση του κυρίως τίτλου «Χιτζαζκιάρ», δηλαδή «Μανές από τον Πειραιά σε δρόμο Χιτζαζκιάρ», ενώ στις άλλες πηγές γράφεται ενιαία, χωρίς κόμμα, οπότε βγάζει διαφορετικό νόημα, «Μανές σε δρόμο Χιτζαζκιάρ-Πειραιώτικο». Εντύπωση προξενεί η οργανική συνοδεία, που αποτελείται από δύο κιθάρες, εκ των οποίων τη μία (προφανώς αυτή που ταξιμάρει, πάνω από το σταθερό ρυθμικό μοτίβο τσιφτετελιού που κρατάει η άλλη) παίζει ο Στ. Χρυσίνης, σύμφωνα με πληροφορία της βάσης ΣΛ χωρίς παραπομπή σε πηγή. Το ταξίμι της κιθάρας δημιουργεί ένα ύφος πολύ πιο ρεμπέτικο, πειραιώτικο θα έλεγα, από τα βιολιά, ούτια, λύρες και κανονάκια που συνήθως συνοδεύουν τους μανέδες, ενώ ο ίδιος ο μανές του εξαιρετικού και μάλλον άγνωστου αυτού τραγουδιστή είναι σε τυπικό ανατολίτικο αμανετζήδικο ύφος. Ο συνδυασμός των δύο αυτών υφολογικών στοιχείων είναι, κατά τη γνώμη μου, ταιριαστός και επιτυχημένος, πάντως παρέμεινε μια σπάνια καινοτομία.

Η προσφώνηση «γεια σου Σταύρο Μαρμαρά» απευθύνεται στον Ρεμούνδο, που όπως διάβασα ήταν μαρμαράς στο επάγγελμα.

Το κομμάτι κλείνει με γύρισμα σε οργανικό ζεμπέκικο, που θυμίζει εκείνο του Μαργαρώνη στον μανέ του Περπινιάδη (βλ. #61) χωρίς να ταυτίζεται μαζί του. Έχει μάλιστα την ιδιορρυθμία ότι αποτελείται από ένα μόνο θέμα (μια φράση δύο μέτρων) που επαναλαμβάνεται αρκετές φορές, δημιουργώντας την προσδοκία ότι θα γυρίσει σε κάποια δεύτερη, χωρίς τελικά ποτέ να γυρίζει. (Και επ’ ευκαιρία ας σχολιάσουμε και ότι στο αντίστοιχο του Μαργαρώνη υπάρχουν μεν δύο θέματα, και πάλι όμως το πρώτο επαναλαμβάνεται περισσότερες φορές απ’ όσες συνηθίζεται στη συμμετρική, γενικά, δομή τέτοιου είδους κομματιών.)

Οι δύο αυτοί μανέδες του Ρεμούνδου είναι δύο φορές ο ίδιος μανές. Διαφέρει πολύ η οργανική συνοδεία, και φυσικά και τα δίστιχα, αλλά η κυρίως μελωδία του μανέ ταυτίζεται πλην ελάχιστων αυτοσχεδιαστικών λεπτομερειών. Επομένως, εντοπίζεται άλλη μία περίπτωση τυποποιημένου μανέ.


Τέλος, ο Μανιάτης αναφέρει άλλες δύο ηχογραφήσεις με τον ίδιο τίτλο, που δεν εντοπίζονται σε καμία άλλη πηγή κι επομένως δεν τις έχω ακούσει, με αποτέλεσμα να μην είμαι σε θέση να πω αν είναι σε πειραιώτικο δρόμο, ούτε, κατά συνέπεια, αν η λέξη «Πειραιώτικος» εδώ αποτελεί ή όχι ένδειξη τυποποιημένου μανέ:

Νταλγκάς 1931, δίσκος ΑΟ-222, δίστιχο: Ποτέ μου δεν το ήλπιζα ότι θα με πληγώσεις… Σύμφωνα με τις προσφωνήσεις που καταγράφει ο Μανιάτης, παίζει λύρα ο Λάμπρος Λεονταρίδης.

Μαρίκα Πολίτισσα 1933, δίσκος DG-333, δίστιχο: Στα χρόνια όπου έφτασα δεν θέλω πια να ζήσω…

Προφανώς αυτοί οι δύο μανέδες δεν έχουν κυκλοφορήσει σε κανένα φορμάτ, υλικό ή ψηφιακό, πέρα από τις αρχικές πλάκες γραμμοφώνου. Αν κανείς συλλέκτης που τις διαθέτει μας διαβάζει και θέλει να τις μοιραστεί μαζί μας, θα εκτιμηθεί βαθύτατα.


Ανακεφαλαιώνοντας, ο τίτλος «Πειραιώτικος μανές» εντοπίζεται σε 15 ηχογραφήσεις. Από αυτές, οι δύο (Νταλγκά 1931 και Μαρίκας Πολίτισσας 1933) είναι γνωστές μόνον ως τίτλοι και κάθε περαιτέρω σχολιασμός τους είναι αδύνατος. Σε μία ( Νταλγκά 1928 , Όσο κι αν μ’ αποστρέφεται αυτή η σκληρή καρδιά σου …) ο τίτλος «πειραιώτικος» δεν αναφέρεται σε μουσικό δρόμο αλλά -εντελώς συμβατικά βέβαια- στον ίδιο τον Πειραιά, καθώς πρόκειται για τον τυποποιημένο «Ματζόρε Μανέ». Από τις υπόλοιπες, που όλες είναι όντως σε δρόμο Πειραιώτικο, δύο ( Περπινιάδη 1934 και Ρούκουνα 1934) δημιουργούν βάσιμη υπόνοια ότι ταυτίζονται και ότι άρα συναποτελούν έναν τυποποιημένο μανέ, ενώ και του Περδικόπουλου 1935 φαίνεται πιθανό φαίνεται να ανήκει εδώ, και άλλες δύο (του Ρεμούνδου, (α) 1935 και (β) 1937) ταυτίζονται ξεκάθαρα και άρα συναποτελούν, κι αυτές, έναν τυποποιημένο μανέ. Μένουν εφτά ηχογραφήσεις που, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, δεν είναι τυποποιημένοι μανέδες.

Είναι αξιοσημείωτο ότι, πέρα από περιπτώσεις ατυχών αυτοσχεδιασμών (Βαμβακάρης, Παπασιδέρης…), όλοι αυτοί οι μανέδες, τυποποιημένοι ή όχι, ακολουθούν πιστά το μακαμίστικο μοντέλο μελωδικής ανάπτυξης, τη στιγμή που ο Πειραιώτικος δρόμος δεν αντιστοιχεί σε κανένα μακάμι! Είναι σίγουρα δυνατόν να βρεθούν ισχυροί συσχετισμοί του με τον δρόμο Χιτζαζκιάρ (όπως άλλωστε υπονοείται και από τον τίτλο «Χιτζαζκιάρ Πειραιώτικος μανές» που συναντήσαμε σε μία περίπτωση), αλλά πάντως η δομή και η συμπεριφορά του Πειραιώτικου δεν είναι εύκολο να ενταχθούν στο μακάμ Χιτζαζκιάρ.

Ο Ανδρίκος, η μόνη πηγή που έχω υπόψη μου να εξετάζει τον Πειραιώτικο (και γενικά τους δρόμους) σε σχέση με τα μακάμια, αντιδιαστέλλει σαφώς τα δύο τροπικά φαινόμενα, Πειραιώτικο και Χιτζαζκιάρ. Θα είχε ενδιαφέρον να διαβάσει κανείς όλο του το σχετικό κεφάλαιο, όπου μεταξύ άλλων επισημαίνεται ότι δεν υπάρχει ειδική (αποκλειστική) σχέση του Πειραιώτικου δρόμου με τον Πειραιά και το πειραιώτικο ρεμπέτικο - κάτι που, άλλωστε, επιβεβαιώνεται περίτρανα και εδώ με τους πειραιώτικους μανέδες. Τα όσα λέει ο Ανδρίκος για την ίδια την τροπική δομή και συμπεριφορά του δρόμου και για τη σχέση του με το Χιτζαζκιάρ δεν είναι εύκολο να τα συνοψίσω εδώ. Πάντως, ενώ σε κάθε δρόμο αφιερώνει ένα κεφάλαιο όπου, στερεότυπα, περιλαμβάνεται και μία ενότητα με τίτλο «το αλά τούρκα ραστ/σαμπά κλπ.», ειδικά για τον Πειραιώτικο αυτή η ενότητα παραλείπεται. Αυτό είναι εύλογο μεν, στο μέτρο που στην αυθεντική τούρκικη μουσική -αυτήν που περιγράφει η θεωρία μακάμ- δεν υπάρχει αντίστοιχο τροπικό φαινόμενο, συνάμα όμως είναι και παράλειψη αφού υπάρχουν τόσες περιπτώσεις πειραιώτικου με «αλά τούρκα» διαχείριση και απόδοση.

Δε θα επεκταθώ άλλο σε τροπική θεωρία, αφού εδώ το θέμα είναι άλλο. Επισημαίνω πάντως ένα ζήτημα σχετικά με τον πειραιώτικο δρόμο που νομίζω ότι αξίζει να διερευνηθεί περαιτέρω.

1 «Μου αρέσει»

Ρε Περικλή, βρίσκομαι σε δύσκολη θέση. Όταν ξεκίνησες αυτό το νήμα, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν «πολύ ενδιαφέρον, για να δούμε τί θα βγεί από αυτή την υπόθεση!». Πράγματι, ενδιαφέροντα πράγματα άρχισαν να εμφανίζονται, μερικές φορές μάλιστα «τσίμπησα» και άκουσα διάφορα παραδείγματα, διαβάζοντας και τμήματα των δημοσιεύσεων, συνήθως όμως έλεγα «ας περιμένω να ολοκληρωθεί και μετά, το διαβάζω διεξοδικά ολόκληρο.».

Έχουμε φτάσει αισίως τις 65 δημοσιεύσεις, η παραμικρή ένδειξη δεν έχει τολμήσει να διαφανεί έστω δειλά, ότι πλησιάζουμε προς την ολοκλήρωση, και τώρα που βλέπω μίαν ακόμα δημοσίευση με κοντά 4 ακόμα σελίδες, αναρωτιέμαι: Πότε θα ολοκληρωθεί η έρευνα; Και, πόσο μεγάλη θα είναι;

Ντάξει, τη βρήκα την πηγή:

Στην άλλη όψη του δίσκου είναι ένα κομμάτι του Χρυσίνη. rebetiko.sealabs.net - Αρχική Συζητήσεων.

Νίκο, σ’ έχω τσακώσει να λες για τον αμανέ:

Λοιπόν, πλάνη. Ο αμανές δεν είναι αυτοσχεδιασμός. Μπορεί να υπάρχουν και αυτοσχέδιοι μανέδες, αλλά πλέον αυτό πρέπει να αποδειχθεί. Μέχρι στιγμής το μόνο που αποδεικνύεται είναι οι προσχεδιασμένοι μανέδες. Σε κάθε περίπτωση απ’ όσες είδαμε μέχρι τώρα, είτε αποδεικνύεται (ή υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις) ότι πρόκειται για σύνθεση και όχι αυτοσχεδιασμό, είτε απουσιάζει η δυνατότητα να αποδειχθεί οτιδήποτε.

Επειδή όμως το περί αυτοσχεδιασμού δεν το υποστηρίζεις μόνο εσύ αλλά αποτελεί γενική πεποίθηση, αντιλαμβάνεσαι ότι για να το αμφισβητήσω, δηλαδή για να βγω να πω «κανείς απ’ όσους έχουν γράψει περί του μανέ δεν έχει κάτσει στ’ αλήθεια ν’ ακούσει μανέδες», χρειάζομαι την πληρέστερη δυνατή τεκμηρίωση. Αυτό λοιπόν κάνω: τεκμηριώνω (και ελέγχω συνάμα) την υπόθεσή μου.

Πού θες να ξέρω; Έχεις κάνει κι εσύ έρευνες. Το ξέρεις από πρώτο χέρι ότι ο ερευνητής, κατά το διάστημα που ακόμη συλλέγει υλικό, δεν είναι ο κατάλληλος άνθρωπος να απαντήσει αυτή την ερώτηση.

Νομίζω ότι κατά διαστήματα έχω γράψει πού βρισκόμαστε και τι υπολείπεται. Θα μπορούσα να το ξανακάνω πιο συστηματικά, αλλά με την επιφύλαξη βέβαια ότι μέσα στα υπολειπόμενα πάντοτε μπορεί να προκύψουν και καινουργια.


Τέλος πάντων, νομίζω ότι βασικά αυτό που μου λες είναι «μήπως απλώς δημοσιεύεις τα πρόχειρα της έρευνάς σου;»

Στο μέτρο που δεν πρόκειται για δημοσίευση, σε δόσεις, μιας ήδη ολοκληρωμένης έρευνας, μπορείς να πεις ότι όντως αυτό κάνω. Αλλά φυσικά, καταλαβαίνεις πόσα προ-πρόχειρα βρίσκονται πίσω από κάθε δημοσίευση, πόσα γραψίματα και σβησίματα, πόσοι πίνακες, σημειώσεις κλπ. κλπ.

Αυτό μπορεί να θεωρηθεί κατάχρηση του χώρου του φόρουμ. Αλλά μόνο σε τέτοιου είδους πλατφόρμες μπορεί να γίνει αυτή η δουλειά (κείμενο με συνδέσμους προς ηχογραφήσεις και γενικά προς πηγές). Σε ιδιωτικά αρχεία του υπολογιστή μου δεν έχω υπόψη μου αντίστοιχες δυνατότητες.
Θα μου πεις: και γιατί δεν το κάνεις σ’ ένα προσωπικό μπλογκ;
Γιατί μόνο σε χώρο όπου είναι ήδη συγκεντρωμένος ένας πυρήνας αναγνωστών με συναφή ενδιαφέροντα μπορώ να κάνω εκκλήσεις για συνδρομή όπως π.χ. η παρακάτω

με κάποια ελπίδα ανταπόκρισης. Όπως θα είδες, έχω διάφορες τέτοιες εδώ κι εκεί, κάποιες απαντήθηκαν, άλλες όχι, αλλού δόθηκαν απαντήσεις χωρίς να έχω ρωτήσει όπως π.χ. οι πολυτιμότατες ετικέτες του Φώτη. Δε θα μπορούσα να τα κάνω αυτά στο μπλογκ μου με τους τρεις+κούκο αναγνώστες.

3 «Μου αρέσει»