Πέλλη, αφού ρωτάς τόσο άμεσα τότε το μόνο που μπορώ να πω με το χέρι στην καρδιά είναι “όχι, δεν μπορώ να το εξηγήσω”.
Μπορώ όμως να πιθανολογήσω μερικές υποθέσεις.
Ο αναχρονισμός που προανέφερα είναι το δίλημμα “ή Έλληνας ή κάτι άλλο, μη Έληνας”. Σήμερα σκεφτόμαστε έτσι γιατί αυτό το μοντέλο ταξινόμησης του κόσμου έχουμε μάθει, και μας διευκολύνει στη σκέψη και την κατανόηση. Σε άλλες εποχές χρησιμοποιούσαν άλλα μοντέλα, που με τα τότε δεδομένα ήταν πιο εξυπηρετικά. Όποιος δεν έλεγε “είμαι Έλληνας” δε σήμαινε πως θα εννοούσε “είμαι κάτι άλλο”, όπως θα ήταν σήμερα το προφανές συμπέρασμα: θα σήμαινε απλώς ότι το ερώτημα με τη συγκεκριμένη διατύπωση δεν τον έχει απασχολήσει.
Ως προς τα σημεία:
α) Το ρωμαίικο μιλέτ σημαίνει “οι ορθόδοξοι”. Αυτό ήταν το μόνο κριτήριο που χρησιμοποιούσε το οθωμανικό κράτος και που υποθέτω ότι θα υπήρχε και στον κώδικα του ίδιου του λαού.
β) Τα τραγούδια για τους τραντέλλενες ξεκινάνε ποιος ξέρει πότε και φτάνουν ως εκείνες τις γενιές (και ακόμα και τις δικές μας) μέσω αδιάκοπης προφορικής παράδοσης. Ναι, υπήρχαν ιστορικές μνήμες. Δεν ξέχασαν από πού προέρχονταν. Αυτό όμως δε συνιστούσε ελληνική συνείδηση, συνιστούσε ένα πολιτισμικό χαρακτηριστικό. Αν κάθε πληθυσμός έβλεπε την πολιτισμική του φυσιογνωμία ως κάτι που τους διαφοροποιεί από τους “άλλους” και επομένως προσδιορίζει τους ίδιους, πιστεύω ότι αυτό θα γινόταν στο μέτρο που οι “άλλοι” ήταν κάποιοι που να είναι παρόντες: το δίπλα χωριό, η παρακάτω μεγάλη πόλη, ο αλλιώτικος μαχαλάς μέσα στο ίδιο χωριό. Το ότι όμως αυτά τα πολιτισμικά στοιχεία τους ενώνουν με τους Έλληνες της Ηπείρου, της Κρήτης ή ξέρω γω της αρχαίας Ιωνίας ήταν κάτι πολύ πέρα από τη σκέψη τους, την πληροφόρησή τους και τις αναζητήσεις τους. Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι η γιαγιά σου θα έλεγε “αυτά είναι τα τραγούδια του χωριού μου”, όπως λένε και σήμερα όλοι για τα τραγούδια του χωριού τους, ακόμη κι αν πρόκειται για τραγούδια που εκτός από το χωριό τους τα έχουν κι άλλα 10.000 ελληνικά χωριά.
γ) Τα κεντήματα με μυθολογικά θέματα αντίθετα δεν έφτασαν με αδιάκοπη παράδοση από γενιά σε γενιά. Κάποια δεδομένη στιγμή εμφανίστηκαν ως καινοτομία. Αυτή η καινοτομία θα ξεκινάει προφανώς από το σχολείο, ή από κάποιον τοπικό λόγιο, ή από κάποια πρωτοβουλία των ελληνικών τοπικών δημοτικών αρχών… Σε κάθε περίπτωση από κάποιον που ανήκει στο υπερτοπικό δίκτυο διακίνησης ιδεών και τάσεων. Κάποιον που όταν αυτές οι ιδέες (πιθανότατα με αρκετό σπασμένο τηλέφωνο) φτάσουν από τις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης, από τις ελληνικές κοινότητες λογίων και εμπόρων εντός και εκτός Ελλάδας, από τους Διαφωτιστές, τους Φιλικούς, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, τις ελληνικές (ελλαδικές και μη) εφημερίδες, τα σχολεία, τα βιβλία, μέχρι το δωμάτιο των γυναικών του κάθε σπιτιού σε κάθε απομακρυσμένο χωριό στα βάθη της Ανατολής, τότε αυτός λειτουργεί ως ο δίαυλος που ενώνει αυτά τα δύο δίκτυα, το υπερτοπικό “αστικοεγγράμματο” (ούτως ειπείν) με το τοπικό, αγροτικό, παραδοσιακό.
Να θυμίσω ως κάπως ανάλογο παράδειγμα τις ιστορίες του Γ. Βιζυηνού για τον ίδιο και τη μάνα του. Αυτός μεγάλωσε σ’ ένα χωριό που ο κόσμος του περιοριζόταν μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι από την κορφή του λόφου. Πίστευε τα παραμύθια του παππού του ως κυριολεκτική αλήθεια. Όμως ξενιτεύτηκε και πήγε στην Ευρώπη να μορφωθεί. Έμαθε να γράφει σε μια γλώσσα που αναμφισβήτητα ήταν ελληνική, αλλά που πολλές λέξεις της είχαν ανασυρθεί από τα αρχαία κείμενα μετά από αχρησία πολλών αιώνων. Η μάνα του έμεινε πίσω στο χωριό και τον περίμενε. Ρωτούσε τους διαβάτες, όσους δεν ήταν από το χωριό της, μήπως πέρασαν από την “Ευρώπη”, θεωρώντας την μάλλον ως ένα άλλο χωριό πιο μακριά. Δεν ήξερε να τους πει ποιον ακριβώς ψάχνει, γιατί ο γιος της όσο ήταν στο χωριό λεγόταν “το Γιωργί του Τάδε” ενώ τώρα είχε πάρει ένα όνομα περιδιαγραμμάτου.
Ο Βιζυηνός λοιπόν μας καταθέτει τη μαρτυρία ενός ανθρώπου που εντάχθηκε στο υπερτοπικό δίκτυο που προανέφερα, προερχόμενος όμως από το τοπικό, στο οποίο εξακολούθησε να πατάει αν όχι με το ένα πόδι, πάντως με καναδυό δάχτυλα. Αν η κατάληξή του ήταν να γίνει δάσκαλος στο χωριό του, όπως το έκαναν άλλοι ανάλογοι, θα είχε κοινωνήσει εκεί τα εξ Εσπερίας φώτα του και θα είχε ενώσει τα δύο δίκτυα.