Τραγούδια της Ιερισσού-Αγάπη μου καλουκιρνή να σ' είχα ντου χειμώνα

“Αγάπη μου καλουκιρνή, να σ’ είχα ντου χειμώνα”

Μία πραγματικά υπέροχη και άγνωστη συλλογή (3 CDs) με ηχογραφήσεις του 1968 από την Ιερισσό Χαλκιδικής. Πενήντα έξι τραγούδια χορευτικά και καθιστικά, τραγουδισμένα από ντόπιους Ιερισσιώτες. Η συλλογή έχει εκδοθεί από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Ιερισσού “Κλειγένης”. Μία πληθώρα τραγουδιών, μέσα στα οποία περιλαμβάνονται 20 από τα αργά πανέμορφα καθιστικά της Ιερισσού.

Οι ηχογραφήσεις έγιναν στην Ιερισσό από τον Τάκη Σαμαρά, υπεύθυνο του Ραδιοφωνικού Σταθμού Θεσσαλονίκης. Είναι πραγματικά ένα πολυτιμότατο υλικό, που αποπνέει ζωντάνια και φρεσκάδα, αν και οι οργανοπαίκτες που συνόδευσαν δεν ήταν Ιερισσιώτες. Ο Σαμαράς όπου κι αν πήγαινε έπαιρνε μαζί του τον Μανώλη Παπαγεωργίου (κλαρίνο) και τον Ιωάννη Κάκαλο (λαούτο), οι οποίοι πιθανώς να μην απέδιδαν πλήρως το τοπικό ύφος. Βέβαια, είναι γνωστό ότι ο Παπαγεωργίου έπαιζε στα χαλκιδικιώτικα πανηγύρια, επομένως σίγουρα ήταν εξοικειωμένος με το ύφος της Χαλκιδικής.

Η Ιερισσός ήταν το χωριό όπου οργανώθηκε η πρώτη χορωδία στην Χαλκιδική, ήδη από την δεκαετία του ‘50. Λόγω προφανώς αυτού του γεγονότος, στα χορωδιακά κομμάτια έχει εγκαταλειφθεί η αντιφωνικότητα. Αντ’ αυτής, μπορεί να λέει ο πρωτοτραγουδιστής τον πρώτο στίχο και να λένε όλοι μαζί τον δεύτερο. Παρόλ’ αυτά, οι ηχογραφήσεις αυτές αναδεικνύουν έναν τεράστιο τραγουδιστικό πλούτο, με φωνές που διατηρούν τα χαρακτηριστικά της χωριάτικης εκφοράς του τραγουδιού.

Ακούστε [b]εδώ [/b]δείγμα από το πρώτο τραγούδι “Άσπρου πουλάκι κάθιτι”.

Η έκδοση διατίθεται στο ΚΕΠΕΜ. Πληροφορίες: 6972261442, karaskepem@gmail.com

Πήρα τη συλλογή. Την ακούω εδώ και δυο -τρεις μέρες, αλλά θέλει περισσότερο χρόνο για να σχηματίσει κανείς συγκεκριμένη άποψη για το καθένα από τα τόσο πολλά τραγούδια. Προς το παρόν έχω ξεχωρίσει μόνο εκείνα που ήξερα ήδη από άλλους δίσκους (π.χ. κάποια υπήρχαν και στους μακεδονικούς δίσκους του Σ. Καρά) και καναδυό με πολύ ιδιαίτερη μουσική ή με σημαντικό στίχο.

Αυτό δεν εμποδίζει όμως να κάνω μερικές γενικές παρατηρήσεις. Είναι οι εξής:

Το βασικό προτέρημα του δίσκου είναι ο μεγάλος πλούτος αξιόλογων τραγουδιών. Η Χαλκιδική έχει πολύ πλούσια παράδοση, που φαίνεται μάλιστα πως διαφοροποιείται από χωριό σε χωριό, και εδώ έχουμε ένα πολύ καλό δείγμα. Αρκετό, θα έλεγα, ώστε ν’ αρχίσει κανείς να αναγνωρίζει το τοπικό ύφος μελοποιίας: ορισμένα τραγούδια που είχα ήδη ακούσει μου έμοιαζαν κάπως “παράξενα”, ασυνήθιστα ως προς την τροπή της μελωδίας. Εδώ, μ’ ένα τόσο μεγάλο δείγμα, αρχίζω να ξαναβρίσκω αυτές τις παραξενιές και να βλέπω να διαγράφεται, σιγά σιγά, το πλαίσιο εντός του οποίου δεν είναι παραξενιές αλλά τοπικές κανονικότητες.

Αρκετοί από τους πρωτοτραγουδιστές είναι καλοί, μερικοί έως σπουδαίοι. Αυτό είναι άλλο ένα συν. Ένα τρίτο είναι η δελεαστική τιμή: 18 ευρώ για 3 γεμάτους δίσκους + φυλλάδιο (μην περιμένετε καμιά εγκυκλοπαίδεια, αλλά πάντως γυμνά δεν τα έβγαλαν τα σιντί).

Ως προς τις εκτελέσεις, τα πράγματα είναι άνισα. Ο μη ντόπιος κλαριντζής είναι εξαιρετικός. Δεν ξέρω κατά πόσο οι Ιερισσιώτες κλαριντζήδες (αν υπήρχαν) έπαιζαν αλλιώς, εδώ ακούμε ένα κλαρίνο που θα χαρακτήριζα γενικά “μακεδονικό” (αυτό που θυμίζει αρκετά ζουρνά, ιδίως ως προς τον ιδιαίτερο τρόπο που μοιράζει τα μικροδιαστήματα -δεν ξέρω αν προσιδιάζει σε κάποια πιο επιμέρους τοπική παράδοση) και πολύ καλό για τη δουλειά που κάνει. Αλλοιώσεις δεν ακούμε καθόλου, με την έννοια του να ακούς τον κλαριντζή περισσότερο από το κομμάτι (νταλαρισμός). Σεμνός, υποταγμένος στη μελωδία, αλλά χωρίς να παίζει υπηρεσιακά και ψόφια.

Η πρακτική να λέει σε μερικά τραγούδια τον ένα στίχο ο ένας και τον δεύτερο η ομάδα, αντί για κανονική αντιφωνία (τον ίδιο στίχο πρώτα ο ένας και μετά η ομάδα), είναι λίγο ενοχλητική. Αλλά δεν είναι σε όλα τα τραγούδια έτσι. Και εν πάση περιπτώσει είναι κατανοητό ότι στην προσπάθεια να τηρηθεί και η παραδοσιακή πρακτική της αντιφωνίας, και τα όσα είχε μάθει η χορωδία στις πρόβες της, και να υπάρχουν κάπου οργανικά ενδιάμεσα («εισαγωγές») γιατί κι ο κλαριντζής άνθρωπος είναι, και να τηρηθούν δισκογραφικά ανεκτές διάρκειες, κάποιοι συμβιβασμοί είναι απαραίτητοι. Όπως και να 'χει, η χορωδία είναι καλή: ούτε ασυντόνιστες καφρωδίες, ούτε υπερβολικός συντονισμός όπως στις σύγχρονες ωδειακές χορωδίες δήθεν παραδοσιακών. Απλοί τίμιοι προβαρισμένοι χωριάτες, όπως ακριβώς πρέπει.

Εκεί που έχουμε σοβαρό πρόβλημα είναι στο λαούτο. Λυπάμαι, αλλά ο λαουτιέρης είναι καλαμπόρτζης. Ξέρει ένα μοναδικό τρόπο να συνοδεύει -πιθανώς εκείνον του μητρικού του μουσικού ιδιώματος- και τον επαναλαμβάνει επί 56 τραγούδια χωρίς να κοιτάει πώς είναι το ένα τραγούδι και πώς το άλλο. Και αν μεν έχουμε σύνθετους ρυθμούς όπως το εφτάρι του καλαματιανού, δε χάθηκε ο κόσμος: το 3-2-2 είναι πάντα 3-2-2 όπως κι αν το παίξεις. Στους απλούς ρυθμούς όμως πρέπει να δουλέψει και λίγη φαντασία, και λίγο ψάξιμο, και λίγο να ρωτήσεις, και λίγο να κοιτάξεις πώς το χορεύουν. Δεν είναι δυνατόν να εξισώνεις όλα τα δίσημα και να τα παίζεις σαν λαϊκά χασάπικα. Προφανώς αυτός άκουσε τα τραγούδια με σκέτες φωνές, ξεχώρισε μελωδία-αρμονία-μέτρο, αλλά αγνόησε παντάπασι το ζήτημα της ρυθμικής αίσθησης (που δεν προκύπτει από τις σκέτες φωνές). Το αποτέλεσμα είναι ότι πολλά κομμάτια ακούγονται από αδιάφορα έως βαρετά. Ένα παράδειγμα που με ξενέρωσε πολύ είναι το «Μια κόρη από τον Έλυμπο» (η παραλογή της κόρης ταξιδεύτρας δηλαδή), που την είχα ξανακούσει από ΣΔΕΜ. Στην παλιά ηχογράφηση είχα συγκλονιστεί από την καθηλωτική δυναμική αυτής της μίνιμαλ μελωδίας. Σ’ αυτήν εδώ, πριν τελειώσει το τραγούδι άκουγα με τόσο λίγο ενδιαφέρον ώστε όταν ξαναθυμήθηκα ότι πρόκειται για γνωστό μου τραγούδι απόρησα!
Πέραν των υπολοίπων, ακόμη και στη στανταρισμένη αρμονία που χωρίς φαντασία λέει «εδώ μινόρε - εκεί ματζόρε - εκεί ντιμινουΐτα», κάνει λάθη που τα μαζεύει όπως όπως ή δεν τα μαζεύει καθόλου. Το γεγονός ότι και σωστά να έπαιζε είμαι προσωπικά κατά αυτού του είδους αρμονίας το παρακάμπτω (άλλωστε, εκεί όπου ανήκει και ταιριάζει, το δέχομαι και μάλιστα προσπαθώ να το μάθω κι εγώ). Θες ακόρντα; ακόρντα. Αλλά τουλάχιστον βγάλε το κομμάτι!
Το λαούτο είναι μεγάλη ευθύνη. Ο καλός λαουτιέρης μπορεί να περάσει εντελώς απαρατήρητος. Ο κακός όμως μπορεί να θάψει το κομμάτι περισσότερο κι απ’ όσο ο σολίστας. Κυρίως δε, καλός ή κακός, ο συνοδός χαρακτηρίζει το ύφος του κομματιού. (Παραβάλετε με το πώς ένας κιθαρίστας μπορεί να συνοδέψει ακριβώς το ίδιο μπουζούκι είτε με “παλιό” είτε με “νέο” ζεϊμπέκικο, και να θέσει τα όρια ανάμεσα σε δύο κόσμους.)

Όλα αυτά (μαθαίνεις πολλά τραγούδια - τίμιες πλην αβέβαιες προσπάθειες προσαρμογής τραγουδιών που κανονικά παίζονται αλλιώς - καλές χορωδίες αλλά με κάποια προβληματάκια - γνήσιες και συχνά καλές ή και πολύ καλές πρώτες φωνές - ομοιόμορφο αλλά καλό κλαρίνο - κακό λαούτο) ισχύουν σε γενικές γραμμές και για έναν άλλο δίσκο από την ίδια σειρά ηχογραφήσεων του Ρ/Σ Μακεδονίας, Καλότυχος ποιος μ’ αγαπά - εκδ. Εν χορδαίς 1998, με ντόπιους τραγουδιστές από χωριά όλης της Μακεδονίας και τους ίδιους κατά βάση οργανοπαίχτες .