Το ρεμπέτικο και τα σκληρά, τα μαλακά, και τα...διάφορα ναρκωτικά.

Ξεφύγαμε βέβαια από το θέμα των ναρκωτικών,τσιγάρων και των…ευφραντικών ουσιών(!)
ΥΓ:Όλοι είμαστε ρατσιστές απλά πρέπει να προσπαθήσουμε να ξεπεράσουμε τις ρατσιστικές αντιλήψεις από μέσα μας
πχ εγώ είμαι ρατσιστής προς τους aristeroi και μόνο…

Παιδιά η κουβέντα έχει ξεφύγει, κανείς δεν ενδιαφέρεται να μάθει ποιον μισεί ή αντιπαθεί το κάθε μέλος του Φόρουμ. Προστατέψτε την ποιότητα της κουβέντας, μην εκτίθεστε και μην προκαλείτε, ας ξεπεράσουμε όλοι αυτή την περίεργη παρένθεση και ας επανέλθουμε στην κανονική ροή των συζητήσεων.

ενταξει κολησες τωρα επειδη δεν τους ειπα μαυρους αλλα αραπαδες.
αντι να κοιταξετε την ουσια του προβληματος ασχολειστε με το αν εγω ειμαι ρατσιστης ή οχι ,και στο κατω κατω ,δικαιωμα μου ειναι αμα θελω να ειμαι ρατσιστης.
εχουμε φασισμο και δεν το ηξερα;
το προβλημα σας ειμαι εγω;
κινδυνευει κανεις σας απο μενα ή πρεπει να ανατρεξετε αλλου για τους κινδυνους;
θελετε να ξεβρωμισει η χωρα απτα παρασιτα ή αισθανεστε ασφαλης για την παρτυ σας;

ο ελληνας εχει κλειστει στο καβουκι του ,παρακολουθει τα γεγονοτα απτα δελτια ειδησεων ,ανημπορος να αντιδρασει και αμα καποιος δειξει τους προβληματισμους του ,του βγαζουν και ταμπελα .

οσο για τους γερμανους ,ολλανδους ,φιλανδους ,δεν ειναι ρατσιστες,ειναι μονο φασιστες .

εχετε παρει χαμπαρι οτι η ελλαδα εχει μονο εχθρους ,οχι τωρα ,εδω και δεκαετιες;
ποσα κρατη πατησαν πανω απτο πτωμα της,για να αξοιοποιησουν πολιτικους ή στρατιωτικου στοχους.;

δεν ειμαι ρατσιστης,ειμαι Ελληνας μεταναστης στην χωρα μου.
γεια χαρα.

Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται. Ούτε υγιής οργανισμός φοβάται τα παράσιτα.

Αν όλα λειτουργούσαν όπως πρέπει στη χώρα μας, και στις χώρες από τις οποίες έχουμε φτάσει να εξαρτώμαστε, και στις χώρες από τις οποίες προέρχεται ο κάθε μετανάστης, τότε κανείς δε θα ήταν παράσιτο. Αν δηλαδή ζούσαμε σ’ έναν αγγελικά πλασμένο κόσμο.

Από τη στιγμή που δε συμβαίνει αυτό, είναι αστείο να μας φταίει ο μετανάστης, δεν πάει να ‘ναι και μαχαιροβγάλτης. Ή κι ο έλληνας μαχαιροβγάλτης ακόμα. Λες και επέλεξε τη σταδιοδρομία του μαχαιροβγάλτη στην Ελλάδα επειδή, απ’ όλες τις επιλογές που του προσέφερε η ζωή, ο παρασιτισμός ήταν αυτή που τον εξέφραζε καλύτερα.

Σε αυτό το σημείο όμως πάμε σε ένα άλλο φλέγον ζήτημα. Το κράτος κάνει κάτι για να προστατέψει τους πολίτες του? Είτε από αλλοδαπά παράσιτα είτε από ημεδαπά? Το λες και εσύ για “αγγελικά πλασμένο κόσμο”. Αφού όμως δεν υπάρχει τέτοιος (ειδικά η Ελλάδα, δεν είναι σίγουρα) τότε ποια είναι η λύση (αν υπάρχει) για έναν φιλήσυχο πολίτη?

Φυσικά! Μέσα στο άπειρο έλεός του, ακόμα και ειδικό υπουργείο έφτιαξε γι’ αυτό το ζήτημα.

Δεν υπάρχει καμία λύση για έναν πολίτη.


(Για να μην παρεξηγούμεθα: στο πρώτο κάνω πλάκα. Στο δεύτερο όχι.)

Είσαι σαφής! :slight_smile:

Προτείνω να παραμείνουμε στο αρχικό θέμα μας που είναι οι “ουσίες”.

Μπορεί προσωπικά να διαφωνώ με το διαχωρισμό σε “μαλακά” - “σκληρά” , όπως και στην αποποινικοποίηση, γιατί διαβλέπω ότι οι χρήστες - λόγω ευκολίας στην εύρεση - θα αυξηθούν, αλλά…

Οι “ουσίες” έγιναν αιτία να γραφτούν αρκετά από τα ωραιότερα τραγούδια, γνωστά και αγαπημένα πιστεύω σε όλους μας.

Διάβαζα πως αδέσποτοι χασικλίδικοι στίχοι συναντώνται και στο δημοτικό τραγούδι και πολύ πριν γίνει το μπουζούκι πρώτο όργανο της λαϊκής ορχήστρας.
Αδέσποτα εξάλλου είναι και τα : “Τη ζούλα μου ανακάλυψαν”, “Μπουκάραν μάγκες στον τεκέ”, “Τούτοι οι μπάτσοι που’ ρθαν τώρα”.

Ο Τσιτσάνης λέγεται πως τραγουδούσε στο μαγαζί που έπαιζε ένα επίσης αδέσποτο, παλιότερο :

“Ένα φράγκο το σιμίτι
δύο φράγκα ο χαλβάς
πέντε φράγκα μια μαστούρα
α, ρε, μάγκα, τι τραβάς”

να σταματησει να ειναι φιλησυχος .

Μα και μερικά που δεν είναι αδέσποτα, όπως του Μπάτη το Ζούλα σε μια βάρκα, φαντάζομαι ότι δε θα ήταν παρά ο μαστουροχαβαλές που έκαναν την ώρα που την έπιναν. Μετά κάποιος τον έχωσε στο στούντιο και του είπε “παίζε”. Κι εκείνος σκέφτηκε “για να δούμε, πώς το ‘παμε εκείνο χτες που άρεσε σ’ όλους;”

Επειδή ως γνωστόν έχω μια εμμονή με το συσχετισμό του μουρμούρικου με το παραδοσιακό τραγούδι, συνεχίζω το συλλογισμό ως εξής:

Ημέρα 1. Στον τεκέ ή στη σπηλιά του Δράκου η παλιοπαρέα πίνει τις τζούρες της. Βγαίνουν τα όργανα, ένα (ο μπαγλαμάς του Μπάτη) ή περισσότερα. Πιάνουν έναν από εκείνους τους εύκολους σκοπούς που προσφέρονται για επιτόπου στιχάκια, και που μοιάζουν τόσο μεταξύ τους ώστε δεν είναι εύκολο να πεις αν είναι του Α ή του Β ή αδέσποτοι [για παράδειγμα, το πρώτο μέρος του Ζούλα σε μια βάρκα, το πρώτο μέρος του Μυστήριου (Μανταλένας) και το Βάρκα μου μπογιατισμένη, λίγο πολύ το ίδιο πράγμα είναι. Ιδίως αν λάβουμε υπόψη την έλλειψη τυποποίησης στην προδισκογραφική κουλτούρα.]. Ο πιο εμπνευσμένος από την παρέα, πιθανώς ο Μπάτης αλλά όχι κατ’ ανάγκην μόνο αυτός, αρχίζει τα στιχάκια. Εν μέρει τα βγάζει εκείνη τη στιγμή, εν μέρει πατάνε σε δεδομένες ρίμες και μοτίβα. Κάποια θα προϋπήρχαν αυτούσια. Όσο το κέφι ανεβαίνει, τα στιχάκια αποκτούν ένα θέμα: πειράγματα προς τα διάφορα μέλη της παρέας. Ένας ένας κουρντίζονται στο πνεύμα και αρχίζουν να απαντάνε με δικά τους στιχάκια. Η αίσθηση δεν είναι «δημιουργούμε ποίηση» αλλά «κάνουμε πλάκα ο ένας στον άλλο». Η παρέα επαναλαμβάνει το στίχο του καθενός. Όσο πιο δυνατά και κεφάτα επαναλαμβάνουν, τόσο είναι το μέτρο της επιτυχίας του στίχου. Σε περίπτωση κανενός μάπα δίστιχου, η επανάληψη είναι αμήχανη και μουδιασμένη. Στα πιο εύστοχα και πετυχημένα, όλοι ενώνουν τις φωνές τους με όρεξη, βαράνε παλαμάκια, σφυριές, επιφωνήματα. Αν φτάσει η στιγμή που η έμπνευση στερεύει, υπάρχουν διάφορες λύσεις: μπορεί κάποιος να θυμηθεί ένα all time classic δίστιχο, που δε συμβάλλει μεν στον αυτοσχεδιασμό αλλά πάντως μας γλιτώνει από την αμηχανία. Ή μπορεί να αλλάξουν σκοπό πάνω στον ίδιο ρυθμό, ώστε να ανανεωθεί το πεδίο της έμπνευσης. Ή μπορεί πολύ απλά να κλείσουν το κομμάτι, και σε λίγο να πιάσουν καινούργιο. Ή τέλος, αν το κέφι μετακινηθεί σε πιο στοχαστικά επίπεδα, να πάψει το τραγούδι και να μείνουν όλοι εν σιγή, απορροφημένοι από τις όμορφες πενιές που τους σιγομερακλώνουν. Το τελευταίο θα συμβεί πιθανότατα αν κάποιος σηκωθεί να φέρει δυο βόλτες.

Ημέρα 2: Όπως την περιγράψαμε στο προηγούμενο μήνυμα.

Το τελικό ηχογράφημα έχει αναμφισβήτητα τη σφραγίδα του Μπάτη, αλλά συνολικά το τραγούδι δεν το λες ακριβώς επώνυμο. Είναι λίγο η προϋπάρχουσα παράδοση, λίγο η παρέα όλη μαζί, λίγο ο καθένας από την παρέα, και ανάμεσα στον καθένα ίσως κάποιος (π.χ. ο Μπάτης εδώ) λίγο παραπάνω.

Δεν παίζει να βγήκαν κάπως έτσι και το «Ζούλα», και το «Κάν’τονε Σταύρο», και οι «Μάγκες καραβοτσακισμένοι», και αρκετά άλλα;

Στο πλαίσιο της καλπάζουσας επιστημονικής φαντασίας μπορώ να εντάξω ακόμα και τη λεπτομέρεια ότι μερικά από αυτά τα κομμάτια είναι καταχωρημένα με άσχετους τίτλους. Τελειώνει η ηχογράφηση και ο τυπάς από τη φωνογραφική ρωτάει τι τίτλο να γράψει. Μπάτης:
-Ε;
τυπάς φωνογραφικής:
-Πώς το λένε αυτό το τραγούδι;
-Ποιο;
-Αυτό που έπαιξες.
-Ε;
-Πρέπει να βάλω ένα τίτλο. Τι θα γράψουμε πάνω στην πλάκα για να το αγοράζει ο κόσμος;
-Ε, βάλε ό,τι θες…
-Τι έπαιξες χριστιανέ μου;
-Α, ξέρω γω; Ζεμπεκάνο σπανιόλο. Παράτα με.
(Συγκεκριμένα αυτή η περίπτωση μου κολλάει ιδανικά με το Καραντουζένι του Μάρκου: δεν υπάρχει όνομα, μόνο περιγραφή.)

Τι πίνεις και δε μας δίνεις?

Pepe Pep: ο άνθρωπος που (ανελέητα και δίχως να βαριέται) «αρθρογραφεί» πιο ακατάσχετα κι από τη σκιά του! :044::245:

Pepe θεε…δωσε μας κι αλλο!!!:019:
Μια χαρα τα λες!!!

Σύμφωνα με την άποψη ενός μελετητού της δημοτικής ποίησης (του οποίου το τελευταίο βιβλίο έχεις διαβάσει), τα τραγούδια του λαού σε παλαιότερες εποχές (τα δημοτικά δηλαδή) οφείλουν τη γέννησή τους σχεδόν αποκλειστικά σε επαγγελματίες της μουσικής, όχι στον “απλό λαό”. Οι οργανοπαίκτες και οι ριμαδόροι διαμορφώνουν τα “καινούργια” τραγούδια, φυσικά σε φόρμες και με υλικά που προϋπάρχουν, και από εκεί και πέρα αναλαμβάνει ο λαός την περεταίρω διαμόρφωση, κάθε φορά που το συγκεκριμένο τραγούδι επανεκτελείται.

Νομίζω πως αυτή ήταν και η άποψη του Νικόλαου Πολίτη, πολύ σωστή και τεκμηριωμένη απόλυτα.

“Γνωστοί ποιηταί δημοτικών ασμάτων”: Διάλεξη του Ν. Γ. Πολίτου (μάλλον το 1916) στο πλαίσιο ενός κύκλου διαλέξεων “περί Ελλήνων ποιητών του ΙΘ΄ αιώνος”. Έχει εκδοθεί και ως αυτοτελές βιβλιαράκι.

Το οποίο, όποιος επιθυμεί, το κατεβάζει από [b][u]εδώ.[/b][/u]. :slight_smile:

Μία πρόχειρη απάντηση, όσο ακόμη δεν έχω διαβάσει τους «Γνωστούς ποιητάς» του Πολίτη (ευχαριστώ για το λινκ Ελένη):

Το κατεξοχήν δημοτικό τραγούδι, αυτό που κυρίως μελέτησαν οι λαογράφοι και άλλες ειδικότητες, είναι το πολύστιχο. Το τραγούδι που αποτελείται από δίστιχα με κάποια, μεγαλύτερη ή μικρότερη (ή και απόλυτη) αυτονομία, είχε τύχει μικρότερης προσοχής από παλιά και, θα έλεγα, μέχρι πρόσφατα. Αυτό το είδος τραγουδιού δημιουργείται υπό άλλους όρους. Το ευτύχημα είναι πως ό,τι δεν μελετήθηκε σχετικά με τα δίστιχα μπορεί ακόμη να μελετηθεί, γιατί βρίσκεται ακόμη σε δημιουργική φάση, αντίθετα από τις παραλογές και τα υπόλοιπα πολύστιχα, τα οποία έχουν προ πολλού κλείσει τον κύκλο τους.

Τα υπόλοιπα αφού διαβάσω τη διάλεξη.

…Η αλλιως πως 3 συντονιστες ειναι off topic…χαχαχαχαχαχα!!!