Το λαϊκό τραγούδι γύρω στο ΄55

Ένα θέμα που κατ΄ εμέ αξίζει συζήτηση κ μελέτη είναι η κατεύθυνση, που παίρνει το λαϊκό τραγούδι γύρω στο ΄55. Πάντα ο καημός, το ανικανοποίητο βρίσκονταν στον πυρήνα του, απ΄τα μέσα όμως του 50 το αδιέξοδο παράπονο,η έμμονη ιδέα του θανάτου κυριαρχούν.Δεν ξέρω αν τα πολιτικά κ κοινωνικά προβλήματα της εποχής αρκούν,για να εξηγηθεί η μαύρη ατμόσφαιρα αυτών των τραγουδιών,πολλά εκ των οποίων είναι σημαντικά,ενώ άλλα άκρως μελοδραματικά κ κοινότοπα.

Παναγιώτη, πολύ ενδιαφέρον θέμα βάζεις.

Το λαϊκό τραγούδι και της δεκαετίας του '50 απλά αντανακλά την κοινωνία της εποχής του.
Έχει πόνο, έχει καϋμό και μαράζι, είναι λυπημένο, γιατί πονεμένοι ήταν και οι άνθρωποι της εποχής.
Μιλά για την πλειοψηφία του λαού - μην ξεχνάμε - δηλαδή τον κόσμο της εργατογειτονιάς, της συνοικίας, που ζει στις παράγκες και στα χαμόσπιτα, τον μετακατοχικό και μετεμφυλιακό, με τις διώξεις, τους αποκλεισμούς, το μικρό και ασταθές μεροκάματο, το δρόμο για τα ξένα, τους ανθρώπους εκείνους που ζουν στο πετσί τους “της κοινωνίας τη διαφορά”, το χάσμα ανάμεσα στο τσαρδάκι και το σαλόνι κ.λπ. κ.λπ.
Και μάλιστα, όταν τα αποδίδει ένας αυθεντικός λαϊκός καλλιτέχνης, εκφραστικός και άμεσος όπως ο Καζαντζίδης…
Νομίζω πως πρέπει να μελετήσουμε βαθύτερα και την κοινωνία της εποχής εκείνης και το ρόλο που έπαιζαν στην ψυχοσύνθεσή τους τα τραγούδια αυτά, έτσι ώστε να μη θεωρούμε ούτε τα προβλήματα (και τα αισθητικά) της εργατογειτονιάς “φτηνά” ούτε την τέχνη αυτή κατώτερη.
Τον κόσμο αυτό δεν μπορούσαν να τον συγκινήσουν π.χ. " τα μαραμένα γιούλια και οι βιόλες" και άλλα όμορφα πράγματα που περιέγραφε γενικά το “ελαφρό” τραγούδι της εποχής , γιατί όλα αυτά τα πολύ ωραία “έλαμπαν, έσβηναν μακριά τους, χωρίς να μπουν στην καρδιά τους…”, κατά πως έλεγε και ο Βάρναλης.
Δεν τα θεωρώ ούτε υπερβολικά ούτε μοιρολατρικά τα τραγούδια της δεκαετίας του '50.
Έχουν έναν κοινωνικό προσανατολισμό, δεν ήταν παθητικά, περιείχαν μιαν έστω ασυνειδητοποίητη δυναμικότητα.

Για μένα, το λαϊκό τραγούδι έγινε προβληματικό όταν δημιουργήθηκαν οι κοσμικές ταβέρνες σε μια προσπάθεια - ας πούμε - εκμάγκισης των σνομπ…
Προσπάθεια μιμητισμού του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού που έδωσε εξαμβλώματα, όπως το “όλα σπάστα, όλα σπάστα και αγάπα με” και πολλά πολλά άλλα.

Ελένη συμφωνώ μαζί σου ,θάθελα να προσθέσω σ΄αυτά πυ είπες τά παρακάτω.
Την μετανάστευση, την εσωτερική μετανάστευση,την πολιτική της αντιπαροχής κλπ
που ειχε σαν αποτέλεσμα τον αφανισμό της γητνειάς και οτι αυτό συνεπάγεται…
το κερατό μου πρέπει να φύγω μέγάλο το θέμα που έθεσε ο φίλος θα επανέλθω

Συμφωνώ ,απολύτως, πως το λαϊκό τραγούδι του 50 εξέφρασε κατά τρόπο αυθεντικό τις δύσκολες συνθήκες της εποχής και το λαϊκό αίσθημα. Σημαντικό μέρος του έργου του Μπακάλη,του Δερβενιώτη,του Καραπατάκη αυτής της περιόδου είναι αξιόλογο από κάθε άποψη.Από την άλλη,όμως, υπάρχει συχνά μια μονότροπη επανάληψη της ίδιας θεματικής,που κουράζει. Το κλασικό λαϊκό τραγούδι όδευε πια προς το τέλος του,πράγμα που οφείλεται βέβαια κ στην αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών,τη διάλυση της γειτονιάς,όπως ανέφερε κι ο φίλος.

Παναγιώτη καλώς ηρθες στη παρέα του φορουμ.Αν κατάλαβα καλά ¨μονότροπη θεμάτική¨
εχουν τα λαικά τραγούδια ολου του κόσμου ,πιστεύω.Αλλωστε ,οπως λέει κ΄ενας
φίλος μου ¨οι ευτηχισμένοι δεν έχουν ιστορία¨.

Νομίζω ότι το τραγούδι αυτό του Μπακάλη, που ηχογραφήθηκε το '55 είναι από τα πιο αξιόλογα και ενδιαφέροντα δείγματα κοινωνικού λαϊκού τραγουδιού. Εδώ δεν έχουμε μια από τις μάλλον τυποποιημένες αναφορές στον θάνατο και στην αδικία της κοινωνίας και της γυναίκας, που χαρακτήριζαν πολλά από τα μαύρα τραγούδια της εποχής, αλλά όντως εμπνευσμένο και πρωτότυπο στίχο, καθώς δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλο τραγούδι, που να παρουσιάζει τους χρόνους από το ΄41 μέχρι το '55 ως μια ενιαία περίοδο βασάνων και καταπίεσης, ενώ συνάμα δίνεται και η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.
Είναι απορίας άξιον πως, έστω και με την πρόσβαση σε ισχυρούς παράγοντες που είχε ο Μπακάλης, αυτό το άσμα πέρασε τον σκόπελο της λογοκρισίας.

Η λογοκρισία της συγκεκριμένης εποχής ήταν περίπου “στον αυτόματο”. Υπήρχε ένα ήδη από τον Μεταξά διαμορφωμένο κλίμα, προσαρμοσμένο βέβαια στην καινούργια εποχή, και βεβαίως η επιτροπή είχε δύο βασικούς στόχους: Ναρκωτικά, κομμουνισμός, κάτι που βεβαίως όλοι το ήξεραν. “Της ζωής τα βάσανα” δεν τα έκοβαν, γιαυτό και έπεσαν όλοι με τα μούτρα να γράφουν τέτοια κομμάτια, αφού πούλαγαν. Μόνο επί χούντας πρέπει η λογοκρισία να απέκτησε και κάποιο “επιχειρησιακό πλάνο”, για το τι είδους τραγούδια θα επιτρέπονται, βάσει του οποίου πρόσβαση είχαν μόνο τα χα χα χου τραγουδάκια και βεβαίως τα ελληνοπρεπή όπως το 21, ο Ελικώνας με τις νύμφες του κλπ. Νομίζω ότι π.χ. “ινδοπρεπή” τραγούδια πρέπει να κόπηκαν, αν κάποιος τόλμησε να τα παρουσιάσει, αλλά δυστυχώς δεν έχει υπάρξει μελέτη που να αποδεικνύει ή να αφήνει υποψία για σαφές πρόγραμμα δράσεως.

Πολύ καλό, πράγματι, το τραγούδι.

Νομίζω πως το λαικό τραγούδι του '55 κρατούσε ακόμα την λεβεντιά του. Κανα δυο χρόνια μετά ξεκινά η κλάψα.

Ενδιαφέρον νήμα.
Πρώτα-πρώτα φίλε Παναγιώτη θα ήθελα αν μπορούσες, να δώσεις λίγο πιο σαφή όρια στο ‘‘γύρω στο 55’’, γιατί στην περίοδο που δίνεις, ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ τα δύο-τρια χρόνια απόκλιση κάνουν τρομερή διαφορά. Π.χ Βλέπε εκείνα τα ξακουστά κομμάτια του Τσιτσάνη κατά το 52’-53’ κυρίως και του 54’ δευτερευόντως (και βεβαίως πιο πριν) και βλέπε και τα κατ’εμέ ‘‘κλάψε με μάνα κλάψε’’ που μπαίνουν λίγο μετά την είσοδο του Καζαντζίδη ως βασικού ερμηνευτή γύρω στο 55-56. Σαφώς και ο Καζαντζίδης έχει πει και ωραία τραγούδια κατά το αρχικό ντεπούτο του (ελάχιστα κατ’εμε) αλλά η κλάψα δεν αργεί να έρθει.
Το αν τα τραγούδια αντικατοπτρίζουν τα της εποχής, δεν είμαι σε θέση να το αναλύσω βαθειά λόγω ηλικίας. Αλλά μου φαίνεται περίεργο το γεγονός ότι η δεκαετία του 50’, ήταν πιο άσχημη από την καταραμένη δεκαετία του 40’. Και όμως τέτοια κλάψα σε τραγούδια του 40’ (μετά εμφυλίου και κατοχής) δεν έχουμε! Αντ’αυτού έχουμε τον ‘‘Απόκληρο’’, την ‘‘Συννεφιασμένη Κυριακή’’, το ‘‘Γιατί με ξύπνησες πρωΐ’’, το ‘‘τέτοια ζωή με βάσανα’’ (τραγουδάρα του μάρκου με κλαρίνο που συστήνω ανεπιφύλακτα αν δεν το ξες) και πολλά άλλα κλασσικά διαμάντια της λαϊκής μουσικής. Είναι απλά πιθανό ο κόσμος να ήθελε περισσότερο αχ-βαχ στα τραγούδια του, απ’ότι τις ερμηνείες των ρεμπέτηδων και για αυτό να στράφηκε προς τα κει η καλλιτεχνική δημιουργία.
Εκτός αυτού σκέψου πώς τη χρονιά του 55’ έγραφε απεριόριστα και ο Μπακάλης που όσοι έχουν ψάξει πολύ βλέπουν και μια ανάλογη θεματολογία. Χαρακτηριστικοί τίτλοι ΜΟΝΟ του 55’ και λίγα από 56’ από Μπακάλη:
1- Κορμιά βασανισμένα
2-Μεσ’στα μπουντρούμια
3-'Ηρθε το τέλος μου
4-Σώσε τον κόσμο Παναγιά
5-Χτύπα καμπάνα
6-Ξύπνα καημένη μάνα μου
7-Μόνο μια μητέρα
8-Σαν τον εξόριστο περνώ
9-Θέλω να πεθάνω
10-Πατέρα μου, μητέρα μου
11-Πεθαίνει η γυναίκα μου
12-Χτυπάτε τις καμπάνες
13-Μακάρι να πεθάνω
14-Είδα μια μάνα να θρηνεί
Αξίζει σημείωσης ότι τα περισσότερα από αυτά τα χαρμόσυνα τα ερμήνευσε ο Στελλάρας…
Μπορεί το κλίμα να’θελε όπως προείπα αχ-βαχ και οδυρμό. Διόλου περίεργο.
Η γύρω από το 55’ εν τέλει εποχή που ζητάς, κατ’εμέ έχει να κάνει ΚΥΡΙΩΣ με το 55’ κι πίσω…Πιο μετά δε μου λέει και πολλά.
Υποκειμενικά και φιλικά.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 00:58 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 00:55 —

Προσθέτω ότι το τραγούδι του Μπακάλη που άφησες, είναι αντικειμενικά ωραίο από μουσική τουλάχιστον άποψη!!

Τα χρονικά όρια και οι περιοδολογήσεις έχουν χαρακτήρα συμβατικό και ρευστό, πάντως παραδοσιακά γύρω στο ‘55 τοποθετείται το φινάλε της μεταπολεμικής ρεμπέτικης περιόδου.Και ως δείγμα ωρίμανσης του λαϊκού τραγουδιού μπορούμε να θεωρήσουμε το ότι η θεματική του αυτή την περίοδο όλο και περισσότερο στρέφεται γύρω από κοινωνικά θέματα και συνθέτες, όπως ο Μπακάλης, ο Κλουβάτος, ο Δερβενιώτης κ.α, όντως θα γράψουν σημαντικά τραγούδια με περιεχόμενο κοινωνικό.
Συγχρόνως όμως θα αρχίσει και η τυποποίηση μέσα από την αναπαραγωγή επιτυχημένων συνταγών μ’ αποτέλεσμα την κοινοτοπία και την πτώση του επιπέδου.Και συν τω χρόνω ο κόσμος όντως ζητούσε περισσότερο αχ-βαχ και οδυρμό, καθώς έψαχνε πλέον στα τραγούδια μια πιο προσωπική και υπερβολική έκφραση του συναισθήματος. Και νομίζω ότι εδώ ταιριάζει αρκετά η ωραία ατάκα του Χρήστου Κωνσταντίνου ότι μπερδέψαμε το κλαίω με το κλαίγομαι.
'Αλλο αξιοσημείωτο στοιχείο της μετά το '55 περιόδου είναι η κάμψη και η μείωση της απήχησης σημαντικών δημιουργών. Πιο συγκεκριμένα ο μεγάλος Τσιτσάνης παύει πια να είναι αυτός που δίνει τον τόνο και εν πολλοίς χαράσσει τον δρόμο που ακολουθούν οι άλλοι. Πλέον προσπαθεί να λειτουργήσει σε ένα μουσικό κλίμα, που άλλοι το έχουν διαμορφώσει. Έτσι ακόμη και στα σπουδαία τραγούδια που θα δώσει στον Καζαντζίδη μπορούμε να πούμε ότι εντάσσεται -λίαν επιτυχώς είναι η αλήθεια- στο κυρίαρχο καζαντζιδικό ύφος.
Όπως και να έχει, βαθιές αλλαγές και σημαντικές ανακατάτάξεις στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού είχαν συμβεί αρκετά πριν από την περίοδο της ινδοκρατίας.

Γενικά συμφωνούμε και νιώθω την ανάγκη να προσθέσω κάτι για Τσιτσάνη. Ο Τσιτσάνης ήταν ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑΣ. Έπαιζε ότι ήθελε η εποχή για να παραμείνει στο προσκήνιο και όταν ξαναγύρισε ο καιρός άρχισε να κατηγορεί τους συνθέτες που γράφαν τα ινδοπρεπή ενώ και ο ίδιος είχε γράψει κάποια τέτοια για να μείνει στο προσκήνιο. Δε θέλω να μειώσω τον δημιουργό Τσιτσάνη αλλά αυτό είναι αλήθεια. Εν αντιθέσει με άλλους δημιουργούς του ρεμπέτικου που δεν άλλαξαν το στυλ τους και μείναν σε πλήρη αφάνεια, μέχρι να αρχίσουν να ξανατραγουδιούνται. Και φυσικά αναφέρομαι στο Μάρκο αν και υπήρχαν και άλλοι.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 02:19 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 02:18 —

Και όλη αυτή η στροφή προς το ‘‘κοινωνικό’’ κατ’εμέ μόδα είναι. Δεν πέρασε πολύς καιρός όπου τα ερωτικά ξαναμπήκαν πρώτα στη ζήτηση,