Τετράχορδο κώτικο λυράκι με συμπαθητικές!

Δεν μπορέσαμε να την ακούσουμε, έστω και μ’ ένα καθ’ υπόθεσιν κούρδισμα, γιατί το δοξάρι ήταν εντελώς αρετσίνωτο και κανείς δεν έτυχε να κουβαλάει λίγη ρετσίνα ή ένα δικό του δοξάρι.

Αρετσίνωτο δοξάρι σημαίνει ότι από την αποκατάσταση και μετά κανείς δεν είχε την περιέργεια να δει πώς το λέει τελικά αυτή η λύρα. Αυτό με παραξενεύει!

Ένας λυράρης όπως ο Γιαννουλάκης, προφανώς έχει ρετσινωμένα δοξάρια στο οπλοστάσιό του… :slight_smile: Εμένα μου έπαιξε ο Γιαννουλάκης και την άκουσα. Ωστόσο, εγώ δεν μπορώ να αξιολογήσω το παίξιμο…

Ο Γιαννουλάκης μου είπε ότι ο Μπο Μποβύ αναφέρει σε κάποιο κείμενό του ότι βρήκα στην Κω τετράχορδηλύρα κουρδισμένη (αν θυμάμαι καλά) Do-Sol-Do-Sol. Περικλή, έχες πετύχει κάπου την πληροφορία αυτή;

Πολυ ενδιαφέρον το όλο θέμα και ευχαριστούμε για την πληροφόρηση.

Περικλή , τι ακριβώς εννοείς όταν λες οτι το Πολίτικο σκάφος ευνοεί το παίξιμο σφηνωμένο στα πόδια περισσότερο απο το γόνατο;
Είναι ένα θέμα που με προβληματίζει πολύ. Δεν έχω βρει καθόλου φωτογραφίες παλιών λυράρηδων (Πολίτικης) που να κρατάνε την λύρα στο κέντρο του σώματος (οκ , ο Λάμπρος σε μια αλλά σταυροπόδι). Δεν υπάρχουν κάθολου παλιές πηγές (που να γνωρίζω) που να δείχνουν την Πολίτικη σφηνωμένη, παρά μόνο στο γόνατο. Έχω δεί φωτογραφίες του Αλέκου, του Orhon, Russen Kam και του Παράσχου.
Βέβαια, το ότι ποζάρανε έτσι για τον φωτογράφο δεν σημαίνει οτι παίζαν πάντα (ή μόνο) έτσι, αλλά δεν βλέπω τρόπο να αποδειχθεί τέτοιο πράγμα. Υποθέτω λοιπόν οτι η λύρα σταδιακά μεταφέρθηκε ανάμεσα στα γόνατα καθώς αυξήθηκαν οι τεχνικές απαιτήσεις του ρεπερτορίου σε επίπεδα που ο σχεδιασμός και η αρχική τεχνική δεν είχαν προβλέψει.

Αν υπάρχουν σκέψεις για το θέμα, θα χαρώ…

Θα απαντήσω, μεταφέροντας όσο μπορώ πιστότερα τις απόψεις του εθνομουσικολόγου Χάρη Σαρρή. Δεν είναι δικές μου - το θέμα δε με είχε απασχολήσει, κι έτσι δεν τις έχω «βιώσει». Άλλωστε πολίτικη λύρα δεν ξέρω να παίζω, και σχεδόν δεν έχω πιάσει στη ζωή μου.

Λέει λοιπόν ο Χάρης ότι:

α) Το παίξιμο στο γόνατο με περιστροφή ευνοείται από ψηλό κέντρο βάρους. Γι’ αυτό άλλωστε πολλές παλιές κρητικές λύρες έχουν τεράστιες κεφαλές. Ένα όργανο που να αποτελείται μόνο από τα λειτουργικά του μέρη, χωρίς ούτε γραμμάριο ξύλου για διακόσμηση, θα έχει χαμηλό κέντρο βάρους και άρα δε θα “σουστάρει” τόσο καλά, άρα θα παίζεται καλύτερα σφηνωμένο στα πόδια. (Έτσι είναι οι πολίτικες και η δική μας).

β) Κάτι ανάλογο ισχύει και για το ποδαράκι κάτω, τη μύτη της λύρας (εκεί που πιάνουν οι χορδές), αλλά δε θυμάμαι πώς έμοιαζε το ποδαράκι της δικής μας. Επειδή, όπως είπα, δε με είχε απασχολήσει ποτέ πριν αυτό το ζήτημα, δεν έχω συνηθίσει να παρατηρώ και να κατατάσσω αυτά τα ποδαράκια, κι έτσι μία που το είδα και μία που το ξέχασα!

γ) Παίζοντας στο γόνατο, το κράτημα του οργάνου γίνεται από το λαιμό με τον αντίχειρα και την παλάμη, και τη βοήθεια και των δαχτύλων τα οποία όμως ταυτόχρονα παίζουν κιόλας. Δε θέλουμε λοιπόν πολύ φαρδύ λαιμό, για να χωράει να τον χουφτώσει το χέρι. Εδώ έχουμε πολύ φαρδύ λαιμό, ίσως πιο φαρδύ κι από μιας κλασικής πολίτικης. Στην πολίτικη το όργανο σχεδόν δεν κρατιέται: κάθεται μόνο του με τη μύτη/ποδαράκι ανάμεσα στα πόδια του παίχτη, στηρίζεται στο σώμα του με τα μακριά στριφτάλια, και το χέρι είναι ελεύθερο να ανεβοκατεβαίνει σε ψηλές θέσεις, να κάνει γκλισάντα κλπ… (Τα οποία βέβαια υπάρχουν στο πολίτικο παίξιμο - τώρα πώς συνδυάζονται με το νησιώτικο είναι ένα ερώτημα…)

Αυτά λέει ο Χάρης, και τυχόν λάθη δέον να χρεωθούν στον αντιγραφέα (εμένα).

Τώρα, τι έχω να σχολιάσω:

Και οι Κρητικοί λυράρηδες, που έχουν τη λύρα μισοελεύθερη, να πατάει μεν στο γόνατό τους αλλά και να στηρίζεται λίγο στον ώμο τους, όσο και οι Κασοκαρπάθιοι που την έχουν ολόρθη κι ολολεύτερη στο γόνατο, κάνουν περιστασιακά περάσματα σε 2η, 3η, 4η θέση, και οι καλοί τα καταφέρνουν μια χαρά. Οι σύγχρονοι έθνικ παίχτες της λύρας τύπου Ρος Ντέιλι κάνουν άνετους περιπάτους στις ψηλές θέσεις. Από αυτό συμπεραίνω ότι ένα όργανο φτιαγμένο κυρίως για ένα είδος παιξίματος δε σημαίνει ότι αποκλείει ένα άλλο είδος: με κάμποση προσπάθεια, κάμποσο ταλέντο και (ενδεχομένως) με τη βοήθεια κάποιων προτύπων μέσα ή έξω από την εκάστοτε τοπική παράδοση, μπορεί κανείς να κάνει κι αυτά που «δε γίνονται».
Παραμένει γεγονός ωστόσο ότι σε όλες τις λαϊκές λύρες της Ελλάδας (δηλαδή όλες εκτός από την πολίτικη και την τύπου Ρος) η κύρια έκταση περιορίζεται εντός της 1ης θέσης.

Όσο για το ζήτημα του κέντρου βάρους δεν το έχω βιώσει, δεν έχω καμία απολύτως άποψη.

Νομίζω πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας, ειδικά στο θέμα της Πολίτικης, το ρεπερτόριο. Μέχρι το 1850κάτι-60κάτι , η λύρα στην Κωνσταντινούπολη ήταν, όπως οι υπόλοιπες, όργανο παραδοσιακό. Ο Βασιλάκης ο Λυράρης καταφέρνει με την δεξιοτεχνία του να την τοποθετήσει δίπλα στο νέι , στο ταμπούρ και τα υπόλοιπα όργανα λόγιας μουσικης.
Ξαφνικά λοιπόν η λύρα καλείται να παίξει μεταγραφές, δηλαδή συνθέσεις που έχουν δημιουργηθεί πάνω σε άλλα όργανα, για άλλα όργανα. Φυσικά γράφονται και κομμάτια απο λυράρηδες αλλά ήδη υπάρχει ένα ρεπερτόριο πολλών αιώνων το οποίο ξαφνικά πρέπει να καλυφθεί και απο την λύρα.

Πρέπει να συγκρίνουμε τις διαφορετικές συνθήκες παιξίματος. Παραδοσιακό όργανο σημαίνει γλέντι, διασκέδαση,χορός, συχνά θόρυβος. Λόγια μουσική σημαίνει μικρά δωμάτια και σιωπηλό κοινό.
Συγκρίνοντας τις 2 τεχνικές: Στο γόνατο, το όργανο είναι ελεύθερο να πάλλεται, σφηνωμένο η πηγή του ήχου είναι χαμηλότερα και η πίεση των ποδιών κόβει λίγο τον ήχο.Επίσης,το σφηνωμένο παίξιμο απαιτεί, είτε πολύ χαμηλή καρέκλα είναι κάποιο “τούβλο” κάτω απο τα πόδια.
Απο τα παραπάνω συμπεραίνω οτι η παραδοσιακή λύρα πριν τα μέσα του 1800 πρέπει να παιζόταν περισσότερο στο γόνατο για μέγιστο ήχο (αλλά μικρότερη έκταση) και ως λόγιο όργανο αργότερα ίσως να χρειάστηκε να κρατηθεί και σφηνωμένη προκειμένου να αποδώσει την αντίστοιχη έκταση των άλλων παλατιανών οργάνων.

Να προσθέσω ότι το λυράκι έχει τα τεράστια μισοφέγγαρα μάτια της πολίτικης, κι όχι τα πολύ μικρότερα στρογγυλά των παλιών 12νησιακών. Τώρα, το τι σημαίνει αυτό σε επίπεδο ακουστικής δεν το ξέρω. Ας μας διαφωτίσουν οι μαστόροι της παρέας.

Ένα άλλο στοιχείο που έπεσε στο τραπέζι χτες ήταν η γειτνίαση της Κω με το Μαρμάρι. Το Μαρμάρι, απ’ ό,τι έμαθα, ήταν κέντρο της πολίτικης λύρας (και είναι ακόμη). Επισημάνθηκε επίσης ότι το όργανο είναι μελετημένη κατασκευή, δεν πήρε κάποιος ένα σκεπάρνι κι άρχισε να κοπανάει το μαδέρι. Αυτό ίσως μάς παραπέμπει σε επαγγελματία εξειδικευμένο (?Μαρμαρινό) οργανοποιό, αν και -κατά τη γνώμη μου- όχι υποχρεωτικά. Έχω δει και λύρες αλλά και άλλου είδους έργα ξυλογλυπτικής, φτιαγμένα από τσομπάνηδες, που δεν είναι καθόλου πρόχειρα και τυχαία.

Εγώ δε θα απέκλεια την εκδοχή να είναι αυτές οι 12νησιακές λύρες φτιαγμένες με προδιαγραφές που δεν τους ταιριάζουν, και που απλώς οι ντόπιοι οργανοπαίχτες εκλήθησαν να τις υπερβούν. Συμβαίνουν και τέτοια. Το βιολί δεν είναι φτιαγμένο για αλώνια αλλά για σαλόνια, και όμως έχει διαγράψει λαμπρή σταδιοδρομία και στ’ αλώνια (κυριολεκτικά: τα αλώνια χρησιμεύουν ακόμη και σήμερα και ως χοροστάσια), παραμένοντας τόσο δύσκολο όργανο στην εκμάθηση της λόγιας χρήσης του όσο και της λαϊκής.
Άλλο παράδειγμα: η μακριά μεσαία χορδή στις πολίτικες και τις θρακιώτικες λύρες είναι σκέτος μπελάς στους δακτυλισμούς. Ξεκίνησαν να τη φτιάχνουν μακριά όταν δεν την έπαιζαν παρά μόνο ανοιχτή για ισοκράτη. Όταν ξεκίνησαν να τη χρησιμοποιούν και με δακτυλισμούς, σε αρκετά νησιά την έφεραν ίσα με τις άλλες δύο. Οι λόγιοι μουσικοί της Πόλης αλλά και οι λαϊκοί των θρακιώτικων χωριών δεν το έκαναν. Είδαν πόσο δύσκολο είναι να παίξουν νότες εκεί πάνω και είπαν «τα δύσκολα είναι για τα παλικάρια».

Παρ’ όλα αυτά, να επαναλάβω άλλη μία φορά ότι το πώς μπορεί να κουρδιζόταν και να παιζόταν αυτή η λύρα δεν το βρήκαμε, ούτε με σιγουριά αλλά ούτε καν με κάπως ισχυρή πιθανότητα.

(Φτγρ σε τοίχο του Μουσείου Λ. Οργάνων, από άγνωστο τόπο και χρόνο.)

Ο ίδιος τύπος λύρας, μόνο χωρίς συμπαθητικές εδώ. Κράτημα όμως αλά νησιώτικα / κρητικά, ελεύθερα στο γόνταο.

Παιδιά, φαίνεται παράξενο (παράξενο φάνηκε και στη συζήτηση που είχαμε από κοντά, και παράξενο το βρίσκω κι εγώ) αλλά στην παραπάνω φτγρ έχω την εντύπωση ότι ο λυράρης παίζει τη 2η χορδή με το δάχτυλο από πάνω, στον αέρα, όπως παίζουν την τρίτη χορδή στη δραμινή λύρα ( = παρόμοια όπως παίζουν τη 2η - 3η οι Βούλαγροι).





Μόλις έπεσε στα χέρια μου μια λύρα από την Πόλη. Το όργανο είναι παλιό και ταλαιπωρημένο.Την βάζω εδώ γιατι η διάταξη των χορδών είναι κάτι που δεν καταλαβαίνω καθόλου. Υπάρχουν 2 κλεισμένες τρύπες για θέσεις κλειδιών, που φαίνονται μόνο από πίσω και η διάταξη που έχει τώρα δεν έχει γίνει συμμετρικά.
Αν και υπάρχει χώρος στο μανίκι για να παίζεται ως 4χορδη, είναι σίγουρα στριμωγμένη…
Αναρωτιέμαι αν αρχικά ήταν τρίχορδη χωρίς κλέφτη αλλά από την άλλη, το μέγεθος είναι πολύ διαφορετικό. Δεν έχω δει ποτέ τέτοιο όργανο.
την φωτογράφησα δίπλα σε Πολίτικη για σύγκριση στο μέγεθος.
μυστήρια πράματα…

Αν ακούει λέει; Όπως λοιπόν είχαμε πει, χρωστούσαμε μία επίσκεψη στον πιστικό Στέλιο Κώστογλου στην Κω, ο οποίος ίσως να μας έλυνε κάποιες απορίες. Από τις 13 ως τις 19 Φεβρουαρίου το ΚΕΠΕΜ βρέθηκε για 3η φορά στην Κω, οπότε επισκεφθήκαμε τον Κώστογλου στη μάντρα του, έξω από τη Χώρα της Κω. Ένα μαντρί χωρίς ρεύμα και θέρμανση… Πέρα λοιπόν από το κρύο που φάγαμε, η επίσκεψη ήταν μία μοναδική αποκάλυψη:

  1. Ο Στέλιος Κώστογλου (Κώστογλος, κατά τη δική του εκδοχή) παίζει κώτικο λυράκι από 10 χρονών.
  2. Παίζει από τότε μέχρι σήμερα ένα όργανο που πιθανολογεί ότι είναι του Κολοκακά, σημαντικού λυράρη της Κω, επομένως πρέπει να είναι τουλάχιστον 100 ετών. Επομένως, η πληροφορία ότι παίζει σήμερα κρητικό όργανο ήταν εσφαλμένη! Άρα η κώτικη λύρα ζει, έστω και στα χέρια ενός μόνο οργανοπαίκτη. Υπάρχουν ενδείξεις και για δεύτερο οργανοπαίκτη, αλλά αυτό θα το διερευνήσουμε στο μέλλον.
  3. Το κούρδισμά του χρησιμοποιεί τη σχέση La Re Sol Do. Παίζει κυρίως την πρώτη χορδή (La), αλλά με έκπληξή μας είδαμε να παίζει και τη δεύτερη πατώντας τη με την ψίχα των δακτύλων του, πράγμα το οποίο το θεωρούσαμε μέχρι σήμερα μάλλον απίθανο. Κατά τη μαρτυρία του, με τον τρόπο αυτό

Επισυνάπτω λοιπόν ένα απόσπασμα από την καταγραφή όπου φαίνεται το ιδιαίτερο αυτό παίξιμο.

Επίσης, να σημειώσουμε και τα παρακάτω:

  1. Οι χορδές είναι αγοραστές. Κλειδιά και καβαλάρηδες είναι δική του κατασκευή, αλλά σύμφωνα με τα παλιά που είχε η λύρα.
  2. Το δοξάρι του έχει κουδουνάκια, αλλά το αγόρασε τελευταία από έναν κασιώτη, αν θυμάμαι καλά. Τα προηγούμενα δοξάρια, τα οποία τα έφτιαχνε ο ίδιος, δεν είχαν κουδουνάκια. Ωστόσο ξέρουμε ότι το δοξάρι του Αριστοτέλη Κεφάλα, ενός από τους σημαντικούς παλιούς λυράρηδες της Κω, είχε κουδουνάκια.
  3. Κατά τη μαρτυρία του Κώστογλου, ο Κεφάλας είχε 2 συμπαθητικές στη λύρα του, οι οποίες “καθώς έπαιζε τις πάνω κόρδες, έπαιζαν και αυτές το ίδιο ύφος”. Επομένως επιβεβαιώνεται ως μία από τις εκδοχές η τετράχορδη λυρα με τις δύο συμπαθητικές.
  4. Μέχρι σήμερα έχουμε φωτογραφίσει 9 λυράκια. Όλα έχουν περίπου τις ίδιες διαστάσεις και το ίδιο σχήμα, αυτό της πολίτικης. Όλα σχεδόν έχουν το χαρακτηριστικό κοίλωμα στην πίσω μεριά του σκάφους. Ως προς το σχήμα μόνο ένα είδαμε να διαφέρει λίγο. Είναι ένα παλιό λυράκι του Αριστοτέλη Κεφάλα. Επισυνάπτουμε και τις φωτογραφίες του.

//youtu.be/8W7rZVlYocs

Photo (120).JPG Photo (125).JPG

Συναρπαστικό.

Και καλός παίχτης!

Δηλαδή πώς ακριβώς; Συνεχόμενες πέμπτες ή re-entrant; Υποθέτω το πρώτο, αλλά τότε το Ντο θα είναι τόσο μπάσο που… τι κάνει μ’ αυτές τις νότες; Τον είδατε/γράψατε να τις χρησιμοποιεί; Αν όχι, τότε μήπως η τέταρτη χορδή δεν παίζει κανένα ρόλο; μήπως την πρόσθεσαν απλώς ως επίδραση/μίμηση του βιολιού, χωρίς να κάνουν κάποια δουλειά μ’ αυτήν;

Ναι; Με τον τρόπο αυτό τι;

Όντως το θεωρούσαμε απίθανο, αλλά κοίτα που έρχεται και συμφωνεί ακριβώς με το #28!

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 05:37 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 05:30 —

Ωπ! Σα να τον ακούω σε κάποια σημεία να παίζει Σολ και χωρίς τον παράξενο δακτυλισμό. Χωρίς ολωσδιόλου δακτυλισμό. Νομίζω ότι τελικά η ανοιχτή Σολ είναι re-entrant, δηλαδή ψηλή (1 τόνο κάτω από την ανοιχτή Λα). Αν είναι έτσι, και το Ντο θα είναι μια οκτάβα πιο πάνω, άρα όχι τόσο απίθανα χαμηλό…

Ουπς! Άφησα μια πρόταση μισή. Κατά τη μαρτυρία του, λοιπόν, οι παλιοί έπαιζαν με τον τρόπο αυτό τη δεύτερη χορδή. Όταν τον ρώτησα αν παίζονται και οι άλλες δύο, μου είπε ότι όλες παίζονται. Κι όταν τον ρώτησα αν ακουμπάνε με την ψίχα και την τρίτη χορδή, μου είπε ότι αν είναι καλός ο λυράρης μπορεί και να την ακουμπήσει, αλλά σπάνια, κυρίως τη δεύτερη. Αλλά δεν είμαι σίγουρος από το ύφος του ότι το έλεγε τελείως θετικά.

Σωστά, Περικλή, έτσι είναι. Στο παρακάτω λινκ ανέβασα το σημείο όπου μας έπαιξε με το δάχτυλο μία μία τις χορδές με τη σειρά.

Φαίνεται ότι έχει κι άλλους που ψάχνουν το ίδιο θέμα!

Εδώ ξανά ο Κώστογλου:

Εδώ ένας παλιός λυράρης (1958) παίζει διάφορα ενδιαφέροντα, μεταξύ των οποίων νομίζω πως αναγνωρίζω μια πολύ προδρομική μορφή του σκοπού «Μες στου Αιγαίου τα νησιά».

Στις περιγραφές των βιντέων καθώς και στο ίδιο το δεύτερο βίντεο (φωτογραφίες και λεζάντες) έχει πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες, που κάποιες τις έχω ξανακούσει από τον Δημήτρη (ΚΕΠΕΜ), ενώ άλλες έρχονται και δένουν με απορίες ή απαντήσεις των πρώτων σταδίων (προ 5ετίας) της παρούσας συζήτησης.

Στην παραγωγή των δύο βιντέων ξαναβλέπω το όνομα Γιαννουλάκης. Δεν ξέρω αν είναι ο ίδιος που ανέφερε κι ο Δημήτρης σε παλιότερα μηνύματα, αλλά υποθέτω ότι ακόμα κι αν είναι άλλος, μάλλον ο Δημήτρης θα τον γνωρίζει και θα έχει υπόψη τις έρευνές του.

Αυτός ο «Πεντοζάλης Κώ» είναι σχεδόν ατόφιο το πασίγνωστο (σε μη Κρητικούς!) Κρητικό Μεσ’ στου Μαγιού τση μυρωδιές κλπ, που μας μάθαιναν στο δημοτικό!

Όχι σχεδόν, αυτό είναι. Το ίδιο παίζουν για πεντοζάλι και σε πολλά άλλα νησιά, δεν ξέρω γιατί ειδικά στην Κω θεωρείται πιο «ντόπιο» απ’ ό,τι π.χ. στην Κάρπαθο. Και ο λόγος της τόσης διάδοσής του είναι ακριβώς ότι το μάθαιναν στο σχολείο. Αυτός είναι ο «εθνικός χορός Πεντοζάλης», που έχει διασκευαστεί και από Σκαλκώτα κλπ… Τις μελωδίες του κανονικού κρητικού πεντοζάλη-πολύ πιο δυσκολομνημόνευτες- μόνο πολύ τελευταία έχουν αρχίσει να τις μαθαίνουν οργανοπαίχτες εκτός Κρήτης.

Προσέθεσα το σχεδόν γιατί πρόσεξα κάποιες μικροδιαφορές στην επανάληψη, μικροπράγματα. Ναι, αυτό είναι και η εξήγηση για τη διάδοσή του, πειστικότατη.

Υ.γ. Απορία: στο δεύτερο στίχο λέει «Για δέστε πώς χορεύουνε τση Κρήτης τα κοράσια». Υπάρχουν, εκτός από αυτό, και άλλα κρητικά τραγούδια όπου τα όποια κοράσια να προσδιορίζονται ως τση Κρήτης και όχι κάπως λεπτομερέστερα, σε ό,τι αφορά την επί μέρους τοπική γεωγραφία;

Μα δεν είναι κρητικό κομμάτι, είναι ένα κομμάτι για την Κρήτη.

Το κείμενο είναι μια συγκεκριμένη σειρά από μαντινάδες -τις είχα διαβάσει κάποτε κι έχω συγκρατήσει μόνο το γενικό πνεύμα, που είναι εθνικοπατριωτικού χαρακτήρα.

Δεν υπάρχει κρητικό τραγούδι με συγκεκριμένες μαντινάδες σε συγκεκριμένη σειρά.

Όσο για τη μελωδία, είναι δύο κοντυλιές (μουσικα θέματα) που δεν αποκλείεται να υπήρχαν όντως στην Κρήτη και πιο πριν, αφού είναι ακριβώς στο ίδιο στιλ με εκατοντάδες άλλες κρητικές κοντυλιές. Και πάλι όμως, η σειρά είναι ξένη προς το κρητικό ύφος: ποτέ δεν παίζονται δυο κοντυλιές «Α» και «Β» σε κυκλική δομή τύπου ΑΑ ΒΒ ΑΑ ΒΒ, αλλά αραδιάζονται περισσότερες, με περισσότερες επαναλήψεις και χωρίς ποτέ να ξαναγυρνάνε σε προηγούμενη, π.χ. ΑΑΑΑΑ ΒΒΒΒ ΓΓΓΓ ΔΔΔΔ ΕΕΕΕ…

Πιθανόν να είναι καταγεγραμμένο και το όνομα του δημιουργού. Πάντως ακόμα και χωρίς όνομα, είναι επώνυμο κομμάτι.

Τα βίντεο έχουν ανέβει από τον Κυριάκο Παππούλη και τον Γιάννη Μαστόρο, που ήταν οι εν Κω συνεργάτες του ΚΕΠΕΜ στην έρευνά μας στην Κω. Ο σκοπός που παίζει ο Κεφάλας στο δεύτερο βίντεο είναι ο νυφικάτος που παιζόταν στο Ασφενδιού. (Είναι το κομμάτι 2 στο πρώτο CD της έκδοσης “Ξύπνα λιβαδοπέρδικα, Η παράδοση στο Ασφενδιού και στο Πυλί” του Αρχείου Ελληνικής Μουσικής για όποιον έχει την έκδοση αυτή). Πράγματι παρουσιάζει ο σκοπός αυτός κάποια ομοιότητα με τον νυφικάτο της Αντιμάχειας, που είναι ουσιαστικά εκδοχή του “Μες στου Αιγαίου” και ο οποίος πιθανώς έχει περάσει στην Αντιμάχεια από την Κάλυμνο, όπου έχουμε καταγραφή του από τον Baud Bovy το 1930.

Ο Μανώλης Γιαννουλάκης είναι ο δάσκαλος οργανοποιίας του ΚΕΠΕΜ, ο οποίος επισκεύασε δύο κώτικα λυράκια, μεταξύ των οποίων και αυτό που φαίνεται στις φωτογραφίες του βίντεο.

Γιατί στην Κω έχουν δημιουργηθεί ξεχωριστοί χοροί πάνω στη μελωδία αυτή. Τρεις μορφές για την ακρίβεια. Μία στην Κέφαλο, μία σχεδόν σε ολόκληρη την υπόλοιπη Κω και μία ταυτόσημη με το Χασαποσέρβικο. Στην Κω θεωρείται από τους γεννημένους μετά το 1930 κώτικος χορός. Οι πιο πίσω (Καραμπεσίνη, Κρασαΐνα) είχαν συνείδηση ότι ο χορός ήταν καινούργιος και όχι κώτικος. Ένα άλλο στοιχείο είναι ότι στην Κω δεν λέγεται με τους γνωστούς στίχους του πρωτότυπου, αλλά με καθαρά τοπικούς στίχους, ελαφρού συνήθως χαρακτήρα, όπως:

Τον πεντοζάλη χόρευε η Τούλα του Σωτήρη
κι ο Ιταλός την κοίταζε από το παραθύρι.

Άρα μόνο η μελωδία έχει μείνει στην Κω από το πρωτότυπο. Οι στίχοι μάλιστα δεν τραγουδιούνται συνήθως με τον τρόπο που γίνεται στο πρωτότυπο, αλλά μόνο στην πρώτη μελωδική ενότητα του σκοπού. Στίχος και χορός έχουν πάρει άλλη μορφή. Δεν ξέρω αν κάτι ανάλογο έχουμε και σε άλλα νησιά.

Όχι, δεν γνωρίζουμε τον δημιουργό. Η δε μελωδία, κατά τον Γιάννη Τσουχλαράκη, δεν είναι καν κρητική και μοιάζει με ένα επιθεωρησιακό κομμάτι δυτικής προέλευσης εκείνης της εποχής, το οποίο όμως δυστυχώς δεν θυμάμαι τώρα.

Αρα το 'χεις ψάξει, Δημήτρη.

Αφού έχεις βρει όλα αυτά, μήπως έχεις βρει και πληροφορίες για το καθεστώς σχετικά μ’ αυτό και με άλλα κομμάτια ως σχολική ύλη; Έχω λόγους να πιστεύω ότι κάποια εποχή πρέπει να μάθαιναν στα σχολεία και τον Κίτσο, και το Κάτω στον γιαλό, και το Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ, και μερικά άλλα, αλλά δεν κατάφερα να βρω περισσότερα, μόνο την αόριστη αναφορά κάποιων κειμένων σε «σχολικό ρεπερτόριο».

Καλά, γι’ αυτό θα ήμουν επιφυλακτικός:

Η μελωδία είναι κοντυλιές. Φυσικά, δεν εποκλείεται κάποιος Ευρωπαίος να συνέθεσε ένα επιθεωρησιακό κομμάτι που συμπτωματικά ταιριάζει και σαν κοντυλιά, αλλά από την άλλη οι κοντυλιές της Κρήτης είναι όσες η άμμος της θαλάσσης, σε μελωδίες που ποικίλλουν ως προς το ύφος (δυτικότροπες περί τη Στεία και τη Γεράπετρο,
πιο τραχειές και απλές στο ορεινό Ρέθυμνο, τσαμπουνίστικες στην Πάνω Ρίζα, ανατολίζουσες αλλού κλπ.). Μπορείς πιο εύκολα να πεις «η τάδε μελωδία δεν υπάρχει ως κρητικό συρτό» ή «η δείνα δεν υπάρχει ως ριζίτικο», αλλά με τις κοντυλιές είναι πιο δύσκολο. Άλλωστε, ακόμα κι αν κάποιος στραγγίξει όλο το νησί μέχρι να τις μαζέψει όλες (;), είναι βέβαιο ότι κάπου θα βρει και αυτές τις δύο, και άντε μετά ν’ αποδείξεις αν κάποιος τις παίζει επειδή ξέρει το «Μες στου Μαγιού τις μυρωδιές» (ή τις έχει ακούσει από κάποιον που το ξέρει…) και όχι από παλιότερη παράδοση.

Κάναμε κάποιες προσπάθειες μέσω σχετικής βιβλιογραφίας να πιάσουμε το νήμα, αλλά ήταν άκαρπες. Θα άξιζε να δει κανείς μήπως υπάρχουν στο υπουργείο αυτές οι οδηγίες από εκείνη την εποχή, αλλά υποθέτω θα είναι ένα χάος…

Χωρίς να κάνω τη σκέψη που έκανες, στάθηκα κι εγώ επιφυλακτικός απέναντι σε αυτή την πληροφορία, γι’ αυτό και δεν έγραψα κάτι μέσα στην έκδοση.