Ταμπουράδες και πρώιμα μπουζούκια - Πηγές πληροφοριών

Διονύση μη μπούμε τώρα σε (σίγουρα ατέρμονα) συζήτηση για τις ονομασίες και τα μεγέθη των μακρυμάνικων λαουτοειδών, όπου το παραδοσιακό (από εποχής Αναξύλα) χάος καλά επικρατεί μέχρι σήμερα ακόμα, εγώ πάντως θα έβλεπα πάρα πολύ δύσκολη την “τακτοποίηση” ονομασιών και “υποονομασιών” (π.χ. μισομπούζουκο) σε συσχετισμό με μεγέθη. Άλλο το μεγάλο, άλλο το μεγαλούτσικο, άλλο το μικρό, άλλο το μικρότερο και δε σταματάει πουθενά. Εγώ το έχω πάρει απόφαση ότι τάξη δεν μπαίνει.

Διονύση, θα διαφωνήσω και θα σταθώ στον ίδιο τον απόγονο του Μακρυγιάννη, το γιο του, που παρέδωσε το οργανάκι του πατέρα του, γύρω στο 1920 (δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή, ακριβώς τη χρονολογία)
ως ταμπουρά, όχι ως μπουζούκι.
Προφανώς, και ο στρατηγός πατέρας του έτσι ακριβώς το ονόμαζε, “ταμπουρά”.

Τώρα, πραγματικά, μπερδεύει ο Ρέερμπυ με εκείνη την επιγραφή “κατασκευαστής μπουζουκιών” για το Γάιλα.

Εδώ, υποθέσεις μόνο μπορούμε να κάνουμε, π.χ., ίσως είχε παραγγελίες για τέτοια όργανα ο κατασκευαστής και ότι ήθελε να τα προβάλλει.
Και αυτό, αν τον είχε ρωτήσει ο ζωγράφος και δεν έγραψε κάτι αυθαίρετο ως ξένος και άσχετος με τη μουσική μιας ξένης χώρας.

Όπως είχα γράψει σε σχετικό άρθρο μου στην ΚΛΙΚΑ από μια μικρή έρευνα που είχα κάνει τότε, ο Μαρτίνος Ρεερμπυ στο ημερολόγιό του είχε γράψει τα εξής:

" …
Στις 14/11/1835: αναφέρει ότι επισκέφθηκε το εργαστήριο ενός κατασκευαστή μαντολίνου.
Στις 17/11/1835: αναφέρει ότι φυσούσε φοβερά αλλά αυτός καθόταν όμορφα με ένα γέρο κατασκευαστή κιθάρας τον οποίο σχεδίασε μαζί με το εργαστήρι του, όλο το πρωϊ.
Δεδομένου ότι δεν έχει ζωγραφίσει κανένα άλλο εργαστήριο, ο γέρος κατασκευαστής κιθάρας είναι προφανώς, ο Λεωνίδας Γάϊλας του οποίου το όνομα είχε ήδη αναγράψει εκείνο το χειμωνιάτικο πρωϊ της 17/11/1835, πάνω στο σχέδιο που ζωγράφησε κατά την πολύωρη παραμονή του στο εργαστήρι του οργανοποιού. Δυστυχώς για την εγγραφή της 14/11/1835 δεν αναφέρει άλλα στοιχεία που να διευκρινίζουν για ποιόν κατασκευαστή πρόκειται.
…"

Θεωρώ ότι μάλλον πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, δηλαδή για τον Λ. Γάϊλα που τον είδε να εργάζεται πάνω σε δυό διαφορετικά όργανα. Ακόμα και σήμερα αρκετές φορές υπάρχει σύγχυση σε μερικούς ξένους μη ειδικούς (τουρίστες κτλ) που μπερδεύουν το μαντολίνο με το μπουζούκι. Το έχουμε δει και σε περίπτωση μπουζουκιού του Σταθόπουλου πριν από 2-3 χρόνια στο eBay που ο πωλητής το περιέγραφε ως ένα μαντολίνο με μακρύ χέρι.

Την αναφορά περί κατασκευαστή μπουζουκιών, την έχουμε μόνο στην λεζάντα του γνωστού σκίτσου του Γάϊλα από τον ζωγράφο Μ.Ρέερμπυ. Μάλιστα είναι στα Ιταλικά (ενώ ήταν Δανός!!!). Πιθανολογώ ότι η λεζάντα μπήκε αρκετό καιρό αργότερα και ίσως αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι μετά την Ελλάδα ο Ρέερμπυ επισκέφτηκε την Ιταλία.

Δεν ξέρω αν βοηθα τη συζήτηση…http://trixorda.blogspot.gr/2013/07/19-19th-century-bouzouki.html

Μιά και πιάσατε τον Γάιλα θα ήθελα την γνώμη σας για το εξής:Τί είναι αυτό που υπάρχει
πάνω στον πάγκο του οργανοποιού;Είναι “μπουζουκοειδές” υπό κατασκευή,είναι ένα σκέτο μάνικο ή
απλά αποτέλεσμα σχεδιαστικής αμηχανίας του Ρέερμπυ;Με πρώτη ματιά δείχνει να είναι συγκερασμένο
και πάντως δεν είναι μαντολίνο.

Εναποθέτω εδώ ένα παράθεμα από κείμενο του 1882 που, παρά τον εν γένει χιουμοριστικό χαρακτήρα του όλου κειμένου, διασώζει πληροφορίες που θεωρώ ότι ενδιαφέρουν (και ήδη διακρίνουμε διαχωριζόμενο το μπουζούκι από τον ταμπουρά και το ταμπούρ):

ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΜΟΥΣΙΚΗΣ(υπό την διεύθυνσιν του μουσικοδιδάκτορος Νικολάου Καλαμά)

 Από της πρώτης Οκτωβρίου καταρτισθήσεται πλήρες και τέλειον [b]Σχολείον Μουσικής[/b] εν ώ θέλουν διδάσκεσθαι τα εξής όργανα.  Βουζούκι, Ταμπουράς, Μαντολίνο, Λαγούτο, Γκάιτα, Λατέρνα ομοίως της εν Φαλήρω του Κατσίμπαλη, Δέλφη με ζήλιον, Ζουρνάδες τριών ειδών, Φλογέραις, Νέι Δερβισάτικον, Τζαμάρα σαρακατσάνικη και Γύφτικο νταούλη. 

Κομάτια διδαχθησόμενα εισί τα εξής: Μανόλαρος, σινανάι συνανά, Κωνσταντάρα Κωνσταντάρα, βγήκαν κλεύταις στο μανδρί, νταβανάι νταβαντά, έρι ερινάκη μου, σα δεν ήξευρες να βράσης μακαρόνια. Όπλα για λέλα και παπαρούνα τʼ όνομά σου. […] Επίσης δοθήσονται και τα μαθήματα ταμπούρ […]

([i]Ξιφίας[/i], 29/8/1882)

Πολύ ενδιαφέρον. Τα ερωτήματα και οι παρατηρήσεις μου:

Ναι, πραγματικά εμφανίζεται διαχωρισμός μεταξύ βουζουκίου, ταμπουρά και ταμπούρ. Μήπως ξέρουμε κάτι για τον τόπο καταγωγής και για τον τόπο όπου διδάχτηκε μουσική ο Νικόλαος Καλαμάς; ίσως αυτό μας διαφώτιζε κάπως, σχετικά με τοπικές ιδιομορφίες κλπ. Σημειώνω πάντως α) ότι το Βουζούκι εμφανίζεται πρώτο πρώτο στη λίστα, β) ότι για να ονοματίζεται το Νέι ”Δερβισάτικον”, μάλλον Σμύρνη ή Κων/λη παίζουν για καταγωγή και / ή μουσική μόρφωση του διδάκτορος και γ) ότι ενδιαφέρον θα ήταν να ξέραμε, τί ακολουθεί μετά το “Επίσης δοθήσονται και τα μαθήματα ταμπούρ”;

Κάποια ιδέα για την εν Φαλήρω λατέρνα Κατσίμπαλη;

Για το λόγο που το ντέφι παραλλάσσεται σε δέλφη;

Δες λοιπόν που όλοι νομίζαμε ότι το “Σινανάϊ” το “πρωτομετέφερε” στα Ελληνικά ο Καζαντζίδης. Αμ’ δε! Ήδη το 1882 είναι γνωστό σε ελληνόφωνη κοινότητα. Μήπως αυτό επιτείνει την υπόνοια για Σμύρνη / Κων/λη; (μάλιστα, το ερώτημα “τριτώνει” και με το κομμάτι Έρι, Ερινάκι μου’, και αυτό Ανατολικού Αιγαίου / Μικράς Ασίας).

Μανόλαρος, να είναι ο Σκυριανός (πήρ’ ο βοριάς και μόλαρε);

Κάποια πληροφορία για ΄τα “Κωσταντάρα Κωσταντάρα”, “νταβανάι νταβαντά” (τούρκικο κι αυτό;), μακαρόνια και “Παπαρούνα τ’ όνομά σου” (όπου, βέβαια, αντί “για λέλα” μάλλον το σωστό θα ήταν “γιαλέλι”);

Και ειδικά για τον Παρασάνταλο: Γιατί μόνο αυτά τα παραθέματα; το υπόλοιπο κείμενο δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον;

Θεώρησα ότι μάλλον δεν ενδιαφέρει από οργανολογικο-ασματική άποψη το λοιπό κείμενο.

Το όλο κείμενο το βρίσκει κανείς στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής:

http://srv-web1.parliament.gr/display_doc.asp?item=34349&seg=
(μόλις ανοίξει η κεντρική αρχική σελίδα, πάμε πάνω δεξιά: μετάβαση σε σελ. 66)

«Σαν δεν ήξερες να βράσεις μακαρόνια» είναι περιπαικτικό τραγουδάκι της Κύθνου, στο σκοπό του Κάτω στο γιαλό - κάτω στο περιγιάλι.

«Παπαρούνα τ’ όνομά σου» είναι καλαματιανό, δεν ξέρω από πού (το έχω ακούσει στην Κάλυμνο αλλά νομίζω ότι είναι ευρύτερα γνωστό και πάντως όχι από κει: Όλες οι παπαρούνες -παπαρούνα μου- ανθίζουν το πρωί…).

Έρι Ερηνάκι πρέπει να είναι τσάκισμα σε αρκετούς διαφορετικούς σκοπούς. Ξέρω έναν από τη Ρόδο, γαμήλιο, κι έναν εντελώς διαφορετικό από την Κάρπαθο. Ωστόσο λογικά αυτός πρέπει να αναφέρεται σε κάτι πιο διαδεδομένο.

Το ντέλφι το 'χω ξανασυναντήσει, ίσως στον Ανωγειανάκη. (Φυσικά λέει ντέλφι και μπουζούκι, απλώς με άλλη ορθογραφία που δε χρησιμοποιείται σήμερα - δε θα επεκταθώ, απλώς βεβαιώνω ότι το βρίσκω κατανοητό).

Τα περισσότερα από αυτά τα όργανα δεν έχω ξανακούσει να διδάσκονται, πόσο μάλλον τότε.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 19:29 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 19:21 —

Για την ακρίβεια, το Σαν δεν ήξευρες να βράσεις μακαρόνια το έχω ακούσει στην Κύθνο, και ξέρω ότι δεν το λένε σε κανένα άλλο νησί όπου να παίζονται τσαμπούνες. Αυτό δεν σημαίνει ότι προέρχεται από την Κύθνο, μπορεί να προέρχεται και από καμιά επιθεώρηση λ.χ. και να ρίζωσε μόνο εκεί.

Το Ερηνάκι υπάρχει σε εκδόσεις μεταγενέστερες, των αρχών του 20ου αιώνα. π.χ. Στα “εκλεκτά τεμάχια δια κιθάραν 22” (το οποίο δυστυχώς δεν έχω), ενώ ο κατάλογος του Γαϊτάνουδείχνει επίσης “το Ρηνάκι[καλαματιανός]” στα “λαϊκά τραγούδια”. Εικάζω ότι πρόκειται για το ίδιο, ίσως παραδοσιακό τραγούδι αλλά αποδεκτό και από τους κύκλους των εκδοτών και μουσικοδασκάλων.

Λοιπόν, όπως φαίνεται από ολόκληρο το κείμενο που παρέθεσε ο Παρασάνταλος, αυτός ο Νικόλαος Καλαμάς ήταν και κουρέας, με διεύθυνση Σόλωνος 17 (μάλλον στην Αθήνα).

    • Το “Μανώλαρος” το ξέρω ως συρτό Σκύρου, στίχοι:

“Κρύος αγέρας με βαρεί, στεριές τσαι του πελάου
μάθανε την αγάπη μας κι όσο μπορείς, φυλάου
Μανώλαρε, Μανώλαρε, πήρ’ ο βοριάς τσαι μόλαρε.
Κρύος αγέρας με βαρεί, στεριάς τσαι της θαλάσσης
τα λόγια που μιλήσαμε ποτέ σου μην ξεχάσεις.
Μανώλαρε, βρε Μανωλιό, πρίμα τον έχεις τον καιρό.
Όρτσα να πάω, πνίγομαι, γεμάτα δεν γλιτώνω
τσαι να το ρίξω στη στεριά, πάλι το μετανιώνω.
Ορτσάριζε, ορτσάριζε, στον Μπασαλέ φουντάριζε.
Γίνου, πουλί μου, θάλασσα τσαι εγώ το ακρογιάλι
τα κύματά σου να χτυπούν στη εδική μου αγκάλη.
Μανώλαρε, Μανώλαρε, πήρ’ ο βοριάς τσαι μόλαρε”.

    • Ο “Κωνσταντάρας” είναι κλέφτικο τραγούδι, διηγείται τη ζωή του Κωνσταντάρα (ή Ζαχαριά) στην Παρνασσίδα, γύρω στο 1700.

Από μια παραλλαγή που έχω:

"Ο Κωνσταντάρας κλείσθηκε μέσα στο Μοναστήρι ,
μέρα και νύχτα πολεμάει , μέρα και νύχτα ρίχνουν ,
χωρίς ψωμί , χωρίς νερό , χωρίς κάνα μιντάτι .
Κ ’ ο Ταχίρ-Κώτσας φώναξε , κ’ ο Ταχίρ-Κώτσας λέγει :
"Προσκύνα , Κωσταντάρα μου , σα νύφη στολισμένη ,
προσκύνα Κώστα το σπαθί , προσκύνα την ποδιά μου.
Θα σε κεράσω τουφεκαίς , θα σε κεράσω βόλια .
Κ’ ο Κωσταντάρας φώναξε με το σπαθί στα δόντια .
“Ποτέ παιδιά δε φίλησα , ποδιά κατουρημένη ,
Τσακιώντ’ οι Τούρκοι σαν τραγιά , κ’ ο Κώτσας σαν κεσέμι”.

    • Όσο για το “Παπαρούνα”, πάλι μια παραλλαγή που ξέρω:

Από τη γειτονιά σου, παπαρούνα, γεια σου γεια σου,
παπαρούνα είνʼ τʼ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου.
Κι άκουσα που σε μάλωνε, ρούνα η παπαρούνα μου
η σκύλα η πεθερά σου, παπαρούνα, γεια σου γεια σου,
παπαρούνα είνʼ τʼ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου.
Κι αν σε μαλώνει για τʼ εμέ, ρούνα η παπαρούνα μου
πες μου να μην περάσω, παπαρούνα γεια σου γεια σου,
παπαρούνα είνʼ τʼ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου.
Πέρνα, ασίκη, πέρναγε, ρούνα η παπαρούνα μου
όπως πέρναγες και πρώτα, παπαρούνα γεια σου γεια σου,
παπαρούνα είνʼ τʼ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου.
Ρίξε νερό στην πόρτα σου, ρούνα η παπαρούνα μου
να πέσω να γλιστρήσω, παπαρούνα γεια σου γεια σου,
παπαρούνα είνʼ τʼ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου.
Για να ʼρθω στα χεράκια σου, ρούνα η παπαρούνα μου
και στη θερμή αγκαλιά σου, παπαρούνα γεια σου γεια σου,
παπαρούνα είνʼ τʼ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου.

    • Το “ταβατάιμ, ταβαντά” ακούγεται σε ποντιακό τραγούδι, όπου …θέλουμε λεξικό…

[i]“Τιζ Ομάλ”
Σ’ όρατα είνʼ τεζία
σ’ εμάς είναι παιδία
αεί τρέχνε πεάδε
σ’ εμάς είναι νύφαδε

Ας το συρς το χαρουμίν
μη χαλάντς τα πεάδε
κι αν είσαι-ν καλόν παιδίν
μη τσουμπείς τα νυφάδε

Σο σπαλερόπο σ’ αφκά
παρδίκας κακκανίζνεν
ν’ απλώνω το χερόπο 'μ
φοούμαιν λαταρίζνεν

Κουζ νερτεσίν νερτεσίν
ταβανταϊμ ταβαντά
ταβαντά πουλσάμ σενί
ταμάμ λαρίμ πεν σενί[/i]


Δηλαδή, πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία αλιεύει κανείς από συλλογές παλιών εφημερίδων - περιοδικών.
Χρόνο και μεράκι να έχει κανείς!
Γεια σου, βρε Παρασάνταλε!

(εμένα, το ψάξιμο μου πήρε γεμάτη μιάν ώρα παραπάνω από την Ελένη, αλλά δημοσιεύω πρώτα και θα διαβάσω μετά)

Α, τώρα κατάλαβα, ευχαριστώ Παρασάνταλε: Άλλο κομμάτι επομένως το “Οπλα, γιαλέλι” και, άλλο, ξεχωριστό, το “Παπαρούνα τ’ όνομά σου”.

Το “Έρη – Ερηνάκι” μάλλον είναι το “Φέρνει νοτιά, ρίχνει νερό, φέρνει βοριά, χιονίζει” και όχι το γενόμενον πολύ αργότερα πασίγνωστο από Μούσχουρη και Μπελαφόντε “Ερήνη, που ΄σουν το πρωί”.

Πράγματι, η δημοσίευση για το “Σχολείον Μουσικής” οργανολοκικο – ασματικώς δεν έχει κάτι άλλο ενδιαφέρον, όμως η τελευταία της παράγραφος, εκτός του ότι προδίδει και το κυρίως επάγγελμα του κατά τ’ άλλα Μουσικοδιδάκτορος, λύνει και τις απορίες τόσο του Πέπε (περίεργη, πράγματι, η λίστα των διδασκομένων εν έτει 1882 οργάνων) όσο και τις δικές μου περί καταγωγής και εκτάσεως της μουσικής παιδείας του προικισμένου και προοδευτικότατου για την εποχή μουσικοδιδασκάλου. Αντιγράφω:

Έκαστος μαθητής θέλει πληρώνει κατά μήνα φρ. 10. Εγγραφαί γίνονται και λεπτομερέστεραι οδηγίαι δίδονται παρά τω ιδίω τω κ. Καλαμά επί προκαταβολή φρ. 5 εις το κατά την οδόν Σόλωνος κουρείον του υπ’ αριθ. 17, όπου δύνανται και να κείρωσι την κεφαλήν και τον πώγωνα οι κ.κ. Μαθηταί αυτού χωρίς να αισθανθώσι ουδέ τον ελάχιστον πόνον.

Όπως καταλαβαίνουμε, πλάκα κάνει το περιοδικό αναγγέλλοντας τον δήθεν “καταρτισμόν πλήρους και τελείου Σχολείου Μουσικής”: Για ένα φουκαρατζίκο Αθηναίο κουρέα πρόκειται, καλλίφωνο μάλλον και, από τον παρατιθέμενο κατάλογο μουσικών οργάνων, σίγουρα εραστή της δημοτικής και αστικής λαϊκής μουσικής…

Οπότε, φίλε Παρασάνταλε, κάθε τυχόν πληροφορία περί διαφορών ή ομοιοτήτων κλπ. κλπ. μεταξύ βουζουκίων, ταμπουράδων και ταμπουρίων που θα αντλήσει ή συμπεράνει ο οποιοσδήποτε ερευνητής από το κείμενο, θα στερείται σοβαρής τεκμηρίωσης.

Παρεμπιπτόντως, λύνεται και η δική μου απορία περί λατέρνας του εν Φαλήρω Κατσίμπαλη: Σε προηγούμενη δημοσίευση στο ίδιο τεύχος του σατυρικού περιοδικού, σχετιζόμενη με τα εν Φαλήρω συμβαίνοντα, υπάρχει και η παρακάτω φράση (αντιγράφω πάλι):

Τώρα το καϊμένο το Φάληρο έμεινε ξηρό με τα αλογάκια του Κατσίμπαλη, μόνον με την μονόχορδον λαντέρναν (sic), με το σκοτεινόν ηλεκτρικόν φώς και με το ουρακοτάγγιον μπόϊ του Παρασκευαΐδου.

Όποιος ενδιαφέρεται να μάθει, τις ο Παρασκευαΐδης, δεν έχει παρά να το ψάξει στο λίνκ του Παρασάνταλου. Από μένα, ως εδώ.

Έχοντας, τώρα, διαβάσει και τη δημοσίευση της Ελένης:

Μπράβο για τις απαντήσεις σου, Ελένη μου! Πάντως, Πόντιος σίγουρα δεν ήταν ο κουρέας, με τέτοιο όνομα. Απλά, ο δημοσιογράφος που συνέταξε το περί “Σχολείου Μουσικής” αρθράκι, δεν γούσταρε ούτε τα δημοτικά, ούτε τα μικρασιάτικα και ποντιακά, ούτε βεβαίως και τα τουρκικά τραγούδια…

Και βέβαια, ¨Παρασάνταλε, και από μένα γειά σου!

Good job, Ελένη! Ευκταίες τέτοιες «ανταποκρίσεις» (που λένε κι οι μπουζουκτσήδες)

Όσο για τον παλαιό περιοδικό και ημερήσιο Τύπο, είναι όντως πραγματικός θησαυρός. Και θέλει, πάλι όντως, αυτά τα δύο που λες («χρόνο και μεράκι») αλλά κι ένα ακόμη που προσθέτω εγώ εκ της προσωπικής μου συνθήκης: θέλει και να σʼ «αφήνουν» τα άτιμα τα γυναικόπαιδα…

Άλλη μια αναφορά από την Πάρο για το μπουζούκι από τον Βρετανό περιηγητή James Theodore Bent, στο βιβλίο του Cyclades or Life Among the Insular Greeks" (1885)

“Into one of these [εννοεί wineshops] we entered to hear four youths singing to the tune of an instrument which was new to us; they called it a βουσούκιον. It was a long sort of guitar, with six strings and eighteen notes [Τι εννοεί;], and pretilly inlaid. They sang us a love song about its being forty five Sundays and sixty twο Tuesdays κλπ κλπ”

Το βιβλίο είναι προσβάσιμο στο internet
https://archive.org/stream/cycladesorlifea01bentgoog#page/n5/mode/2up
και μπορεί να το ξεφυλλίσει κανένας online

Γιάννη, νομίζω ότι απλά μέτρησε τους μπερντέδες (πιθανολογώ ότι δεν υπήρχαν τάστα) και δεν ήταν, νομίζω, τόσο ενήμερος ώστε να μπορεί να αναγνωρίσει φθόγγους κλίμακας (= notes), πολύ περισσότερο που μάλλον θα υπήρχαν και υποδιαιρέσεις των τόνων μικρότερες από ημιτόνιο. Εκείνο που με προβληματίζει είναι το “prettily inlaid”: τέτοια τεχνική προϋποθέτει επαγγελματία μάστορα και μάλιστα, επί τούτου ειδικευμένο σε μαρκετερί. Άρα, μάλλον όργανο αγοραστό από Πειραιά ή Σμύρνη!

Πάντως το τραγούδι των νεαρών ήταν μάλλον δημοτικό, όχι αστικό. Αυτό το “σαρανταπέντε Κυριακές κι εξήντα δύο Τρίτες” (νομίζω εξηνταδυό Δευτέρες θα ήταν πιθανότερο) κάπου με παραπέμπει, εκτός φυσικά από την προφανή συγγένεια με τους “σαρανταπέντε μάστορους κι εξήντα μαθητάδες”.

Το Ερηνάκι και ΠατινάδαΔια κλειδοκύμβαλον. Υπό Α. Σάιλλερ, επιθεωρητού των στρατιωτικών μουσικών εν Ελλάδι.

Ε, τον κύριο Σάϊλερ… Μπράβο του βέβαια που ασχολήθηκε και με δημοτικά και πατινάδες αλλά, πρώτον, όπως φανταζόμουνα, η πέμπτη στο “σ’ αγαπώ μα τι μπορώ να πώ” είναι καθαρή και όχι ελαττωμένη. Δεύτερον, το κομμάτι είναι επτάσημο, καλαματιανός, όχι τρίσημο. Και τρίτον, δεν περιλαμβάνονται τα λόγια.

Πώς πάει το υπόλοιπο στιχάκι;

Ευχαριστώ!

Αυτό το “Σαν δεν ήξευρες να βράσης μακαρόνια” θυμίζει το

“Σαν δεν ήξευρες” , παραδοσιακό, πιθανότατα, που πέρασε στο όνομά του ο Τούντας και ηχογράφησε το 1936, με την Καρύβαλη, αν δεν κάνω λάθος, με στίχους:

[i]" Σαν δεν ήξερες να ψήσεις μπακαλιάρο
κορόιδο, τι τον ήθελες τον άντρα, με κολάρο.

Σαν δεν ήξερες να ψήσεις μελιτζάνες
κορόιδο, τι τον ήθελες τον άντρα με πιτζάμες.

Σαν δεν ήξερες να ψήσεις φασολάδα,
κορόιδο, τι τον ήθελες τον άντρα με βελάδα [/i]… κ.λπ."

Προϋπήρχε, απ’ ό,τι φαίνεται και αξιοποιήθηκε διαφορετικά από περιοχή σε περιοχή, από δημιουργό σε δημιουργό και από στόμα σε στόμα.

#179. Ακριβώς, Ελένη, και μένα το μυαλό μου στο τραγούδι της Καρύβαλη πήγε, σχετικά με τη συνέχεια των στίχων.

Στη Σίφνο υπάρχει δίστιχο παρόμοιου ύφους, το οποίο τραγουδιέται, συνήθως, στη μελωδία και ανακωτεμένο με τους στίχους του “θα σπάσει το μπουζούκι μου”:

“Ιντα τον ήθελες, μωρή (sic), τον άντρα με γαλόνια
αφού δεν ήσουν άξια να βράσεις μακαρόνια”

Ταιριάζει δηλαδή με τη θεματολογία του τραγουδιού της Καρύβαλη και, ίσως, με τη συνέχεια του “σαν δεν ήξευρες να βράσεις μακαρόνια”.

Ξεφεύγουμε όμως από το θέμα…