Τα λάθη, τα παράδοξα, οι γκάφες, τα σαρδάμ και τα χαρακτηριστικά των ηχογραφήσεων

Εάν πάντως γίνεται παραδεκτή, έστω, μόνο η διόρθωσή μου για τη Δ΄ στροφή, κατά λογική αναγκαιότητα δεν αληθεύει η πρόταση του #118 ότι «όλο το τραγούδι απευθύνεται άμεσα στο μπουζούκι».

Οπότε διανοίγεται πεδίο συζήτησης επί του ποιες άλλες στροφές απευθύνονται ή όχι άμεσα στο μπουζούκι. Αλλά επʼ αυτού ήδη τοποθετήθηκα, χωρίς να έχω κάτι να προσθέσω.

Ναι, μην ανησυχείς. Έτσι είναι, και γι’ αυτό έγραψα «σωστή η διόρθωση».

Δυνητικά ναι, αλλά πραγματικά δε νομίζω ότι χρειάζεται. Εκτός για τη στροφή που συζητάμε. Εκεί, η γνώμη μου είναι ότι ο πρώτος στίχος απευθύνεται σαφώς στο μπουζούκι (και αφού το ερώτημα αναδιατυπώθηκε, απομονώνοντας αυτό το στίχο από όλη τη στροφή και, ακόμη ειδικότερα, απομονώνοντας το «λυπάσαι», αξίζει να ξανατοποθετηθείς), κι από κει και πέρα αποτολμώ την υπόθεση ότι κι ο δεύτερος κάνει το ίδιο αλλά ότι έχει γίνει σαρδάμ.

(Όχι, μην ανησυχείς, δεν ανησυχώ.)

Σαρδάμ θα πει ότι [u]άλλα[/u] έγραφε το ποιητικό κείμενο (κατά τις ενδείξεις: ο Μάτσας στιχουργός) και [u]άλλα[/u] εκφώνησαν, από παραδρομή, ο Μάρκος και ο Στράτος. Προϋποθέτεις, δηλαδή, ότι ο Μάτσας έγραφε στο ποιητικό του κείμενο «πριν να με κάψει η άπιστη», κάτι που δεν γνωρίζω εάν έχουμε τρόπο να διακριβώσουμε (μάλλον όχι, εκτός εάν ο Κουνάδης έχει τίποτα χειρόγραφα από το αρχείο Μάτσα). Πάντως, σε περίπτωση που όντως οι στίχοι είναι του Μάτσα, δεν νομίζω πως το αφεντικό θα άφηνε να δισκογραφηθεί τέτοιο σαρδάμ πάνω στους δικούς του στίχους… Σε περίπτωση, πάλι, που οι στίχοι απεξαρχής έλεγαν «πριν να με κάψεις άπιστη» (όπως είναι δισκογραφημένο δηλαδή το τραγούδι), υποθέτω ότι υποστηρίζεις πως πρόκειται για απεξαρχής λάθος του στιχουργού, νοηματικά μιλώντας.     

Αλλά ας πάμε στο επίμαχο δίστιχο.
Κατʼ αρχάς, όπως εγώ το διαβάζω, και ο πρώτος και ο δεύτερος στίχος έχουν τον ίδιο αποδέκτη, διότι θα ʽταν αφενός κομμάτι σχιζοειδές ο πρώτος στίχος να απευθυνόταν αλλού και ο δεύτερος αλλού και, αφετέρου, η όλη κατάστρωση του ποιητικού κειμένου θα παραβιαζόταν με αυτή την αιφνίδια διάσχιση.

Ποιος είναι λοιπόν ο αποδέκτης του διστίχου;
Υποστηρίζεις -εκ του «λυπάσαι»- ότι προκύπτει με σαφήνεια ότι δεν μπορεί να είναι η άπιστη ο αποδέκτης. Σεβαστή η άποψή σου, αλλά προσωπικά δεν τη συμμερίζομαι, διότι -στη δική μου ανάγνωση- κάλλιστα συμβιβάζεται (ως εάν ήμουν εγώ η άπιστη) το να αναγνωρίζω τον καημό του άλλου για μένα και να λυπάμαι για αυτό, αλλά όμως παράλληλα να έχω πάρει έναν άλλο αισθηματικοσεξουαλικό δρόμο…
Υπέρ αυτής της ερμηνευτικής εκδοχής θεωρώ ότι συνηγορεί η όλη εκφραστική ένταση και δύναμη της υπό συζήτηση απευθύνσεως, σε συνδυασμό με την επιλογή και πλοκή των λέξεων: πολύ δύσκολα μπορώ να φανταστώ το όλο δίστιχο σύνθεμα να απευθύνεται (προσωποποιητικά) σε ένα όργανο, ενώ η όλη εκφραστική δυναμική μού ταιριάζει γάντι απευθυνόμενη σε πρόσωπο, και μάλιστα στο πρόσωπο…

Ας αναλογιστούμε πόση δύναμη και αλήθεια έχει η φράση «πριν να με κάψεις άπιστη ποιος ήμουν το θυμάσαι» ως νοερή απεύθυνση στο αγαπημένο πρόσωπο και μόνο, ώστε, ακόμα και lapsus να ήταν (που για μένα δεν είναι), εγώ απείρως θα το προτιμούσα έτσι «παραναγνωσμένο», παρά να αρπάξω το μπουζούκι μου και να του πω: «αχ, ρε μπουζούκαρε, βρε…μη μου πεις πως δεν με θυμάσαι πώς ήμουνα… πριν να με κάψει αυτή η άπιστη…» Ούτε πάλι μου έρχεται όμορφα και ωραία να μπορώ να εννοήσω (έστω και ποιητική αδεία) πως το μπουζούκι μου «ξέρει» το ντέρτι μου και μάλιστα «λυπάται» για αυτή μου την κατάσταση… Θεωρώ ότι είναι εκτός πάσης -εσωτερικής και εξωτερικής, προσωποποιητικής ή μη- πραγματικότητας να συζητάω κατʼ αυτόν τον τρόπο με το μπουζούκι μου.

 Αλλά, απόψεις είναι αυτές…

Και οι δύο σας βλέπετε το κομμάτι (τους στίχους) ως λόγιοι, και μάλλον από ΄κεί ξεκινάει η συγκεκριμένη αντιμετώπιση.

Πρώτον, ο στίχος “μυρίζει” Μάρκο και όχι Μάτσα. Δεύτερον, και η μουσική μυρίζει Μάρκο και όχι Περιστέρη αλλά εδώ εντάξει, ήταν τόσο κοντά οι δυό τους τόσα χρόνια, που είχε μάθει ο Περιστέρης απ’ έξω κι ανακατωτά το πώς εκφράζεται μουσικά ο Μάρκος. Τρίτον, στην αφήγησή του στην αυτοβιογραφία (σ. 185) ο Μάρκος διηγείται επί λέξει “… Δύο τραγούδια που έγραψα τότες δείχνουν πολύ καλά τι σκεφτόμουν και πώς ζούσα” (αγνοεί κανονικότατα Περιστέρη και Μάτσα) και ακολουθούν αμέσως μετά οι στίχοι του “Μπουζούκι μου διπλόχορδο” (που μάλλον θα τους απήγγειλε στο μαγνητόφωνο), με “κάψεις”, όχι “κάψει η”). Τέταρτον, ο Κουνάδης στο “Μάρκος Βαμβακάρης” παραθέτει και αυτός “κάψεις”, εδώ φυσικά με αναφορά στον Περιστέρη ως συνθέτη και τον Μάτσα ως στιχουργό, αλλά με αναφορά και στο “βαμβακαρικό ύφος” του κομματιού.

Πέμπτον (δικό μου αυτό), και εγώ όπως ο Κουνάδης βλέπω χαρακτηριστικότατα μελωδία και στίχο βαμβακαρικού ύφους και συμφωνώ με τον Παρασάνταλο ότι το αφεντικό, που πάντα ήταν παρών στις ηχογραφήσεις (και πλήρωνε και την ακριβή κέρινη μήτρα), δεν θα άφηνε να διαστρεβλωθεί η έννοια των λεγομένων (γραφομένων) του, κάτι που όμως δεν συνέβη. Και εξεφωνήθη μάλιστα δις το επίμαχο ημιστίχιο, με το σίγμα καθαρότατο και απ’ το Μάρκο και απ’ το Στράτο. Η δική μου υποψία είναι ότι οι στίχοι ήταν του Μάρκου που, βεβαίως, δεν θα καθόταν να σκάσει για το αν θα αναφερθεί στην άπιστη εμμέσως μέσω αορίστου ή απευθείας με ενεστώτα.

Δεν ήξερα καν ότι τίθεται θέμα ποιος είναι ο αυθεντικός δημιουργός. Είχα στο νου μου (ίσως εσφαλμένα) μόνο τον Βαμβακάρη. Δεν είχα, επίσης, σκεφτεί τους στίχους ως γράμματα πάνω σ’ ένα χαρτί που εκφωνούνται με ή χωρίς λάθος. Είχα στο νου μου τον Βαμβακάρη να θέλει να πει «κάψει» και να λέει «κάψεις», και τον Στράτο να επαναλαμβάνει αυτό που άκουσε.

Μέχρι εδώ συμφωνούμε απόλυτα. Και χαίρομαι, γιατί αποφεύγεται η ανάγκη να το εξηγήσουμε και αυτό.

Από κει και πέρα, είναι μεν δυνατό η άπιστη να είναι αυτή η περίπτωση που περιγράφεις Παρασάνταλε, αλλά εμένα δε μου φαίνεται ιδιαίτερα πιθανό. (Συνήθως τα πράγματα στα ρεμπέτικα παρουσιάζονται ως άσπρα ή μαύρα, σπανίζουν οι αποχρώσεις.) Αντίστοιχα, είναι μεν κάπως περίεργο το μπουζούκι να ξέρει, να θυμάται, να λυπάται, αλλά σαν στιχουργική επιλογή δε μου φαίνεται καθόλου απίθανη. Αλλά συμφωνώ ότι μάλλον έχουμε φτάσει στο σημείο «απόψεις είναι αυτές».

Μα δεν είναι καμία σημαντική διαστρέβλωση. Αν δεν κάτσεις να το αναλύσεις, μια χαρά ακούγεται. «Πριν να με κάψει η άπιστη» σημαίνει ακριβώς το ίδιο με το «πριν να με κάψεις, άπιστη». Δε νομίζω ότι θα επέμενε κανείς «άλλο θέλει να πει ο ποιητής». Ο ίδιος ο ποιητής όμως, όποιος κι αν είναι, που μπορεί να παρέβλεπε ένα τέτοιο έλασσον λάθος (που αφορά όχι αυτή τη φράση αλλά τη σύνδεσή της με τα υπόλοιπα), είναι παρά ταύτα πιθανότερο να μην το έκανε την ώρα που συνέθετε τους στίχους.

Αυτό που εννοώ, Περικλή, είναι ότι από το μυαλό του στιχουργού, είτε Μάρκος λεγόταν αυτός είτε Μάτσας, καθόλου δεν πέρασε ότι άλλο να πεις “μπουζούκι μου, ξέρεις ποιός ήμουν πριν με καταστρέψει αυτή” και άλλο “Μ΄έκαψες, άπιστη, κι ας ήξερες ποιός ήμουν”. Ούτε που ασχολήθηκε, είτε την ώρα που “συνέθετε”, είτε κατά την ηχοληψία. Εμείς θελήσαμε να το αναλύσουμε, όχι εκείνος.

Κανείς (κατ’ αρχήν) που να συνθέτει κείμενα δεν αναλύει, μακάρι να λέγεται και Σεφέρης. Ο συνθέτης συνθέτει. Η ανάλυση έρχεται εκ των υστέρων, από άλλον. Ακριβώς όπως είχαμε συζητήσει και παλιότερα, ο συνθέτης δεν ξέρει ούτε αν έβαλε ενεστώτα ή αόριστο, αλλά τον βάζει ωστόσο σωστά. Κι εδώ, ο λαϊκός στιχουργός δε θα ήξερε πιθανότατα να σου πει ότι σ’ ένα δίστιχο αποφεύγουμε τη διάσχιση που ανέφερε ο παρασάνταλος, αυτό θα σ’ το πει ο λόγιος αναλυτής, ο στιχουργός όμως ξέρει ενστικτωδώς να την αποφεύγει.

Για αυτό και, κατά την ταπεινή μου πρόσληψη, με το ποιητικό του ένστικτο ο λαϊκός στιχουργός δεν θα απηύθυνε ποτέ στο μπουζούκι του τη φράση “πριν να με κάψει η άπιστη ποιος ήμουν το θυμάσαι” αλλά μόνο στο αγαπημένο πρόσωπο το απείρως σπαρακτικότερο και εκφραστικότερο “πριν να με κάψεις άπιστη ποιος ήμουν το θυμάσαι”…

Δεν καταλαβαίνω γιατί δε σου πάει. Θα το λέγαμε σ’ ένα φίλο λ.χ., θα το λέγαμε στον εαυτό μας, κι εδώ το μπουζούκι προσωποποιείται. Αλλά μιας και δεν έχω αντικειμενικότερο τρόπο να αποδείξω (:wink: γιατί εμένα μου πάει, ε, ας μείνουμε εδώ…

Από τη στιγμή που ο ίδιος ο Μάρκος απαγγέλλει:

“…πριν να με κάψεις, άπιστη,
ποιος ήμουν το θυμάσαι…”

νομίζω πως δεν χρειάζεται να το συζητούμε περαιτέρω.

Με παρεμφερείς τρόπους - εξάλλου - απευθύνεται στο γυναικείο φύλο σε αρκετά από τα τραγούδια του.

Μα το θέμα μας είναι τραγουδιστές και οργανοπαίχτες που άλλο ήθελαν να πουν / παίξουν κι άλλο τούς βγήκε.

Ναι Περικλή μου, όμως εσύ ήσουν που πρώτος ανέφερες ότι ο Μάρκος άλλο ήθελε να πεί και άλλο του βγήκε.

???

Φυσικά εγώ ήμουν. Τι εννοείς Νίκο;

Απλά, Περικλή μου, κατά κάποιον τρόπο συμφώνησα με την πρόταση της Ελένης ότι δεν θα είχε ιδιαίτερο νόημα η συνέχιση της συζήτησης. Φυσικά, όλοι έχουμε το ελεύθερο να συνεχίσουμε ή όχι, ανάλογα με το τι προτιμάει ο καθένας.

Τάσσομαι υπέρ του PEPE.

Σύμφωνα με την ανάλυση του PEPE ο τραγουδιστής απευθύνεται στις πρώτες δύο στροφές στο μπουζούκι. Συνεχίζει με μονόλογο στη 3η και τη 4η. Στη τελευταία στροφή απευθύνεται και πάλι στο μπουζούκι.

Σύμφωνα με την ανάλυση των άλλων, ο τραγουδιστής απευθύνεται στο μπουζούκι στη πρώτη στροφή. στη 2η στροφή ξεκινάει απευθυνόμενος στο μπουζούκι και μόνο κατά τον επίμαχο στίχο φαίνεται να απευθύνεται στην άπιστη. Η συνέχεια παραμένει η ίδια με την πιο πάνω ανάλυση.

Σίγουρα, η πρώτη ανάλυση χαρακτηρίζει ένα πιο σωστό και ομοιογενές στιχούργημα, ενώ κατά τη δεύτερη ανάλυση υπάρχει μια μικρή ατέλια/λεπτομέρια που χαλάει τη ροή. Κρίνοντας από την στιχουργική του Μάρκου συμφωνώ με την ανάλυση του PEPE.
Είναι πιθανόν να έγινε ένα τέτοιο λάθος και να μην διορθώθηκε;; Είμαστε σε ένα θέμα αφιερωμένο στα λάθη και έχουν γραφτεί 130 μηνύματα για αυτά!
Γιατί ο Μάρκος αναφέρει αυτούς τους στίχους στην αυτοβιογραφία του; Θεωρώ λογικό, από τη στιγμή που τραγουδήθηκε ετσι και μαθεύτηκε με αυτούς τους στίχους να κόλλησε έτσι και στα αυτιά του Μάρκου. Άλλη πιθανή λύση είναι να μην είναι δικοί του οι στίχοι και ο Μάρκος ως τραγουδιστής να έμαθε τους στίχους με αυτό το λάθος.

Μάλλον δεν διάβασες προσεκτικά.

Σε ό,τι με αφορά τουλάχιστον, είπα το ακριβώς αντίθετο για τη δεύτερη στροφή: και ο πρώτος στίχος και ο επίμαχος δεύτερος έχουν τον ίδιο αποδέκτη, την άπιστη.

αυτό που με κάνει να πιστεύω ότι δεν έχουν έτσι τα πράγματα, αλλά ότι και (ολόκληρη) η δεύτερη στροφή απευθύνεται στο μπουζούκι είναι η σημασιολογική-πραγματολογική συνέχεια των δύο στροφών:

Μπουζούκι μου διπλόχορδο
μπουζούκι μου καημένο
μονάχα εσύ παρηγορείς
κάθε φαρμακωμένο

Το ντέρτι που `χω στην καρδιά
το ξέρεις και λυπάσαι
πριν να με (κάψεις άπιστη)
ποιος ήμουν το θυμάσαι

στη πρώτη στροφή μιλάει για παρηγοριά, στη δεύτερη για λύπηση. Παρόμοιες ενέργειες που θα γίνονται από το ίδιο ¨πρόσωπο"

Μια μικρή διόρθωση στο προγούμενο μου μήνυμα: στη τέταρτη στροφή απευθύνεται ρητά και στους ακροατές. Αυτό όντως αποδυναμώνει το επιχείρημά μου!

Όχι, δεν τίθεται θέμα για αυτό που γράφεις. Όλες οι απόψεις είναι υποστηρίξιμες.

Άλλο είπα εγώ. Είπα ότι, όσο με αφορά, δεν υποστήριξα πουθενά κάτι σαν αυτό που λες ότι υποστήριξε η “άλλη πλευρά”

Δεν είπα δηλαδή ότι, για τη δεύτερη στροφή μιλώντας, στον πρώτο στίχο η απεύθυνση είναι στο μπουζούκι ενώ στον δεύτερο στην άπιστη…
Αυτό ήθελα να διευκρινίσω.

Δεν ξέρω αν έχει ειπωθεί ξανά, στον Μάρκο τον Πολυτεχνίτη στο τέλος ενώ όλο το κομμάτι είναι μινόρε, η τελευταία συγχορδία είναι ματζόρε (δεν ξέρω βέβαια αν γίνεται επίτηδες ή είναι λάθος, φαίνεται πάντως ότι μπορεί και να γίνεται ηθελημένα)

Η καημένη η Μαρίκα Φρατζεσκοπούλου, ζορίζεται στην παρούσα ηχογράφηση…
Κάτι την ενοχλεί στο λαιμό, σα να θέλει να βήξει, σα να της κόβεται η ανάσα…
Αμέσως μετά το 1:40, δεν αντέχει, βήχει στιγμιαία πριν τον αμανέ. Απολαύστε υπεύθυνα (κι ας αναλογιστούμε πόσο κόστιζε να το ξαναγράψουν το τραγούδι, που άφησαν τέτοιο πράγμα!)

//youtu.be/Jz61E2l--bY