(Όχι, μην ανησυχείς, δεν ανησυχώ.)
Σαρδάμ θα πει ότι [u]άλλα[/u] έγραφε το ποιητικό κείμενο (κατά τις ενδείξεις: ο Μάτσας στιχουργός) και [u]άλλα[/u] εκφώνησαν, από παραδρομή, ο Μάρκος και ο Στράτος. Προϋποθέτεις, δηλαδή, ότι ο Μάτσας έγραφε στο ποιητικό του κείμενο «πριν να με κάψει η άπιστη», κάτι που δεν γνωρίζω εάν έχουμε τρόπο να διακριβώσουμε (μάλλον όχι, εκτός εάν ο Κουνάδης έχει τίποτα χειρόγραφα από το αρχείο Μάτσα). Πάντως, σε περίπτωση που όντως οι στίχοι είναι του Μάτσα, δεν νομίζω πως το αφεντικό θα άφηνε να δισκογραφηθεί τέτοιο σαρδάμ πάνω στους δικούς του στίχους… Σε περίπτωση, πάλι, που οι στίχοι απεξαρχής έλεγαν «πριν να με κάψεις άπιστη» (όπως είναι δισκογραφημένο δηλαδή το τραγούδι), υποθέτω ότι υποστηρίζεις πως πρόκειται για απεξαρχής λάθος του στιχουργού, νοηματικά μιλώντας.
Αλλά ας πάμε στο επίμαχο δίστιχο.
Κατʼ αρχάς, όπως εγώ το διαβάζω, και ο πρώτος και ο δεύτερος στίχος έχουν τον ίδιο αποδέκτη, διότι θα ʽταν αφενός κομμάτι σχιζοειδές ο πρώτος στίχος να απευθυνόταν αλλού και ο δεύτερος αλλού και, αφετέρου, η όλη κατάστρωση του ποιητικού κειμένου θα παραβιαζόταν με αυτή την αιφνίδια διάσχιση.
Ποιος είναι λοιπόν ο αποδέκτης του διστίχου;
Υποστηρίζεις -εκ του «λυπάσαι»- ότι προκύπτει με σαφήνεια ότι δεν μπορεί να είναι η άπιστη ο αποδέκτης. Σεβαστή η άποψή σου, αλλά προσωπικά δεν τη συμμερίζομαι, διότι -στη δική μου ανάγνωση- κάλλιστα συμβιβάζεται (ως εάν ήμουν εγώ η άπιστη) το να αναγνωρίζω τον καημό του άλλου για μένα και να λυπάμαι για αυτό, αλλά όμως παράλληλα να έχω πάρει έναν άλλο αισθηματικοσεξουαλικό δρόμο…
Υπέρ αυτής της ερμηνευτικής εκδοχής θεωρώ ότι συνηγορεί η όλη εκφραστική ένταση και δύναμη της υπό συζήτηση απευθύνσεως, σε συνδυασμό με την επιλογή και πλοκή των λέξεων: πολύ δύσκολα μπορώ να φανταστώ το όλο δίστιχο σύνθεμα να απευθύνεται (προσωποποιητικά) σε ένα όργανο, ενώ η όλη εκφραστική δυναμική μού ταιριάζει γάντι απευθυνόμενη σε πρόσωπο, και μάλιστα στο πρόσωπο…
Ας αναλογιστούμε πόση δύναμη και αλήθεια έχει η φράση «πριν να με κάψεις άπιστη ποιος ήμουν το θυμάσαι» ως νοερή απεύθυνση στο αγαπημένο πρόσωπο και μόνο, ώστε, ακόμα και lapsus να ήταν (που για μένα δεν είναι), εγώ απείρως θα το προτιμούσα έτσι «παραναγνωσμένο», παρά να αρπάξω το μπουζούκι μου και να του πω: «αχ, ρε μπουζούκαρε, βρε…μη μου πεις πως δεν με θυμάσαι πώς ήμουνα… πριν να με κάψει αυτή η άπιστη…» Ούτε πάλι μου έρχεται όμορφα και ωραία να μπορώ να εννοήσω (έστω και ποιητική αδεία) πως το μπουζούκι μου «ξέρει» το ντέρτι μου και μάλιστα «λυπάται» για αυτή μου την κατάσταση… Θεωρώ ότι είναι εκτός πάσης -εσωτερικής και εξωτερικής, προσωποποιητικής ή μη- πραγματικότητας να συζητάω κατʼ αυτόν τον τρόπο με το μπουζούκι μου.
Αλλά, απόψεις είναι αυτές…