Τα λάθη, τα παράδοξα, οι γκάφες, τα σαρδάμ και τα χαρακτηριστικά των ηχογραφήσεων

Υπάρχει μιά παράμετρος που σήμερα είναι πολύ δύσκολα ανιχνεύσιμη.Είναι το λεγόμενο
κοινό αίσθημα.Δηλαδή η παραπλήσια μουσική και στιχουργική άποψη στο κοινό
μιας συγκεκριμένης εποχής.Ομως στην εποχή του δημοτικού τραγουδιού ήταν φανερή
μέσα από την κοινή δημιουργία των πληθυσμών τω χωριών.Λογικό ήταν σε εποχές πλησιέστερες
με εκείνη να είναι περισσότερο υπαρκτή και ανιχνεύσιμη.Θεωρώ λοιπόν φυσικο στην πρώτη
περίοδο του ρεμπέτικου να ήταν σχεδόν ταυτόσημες οι δημιουργικές απόψεις των ανθρώπων
του χώρου.
Υπάρχει σήμερα κοινό αίσθημα ή υπάρχουν μόνο προσωπικές απόψεις;Και ποιά σχέση έχει
με το αντίστοιχο κοινό αίσθημα των ανθρώπων τής εποχής του ρεμπέτικου;Ερωτήσεις που
κατά την γνώμη μου είναι δύσκολο ή ακατόρθωτο να απαντηθούν και γι αυτό δεν είναι
εύκολο να απαντήσουμε (τουλάχιστον εγώ) για το λόγο που αγαπούμε τις πρώτες
εκτελέσεις.
Αυτό που πιστεύω είναι ότι ναι, ψήγματα αυτού του κοινού αισθήματος υπάρχουν και
σήμερα.Αναφέρω λοιπόν ένα περιστατικό που έζησα πριν μερικά χρόνια,λιγάκι εύθυμο.
Υπάρχει ένα λα’ι’κό τραγούδι του Καζαντζίδη νομίζω που λέει "εφυγες και καθε νύχτα
λειώνω κ.λ.π.“΄και για ρεφραίν έχει το “α-α,α-α-α”.Ταξιδεύοντας λοιπόν με το υπεραστικό
άκουσα κάποιον ακροατή του τραγουδιού αυτού να διατυπώνει τραγουδιστά την ίδια
στιχουργική άποψη που ήδη είχα εγώ για τα πέντε α.
Κι αυτή ήταν το"α-α,άξι και ξερός”!!

Α, όχι! Αυτή την ημέρα την περίμεναν πώς και πώς όλοι (και κυρίως ο δημιουργός του κομματιού) και ήταν ανάλογα προετοιμασμένοι και πανέτοιμοι, όπως μας το προείπε και ο Ανεστάκος. Μιλάμε βέβαια για μεταπολεμικές καταστάσεις και όχι για την Τετράς του ΄36, όπου επειδή απ’ τη μαστούρα του ο Μπάτης δεν μπορούσε να πιάσει άλλο ακόρντο στο “αθηναϊκό ταξίμι”, έπαιρνε ο Δεληάς (μετά από το σαφέστατο καρφί της Ρόζας: “γειά σου Μπάτη μου, δεν μας το γυρίζεις σε καν’ να ζεϊμπεκάκι αδερφέ μου!;”) την κατάσταση στα (βελούδινα) χέρια του. Και η μετέπειτα ζωή του κομματιού, πώς να το κάνουμε, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το τι αποτυπώθηκε εκείνη τη μέρα στο κερί, κάτι που το ήξεραν πολύ καλά όλοι, πριν ακόμα συμβεί.

Τώρα, το γιατί η πρώτη ηχογράφηση (μιλάμε για μοναδική στη συγκεκριμένη περίοδο, όχι για πολλαπλές επανεκτελέσεις του ίδιου δημιουργού σε διάστημα μηνών μόνο) είχε αυτή την σχεδόν μαγική αύρα, είναι πράγματι συνάρτηση πολλών παραμέτρων αλλά κυρίως ένα πράγμα παίζει τον βασικότερο ρόλο σε αυτό, πάντα κατά τη γνώμη μου βέβαια: Δημιουργείται “πρότυπο” προς μίμησιν, από τη μιά γιατί έχει προσεχτεί πολύ περισσότερο αυτή η (μια κι έξω) εκτέλεση από οποιαδήποτε μεταγενέστερη σε κέντρο κλπ. και απ’ την άλλη γιατί είναι και ζήτημα συνήθειας: Έτσι το ακούσαμε, έτσι θα το παίζουμε από δώ κι εμπρός.

Συμφωνώντας σε όλα όσα λες Νίκο Πολίτη, θέλω να προσθέσω ότι με εξαίρεση ίσως του Μπάτη και σε κάποιο μόνο βαθμό του Μάρκου ΚΑΙ αυτοί πήγαιναν προετοιμασμένοι. Τα τραγούδια του ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟΥ Δελιά είναι πολυδουλεμένα και αυτό φωνάζει. Ο Μπάτης είναι κυριολεκτικά το πιο ‘‘αυθεντικό’’. Τραγουδά κάνει λάθη και παίζει όπως είναι σχεδόν σίγουρο στο μυαλό μου, κάναν όλοι όταν παίζαν τέτοια τραγούδια εκείνα τα χρόνια!

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 11:45 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 11:42 —

Πάντως το ταξιμάκι στο Αθηναικό ταξί,μι είναι εκπληκτικό και πρέπει να πω ότι ο Μπάτης δεν κρατάει κάποιο ακκόρντο συγκεκριμένα. Είναι το κούρδισμα που έχει κάνει που βοηθάει σε αυτούς τους συνηχισμούς. Το’χουμε παίξει αυτούσιο με τον κολλητό μου. Ο Δελιάς παραδίδει μάθημα πένας εκεί.

Εγώ θεωρώ ότι έτσι τους βγήκε η ηχογράφηση, όπως και οι περσότερες: γουστόζικα, αυθόρμητα, εντελώς φυσικά!

Έπειτα:

  • υπάρχουν ενδείξεις για τις προθέσεις της Ρόζας κι αν ναί, ποιές; Επίσης, ποίος και με ποιά κριτήρια καθορίζει το «πρέπει» της παρέμβασης σʼ ένα ταξίμι (π.χ. ο ίδιος ο οργανοπαίκτης επειδή έτσι γουστάρει, το κοινό, ο μαγαζάτορας;);

  • υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Μπάτης ήταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή μαστουρωμένος, κι αν ναί, ποιές; Αποκλείεται το γεγονός να ήταν πότε-πότε νηφάλιος;

Σε περίπτωση που δεν εννοείται το φυσικό πρόσωπο Μπάτης, παρά το παίξιμο/πενιά/γρατζούνισμα, πώς ορίζεται το «μαστούρωμενο» γρατζούνισμα και τί το διαχωρίζει από το «νηφάλιο»;

  • τα πάμπολλα επιφωνήματα/προσφωνήσεις των ηχογραφήσεων:
  1. ήταν αυθόρμητα, φανέρωναν γνήσιο μερακλίκι, περιέπαιζαν („Μάρκο Καρούζο“, „Ρούκουνα Κεπούρα“, „Να πεθάνεις πούστη“), προσέδιδαν γενικά ατμόσφαιρα

  2. αν γίνονταν «επιτηδευμένα», ίσως -απουσία εικόνας- κατεδείκνυαν την ταυτότητα του μουσικού στο κοινό (ίσως επίσης π.χ. την ενδεχόμενη έμμεση «κατοχύρωση» πνευματικών δικαιωμάτων ή ακόμη την απόπειρα προσωπικής ανάδειξης;)

Υπάρχουν, λοιπόν, ενδείξεις για το άν ο Δελιάς μπορούσε/ήθελε ή όχι «νʽ αναλάβει δράση» πριν την προσφώνηση, κι αν ναί, ποιές; Αποκλείεται π.χ. η περίπτωση να γουστάριζε;

Εγώ πάντως, το γυρίζω πάραυτα σε ζεϊμπεκάκι μετά επιφωνημάτων, μιας και χωρίς ιδιαίτερη αιτία ξαναμεράκλωσα! Γειά μας μάγκες!

Όσον αφορά το γεια σου πούστη στο μανέ του Νούρου. ΆΚουσες λάθος φίλε Πίκινε. Λέει γεια σου Τσούση που είναι το ψευδώνυμο του Αραπάκη.

ναπεθανεις εννοω

Θα ξεστρατήσω λίγο το θέμα για να αναφέρω λίγα περί τσούσηδων
που ξέρω απο οικογενειακές κυρίως πληροφορίες.Εδώ στην Πάτρα
τα παλιότερα χρόνια τσούσηδες ονόμαζαν τους Ηπειρώτες.Ο χαρακτηρισμός
αυτός είχε να κάνει με την χαρακτηριστική κατασκευή του κεφαλιού.
Απ΄οσο μπόρεσα να καταλάβω από τίς αφηγήσεις ,το κεφάλι του τσούση
συνδέεται με κοντό λαιμό με το υπόλοιπο κορμί και στο πίσω μέρος φέρει
χαρακτηριστική καμπυλότητα.Μάλιστα οι συντοπίτες μου υπεστήριζαν μεταξύ
σοβαρού και αστείου ότι η καμπυλότητα αυτή οφειλόταν σε καρπαζιά που
τάχα μου έδινε ο Ηπειρώτης πατέρας στα νεογέννητα παιδιά.
Ο Τομπούλης φαίνεται να έχει"τσούσικο"κεφάλι.
Από πληροφορίες στο διαδίκτυο τσούσης ή κιούσης είναι ο κτίστης στα
Ηπειρώτικα.Ισως η αρχή της ιστορίας να έχει να κάνει με τους περιφερόμενους
Ηπειρώτες κτίστες.

Νίκο, όταν έγραφα τη φράση στην οποία απαντάς είχα πιο πολύ στο νου μου τους προπολεμικούς. Συμφωνώ ότι μεταγενέστερα άλλαξε η αντίληψη περί προετοιμασίας. Και βέβαια ο πόλεμος είναι ένα εντελώς συμβατικό όριο: οι “Σμυρνιοί” είχαν από παλιά πιο στανταρισμένες εκτελέσεις (γιατί; γιατί ξέραν μουσική γραφή), ενώ ο Κατσαρός δεν τις σταντάρισε ποτέ.

Όταν, δε, λέμε ότι ο Μάρκος ή ο Μπάτης ή κάποιος άλλος έπαιζε απροετοίμαστα, παρακαλώ κανείς να μην διαγνώσει την ελάχιστη υποτιμητική διάθεση. Τουλάχιστον εγώ ξέρω πολύ καλά πώς το εννοώ. Στη μουσική που κυρίως ασχολούμαι έτσι κάνω κι εγώ, ανεβαίνω στο μικρόφωνο και δεν έχω αποφασίσει ποια ή πόσα δίστιχα θα πω και με πόσες εισαγωγές ενδιάμεσα: όπως το φέρει η στιγμή. Και το κάνω καλύτερα παρά όταν αναγκάζομαι να θυμάμαι απέξω πληροφορίες που στην ουσία είναι αυθαίρετες (γιατί μία και όχι δύο εισαγωγές; απλώς γιατί έτσι είπαμε!). Βέβαια αυτό δημιουργεί πρόβλημα όταν παίζω με μουσικούς που είναι αλλιώς μαθημένοι, όταν όμως είμαστε όλοι “από το ίδιο χωριό” μάς δίνει μεγάλο αέρα. Οπότε, εύλογο είναι ότι το γουστάρω τρελά και στους μουσικούς που ακούω, π.χ. Βαμβακάρη και όλους τους συναφείς. Το να κάνουνε και κάνα λάθος είναι σαν να μιλάς προφορικά και να κάνεις μια ασυνταξία. Έχετε ποτέ διαβάσει απομαγνητοφωνημένη μια συζήτηση όπου συμμετείχατε κι εσείς χωρίς να ξέρετε ότι σας ηχογραφούν; Εγώ ναι, και δεν υπήρχε ούτε μία πρότασή μου που να στέκει γραμματικά. Το πλήθος των εεε», «ξερωγώ», των προτάσεων που τις ξανάπιανα από την αρχή αλλιώς κλπ. άγγιζε τα όρια του άναρθρου λόγου.

Επιβράδυνα το επίμαχο σημείο στο transcribe, προσθέτοντας επιπλέον ένα φίλτρο και σου δίνω δίκιο, πράγματι ακούω «Τσούση»!

Ευχαριστώ πολύ για την χρήσιμη υπόδειξη (τώρα, αν όντως έτσι φωνάζανε τον Αραπάκη δεν το γνωρίζω, δεν έχω την πηγή, αλλά δε βλέπω και λόγο να μήν ισχύει).

“Ντούπ κα σιμιτζής στην Πόλη!”. Με αυτήν την ευχή συνόδευαν αυτή την “καρπαζιά” στο νεογέννητο αγοράκι. Γιατί τον πωλητή κουλουριών ευνοούσε αυτή η ιδιαιτερότητα στη σταθεροποίηση του καλαθιού με τα κουλούρια (σιμίτια) πάνω στο κεφάλι. Πασίγνωστο είναι βέβαια ότι, εκτός από το χτίσιμο, οι Ηπειρώτες ειδικεύονταν (και αυτό ισχύει και σήμερα) και στο επάγγελμα του φούρναρη και το άνοιγμα φούρνου στην Κων/λη ήταν η καλύτερη επαγγελματική εξέλιξη που μπορούσε κανείς να ευχηθεί.

Πίκινε ούτε γω είμαι σίγουρος αν όντως εννοεί τον Αραπάκη, αλλά λίγο με νοιάζει κιόλας. Παρ’ολ’αυτά το πούστης θα μου αρεζε και μένα γιατί ο μανές ήταν συγκλονιστικός! Και τον έλεγε και ο Νούρος (μη βαράτε πλάκα κάνω):slight_smile:
Πέπε όντως ο Μάρκος και οι πιο πολλοί προπολεμικοί, ήταν ξέρω-γω (το παθαίνω και στο γραπτό λόγο), εεεεε πιο προφορικοί! Αλλά δεν λέει ότι, ας πούμε, ήταν ξέρω γω και πλήρως απροετοίμαστοι και ότι είναι καιαιαιαι τυχαίο γεγονός η ηχογράφηση! :slight_smile:

Ε, ναι, όχι, δηλαδή δεν είναι θέμα. “Απροετοιμαστοι” είναι μια λέξη που μας προέκυψε τώρα πάνω στην κουβέντα. Εννοούμε αυτό που εσύ λες “εεεεε, πιο προφορικοί”.

Δε θα ξεχάσω κάποτε, αρκετά παλιά, που συμμετείχα σε μια συναυλία με παραδοσικα κάλαντα σ’ ένα νησί. Ήμασταν ένα πλήθος μουσικοί, κυρίως νέοι. Το πρόγραμμα ήταν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που περιέγραψα στο #107: ισορροπούσε πάνω σ’ ένα περίπλοκο και εύθραυστο σύστημα μίξεων όπου το ένα τραγούδι βγαίνει μέσα από το άλλο και κάτι τέτοια. Ο άνθρωπος που το είχε συλλάβει και το διηύθυνε δεν ήταν μουσικός, ήταν σκηνοθέτης. Και είχε τέλος πάντων ένα όραμα… Λοιπόν, ξέραμε ότι όταν πάμε στο νησί για τις τελευταίες πρόβες πριν την παράσταση θα βρίσκαμε κι ένα ζευγάρι ντόπιων που θα παίζαν τα κάλαντα του συγκεκριμένου νησιού με τσαμπούνα-τουμπάκι (θα ήταν η πρώτη μάλλον φορά που θα έπαιζα μαζί με μουσικούς των μετέπειτα αγαπημένων μου οργάνων). Τελικά δεν ήρθαν. Ο σκηνοθέτης, που γενικώς μας είχε πεθάνει στις πρόβες μέχρι να πετύχουμε αυτές τις ασκήσεις ακριβείας που απαιτούσε, μας είπε ότι τους έδιωξε γιατί δεν ήταν σοβαροί και συνεργάσιμοι: τους έκλεινε σ’ ένα δωμάτιο για πρόβα, και μόλις ο ίδιος έβγαινε εκείνοι άρχιζαν να παίζουν οτιδήποτε εκτός από τα κάλαντα.
Δεν έμαθα ποτέ ποιοι ήταν αυτοί οι τσαμπουνιέρηδες -πιθανότατα κάποιοι που να τους έχω γνωρίσει. Αλλά είμαι βέβαιος ότι κάθε χρόνο που βγαίνουν για τα κάλαντα δεν είναι απροετοίμαστοι. Απλώς δεν έχουν κάνει αυτό που εννοούσε ο σκηνοθέτης ως πρόβα.

Τώρα που πιάσαμε τα αρτοσκευάσματα (σιμίτια, κουλούρια) θυμήθηκα μια ιστορία που άκουσα πρόσφατα.
Ο Στέλιος Κερομύτης πριν την ηχογράφηση του Βάβουλα(?) είχε φάει ένα κουλούρι από το οποίο έπεσε ένα σποράκι σουσάμι στην ταστιέρα και κόλλησε σε μια χορδή. Ο Κερομύτης το είδε όταν είχε ξεκινήσει η ηχογράφηση και έτσι έβγαλε όλη την ηχογράφηση με το σουσάμι στη χορδή.
Μάλλον γιαυτό έχει τόσο νόστιμο παίξιμο…

Μάγκες, χρόνια μετα την εναρξη του καταπληκτικού αυτου θέματος ηρθα να γραψω κι εγω τις παρατηρησεις μου. Ισως επαναλαμβάνω αλλά τώρα που το θυμηθηκα, γράφω με πιεση χρόνου χωρις να εχω διαβάσει όλο το θέμα. Αρχικά <<μόρτισσα>> του τσιτσάνη στην εκτέλεση του δημιουργου ( http://www.youtube.com/watch?v=TolYtH3DQs4) δυο φορες πατάει κατα λάθος τη ΛΑ στο 1:58 και στο 2:12. Επίσης, Κωστας ρούκουνας στη μορτισσα σμυρνια ( http://www.youtube.com/watch?v=ettDk00Mzk8) τελευταία στροφή στο κι αλλουνού καρδιά 2:35 βγάζει έναν καταπληκτικο λυγμό. Ποσο την αγαπούσε?!! ΜΑΡΚΟΣ και Ρουκουνας στην ζηλιάρα (http://www.youtube.com/watch?v=TosgajXwK70) στην επανάληψη της τελευταίας στροφης το τραγουδι κατά πασσα πιθανότητα λέει ζηλιάρα γιατί θες να με πληγώνεις αλλά πάνω στην βιασύνη του ο μάρκος μπερδεύεται και πάει να επαναλάβει τον προηγούμενο στίχο γιατί με το παραμικρό κακιώνεις στο 2:49.

Να αναφέρω κάτι που ανακάλυψα εχτές, αν και χρόνια κάτι δεν μου καθόταν καλά σε εκείνο το σημείο, αλλά αμέλησα να το ψάξω. Στις βεργούλες με τον Μπιθικώτση στο φινάλε προσέχτε ότι αντί για ΦΑ, που παίζει σε όλο το κομμάτι βάζει δυο φορές ΦΑ# (!!), κάτι που ακούγεται λίγο παράταιρο, γιατί έχω την υποψία ότι το 2ο μπουζούκι παίζει κανονικό ΦΑ και ο Παπαδόπουλος βάζει ΦΑ#. Πάντως για να παίχτηκε 2 φορές πιθανόν να ήταν και ηθελημένο.

Μήπως φίλε Ίκαρε, ήταν ποικίλματα legato που ακούστηκαν παραπάνω; Το λέω με πάσα επιφύλαξη γιατί δεν γνωρίζω σε τι κλίμακα παίχτηκε, ώστε να δικαιολογείται το φα #.

Γενικά το κομμάτι είναι σε Ουσακ, αν και έχει περάσματα και φυσικού μινόρε, αλλά καταλήγει σε ουσάκ. Αν μπορείς κάνε μου λίγο πιο λιανά τι εννοείς με ποικίλματα legato (ξέρω τι είναι τα ποικίλματα και το legato αλλά αυτή τη στιγμή έτσι όπως το γράφεις με μπερδεύει, μήπως εννοείς ότι κάνει τράβηγμα του δαχτύλου πάνω στην χορδή με ποίκιλμα? αν εννοείς αυτό, όχι είναι καθαρή η ΦΑ#, το έπαιξα μαζί με το κομμάτι στο μπουζούκι και βγαίνει κανονικά το ΦΑ#). Γενικά πάντως μέσα στο κομμάτι φαίνεται ότι υπάρχει μία ασυνεννοησία εν τούτοις των μπουζουκιών, φαίνεται ότι ο Λεμονόπουλος από πίσω δεν ακολουθάει ακριβώς τον Παπαδόπουλο, μια που φεύγει σε αρκετά σημεία, ίσως και γι’ αυτό το λόγο να γίνεται το λάθος? ποιος ξέρει…

Υπέθεσα ότι κάνει λεγκάτο στη φα#, ενώ κανονικά πατάει τη φα, έχοντας και πρόσφατη αφήγηση του ίδιου του Παπαδόπουλου, που γνωστός μουσικός ραδιοφωνικός παραγωγός του έλεγε ότι το τάδε κομμάτι που έπαιζε ο Παπαδόπουλος σε πρώτη εκτέλεση(δεν θυμάμαι ποιο) είναι χιτζασκιάρ, και ο Παπαδόπουλος του αντέτεινε ότι κάνει λάθος, ηταν χιτζάζ και απλά σε κάποιο σημείο του κομματιού κάνει πιο έντονα ποικίλματα. Αυτά…

Άλλο:

Αν δεν έχει αναφερθεί στα 100+ προηγούμενα μηνύματα, να αναφέρω ότι κατά τη γνώμη μου υπάρχει ένα σαρδάμ στο πολύ γνωστό «Μπουζούκι μου διπλόχορδο»:

Το ντέρτι που 'χω στην καρδιά το ξέρεις και λυπάσαι,
πριν να με κάψεις άπιστη ποιος ήμουν το θυμάσαι

θα έπρεπε να λέει:

πριν να με κάψει η άπιστη.

Ο πρώτος στίχος της στροφής, όπως και όλο το υπόλοιπο τραγούδι, απευθύνεται άμεσα στο μπουζούκι. Επομένως είναι πολύ πιο λογικό να απευθύνεται και ο δεύτερος στο μπουζούκι, και η άπιστη να αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο, παρά ξαφνικά μες στη μέση του διστίχου ο αφηγητής να γυρίζει από το μπουζούκι του στην άπιστη μες στην ίδια πρόταση (περίοδο για τους σχολαστικούς).

Το τραγούδι το λέει ο Μάρκος ως κύρια φωνή και ο Στράτος κάνει τις επαναλήψεις μισές μόνος του και μισές μαζί με τον Μάρκο. Επειδή το λάθος δεν είναι και πολύ κραυγαλέο, όπως το είπε την πρώτη φορά ο Μάρκος έτσι το λέει και στην επανάληψη ο Στράτος. Αν στο συγκεκριμένο σημείο της επανάληψης μπαίναν και οι δύο φωνές, όπως σε άλλα σημεία, θα μπορούσαμε να τσεκάρουμε αν ο Μάρκος το ξαναλέει ίδιο, οπότε μάλλον έτσι το ήθελε, ή αν αντιλήφθηκε το λάθος και το διόρθωσε. Μιας και αυτό δε συμβαίνει, μένουμε χωρίς τη βέβαιη απόδειξη.

Επίσης, έτσι (κάψεις) το λένε συνήθως και σήμερα όλοι όσοι το παίζουν.

Μπα, κανένα λάθος δεν βλέπω…

Μόνο στην πρώτη και την πέμπτη στροφή έχουμε απεύθυνση στο μπουζούκι. Οι άλλες τρεις στροφές ιστορούν τα ντέρτια (και αυτές δι’ απευθύνσεων), για τα οποία φάρμακο παρηγορητικό είναι το μπουζούκι. Άλλες απευθύνσεις έχουμε στη δεύτερη στροφή (προς την “άπιστη”), στην τρίτη (προς εαυτόν) και στην τέταρτη (προς τους “άλλους”)

Σωστή αυτή η διόρθωση. Η διόρθωση όμως για τη δεύτερη όμως στροφή, που μας ενδιαφέρει, δεν είναι σωστή: «Το ντέρτι που 'χω στην καρδιά το ξέρεις και λυπάσαι» σαφώς δεν απευθύνεται στην άπιστη.

Ούτε με τη διόρθωση για την τρίτη στροφή συμφωνώ, αλλά αυτό είναι αδιάφορο… Άλλο καταλαβαίνει ο Παρασάνταλος, άλλο εγώ, δεν υπάρχει όμως καμία διαφωνία -κι επομένως τίποτε που να χρειάζεται συζήτηση- ως προς το ποιες είναι οι λέξεις.