Τα λάθη, τα παράδοξα, οι γκάφες, τα σαρδάμ και τα χαρακτηριστικά των ηχογραφήσεων

Προσωπικά, είμαι με τα χίλια αυτής της σχολής. Και πιο πέρα, μπορώ να σου πω. Η λεπτομερής ενορχήστρωση με πνίγει, και μουσικές που εκ των πραγμάτων μόνο έτσι παίζονται κι όχι χύμα έχω καταλήξει ότι δεν είναι για να παίζονται από μένα!

Πολύ ωραία το έθεσες. Μόνο μια επιφύλαξη στο σημείο που γκριζάρισα: τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της δισκογραφίας, το τραγούδι είχε ήδη κάνει ένα μέρος του δρόμου του πριν ηχογραφηθεί. Ο κόσμος δεν πήγαινε στα δισκάδικα για να δει τι νέο έχει βγει, αλλά για να βρει τραγούδια που ήδη ήξερε και αγαπούσε. Γι’ αυτό και οι τόσο διαφορετικές εκτελέσεις, ιδίως στα ανώνυμα που και οι στίχοι μπορεί να 'ναι εντελώς διαφορετικοί κλπ.

Πώς το φέρνει όμως η τύχη και στο 90 % (και πολύ πιό πάνω…) Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ είναι πάντα η πρώτη…

Θα ήθελα να πω και κάτι ακόμα. Για μένα ήταν και η παρέα. Όχι ότι δεν ήταν επαγγελματίες, ήταν και με το παραπάνω.Αν και με την σημερινή έννοια του όρου σηκώνει πολλή κουβέντα. Αυτό που θεωρώ ότι έχουν οι ηχογραφήσεις τους και μας τραβάνε τόσο πολύ ώστε όπως είπε και ο Νίκος Πολίτης στο 95% και παραπάνω να θεωρούμε την πρώτη ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ, ήταν ότι ακούγονταν “παρεϊστικα”. Και με αυτό δεν εννοώ επ ουδενί λόγο όχι επαγγελματικά.

Δεν θα συμφωνήσω εύκολα, loukasfilm. Κάθε άλλο παρά παρεΐστικα ακούγονταν οι ηχογραφήσεις των δεκαετιών 40 ή 50, φυσικά με την εξαίρεση ίσως αυτής της αμηχανίας στο κλείσιμο ενός κομματιού, για την οποία μιλάμε. Όλα ήταν στην εντέλεια προετοιμασμένα και τα λάθη ελάχιστα, στα δάχτυλα μετριούνται για κάποιες εκατοσταριές ηχογραφήσεων και περισσεύουν και δάχτυλα.

Το παρεϊστικα δεν αποδίδει αυτό ακριβώς που θέλω να πω. Όπως είπα και παραπάνω δεν εννοούσα όχι επαγγελματικά. Σίγουρα ήταν προετοιμασμένοι στην εντέλεια και τα λάθη ελάχιστα. Αυτό που δηλώνει κατ’ εμέ το παρεϊστικα στην προκειμένη περίπτωση ήταν ότι αυτοί οι μουσικοί ήταν δεμένοι και από τις συνθήκες. Με αυτό εννοώ ότι δεν ήταν κάποιοι επαγγελματίες που μαζευόντουσαν να γράψουν ένα κομμάτι και να φύγουν. Ζούσαν αντιμετωπίζοντας τα ίδια προβλήματα της καθημερινότητας στις ίδιες συνοικίες. Συναναστρεφόντουσαν και εκτός εταιρίας ή ηχογράφησης. Αν όχι όλοι βέβαια το μεγαλύτερο μέρος. Στην αρχή του ρεμπέτικου αντιμετώπιζαν την ίδια απαξίωση για το μπουζούκι και την περιφρόνηση από τους “καθώς πρέπει” μουσικούς. Αυτό θεωρώ ότι βγαίνει στην ηχογράφηση. Αυτό βέβαια όσο μεγαλώνει η απόσταση από την “χρονική αρχή” του ρεμπέτικου χάνεται. Και σιγά σιγά περνάμε στην πλήρη επαγγελματοποίηση.
Ελπίζω να γίνομαι κατανοητός.

Πέρα όσων αναφέρθηκαν οι πρώτες εκτελέσεις μας αρέσουν πάρα πολύ επειδή οι μουσικοί παίζουν ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ. Πάρε το 30’. Το μπουζούκι του Μάρκου και του Περιστέρη στα τραγούδια του Μάρκου συνοδευόμενα ΠΑΝΤΑ με γ@μ@τη κιθάρα. Ο Δελιάς με το εκπληκτικό παίξιμο του με τα πανέμορφα ποικίλματα, ο Τσαούς με…τα πάντα όλα(!), ο Προπολεμικός τσιτσάνης με το γλυκό παίξιμο του, οι φωνάρες (όπως Στράτος κ.λ.π.) ο Μπάτης με τις κουρδισματάρες και τα μουρμούρικα του και πόσοι άλλοι. Μεταπολεμικά, το επίπεδο παραμένει υψηλό (σε ύφος που διαμορφώνουν κατα κύριο λόγο οι Τσιτσάνης Χατζηχρήστος Παπαϊωάννου) καθότι οι παίκτε και ιδιαίτερα ο Τσιτσάνης προσέχαν πολύ τη λεπτομέρεια και πριν πάνε στην ηχογράφηση έχουν μελετήσει σχεδόν εξ ολοκλήρου το πως θα παίξουν το κομμάτι (κάτι που έχ την εντύπωση ότι δεν πολυίσχυε στο μάρκο που είχε μια ‘‘ελευθερία’’ στο παίξιμο καθότι τέτοιου είδους μουσικός). Τα λάθη γίνονται και σε πολύ μεταγενέστερες μη ‘‘παρεΐστικες’’ ηχογραφήσεις. Αν ακούσεις προσεκτικά τη Συννεφιασμένη Κυριακή με τον Καζαντζίδη σε κάποια φάση τα όργανα κάνουν ένα εκπληκτικό φάλτσο! δε διαφωνώ ότι υπήρχε κλίμα παρέας (προπολεμικά πιστεύω κυρίως) αλλά δεν είναι λόγω αυτού που γίνονται λάθη. Ίσως και λόγω αυτού αλλά νομίζω σε μικρή κλίμακα. Τα λάθη γίνονται επειδή γίνονται! Ο Νίκος Πολίτης έδωσε τη βασική απάντηση. Η ηχογραφήσεις που μπορούσαν να κάνουν ήταν μια-δυο, πολύ δύσκολα περισσότερες, με αποτέλεσμα τα λάθη να καταγράφονται. Και δεν υπήρχε μιξάρισμα και διόρθωση μετά. Βάζαν όλοι τα δυνατά τους και βγάζανε το καλύτερο αποτέλεσμα. Πρέπει βασικά να δώσουμε εύσημα στους ανθρώπους αυτούς για το ταλέντο τους που βγάζαν μπαμ και έξω τα κομμάτια σε τέτοιο επίπεδο και με λίγα (σχετικά λάθη).

Μα δεν διαφωνούμε πουθενά ούτε με σένα ούτε με τον Νίκο Πολίτη. Προπολεμικά και εγώ πιστεύω ότι υπήρχε μια “χαλαρότητα” η οποία χάθηκε όσο ο καιρός περνούσε και γίνονταν πιο “βιομηχανοποιημένα” τα πράγματα. Λάθη πάντα γίνονται και θα γίνονται. Οι άνθρωποι ήταν μουσικάρες. Απλά θεωρώ ότι χάθηκε πιθανά με το πέρασμα του χρόνου ένα στυλ παιξίματος πιο αυθόρμητο που επέτρεπε και κάποια λάθη. Αυτό το στυλ παιξίματος όμως ακόμα και αν είχε λάθη για μένα παραμένει αξεπέραστο. Με αυτή την λογική μιλάω.

Μα ούτε και γω διαφώνησα με σένα γιαυτό και έβαλα στην αρχή το ‘‘Πέρα όσων αναφέρθηκαν’’ και όχι το ‘‘Λουκά διαφωνώ με το σκεπτικό σου’’. Απλά επισήμανα ότι τα λάθη λόγω παρέας γίνονται σε μικρότερη κλίμακα απότι άλλων λόγων. Πιο πιθανό μου ακούγεται να κανε ο Μάρκος λάθος λόγω αργιλέ!! :112:

Ακριβώς. Απλώς, από κάποια στιγμή και πέρα υπάρχει μεγαλύτερη δυνατότητα να διορθώνονται.

???

Πλην γιων Μάρκου και ελάχιστων άλλων εξαιρέσεων, δεν υπάρχει άνθρωπος εν ζωή που να έχει ακούσει πρώτη εκτέλεση παλιού ρεμπέτικου. Πρώτη ηχογράφηση, ναι. Δεν υπάρχει απολύτως τίποτε κοινό ανάμεσα στις δύο έννοιες. Μη σκεφτόμαστε αναχρονιστικά.
Μόνο σε άλλες μουσικές άλλων εποχών, γραμμένες υπό άλλες συνθήκες, η πρώτη ηχογράφηση μπορεί να συμπίπτει με την πρώτη εκτέλεση.
Άλλωστε ελάχιστοι έχουν ακούσει και την δεύτερη, τρίτη κλπ. από τις χιλιάδες εκτελέσεις του κάθε τραγουδιού, ώστε να έχουν μια άποψη για το πόσο αντιπροσωπευτική είναι η επίσημη ηχογράφηση. Για μας τους πολλούς υπάρχουν μόνο οι ηχογραφήσεις από τα λάιβ στου Τζίμη του Χοντρού, στου Βρανά, κάποιες της Κάιλ και του Στέλιου Βαμβακάρη (νομίζω) με το Μάρκο, και δεν ξέρω ποια άλλα ψήγματα, και δε δίνουν καμία λαβή να υποθέσουμε ότι οι ηχογραφημένες εκτελέσεις ήταν δεσμευτικές.

Πέπε προφανώς ο Νίκος Πολίτης δεν εννοεί την πρώτη φορά που ο Μάρκος ή ο τάδε έπαιξε το κόμματι που βγαλε. Γενικότερα σαν πρώτη εκτέλεση θεωρούμε όλοι την πρώτη φορά που χτυπήθηκε το εν λόγω τραγούδι στο δίσκο. Ειδικότερα, σε αυτό που εννοείς εσύ βέβαια, έχεις δίκιο. Είναι λίγοι. Κυρίως αυτοί που συγγενεύαν και ήταν κοντά στους συνθέτες και άτομα που σύχναζαν σε μέρη που συνέθεταν και παίζαν οι άλλοι. Επίσης συμφωνώ ότι δεν είναι πάντα αντιπροσωπικότερη η πρώτη ηχογράφηση, αλλά συνήθως νομίζω ότι είναι. Είναι εννοώ για όσους ασχολούνται και γουστάρουν αυτλη τη μουσική. Και πάνω απόλα το γούστο. Για τους πολλούς αντιπροσωπευτικότερη είναι η εκτέλση της Συννεφιασμένης Κυριακής με τον Καζαντζίδη απότι με τη Μπέλλου. Αντίθετα ο Μάρκος με την Κάϊλ παίζει άλλη εκτέλεση των Ματόκλαδων. Όλα είναι υποκειμενικά. Κλείνω λέγοντας πως για μένα έχει δίκιο ο Νίκος Πολίτης γιατί και για μένα κατά 90% η πρώτη είναι Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Περικλή, μην κρυβόμαστε πίσω από τις λέξεις, προφανώς για πρώτη ηχογράφηση μιλούσα, όπως και ο Ανεστάκος σωστά κατάλαβε. Έχει (κακώς, από φιλολογικής πλευράς) καθιερωθεί να εννοούμε την πρώτη ηχογράφηση, όταν λέμε πρώτη εκτέλεση. Γιατί βέβαια έχεις δίκιο, κανείς εκτός ελαχίστων δεν έχει ακούσει πρώτες εκτελέσεις, εκτός των ίδιων των συνθετών που συνήθως, έχουν ακούσει πολύ περισσότερες από μία, διορθώνοντας κάθε φορά και κάτι.

Και όμως, παιδιά, δεν παίζουμε με τις λέξεις. Επιμένω ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος του αναχρονισμού, να σκεφτόμαστε δηλαδή παλιά πράγματα λες και είχαν βγει με τους σημερινούς όρους.

Οχι απλώς η 1η ηχογράφηση δεν είναι η 1η εκτέλεση (ωραία, είναι η 2η ή η 1000στή - και;), αλλά καμία ηχογράφηση δεν είναι τίποτε παραπάνω παρά η εκτέλεση της ημέρας που έτυχε να βρεθούν μπροστά στο φωνόγραφο. Οτιδήποτε μέσα σ’ αυτή την εκτέλεση, πέρα από τον βασικό πυρήνα της σύνθεσης, μπορεί να είναι αποτέλεσμα εντελώς τυχαίων γεγονότων, όπως π.χ. ότι η εταιρεία ήθελε να πληρώσει 3 και όχι 4 μουσικούς, ότι δε χώραγαν όλοι οι στίχοι κι έγινε μια επιλογή, κλπ… Το γεγονός ότι η ηχογράφηση κάνει αυτές τις λεπτομέρειες αιώνιες είναι ανεξάρτητο από την πρόθεση των δημιουργών.
Το τραγούδι υπάρχει ανεξαρτήτως εκτελέσεων. Αυτή η προσκόλληση στις συγκεκριμένες εκτελέσεις είναι κάτι φυσικό μεν για εμάς σήμερα, αλλά ξένο για κείνους τότε (τουλάχιστον μέχρι κάποια εποχή). Δεν έχετε προσέξει τι γίνεται με τα τραγούδια που ακόμη και σήμερα τα ξέρουμε πιο πολύ ο ένας από τον άλλον παρά από ηχογραφήσεις;
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Σαλταδόροι. Ενώ ξέρουμε ότι είναι ένα (1) τραγούδι, συχνά το αντιμετωπίζουμε σα να ήταν δύο: «να παίξουμε του Γενίτσαρη ή του Κατσαρού;» Παρά τις πολύ μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις δύο ηχογραφήσεις (σε στίχο, μελωδία, ρυθμό, ενορχήστρωση, ακόμη και στο δρόμο), εγώ θεωρώ την ερώτηση λανθασμένη. Να μην παίξουμε ούτε του Γενίτσαρη ούτε «όχι του Γενίτσαρη», ούτε του Κατσαρού ούτε «όχι του Κατσαρού», να παίξουμε απλώς το κομμάτι. Ο Κατσαρός άκουσε, από στόμα σε στόμα, το τραγούδι που τραγουδιόταν στην Κατοχή. Αυτό που ηχογράφησε είναι η βερσιόν εκείνης της στιγμής της βερσιόν με την οποία απέδιδε προσωπικά τη βερσιόν που είχε φτάσει στ’ αφτιά του. Δεν ξέρω και δεν ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή αν ο Γενίτσαρης είναι ο αληθινός συνθέτης ή αν απλώς αποτύπωσε κι αυτός με αντίστοιχο τρόπο μια εκδοχή αυτού που τραγουδιόταν ούτως ή άλλως στην πόλη γύρω του, αλλά ο βασικός πυρήνας, τον οποίο απέδωσε διαφορετικά ο καθένας τους, είναι κοινός: είναι ένα τραγούδι ζεϊμπέκικο που πάει περίπου έτσι, όπου είναι δυνατόν να τραγουδηθούν διάφορα δίστιχα (όσα έχει ο Γενίτσαρης, όσα έχει ο Κατσαρός, και ίσως κι άλλα) και τουλάχιστον τα δύο ρεφρέν (ένα που λέει μόνο ο Κατσαρός κι ένα που λένε και οι δύο). Με άλλα λόγια, η σύνθεση έγκειται απλώς σε ένα σύνολο από δυνατότητες, όχι σε μια καθορισμένη σειρά στίχων, εισαγωγών, ενορχηστρωτικών επιλογών κλπ…
Έτσι κι αλλιώς, η μουσική που ήξεραν αυτοί οι άνθρωποι πριν αρχίσουν να βγάζουν δική τους μουσική, έτσι λειτουργούσε. «Κλειστές» συνθέσεις υπήρχαν μόνο στο χώρο της εγγράμματης (με νότες πάνω στο χαρτί) μουσικής.

Η ηχογράφηση ασφαλώς θέτει ένα πρότυπο για το πώς να παίζεται το τραγούδι. Όμως μόνο από κάποια στιγμή και πέρα, όταν η ηχογράφηση είχε πάψει να είναι κάτι καινούργιο και ανοίκειο, αυτή της η δυνατότητα άρχισε να λαμβάνεται υπόψη κατά τη σύνθεση. Όποιος δημιουργός σκέφτεται έτσι, μας δίνει μέσα από τις ηχογραφήσεις την άποψή του όχι μόνο για το πώς να παίζεται αλλά για το πώς είναι το τραγούδι. Όποιος όμως σκέφτεται κατά τον παλιότερο τρόπο, δίνει μέσα από την ηχογράφηση απλώς ένα δείγμα, όπως είπε ο Ρένος στο #80.

Αναφορικά με το ζήτημα “πρώτη εκτέλεση” εγώ θα ρωτήσω, ποιά από τις 4 τόσο διαφορετικές “αυθεντικές” και της ίδιας περιόδου εκτελέσεις των Λαχανάδων είναι η “σωστή”; Βγήκε ποτέ ο Παπάζογλου να καταγγείλει κάποια από αυτές ως αποτυχημένη, λανθασμένη, προκλητική, παραποιημένη, προσβλητική προς την πρωτότυπη σύνθεση (αν είχε γίνει κάτι τέτοιο η Αγγελίτσα ή το Στελλάκι πιθανότατα να το ανέφεραν); Η προφορική μετάδοση των μουσικών πληροφοριών και η αδυναμία καταγραφής ηχητικής πληροφορίας κατά τη γνώμη μου δημιούργησε δύο παράλληλα μεν, αντικρουόμενα και αντιφατικά δε, φαινόμενα: από τη μία την όξυνση της ακοής και ενδυνάμωση της δυνατότητας αποστήθισης και από την άλλη την δεδομένη απελευθέρωση της αισθητικής προσέγγισης. Δηλαδή, για να αναλύσω τη σκέψη μου, τα Λεμονάδικα υπήρχαν σαν μελωδία στη μουσική πραγματικότητα της εποχής και η μελωδία αυτή αποτυπώθηκε σε 4 αρκετά διαφορετικές προσεγγίσεις, ανάλογα με την αισθητική του κάθε συνόλου μουσικών που την ερμήνευσε στο δίσκο. Έτσι απλά. Όλοι γνωρίζουμε ότι το ρεμπέτικο ως εποχή χαρακτηρίζεται από την παράλληλη δράση διαφορετικών καλλιτεχνών (εμπειρικοί/επαγγελματίες, σμυρνιοί/πειραιώτες, χασικλήδες/νηφάλιοις, καλοί/μέτριοι κ.ο.κ.).
Τώρα σχετικά με το ζήτημα της προβαρισμένης ή παρεΐστικης ηχογράφησης, πιστεύω ότι ισχύει μάλλον το πρώτο (χωρίς να αποκλείει το δεύτερο) για την προπολεμική δισκογραφία και ότι μάλλον ισχύει το πρώτο και αποκλείεται το δεύτερο για τη μεταπολεμική.

άλλο οι εκτελέσεις της ίδιας περιόδου, ο παπάζογλου έκανε 2-3 σε κάθε τραγούδι, όπως και άλλοι. ειδικά στους λαχανάδες, περισσότερη βάση μπορούμε να δώσουμε σ’αυτή με τον στελλάκη, που είναι η μόνη με την πέμπτη στροφή.
όταν μιλάμε για επανεκτελέσεις του '60 κλπ εκεί έχει διαστρεβλωθεί τελείως το νόημα του τραγουδιού.
επίσης χρειάζεται μια διάκριση ανάμεσα σε παραδοσιακούς (μάρκος, μπάτης, καραπιπέρης, κατσαρός, δούσας) και σε συνθέτες με πρωτότυπα κομμάτια και συγκεκριμένη άποψη στο στούντιο (παπάζογλου, σκαρβέλης, τσιτσάνης).

Πέπε το τραγούδι της πρώτης ηχογράφησης (με δικούς σου όρους) δεν είναι τόσο απλά, ένα τυχαίο γεγονός ή μια τυχαία σύναξη των μουσικών ή ή ή. Οι δημιουργοί ξέραν πότε γράφαν και πήγαιναν προετοιμασμένοι με αυτό που θεωρούσαν (τουλάχιστο τότε) ωραίο ή πιο εκφραστικό για αυτούς. Απότι καταλαβαίνω εσύ υποστηρίζεις το πόσο άλλαξε το τραγούδι όχι μορφολογικά (ποικίλματα, πενιές κ.λ.π.) αλλά εσωτερικά. Το κατά πόσο κόπηκε και ‘‘κόπηκε’’ για τα μέτρα της δισκογραφίας. Σε αυτό συμφωνώ! Τα ρεμπέτικα που ακούμε είναι τα ρεμπέτικα όπως διαμορφώθηκαν από τη δισκογραφία. Αλλά εδώ πέρα νομίζω μιλάμε περισσότερο για το πώς έντυσε το κομμάτι ο δημιουργός και πώς λειτούργησε πάνω στο όργανο, την παικτική αισθητική δλδ.
Όσον αφορά τα παραδείγματα αν και ανέφερες το σαλταδόρο που είναι λίγο πολύ ‘‘προφορικό’’ τραγούδι, Συμφωνώ πλήρως με Πέπε, όλα είναι θέμα αισθητικής. Ακόμα και το γεγονός ότι ο Λίγκα Ρόζα θεωρεί τις επανεκτελέσεις άσχημες και τις πρώτες ωραίες, είναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ υποκειμενικό. Και για μένα η πρώτες ηχογραφήσεις είναι ΟΙ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ γιατί μου αρέσουν, όχι επειδή παίζει κάποιος σημαντικός ή επειδή είναι παλιό…

Μπάμπη γτ δεν αναφέρεις και αυτήν εδώ την εκτέλεση? http://www.youtube.com/watch?v=yF6PU52y1Eo
Το γεγονός ότι δεν τις αναφέρεις κανείς εδώ μέσα επιβεβαιώνει το ότι είτε η αισθητική μας είναι παρόμοια με εκείνων που γράφαν-παίζαν τότε, ή είμαστε και κολλημένοι κάποιοι.

το αν είναι η πρώτη εκτέλεση (ή ηχογράφηση, όπως θέλετε) η σημαντικότερη, δεν είναι υποκειμενικό. αντικειμενικά μιλώντας, είναι αυτή στην οποία το κομμάτι το εκτελεί ο ίδιος ο δημιουργός, γιατί κάτι βίωσε και γεννήθηκε ο στίχος και η μουσική. όχι επειδή είναι χιτάκι ή επειδή είναι άγνωστο.
και συνολικά μια εκτέλεση αντανακλά την εποχή της -φυσικά καλύτερα αντανακλά την εποχή που γράφτηκε. έτσι, το '30 είναι αντικειμενικά άξιες γιατί οι μουσικοί νοιώθουν στο πετσί τους τί παίζουν (και, υποκειμενικά πια, ο καθένας μας προτιμάει κάποια), ενώ αντίστοιχα το '60 ή το '70 είναι από διεκπεραιωτικές εώς εξευτελιστικές, το '80 ή το 2013 νοσταλγικές ή μοδάτες. οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα, και προέρχονται από ανθρώπους με κοινά βιώματα με την εποχή που γράφτηκαν.

Υπ’ αυτή την οπτική που το θέτεις Νίκο (Λίγκα) δε διαφωνώ σε τίποτε.

Λίγκα είσαι λάθος σε κάποια θέματα. Το ότι είναι η σημαντικότερη ισχύει για δύο λόγους εκ των οποίων ο ένας είναι για πολλούς ανούσιος. Η α’ είναι η σημαντικότερη γιάτι χάρη σε αυτήν έχουμε-ξέρουμε-αναπαράγουμε το κομμάτι. Το δεύτερο έχει να κάνει με το παικτικό σκέλος. Μια αισθητική τέλοσπάντων που προτείνει ο συνθέτης (σε εκείνη τη φάση της καριέρας του). Καταρχάς δεν είναι ούτε όλοι οι στίχοι βιωματικοί ούτε και οι μουσικές. Π.χ ο Μάρκος χρησιμοποιεί σε ‘‘πολλές’’ περιπτώσεις πάνω κάτω την ίδια μελωδία για τα τραγούδια του. Επίσης ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ πώς χτυπάγαν τους δίσκους για να γίνουν χιτάκια και να πάρουν δόξα και λεφτά (για να ζησουν οι ανθρωποι). Το αν αγαπάνε τα τραγούδια τους δεν αναιρεί το ότι θέλουν να βγάλουν λεφτά κάνοντας χιτ από αυτά και ούτε είναι λάθος. Επίσης σε πολλές περιπτώσεις ένας συνθέτης (και προπολεμικά) βάζει έναν άλλον παίκτη να του εκτελέσει το κομμάτι για χ.ψ λόγους. Ο άλλος έχει δλδ τα/το ίδιο βίώματα/βιωμα και το εκτελεί? όχι! απλά επικρατεί πάνω κάτω κάποιου είδους στυλ και παρεκκλίνουν σχετικά λίγο από αυτό όλοι οι άλλοι. Ο Μάρκος έθεσε τις βάσεις τους πως παίζεται το μπουζούκι της εποχής του στη δισκογραφία (επηρρεασμένος και αυτός με τη σειρά του) και το μάθαν και οι υπόλοιποι και το χρησιμοπιοήσαν ανάλογα τα γούστα τους!
Και κλείνω, είπες: ''ενώ αντίστοιχα το ‘60 ή το ‘70 είναι από διεκπεραιωτικές εώς εξευτελιστικές, το ‘80 ή το 2013 νοσταλγικές ή μοδάτες. οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα, και προέρχονται από ανθρώπους με κοινά βιώματα με την εποχή που γράφτηκαν.’’. Αυτό είναι απολύτως υποκειμενικό. Ως εκεί που δεν πάει δλδ. Μπορεί κάποιος να γουστάρει 60 και να θεωρεί το 80’ χάλι μαύρο και ούτε κάθ’εξης. Μια καλή επανεκτέλεση δεν κρίνεται από το πόσο κοντά είναι στην πρώτη, αλλά από το γούστο μας και πόσο μας αρεσει.

εγω επιμένω σε μία άποψη που ανέφερα πιο πάνω. ότι δηλαδή, κάποια λάθη ή πιο πρόχειρες ενορχηστρώσεις (και όχι σαν του Νταλάρα!) με ελκύουν περισσότερο από τις τέλειες ενορχηστρώσεις. Θα έλεγα ότι το ίδιο ισχύει και όταν παίζω. Προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε (μάλλον να εξηγήσετε) γιατί υπήρχαν πρόχειρες ηχογραφήσεις. Μήπως μπορείτε τώρα να μου πείτε αν α) συμμερίζεστε την άποψη μου και β) γιατί συμβαίνει αυτό; Θέλω να πω ότι μήπως υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ της ενορχήστρωσης και της συμπάθειας που μου (πιθανόν και μας) προκαλεί; φυσικά, κάτι έχω στο νου μου. .

Σε ελκύουν γιατί σου βγάζουν το ‘‘ανθρώπινο’’ δηλαδή αυτό που περιέχει λάθη μεν, αλλά σπέρνει από ομορφιά! Έχουν μια ζεστασιά είναι η αλήθεια αυτές οι εκτελέσεις. Μάλλον μας ελκύει (πέρα από το παικτικό και μπλα μπλα) η αυθεντικότητα, η παλαιότητα, τα όσα ξέρουμε για τους συντελεστές της ηχογράφησης, ίσως και ο ήχος του βινυλίου!! Δεν έχει και πολύ σημασία πάντως, αρκεί να γουστάρουμε