Και όμως, παιδιά, δεν παίζουμε με τις λέξεις. Επιμένω ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος του αναχρονισμού, να σκεφτόμαστε δηλαδή παλιά πράγματα λες και είχαν βγει με τους σημερινούς όρους.
Οχι απλώς η 1η ηχογράφηση δεν είναι η 1η εκτέλεση (ωραία, είναι η 2η ή η 1000στή - και;), αλλά καμία ηχογράφηση δεν είναι τίποτε παραπάνω παρά η εκτέλεση της ημέρας που έτυχε να βρεθούν μπροστά στο φωνόγραφο. Οτιδήποτε μέσα σ’ αυτή την εκτέλεση, πέρα από τον βασικό πυρήνα της σύνθεσης, μπορεί να είναι αποτέλεσμα εντελώς τυχαίων γεγονότων, όπως π.χ. ότι η εταιρεία ήθελε να πληρώσει 3 και όχι 4 μουσικούς, ότι δε χώραγαν όλοι οι στίχοι κι έγινε μια επιλογή, κλπ… Το γεγονός ότι η ηχογράφηση κάνει αυτές τις λεπτομέρειες αιώνιες είναι ανεξάρτητο από την πρόθεση των δημιουργών.
Το τραγούδι υπάρχει ανεξαρτήτως εκτελέσεων. Αυτή η προσκόλληση στις συγκεκριμένες εκτελέσεις είναι κάτι φυσικό μεν για εμάς σήμερα, αλλά ξένο για κείνους τότε (τουλάχιστον μέχρι κάποια εποχή). Δεν έχετε προσέξει τι γίνεται με τα τραγούδια που ακόμη και σήμερα τα ξέρουμε πιο πολύ ο ένας από τον άλλον παρά από ηχογραφήσεις;
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Σαλταδόροι. Ενώ ξέρουμε ότι είναι ένα (1) τραγούδι, συχνά το αντιμετωπίζουμε σα να ήταν δύο: «να παίξουμε του Γενίτσαρη ή του Κατσαρού;» Παρά τις πολύ μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις δύο ηχογραφήσεις (σε στίχο, μελωδία, ρυθμό, ενορχήστρωση, ακόμη και στο δρόμο), εγώ θεωρώ την ερώτηση λανθασμένη. Να μην παίξουμε ούτε του Γενίτσαρη ούτε «όχι του Γενίτσαρη», ούτε του Κατσαρού ούτε «όχι του Κατσαρού», να παίξουμε απλώς το κομμάτι. Ο Κατσαρός άκουσε, από στόμα σε στόμα, το τραγούδι που τραγουδιόταν στην Κατοχή. Αυτό που ηχογράφησε είναι η βερσιόν εκείνης της στιγμής της βερσιόν με την οποία απέδιδε προσωπικά τη βερσιόν που είχε φτάσει στ’ αφτιά του. Δεν ξέρω και δεν ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή αν ο Γενίτσαρης είναι ο αληθινός συνθέτης ή αν απλώς αποτύπωσε κι αυτός με αντίστοιχο τρόπο μια εκδοχή αυτού που τραγουδιόταν ούτως ή άλλως στην πόλη γύρω του, αλλά ο βασικός πυρήνας, τον οποίο απέδωσε διαφορετικά ο καθένας τους, είναι κοινός: είναι ένα τραγούδι ζεϊμπέκικο που πάει περίπου έτσι, όπου είναι δυνατόν να τραγουδηθούν διάφορα δίστιχα (όσα έχει ο Γενίτσαρης, όσα έχει ο Κατσαρός, και ίσως κι άλλα) και τουλάχιστον τα δύο ρεφρέν (ένα που λέει μόνο ο Κατσαρός κι ένα που λένε και οι δύο). Με άλλα λόγια, η σύνθεση έγκειται απλώς σε ένα σύνολο από δυνατότητες, όχι σε μια καθορισμένη σειρά στίχων, εισαγωγών, ενορχηστρωτικών επιλογών κλπ…
Έτσι κι αλλιώς, η μουσική που ήξεραν αυτοί οι άνθρωποι πριν αρχίσουν να βγάζουν δική τους μουσική, έτσι λειτουργούσε. «Κλειστές» συνθέσεις υπήρχαν μόνο στο χώρο της εγγράμματης (με νότες πάνω στο χαρτί) μουσικής.
Η ηχογράφηση ασφαλώς θέτει ένα πρότυπο για το πώς να παίζεται το τραγούδι. Όμως μόνο από κάποια στιγμή και πέρα, όταν η ηχογράφηση είχε πάψει να είναι κάτι καινούργιο και ανοίκειο, αυτή της η δυνατότητα άρχισε να λαμβάνεται υπόψη κατά τη σύνθεση. Όποιος δημιουργός σκέφτεται έτσι, μας δίνει μέσα από τις ηχογραφήσεις την άποψή του όχι μόνο για το πώς να παίζεται αλλά για το πώς είναι το τραγούδι. Όποιος όμως σκέφτεται κατά τον παλιότερο τρόπο, δίνει μέσα από την ηχογράφηση απλώς ένα δείγμα, όπως είπε ο Ρένος στο #80.