Τα "ευρωπαϊκά" και η ερωτική διάσταση του παραδοσιακού χορού

Από συντονιστική ομάδα: Εδώ μεταφέρθηκε μια σειρά μηνυμάτων από άλλη συζήτηση, εδώ, ώστε το νέο θέμα που άνοιξε να μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς να εκτοπίζει το παλιό. Εφόσον τα μηνύματα αυτά δεν είναι πλέον εκτός θέματος, σχόλια όπως «συγγνώμη που φεύγω από το θέμα αλλά…» αφαιρέθηκαν.

Μέχρι και οι Ξυλούρηδες έπαιζαν ταγκό κλπ. τη δεκαετία του 50, αναφέρεται στη διατριβή της Αγγελικής Κουφού για το ελληνικό ταγκό όπου παραθέτει συνέντευξη με τον Γιάννη Ξυλούρη.

Δεν το ήξερα, αλλά δεν εκπλήσσομαι. Οι Ξυλούρηδες ήταν Ανώγεια (ορεινό Ρέθυμνο). Σε κάποια μέρη της Ανατολικής Κρήτης, ίσως Κρούστα (ν. Λασιθίου) ή κάπου εκεί, υπάρχουν και βιντεάκια με λυροντάουλα, τα πιο παλαιινά αγροτικά όργανα του νησιού, να παίζουν ταγκό. Στο Οροπέδιο (επίσης ν. Λασιθίου) έχω ακούσει από παλαιό βιολάτορα την εξής ανατρεπτική ατάκα: «Τώρα οι νέοι τα 'χουν κάνει όλα ίσωμα: μόνο συρτό συρτό συρτό, και κοντυλιές και πεντοζάλι. Εμείς τότε είχαμε ποικιλία: παίζαμε και φοξ τροτ, και φοξ αγκλέ, και πόλκα…!»

Δεδομένου ότι τα ίδια έχω ακούσει/δει για ένα σωρό άλλα νησιά (και σε ορισμένα, όπως η Ικαρία, η μόδα αυτή ρίζωσε και σήμερα αποτελεί συνεχιζόμενη παράδοση), το βρίσκω πολύ λογικό να συνέβη και στην Κίσαμο.

Απλώς δε γνωρίζω θετικά αν συνέβη.

Κάποτε (κάτι που σε αρκετές περιοχές κρατάει μέχρι και σήμερα) στα πανηγύρια δεν έπαιζαν μόνο τα παραδοσιακά (όπως πολύ σωστά λέτε). Έτσι δε πρέπει να μας κάνει εντύπωση που βλέπουμε “ευρωπαϊκούς” χορούς ή καλαματιανό στη Κρήτη. Το ίδιο ισχύει από όσο ξέρω στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου. Βέβαια κατά κάποιο τρόπο κρατιέται το ηχόχρωμα του χώρου. Πχ. Ο αργαλειός του Μουντάκη, παρόλο που είναι καλαματιανός, δεν μπορεί να συγκριθεί με τα καλαματιανά της Πελοποννήσου.
Ακούστε εδώ τι λέει και η Ασπασία Παπαδάκη, μια από τις ελάχιστες λυράρισες της παλιάς εποχής (μιας και το κομμάτι μουσική στη Κρήτη για πολλά χρόνια ήταν ανδροκρατούμενο, τώρα λίγο λίγο αλλάζει).

μου ελεγε παλιος λυραρης του Νομου Ηρακλειου ότι , μεταπολεμικά ,οσοι λυραρηδες δεν επαιζαν τα “ευρωπαϊκά” δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά σε πανηγύρι ή μαγαζί και είναι φυσιολογικό αυτό αφου την εποχη εκείνη ο μόνος σχεδόν τρόπος επικοινωνίας των κατοίκων και ιδιαίτερα της νεολαιας ακόμα και διπλανών κοινοτήτων ήταν τα πανηγυρια.
Στα πανηγυρια εκτός απο τη διασκεδαση κλεινόταν εμπορικές συμφωνιές ,αγοραπωλησιες ακομα και μεταβιβασεις ακινητων.
Προφανως το τανγκό ήταν ο μονος επιτρεπτος τρόπος για να αγγίξεις τη νταμα σου και να βρεθεις τόσο κοντά της σχεδόν σε επαφή.Εκεί λοιπον στο τανγκό γινόταν τα πρωτα φλέρτ και συνηθως τη βδομαδα που ακολουθούσε το πανηγυρι γινοταν αφθονα συνοικέσια και αρραβώνες…
και τους λυράρηδες συνέφερε οικονομικά να παιζουν τανγκό διότι καποια στιγμή στη μέση του χορού περίπου ,πάντα καποιος καβαλιέρος αναφωνουσε “ντάμα λυράρη” και τότε ολοι οι αντρες αφηναν προσωρινά τις κοπέλες του και εδιναν το σχετικό φιλοδωρημα στα όργανα ,το γνωστό “μπαξίσι”…

Αυτό ισχύει. Και όχι μόνο για το ταγκό, αλλά και για άλλους ευρωπαϊκούς χορούς.

Στην Πάτμο η πόλκα λέγεται «κολλητός». Αλλού, όροι όπως «κολλητά» ή «αγκαλιαστά» χρησιμοποιούνται συλλήβδην για όλους τους τέτοιου τύπου χορούς.

Φυσικά, εκτός από ερωτικοί, ήταν και σκανδαλιστικοί για πολλούς. Έχει διάφορες ιστορίες με γέρους που καταδίκαζαν αυτούς τους χορούς ως ανήθικους. Η πόλκα της Τζιας, που χορεύεται ακόμη τακτικά (με μια μουσική της τσαμπούνας που δε θυμίζει ούτε από μακριά ευρωπαϊκή πόλκα), για λόγους -υποθέτω- αρχικά ηθικής και πλέον συνήθειας και παράδοσης, χορεύεται όχι αγκαλιαστά αλλά με τα χέρια του καθενός από το ζευγάρι να κρατάνε τον άλλο περίπου στον αγκώνα, και ένα τεράστιο κενό ανάμεσά τους.

Από την άλλη, και πριν έρθουν αυτοί οι χοροί στη μόδα, και πάλι το πανηγύρι και ο δημόσιος χορός ήταν μια σπάνια ευκαιρία για φλερτ και εκδήλωση αισθημάτων. Στην Όλυμπο της Καρπάθου, ακόμη σήμερα, οι μανάδες και οι γιαγιάδες ορμηνεύουν τα κορίτσια τους σε ποιο σημείο του χορού να παν να πιάσουν, με κριτήρια -συχνά- συνοικεσίου. Εκεί το έθιμο είναι ότι ο χορός αρχικά ξεκινάει μόνο με άντρες, και τα κορίτσια μπαίνουν αργότερα και όπου θέλουν τα ίδια, όχι κατόπιν προσκλήσεως από τον χορευτή, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι οι κόρες μπορούν ασύδοτα να πάνε όπου τους καπνίσει, αφού παρακολουθούνται άγρυπνα από τις μαναδογιαγιάδες τους, που κάθονται μέσα από τον κύκλο του χορού με μέτωπο προς τα έξω για να μην τους ξεφύγει τίποτε.

Και για τον Αγκαλιαστό χορό στο Λασίθι (τοπικός παραδοσιακός χορός, όχι ευρωπαϊκός), έχω δει σε ντοκιμαντέρ τις κλασικές αφηγήσεις παλαιών ότι ήταν μοναδική ευκαιρία για ένα μικρό άγγιγμα. Και όμως, με τη σημερινή έννοια των λέξεων μόνο αγκαλιαστός δεν είναι αυτός ο έρμος ο χορός, ίσα που ακουμπάνε ένα χέρι στον ώμο του μπροστινού (ούτε καν διπλανού, πόσο μάλλον αντικρινού).

Ε, ό,τι σου λείπει το εκτιμάς περισσότερο…

Κατά κοινή ομολογία ο “ερωτικός” παραδοσιακός χορός της Κρήτης είναι η σούστα, που χορεύεται σε ζευγάρια. Όπως και στα νησιά του Αιγαίου είναι ο μπάλος.

Τα παραδοσιακά ελληνικά ήθη ήταν πολύ συντηρητικά, μα πολύ όμως:

Για μεν την κρητική Σούστα, έχω διαβάσει ότι αρχικά ήταν κι αυτή κυκλικός χορός κι όχι ελεύθερος ζευγαρωτός. Η συνήθεια να αποσπάται ο κάβος (πρωτοχορευτής / μπροστελάτης) από τους υπόλοιπους και να κάνει τα τσαλίμια του στην ντάμα του σταδιακά οδήγησε στο να αποσπαστούν όλα τα ζευγάρια και να σπάσει η αλυσίδα. Άρα η παλιά χορευτική διάταξη ήταν όπως στις 12νησιακές Σούστες.

Με επιφυλάξεις (και παρακαλώ να με διορθώσει όποιος ξέρει καλύτερα), θαρρώ πως η «κρητική» Σούστα είναι βασικά ρεθεμνιώτικος χορός. Υπάρχει και η Γιτσικιά/Ρουμαθιανή Σούστα των Χανίων (συγκεκριμένα του χωριού Παλιά Ρούματα), που δεν ξέρω αν χορευτικά σχετίζεται ή είναι απλή συνωνυμία, όπου η διάταξη είναι: ευθεία γραμμή (όπως στο χασάπικο) από λίγους χορευτές, μόνο άντρες.

Ο δε Μπάλος, είναι γνωστό ότι είναι βενετσιάνικης προέλευσης, δάνειο δηλαδή από την έκφυλη Δύση όπου ένας άντρας και μία γυναίκα μπορούσαν να χορεύουν μόνοι οι δυο τους, άκουσον άκουσον. Και τουλάχιστον για τη Νάξο αυτό που συνηθιζόταν μέχρι όχι πολύ παλιές εποχές ήταν, όταν ο συρτός (κυκλικός χορός) γύριζε σε μπάλο, να χορεύει μόνο το πρώτο ζευγάρι, ο πρωτοχορευτής του συρτού με την ντάμα του, κι οι υπόλοιποι να κάθονται. Το να χορεύουν πολλά ζευγάρια “αμολητά” και ταυτόχρονα είναι νεότερη εξέλιξη.

Αν σ’ αυτά προσθέσουμε ότι ο καρσιλαμάς, το τσιφτετέλι και τα διάφορα ζευγαρωτά είδη απτάλικου και ζεϊμπέκικου χορεύονται από ζευγάρια του ίδιου φύλου, προκύπτει ότι από τους χορούς που δεν προήλθαν ούτε από τη Δύση ούτε από νεότερες εξελίξεις, αλλά είναι παλιά κληρονομιά είτε γηγενής είτε ανατολίτικη, πουθενά δεν προβλέπεται ένας άντρας με μία γυναίκα.

Ωστόσο και στους ομαδικούς κυκλικούς χορούς, εφόσον βέβαια ήταν μικτοί, οι άνθρωποι έβρισκαν χαραμάδες για να εκφράσουν τα ερωτικά τους σκιρτήματα, ακόμα κι εκεί όπου δεν υπήρχε καν επαφή των χεριών αλλά μόνο κράτημα με το μαντίλι. Ο πρώτος με την πρώτη εκφράζουν ό,τι έχουν να “πουν” δημόσια και επίσημα, σε κοινό επήκοο όλης της κοινότητας, δηλαδή σχεδόν σαν να λογοδίνονταν, ενώ στο υπόλοιπο της χορευτικής αλυσίδας υπήρχε κάποιο περιθώριο να γίνουν στη ζούλα νοήματα και βλέμματα.

Αλλιώς, και τίποτε από αυτά να μη γινόταν, τουλάχιστον έβλεπαν οι νέοι τις νέες:

Έχω ζαμάνια και καιρούς την αγαπώ δεν είδα,
κι εχτές την είδα στον χορό…

Πέρα από τους δημόσιους χορούς, οι ευκαιρίες μέσα στην καθημερινότητα να συναντηθούν ήταν λιγοστές κι ακριβοθώρητες: στη βρύση, όπου μάλλον απαγορευόταν αλλά η επιτήρηση ήταν χαλαρή, στον Κλήδονα και τις πασχαλινές Κούνιες, ίσως σε κάποιες συγκεκριμένες αγροτικές εργασίες που γίνονταν από άντρες και γυναίκες αναμίξ, κλπ…

Σωστά, έτσι χορευόταν, κυκλικά από όλους και στη συνέχεια ζευγάρι αποσπασμένο στο κέντρο
[i]
[SIZE=-1]Εις την Σούσταν οι χορευταί τοποθετούνται κύκλω όπως εις τον Καστρινόν.
Επειτα αποσπώμενοι δύο, εις ανήρ και μία γυνή, περιστρέφονται εντός του κύκλου μεμονωμένοι, ότε μεν δίδοντες τας χείρας οτέ αποχωριζόμενοι εκτελούσι διαφόρους φιλοφρόνους κλίσεις του σώματος και κύκλους υπενθυμίζοντας τα saluts και τα tours και τα balances, τα demi-chaines των ευρωπαϊκών τετραχόρων.

-Χατζηδάκις 1910[/SIZE][/i]-

Ως βέρος Ρεθεμνιώτης θα συμφωνήσω αρχικά, αλλά διατηρώ τις επιφυλάξεις μου. Η ιστορική παράδοση διαρκώς μας εκπλήσει και μας αναιρεί.

Επί του θέματος του thread:
Θυμάμαι πριν πέντε-έξι χρόνια είχα βρεθεί σε βάφτιση κάπου στο Σπήλι του Ρεθύμνου και μετά από έναν πεντοζάλη η ορχήστρα άρχισε να παίζει κάτι γρήγορο και απροσδιόριστο, και όλοι στην πίστα άρχισαν να χοροπηδάνε πάνω κάτω.
Ρώτησα τη θεία μου τι ήταν αυτό, και με επικριτικό βλέμα του τύπου “μα δεν το κατάλαβες?” μου απάντησε: ΡΟΚ :090:

  1. Αν κατάλαβα καλά, τα ευρωπαϊκά στην Κρήτη, αφορούν κατά κύριο λόγο, μεταπολεμική δισκογραφία της λεγόμενης ελαφράς μουσικής. Η δε μπογιά τους κράτησε καμιά δεκαριά χρόνια (όσο ήταν και πανελλήνια σουξέ δηλαδή) και αυτό ήταν όλο. Από την άλλη, να υποθέσω ότι δεν θα είχαν ανάλογη δημοφιλία και χρήση στα γλέντια με λύρες, τραγούδια του λαϊκορεμπέτικου ρεπερτορίου της εποχής εκείνης.
  2. Οι διάφορες πόλκες που υπάρχουν σε νησιά (Κέα, Ικαρία, Σίκινο) πρέπει να είναι πριν την εμφάνιση της δισκογραφίας. Δεν ξέρω αν έχει κανένας ψάξει στα νησιά αυτά να μάθει περισσότερο για την προέλευσή τους. Κάνω την υπόθεση ότι οι διάφοροι ειδικοί ερευνητές, σαν το Σ. Καρά ας πούμε, θα σνομπάριζαν τους σκοπούς αυτούς ως μη ταιριαστούς με την παράδοση του τόπου. Οι δε ντόπιοι, ερασιτέχνες λαογράφοι συνήθως, δεν θα είχαν τις γνώσεις. Έτσι δεν θα έχουν μελετηθεί όσο πρέπει. Πάντως, τα τελευταία χρόνια παρατηρώ ότι χορευτικοί συλλόγοι από διάφορα νησιά, επιλέγουν να παρουσιάζουν, όχι μόνο συρτά και μπάλλους, αλλά και ευρωπαϊκά (βαλς, πόλκες και φοξ ανγκλαί). Και καλά κάνουν.

Λέτε δηλαδή η πόλκα να είναι ξεχωριστή περίπτωση από τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς χορούς;

Ας κάτσουμε να δούμε τι γνωρίζουμε σχετικά…

α) Από την εποχή των Κρητικών Επαναστάσεων, και με τις αλλεπάλληλες επισκέψεις των συμμαχικών στόλων, στην Κρήτη εμφανίστηκε ένας καινούργιος χορός, η πόλκα, που χορεύεται μέχρι σήμερα (Δ. Σαμίου, Τορτούλοι Σητείας 1977). Στο βίντεο ακούμε μια μουσική που παραπέμπει σε ευρωπαϊκή, παρά την έντονη διασκευή στο ύφος, κι έναν κανονικό αν και εύθυμο χορό με ζευγάρια. Ένα από τα τέσσερα ζευγάρια είναι μόνο γυναίκες. (Το είχα αναφέρει και σε προηγούμενο μήνυμα, αλλά το χωριό δεν είναι τελικά ο Κρούστας αλλά οι Τορτούλοι.)

β) Στην Τζια και στην Ανάφη υπάρχει η πόλκα, που χορεύεται παρόμοια (στην Τζια με το πιο «σεμνό» πιάσιμο από μακριά, που προαναφέρθηκε). Η μουσική είναι με την τσαμπούνα, και δε θυμίζει καθόλου ευρωπαϊκή, είναι τυπική αιγαιοπελαγίτικη μουσική της τσαμπούνας, μοτιβική, και με άλλο ρυθμό μάλιστα - τον ίδιο όπως στον συρτό και τον μπάλο της τσαμπούνας στα ίδια νησιά. Έχω κάνει προσωπικά σχετική έρευνα, αλλά δεν άνοιξα θέματα σχετικά με την προέλευση των χορών, γιατί από χορούς και χορολογική έρευνα δεν κατέχω και θα έμπαινα σε επισφαλή εδάφη. Το μόνο που έχω να καταθέσω είναι ότι στην Τζια, που καμιά φορά την τραγουδάνε κιόλας την πόλκα, υπάρχει ένα στιχάκι που λέει «πόλκα τα 'χεις τα μαλλιά» (πόλκα ήταν επίσης κάποιο χτένισμα), και οι ντόπιοι θεωρούν ότι το όνομα του χορού προέρχεται από τον στίχο. Άρα ούτε που διανοούνται ότι είναι ξενόφερτος χορός, άρα εδώ και κάποιες γενιές όλοι την βρήκαν να είναι εκεί πριν από τους ίδιους.
Βιβλιογραφικά γνωρίζω ότι και στη Νάξο χόρευαν πόλκα με την τσαμπούνα, με ντόπιους σκοπούς. Σήμερα δεν υπάρχει αυτό.

γ) Στην Τήνο υπάρχει μια δημοσιευμένη ηχογράφηση του τελευταίου ζευγαριού τσαμπουνιέρηδων, που δεν παίζουν πια και αν ζουν θα κοντεύουν εκατό χρονών, με τίτλο «Polka & Waltz», αλλά ακούγεται μόνο το βαλς, η πόλκα λείπει από τον δίσκο. Είναι του Βολφ Ντίτριχ, ενός ερευνητή που αφενός εκπλήσσει συνέχεια με τα δυσεύρετα και άγνωστα πράγματα που φέρνει στην επιφάνεια, αλλά αφετέρου συνηθίζει να κάνει μπάχαλο τα ονόματα ανθρώπων, χωριών και τραγουδιών, να βάζει άλλα κομμάτια με άλλους τίτλους κλπ…

δ) Στην Πάτμο και τη Λέρο χορεύεται ο χορός της σκούπας. Είναι πόλκα πάλι, αλλά εδώ χορεύεται με μια αστεία παραλλαγή: μαζί με όλα τα ζευγάρια υπάρχει κι ένας έξτρα άντρας, που χορεύει αγκαλιά με τη σκούπα. Σε συχνά αλλά απροσδόκητα σημεία οι οργανοπαίχτες φωνάζουν «αλλαγή!», οπότε όλοι παρατάνε την ντάμα τους, ο σόλο πετάει τη σκούπα όσο πιο μακριά μπορεί, αρπάζουν όποια άλλη ντάμα βρουν κοντά, και μένει με τη σκούπα κάποιος άλλος. Στην Πάτμο το λένε «κολλητό» και παίζεται (και;) με τσαμπούνα, στη Λέρο το λένε «σκούπα» και παίζεται με τα βιολιά. Είναι ο ίδιος σκοπός, ένα εύθυμο νησιώτικο με δίστιχα, μεταξύ των οποίων το πιο χαρακτηριστικό λέει «Μαυρομάτα μαυρομάτα, συ μου μάρανες τα νιάτα».
Τον χορό της σκούπας τον έχω δει και σε σύγχρονο βιντεάκι από ποντιακό γάμο, με μουσική καθαρά ποντιακή. Επίσης, από αφηγήσεις στόμα με στόμα έχω ακούσει ότι υπάρχει/υπήρχε και στη Ρόδο, όπου μάλιστα αντί «αλλαγή» το παράγγελμα είναι «σαγκελετά!», που σημαίνει «σανζέ λε νταμ» (changez les dames: αλλάξτε ντάμες).
Αυτό το σύστημα, είτε με σκούπα είτε απλώς μ’ έναν παραπανίσιο καβαλιέρο, υπάρχει και σε πραγματικούς ευρωπαϊκούς χορούς (Γαλλίας, Ιρλανδίας…) όπου άλλωστε είναι γενικότερη συνήθεια να αλλάζουν τα ζευγάρια και στο τέλος να έχουν χορέψει όλοι με όλες.

Κατά τα άλλα:

-Στην Ικαρία, όπως αναφέρθηκε, χορεύουν βαλς και ταγκό (ταγκό δηλαδή, ο θεός να το κάνει…). Το έχω δει σε πανηγύρι, και νομίζω ότι αυτά τα δύο ήταν μόνο, δε θυμάμαι πόλκα ή άλλον ευρωπαϊκό χορό.

-Στο Οροπέδιο Λασιθίου και επίσης στην Κύθνο έχω ακούσει από οργανοπαίχτες περίπου 80-90 χρονών σήμερα ότι στα νιάτα τους έπαιζαν φοξ τροτ και φοξ αγκλέ, ταγκό, βαλς (συνήθως ένα συγκεκριμένο, τα Κύματα του Δουνάβεως) κλπ. Από οργανοπαίχτη της ίδιας γενιάς είδα μια μοναδική φορά (ανάμεσα σε πολλές δεκάδες γλέντια) να παίζει ταγκό και στην Κάρπαθο, με τη λύρα με τα κουδουνάκια, και χόρεψαν όλοι οι συμμαθητές του με τις συμμαθήτριες-συζύγους τους…

-Τέλος, έχω μιαν αόριστη ανάμνηση ότι πριν καμιά τριανταριά χρόνια πρέπει να είχα ακούσει, σε παράσταση Καραγκιόζη, μια από τις πιο γνωστές διεθνώς πόλκες, τη Ροζαμούνδη ή Beer Barrel Polka, εκεί όπου κατά κανόνα μπαίνει χασαποσέρβικο.

Για τα περισσότερα που αναφέρω υπάρχουν και βιντεάκια στο ΥΤ.

σοστα, εγω που καταγομε απο ναξο χορεβουμε τον μπαλο δεν ηξερα, οτη προχετε
απο βενετσιανηκης, προελεφσης. η δεν θημαμε, απο τον σηχορεμενο τον γερο μου
να μου τοειπε και δεν το θημαμε.
αλα ναι ετσυ ειναι…
για τον μπαλο δηλαδη., εχο δη σε πανηγηρη,
και θημαμε, οτη το χορεβαν, πολη στη ηκογενια μου σε ναξιοτηκα γλεντια.

να κι εδω μια συγχρονη εκτελεση τανγκό απο τον Γιαννη Ξυλουρη οπως την επαιζαν με τον αδερφό του Νίκο στα γλεντια της δεκαετίς 50-60

Αυτή η πόλκα δεν είναι και πολύ παλιά (σε σχέση τουλάχιστον με την τελευταία κρητική επανάσταση) Beer Barrel Polka - Wikipedia την τραγουδούμε στη Λεμεσό σαν καρναβαλίστικη καντάδα με τους ανάλογους στίχους

Θυμήθηκα επίσης δύο ηχογραφήσεις, ταγκό και πόλκα, με τον Αντώνη Βαρδάκη (διαπρεπή σημερινό βιολάτορα από τη Γεράπετρο), σ’ ένα δίσκο του Μεγάρου από επιτόπιες έρευνες του 2002. Συγκεκριμένα, η πόλκα μπορεί να ήταν από τις αναμνήσεις του ίδιου ή των δασκάλων του από το παρελθόν, αλλά το ταγκό είναι από γλέντι σε καφενείο, στο Ορεινό Σητείας.

  • Στο ταγκό του Ψαρογιάννη (μήνυμα 12), ανάμεσα σε άλλες μελωδίες που δε γνωρίζω, έχει και το Ιστόρια δε ουν Αμόρ.

Νομίζω ότι για το ταγκό τα πράγματα είναι πιο εύκολα και μπορούν να αναγνωριστούν οι διάφοροι σκοποί μιας και εμφανίζεται με τη δισκογραφία από τη δεκαετία του 30. Και στο βίντεο με το Ξυλούρη όλοι οι σκοποί είναι λίγο- πολύ γνωστοί.

Με την πόλκα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Όπως λέει και το ντοκυμανταίρ της Σαμίου χρονολογείται από το τέλος του 19ου αιώνα όταν δεν υπήρχε δισκογραφία. Έτσι έχουμε στα νησιά όπως και για το Λασήθι μελωδίες οι οποίες είναι δύσκολο να αναγνωριστούν. Αν προσθέσουμε ότι με το πέρασμα του χρόνου, οι παρεμβάσεις των ντόπιων (συνήθως εμπειρικών) οργανοπαικτών θα αλλοίωσαν τις αρχικές μελωδίες τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα. Προσωπικά, όσες έχω ακούσει δεν μου θυμίζουν κάτι γνωστό αλλά εγώ δεν είμαι και ο ειδικότερος.
Για την Ικαρία έχω βρει αυτό (όπου η πόλκα λέγεται μπόρκα).
Εδώ η πόλκα στη Σίκινο από την εκπομπή “Αλάτι της γης” με κάποια σχόλια.

Εδώ είναι και η Σιφνέικη πόλκα από ηχογράφηση περί το 1990.
Στο βιολί είναι ο μακαρίτης ο Γιάννης Κόμης-Νόνικος, σε μεγάλη ηλικία πια, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα τεχνίτης στα “ευρωπαϊκά” (αλλά και στα ρεμπέτικα) και στο λαούτο ο Λευτέρης Λουκατάρης.
Και στη Σίφνο η καθαρή πόλκα χορεύεται παρόμοια όπως στη Τζια, μόνο που οι χορευτές κρατιούνται από τους ώμους (όχι από τον αγκώνα). Κανονικά, αν το ζευγάρι των χορευτών είναι έμπειρο, κατά το χορό τους καλύπτουν μεγάλη επιφάνεια πηδώντας απρόβλεπτα από δω και από κει. Έτσι, πολλές φορές, στην πίστα χορεύει ένα ζευγάρι μόνο.

Nα πω εδώ ότι το όνομα του βιολάτορα είναι Βαγγέλης Βαρδάκης.
Φημίζεται για το ότι έχει ερευνήσει σε βάθος την μουσική της νοτιοανατολικής Κρήτης.
Τον έχω δει πάρα πολλές φορές ζωντανά την τελευταία 20ετεία.Θα έλεγα ότι το ρεπερτόριο του ελάχιστα έως καθόλου έχει ανανεωθεί όλα αυτά τα χρόνια.Τα ερωτικά τέτοιου είδους μόνο σε κάποιο γάμο αν τον έχω ακούσει να παίζει κάτι τέτοιο.

Ναι ρε φίλε, φτού! φυσικά είναι Βαγγέλης.

Θα απαντήσω με μία σκέψη που αφορά κυρίως δύο νησιών τις πόλκες, της Τζιας και της Ανάφης, όπου ανήκουν στο ρεπερτόριο της τσαμπούνας.

Θεωρώ πιθανόν οι ντόπιοι μουσικοί να μην προσπάθησαν καν ποτέ να αποδώσουν τη μελωδία κάποιας υπαρκτής πόλκας. Απλώς να έπαιζαν κάτι στο στυλ που ήδη ήξεραν, και οι χορευτές να προσάρμοσαν εκεί πάνω τα βήματα του καινούργιου χορού.

Η πόλκα της Τζιας δε θυμίζει γνωστές μελωδίες, αλλά θυμίζει απόλυτα το στυλ της τσαμπούνας και το στυλ της Τζιας (επιγραμματικά το στυλ της Τζιας είναι: αφενός τσαμπούνα με αρκετά πλούσιο ρεπερτόριο, με μια σειρά εντελώς ιδιαίτερων τοπικών τεχνικών, και με τουμπάκι που παίζει έναν και μόνο ρυθμό -όπως στα περισσότερα νησιά- αλλά πολύ πιο γκρουβάτο από το σχετικά «τετράγωνο» τουμπάκι άλλων νησιών. Αφετέρου, πλουσιότατο βιολατόρικο ρεπερτόριο που μάλλον αποτελεί κλάδο του μικρασιάτικου - αιγαιοπελαγίτικου, με έμφαση όμως στους συρτούς - μπάλους παρά στα 9σημα και τσιφτετέλια, και με συνοδεία λαούτου σε αρκετά σύγχρονο ύφος.)

Η πόλκα της Ανάφης (κι εδώ «μπόρκα») από την άλλη έχει γυρίσματα που, ναι, θυμίζουν άλλους σκοπούς, αλλά όχι πόλκες παρά χασαποσέρβικα. Αυτά τα γυρίσματα είναι ενταγμένα σε μια ευρύτερη σειρά από γυρίσματα που συνολικά έχουν κι αυτά το γενικότερο ύφος της τσαμπούνας. Κι εδώ, ο ρυθμός του τουμπακιού είναι ακριβώς όπως και στους υπόλοιπους χορούς του νησιού.

Ανέφερα ήδη ότι σε βιβλιογραφικές πληροφορίες του παρελθόντος βρίσκουμε και στη Νάξο πόλκα με τσαμπούνα (τζαμπουνόπορκα), με ντόπιους σκοπούς.

Συνδυάζοντας όλα αυτά με το γεγονός ότι οι τσαμπουνιέρηδες κάθε επιμέρους νησιού, ιδίως μάλιστα εκείνες τις τόσο παλιές εποχές (τέλη 19ου - αρχές 20ού), ζούσαν σ’ έναν μουσικό κόσμο αυτάρκη και αυτόνομο και ελάχιστα ένιωθαν την ανάγκη -αλλά είναι αμφίβολο και κατά πόσο είχαν καλλιεργήσει την ικανότητα- να εμπλουτίζουν το ρεπερτόριό τους με καινοτόμα πράγματα, αντίθετα από τους βιολατόρους που ανέκαθεν ήταν πιο ανοιχτοί και φιλοπερίεργοι/φιλοπρόοδοι, τείνω στο συμπέρασμα από το οποίο ξεκίνησα.

Τέλος, να προσθέσω ότι στο Οροπέδιο Λασιθίου, όπως έμαθα μόλις σήμερα, ενώ οι βιολατόροι της εποχής λίγο μετά τον Πόλεμο (ίσως και πιο πριν) έπαιζαν πόλκες, φοξ και όλα αυτά, οι τσαμπουνιέρηδες έπαιζαν αυστηρά τοπικό ρεπερτόριο: αμφίβολο αν έπαιζαν καν συρτό (η απολύτως στάνταρ μουσική φόρμα σήμερα παντού στην Κρήτη), που είναι χανιώτικο, ούτε λόγος για ευρωπαϊκά.

Πιστεύω δε ότι και οι παίχτες του παλιού λυρακιού με έντερα, γερακοκούδουνα και συνοδεία κρουστού, τόσο στην Αν. Κρήτη όσο και στα άλλα νησιά, μάλλον θα εκπροσωπούσαν τον ίδιο πόλο με τους τσαμπουνιέρηδες (διαιώνιση) παρά με τους βιολατόρους (ναι μεν διαιώνιση αλλά και ανανέωση).

Τώρα, αν το ίδιο μπορεί να συνέβη και σε νησιά που η παράδοσή τους στηρίζεται στο βιολί, δεν το ξέρω. Δεν μπορώ και να το αποκλείσω βέβαια, υπό προϋποθέσεις, όπως π.χ. αν πρόκειται για νησιά με έντονη εσωστρέφεια στη μουσική τους (η Σίφνος σε καμία περίπτωση δεν ανήκει εδώ).

Υ.Γ. Μπορεί και στην Τζια η λαβή να είναι από τους ώμους, δεν παίρνω όρκο.

Επιλεκτικό αλτσχάιμερ… :112:

Αυτή την πόλκα την έπαιζα στο ικαριώτικο πρόγραμμα μιας χορευτικής παράστασης πολύ πρόσφατα, και η ηχογράφηση απ’ όπου τη βγάλαμε ήταν αυτή η ίδια…

Ακολουθεί μακροσκελές κείμενο με πολλές παραπομπές.
Δείγματα “ευρωπαϊκών” σε σιφνέικο γλέντι

  1. Από γάμο, 2009. Στο βιολί ο Νίκος Ραβιόλος και στο λαούτο ο Νίκος Σταυριανός.
    Κατά σειρά:
    a. Αϊ αϊ Μαρία. Είναι η ελληνική εκδοχή του Maria de Bahia (1946). Το περιέλαβε και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης στο δίσκο ρετρό “fifties και ξερό ψωμί” του 1988. Είναι ιδιαίτερα δημοφιλές και σε άλλα μέρη όπως στην Κάσο. Εδώ οι Κασιώτες συμπεριλαμβάνουν και το γνωστό Marina marina που το λένε στα Ιταλικά. Στο “αϊ αϊ Μαρία” λένε και τα στιχάκια “πήγαινε στο Φάληρο να δεις τον καρχαρία που με την πρώτη τη βουτιά θα σε κάνει μια μπουκιά και δεν θα σε δούμε πια”. Αυτά τα λένε και στη Σίφνο αλλά δεν ξέρω πώς προήλθαν αφού δεν περιέχονται στις ηχογραφήσεις που ξέρω.

b. Το σύστημα το καουμπόικο. Του Μουζάκη, 1953
c. Γιούπι για για.

  1. Από πανηγύρι στην Παναγιά του Νήγιου, Αύγουστος 2016, Νοτιοδυτική Σίφνος. Βιολί: Παντελής Αγιουτάντης, λαούτο, Ανδρέας Ραφελέτος. Στην αρχή βαλσάκια και μετά φοξ ανγκλαί και πόλκα για το τέλος.
    a. Φεγγαράκι ήταν και τότε
    b. Πρωίαν σε είδον
    c. Το τραγούδι του Ναύτη. Είναι η ελληνική εκδοχή (Φ. Πολυμέρης, Ν. Πατέτσος) του Ιταλικού “Lo stornello marinaio” (1948)
    d. Άπονη Μαρίτσα. Του Θεόφραστου Σακελλαρίδη. Στο δίσκο (1934) δεν περιέχονται κάποιοι στίχοι που λέγονται στα Σιφνέικα γλέντια.

Νύχτα μες στους δρόμους
και περπατώ και πέφτω μες στους υπονόμους

Νύχτα στην Αθήνα
η μαυρίλα μοιάζει με τη Ζοζεφίνα

Ασημί* και τ’ άστρα
το παντζούρι το κλειστό,
το φανάρι το σβηστό
στο μπαλκόνι μια κιθάρα και μια γλάστρα
*είναι λίγο αδιευκρίνιστο τι λέγεται εδώ.

Το τραγούδι συνδέεται με την οπερέτα του Θ. Σακελαρίδη με τίτλο “Μια νύχτα στην Αθήνα”. Το “Ζοζεφίνα”, δεν ξέρω αν συνδέεται με την επίσκεψη της Josephine Baker, το Φεβρουάριο του 1934 στην Αθήνα που είχε κάνει ντόρο.
Η μουσική από το “Άπονη Μαρίτσα” χρησιμοποιήθηκε στην πολεμική επιθεώρηση “Μπράβο κολονέλο” του 1940.
e. Εάν είχα εκατό χιλιάδες λίρες, Γ. Κατσαρός (1929)
f. Το Μεγάλο Σάββατο το βράδυ. Δεν ξέρω την προέλευσή του.
g. Πόλκα

  1. Από πανηγύρι στον Αγιο Νικόλαο, Βορειοδυτική Σίφνος, 2010. Βιολί: Κώστας Χρύσος, λαούτο: Φρατζέσκος Τρίχας.
    Από το 00:25 και μετά, ανακατεύονται τα ταγκό
    a. “Τέτοια μάτια γαλανά”, Σουγιούλ-Σακελλάριος, 1944. Η ηχογράφηση έγινε όταν άνοιξε το εργοστάσιο μετά την Κατοχή.
    b. “Έτσι είν’ η ζωή, μικρό μου”, Κώστας Γιαννίδης. Το είπε, λέει, πρώτη φορά η Ρένα Βλαχοπούλου το 1943 σε επιθεώρηση. Δεν βρίσκω τις πρώτες ηχογραφήσεις. Εδώ με τη Ζορμπαλά.

Ως ευρωπαϊκό αγκαλιαστό χορεύεται και το χασάπικο “Απόψε θα περάσω” 1940. Άλλα δημοφιλή ευρωπαϊκά είναι το “Απόψε με φεγγάρι” (1938), “Η παλιά μου γειτονιά” (1954), “Μη φοβάσαι, μη φοβάσαι(1954)”, “Κατινάκι μου” (1932), “Είμαι ερωτευμένος με τα μάτια σου”(1937), “Ακόμα ένα ποτηράκι” (1938), “Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει”(1948), “Καπετάνιε χαμογέλα” (1948).

Τα ευρωπαϊκά στη Σίφνο παίζονται σε προχωρημένες ώρες, αφού έχουν χορευτεί τα συρτά. Εναλλάσσονται με τα ρεμπετο-σμυρνέικα.

Πολύ ενδιαφέρον Γιάννη. Αποκαλυπτικό, και βέβαια πλούσια τεκμηριωμένο.

(Με τους Κασιώτες κουφάθηκα…!)


Σχετικά με τις τσαμπουνιστές πόλκες που έγραφα πριν λίγα μηνύματα, πρέπει να προσθέσω κι αυτήν της Σύρας, που είναι διαφορετική περίπτωση.

Πρώτα απ’ όλα, να θυμίσουμε το πολιτισμικό προφίλ του νησιού: αρχικός πληθυσμός οι Φραγκοσυριανοί, αγρότες και ψαράδες που πέρα από το θρήσκευμα ήταν άλλη μια παραλλαγή του βασικού κυκλαδίτικου μοτίβου. Στα χρόνια της Επανάστασης ιδρύεται η Ερμούπολη, από ορθόδοξους πρόσφυγες της σφαγής της Χίου και άλλους (Κ’πολίτες, Σμυρνιούς, νησιώτες κ.ά.), αρκετοί εκ των οποίων είναι βαθύπλουτοι αστοί (έμποροι, εφοπλιστές) ευρωπαϊκά προσανατολισμένοι. Εξ αρχής προορισμένη για εμπορικό λιμάνι, η Ερμούπολη έχει μόνη της δυο ή τρεις φορές περισσότερο πληθυσμό από όλο το υπόλοιπο νησί. Εκτός από τους αστούς με τα θέατρα, τις όπερες, τα παριζιάνικα φορέματα, τα αρχοντικά κλπ., υπάρχει φυσικά και η εργατική τάξη, που απορροφά και πολλούς Φραγκοσυριανούς πρώην αγρότες/βοσκούς/ψαράδες από τη διπλανή Απάνω Χώρα (Άνω Σύρο). Μέχρι και τα χρόνια που περιγράφει ο Βαμβακάρης στην Αυτοβιογραφία του, τα όρια ανάμεσα στους Φραγκοσυριανούς (ντόπιους) και τους Ορθόδοξους Ερμουπολίτες (τους «όχι καθαυτό Συριανούς») ήταν ακόμη αρκετά έντονα. Η αίγλη της αστικής κουλτούρας της Ερμούπολης επηρέασε βαθιά και τον ντόπιο κυκλαδίτικο λαϊκό πολιτισμό - σημειωτέον δε ότι η επαφή ανάμεσα στα δύο στρώματα, το παλιό ντόπιο και το νεότερο φερτό, γινόταν κυρίως στην έδρα του δεύτερου, την Ερμούπολη, όπου κατέβαιναν απ’ όλα τα χωριά για δουλειές και ψώνια ή και για μόνιμη μετεγκατάσταση.

Η τσαμπούνα της Σύρας, που η παράδοσή της διατηρούνταν υπολειμματικά μέχρι τις αρχές του αιώνα μας πριν ξαναπάρει λίγο τ’ απάνω της τα τελευταία 10-τόσα χρόνια, ήταν καθαρά υπόθεση του παλιού πληθυσμού. Το ρεπερτόριό της είναι βασικά συρτοί και μπάλοι, όχι υποχρεωτικά ντόπιας προέλευσης. Υπάρχει όμως και μια πόλκα, τα «Μαρουλάκια». Αυτή είναι τελείως διαφορετική από τις τσαμπουνόπολκες της Ανάφης και της Τζιας:

Κατ’ αρχήν, είναι τραγούδι, όχι οργανικό. Επομένως έχει στροφές, όχι παράταξη μελωδικών μοτίβων όπως είναι το κλασικό στυλ της τσαμπούνας. Η μελωδία είναι καθαρά ματζόρε (όχι Ραστ ή πλ. τέταρτος, maggiore). Οι στίχοι, που δεν τους θυμάμαι απέξω, δεν είναι σε κανένα παραδοσιακό στιχουργικό μέτρο, 15σύλλαβο ή τίποτε ανάλογο, αλλά ακολουθούν λογική νεότερου τραγουδιού. Είναι ένα σατιρικό τραγουδάκι για πλούσιους και φτωχούς, που μοιάζει να προέρχεται από οπερέτα ή θέατρο.