Σχετικά με τα ντουζένια

Σωστα αναφερεσαι ,ειχε γινει λαθος απο μενα .

Ειχα πει να διορθωθει αργοτερα ,ομως δεν εγινε.

Στο λαικο τραγουδι στο τελευταιο τευχος αναφερομαι στα κουρδισματα του Καραπιπερη στο αρθρο που εκανα για αυτον και το αναφερω εκει.

Το ρε-ρε-ρε λεγοταν ανοικτο κουρδισμα συμφωνα με την μαρτυρια του Θαναση Αθανασιου η “Πειραιωτη”.

Περιμένω…

Παιδιά μόλις εχθές είδα μια εκπομπή στον 902 με τη ονομασία απο τις 78 στροφές. Το θέμα που πραγματεύονταν ήταν το μπουζούκι. Μέσα σε όλα λοιπόν έγιναν διεξοδικές αναφορές και στα ντουζένια με κύριο αναλυτή τον Στέλιο Βαμβακάρη. Απο τις σημειώσεις λοιπόν που κράτησα θα ήθελα να σας αναφέρω μερικά κουρδίσματα τα οποία νομίζω πως θα φανούν χρήσιμα.

  1. Συριανό ντουζένι: Ρε-Σολ-Σι ¯ (ξεκινώντας απο κάτω)
    Χαρακτηριστικό τραγούδι παρουσίασης ήταν το “Σκύλα μ’ έκανες κομμάτια” και ανέφερε ότι με αυτό το ντουζένι παίζονται πολύ ωραία ο δρόμοι Χιτζάζ και χιτζασκιάρ.
    Σαν βάση ήταν το Σι ¯ .

  2. Καραντουζένι: Ρε-Σολ-Λα (πάντα ξεκινώντας απο κάτω)
    Χαρακτηριστικό τραγούδι η “Πλημμύρα” και ενδεδειγμένος δρόμος για ανάπτυξη ο ουσάκ.
    Σαν βάση ήταν το Λα.

  3. Ντουζένι του Σολ: Ρε-Σολ-Σολ
    Χαρακτηριστικό τραγούδι το “Κάφτονε Σταύρο” και δρόμοι για ανάπτυξη οι χουζάμ, ράστ και ουσάκ.
    Σαν βάση ήταν το Σολ.

Τάδε εφη Στελιος Βαμβακάρης.

Αυτα τα λίγα μπόρεσα να συγκρατήσω.

ΩΩΩΩΩΩΩΩΩ!!!
Παιδιά συγνώμη δεν είδα την δευτερη σελίδα του θέματος που έχει πολύ αναλυτικότερα πράγματα.

Παιδιά, αυτό το ξέρετε;

Βιντεάκι στο Γιουτιούμπ (ουσιαστικά απλή ηχογράφηση που κάποιος την επενέδυσε με μια εικόνα για να μπορεί να το ανεβάσει): ο Μάρκος μιλάει με μια κυρία, της εξηγεί κάποια πράγματα για τα ντουζένια και τους δρόμους, και παίζει.
Αφού το άκουσα και το ξανάκουσα, και έψαξα και την Αυτοβιογραφία του, βρήκα τι είναι: αποσπάσματα από συνεντεύξεις που του είχε πάρει η Αγγελική Κάιλ, η κυρία που επιμελήθηκε το χειρόγραφό του. Η Αυτοβιογραφία συμπληρώνεται στο τέλος από μερικές τέτοιες συνεντεύξεις. Όμως του Μάρκου τα λόγια δεν ήταν το φόρτε του. Έτσι αυτές οι συνεντεύξεις δεν είναι πάντα τόσο κατατοπιστικές. Π.χ. :
ΕΡ -Και το καραντουζένι πώς είναι;
ΑΠ -Έτσι.
ΕΡ -Και το συριανό ντουζένι;
ΑΠ -Έτσι.

Τα διάβαζα κι έλεγα: Αχ να μην έχουμε τις ηχογραφήσεις, ν’ ακούγαμε ΤΙ έπαιζε ο Μάρκος όταν έλεγε “έτσι”!
Τώρα μ’ αυτό το βιντεάκι μαθαίνω ότι οι ηχογραφήσεις των συνεντεύξεων δεν έχουν χαθεί, ούτε φυλάσσονται σε κανένα μπαούλο, αλλά κυκλοφορούν. Όσοι δεν το ξέρατε, ετοιμαστείτε για ένα ΠΟΛΥ σημαντικό ντοκουμέντο. Όσοι το ξέρατε, εξηγήστε μου παρακαλώ: από πού προέρχεται αυτό το ντοκουμέντο; Έχει βγει σε σιντί; Υπάρχουν και οι υπόλοιπες συνεντεύξεις;

Στην εκπομπή που αναφέρει ο leopas (στις 78 στροφές, 902 tv), ο Στ. Βαμβακάρης έπαιξε κάποια γνωστά κομμάτια σε αλλιώτικα κουρδίσματα από ρε-λα-ρε (ντουζένια). Όπως άλλωστε τα γράφει ο φίλος 2 posts πιο πριν.
Είπε και διάφορα σημαντικά, το πως τα 'μαθε αυτά και ότι του τα παιζε ο Μάρκος το βράδυ όταν ηταν μικρός (ο Στέλιος), ότι τα χει βίωμα και τα περνάει στα σημερινά τραγούδια του που έχει βγάλει κτλ.

Μέσα σε όλα αυτά, έπαιξε και το “όσοι εχουνε πολλά λεφτά”, βαρώντας συνέχεια ανοιχτές και έχοντας κουρδίσει λέει στο “ντουζένι της ψυχής” …
Δε θυμάμαι ποιο ακριβώς είναι αυτό, αλλά νομίζω ξεκινούσε με σολ…

Σε άλλη σελίδα του φόρουμ μόλις είδα ότι έχουν ανεβάσει κι ένα άλλο βιντεάκι της ίδιας σειράς. Μα από πού τα βρίσκουν ρε παιδιά; Είχε γίνει κάποια εκπομπή στο ραδιόφωνο με τις κασέτες της Αγγελικής Κάιλ; Έχουν βγει σε δίσκο; Εκεί είναι όλες οι απαντήσεις, ποιος Στέλιος και δε συμμαζεύεται…

καθυστερημένη διόρθωση: βλέποντας το βίντεο που παρέθεσε ο βορειοανατολικός (γειά σου ηλία!) με τον φουσταλιέρη -στο τόπικ για το σού 'χει λάχει-, είδα με μια πρόχειρη ματιά τα εξής:
στο “όσο βαρούν” παίζει λα-ρε-σολ (μπουργάνα) από λα. γιαυτό ακούγεται ωραία στο μπουζούκι από καραντουζένι ρε-σολ-λα (τονική πάλι λα). η διαφορά είναι πως το μπουλγαρί έχει δύο μπουργάνες και η μελωδία παίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο καντίνι (λα), ενώ στο μπουζούκι η μελωδία παίζεται στη μεσαία (σολ) -τελικά είναι ίδιος τόνος, ίδια οκτάβα! η διαφορά είναι στη μπουργάνα, που στο μπουζούκι βγαίνει η βάση του δρόμου (λα) ενώ στο μπουλγαρί η σολ, οπότε ακούγεται ακκόρντο σολ στο μεγαλύτερο μέρος του κομματιού. μόνο στην κατάληξη βάζει αντίχειρα στη μπουργάνα και παίζει λα!
σε άλλα κομμάτια κουρδίζει σολ-ρε-σολ, λα-σι-σολ (μπουργάνα). σε κάποια μου φαίνεται πως παίζει ακόμα και λα-σολ-σολ ή σολ-σολ-σολ. βασικά δεν υπάρχουν πολλά σημεία που να χρησιμοποιεί την μεσαία, και δεν καταλαβαίνω αν είναι ρε ή σολ. όποιος μπορεί ας βοηθήσει…
υγ: στο βίντεο ακούγεται σολ#, αλλά το θεωρώ λα.

Δηλαδή όλη η μελωδία συνοδεύεται από ισοκράτημα στην υποτονική, εκτός από τις καταλήξεις.

Αυτή η «αρμονία» χρησιμοποιείται σε ορισμένα τοπικά ιδιώματα της δημοτικής μουσικής, και επίσης και στην τούρκικη σαζομουσική. Εφόσον ο δρόμος προσφέρεται για τέτοια «εναρμόνιση», δηλαδή έχει τη βάση του ένα τόνο πιο ψηλά από το Ραστ (στο Δουγκιάχ / Πα, που στη θεωρία τοποθετείται συνήθως στο Ρε ή στο Λα), και εφόσον κάτι τέτοιο είναι βολικό στο όργανο. Στο τούρκικο σάζι αυτό είναι βολικό όταν το κούρδισμα είναι καραντουζένι* και το «Δουγκιάχ» -η βάση- τοποθετείται στην ανοιχτή πρώτη χορδή.
Μ’ αυτή τη λογική παίζουν οι τσαμπούνες σε ορισμένα νησιά. Επίσης υπήρχε μία ιδιαίτερη παράδοση δίφωνων γυναικείων τραγουδιών στην Κάρπαθο, που λέγονταν χωρίς όργανα και όπου η δεύτερη φωνή έκανε ακριβώς αυτό. Θεωρείται ότι αυτή η διφωνία προέρχεται από τη διφωνία της τσαμπούνας. Σε έγχορδα και σε μεγαλύτερα οργανικά σύνολα αυτή η βασική λογική μπορεί να εμπλουτιστεί και μ’ ένα δεύτερο ισοκράτημα στην κάτω τέταρτη ή την κάτω πέμπτη ή εναλλάξ και στις δύο, ή ακόμη να ακούγεται το δεύτερο ισοκράτημα μόνο όταν το κύριο ισοκράτημα είναι στην τονική.
Οι Τούρκοι στο σάζι όσην ώρα βαράνε την ανοιχτή σολ (εφόσον το κούρδισμα είναι λα-ρε-σολ), βαράνε εξίσου και την ανοιχτή ρε. Στο κλείσιμο βάζουν αντίχειρα είτε μόνο στην τρίτη χορδή, που έτσι παίζει μι, είτε και στις δύο. Ο Φουσταλιέρης τι από τα δύο κάνει; Στη δεύτερη περίπτωση ακούγεται στο κλείσιμο ένα φυσιολογικό ακόρντο λα χωρίς τρίτη, δηλαδή λα-μι-λα (ούτε ματζόρε ούτε μινόρε). Όταν όμως αφήνουν τη μεσαία ανοιχτή βγαίνει το περίεργο ακόρντο λα-ρε-λα, που με ευρωπαϊκά κριτήρια θα έπρεπε να θεωρείται ακόρντο ρε χωρίς τρίτη, και όμως είναι ακόρντο λα πάλι, χωρίς ούτε τρίτη ούτε πέμπτη αλλά με τέταρτη. Αυτές οι παράξενες συγχορδίες με τέταρτη χρησιμοποιούνται και στην ελληνική δημοτική μουσική, όπου υπάρχει θρακιώτικη ή δωδεκανησιακή λύρα και σε μερικά παλαιινού παιξίματος κομμάτια της κρητικής λύρας ή και του βιολιού.
Οπότε, κατά μία έννοια η «πιστή» μεταφορά του «Όσο βαρούν» σε μπουζούκι θα ήταν να παιχτεί από ρε, με κούρδισμα ρε-σολ-ντο. Αλλάζει βέβαια ο τόνος, αλλά διατηρούνται αυτούσιες οι συνηχήσεις.
Όλα αυτά είναι επιβιώματα του πώς ήταν η ελληνική μουσική πριν να υπάρξει επίδραση από την έντεχνη δυτική μουσική. (Αν εξαιρέσουμε τα Επτάνησα και κάποια αστικά κέντρα εκτός των σημερινών ορίων της Ελλάδας, μέχρι μετά την Επανάσταση τα αφτιά των Ελλήνων ήταν απολύτως παρθένα από ευρωπαϊκά ακούσματα. Στη σημερινή Τουρκία υπάρχει πολύ περισσότερη μη-εξευρωπαϊσμένη μουσική απ’ ό,τι στην Ελλάδα.)
Είναι άδηλο αν τα όργανα διαμορφώθηκαν για να εξυπηρετούν αυτή τη συγκεκριμένη αισθητική ή το αντίστροφο.


  • Το τούρκικο καραντουζένι είναι ως εξής: αν η μελωδική χορδή είναι π.χ. Λα, η μεσαία θα είναι ρε και η τρίτη σολ -είτε στην ίδια οκτάβα με τη λα είτε μια οκτάβα παρακάτω.

πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά! τον ίδιο τύπο ισοκράτη (νότα ντο σε δρόμο ρε) παίζει και ο καραπιπέρης στο “τούτοι οι μπάτσοι”, με κούρδισμα ντο-ρε-ντο. ο φουσταλιέρης βάζει αντίχειρα μόνο στη μία μπουργάνα. επίσης να σκεφτούμε πως το μπουλγαρί ήταν βασικά συνοδευτικό όργανο και όχι σολιστικό.
το τούρκικο καραντουζένι που γράφεις (και χρησιμοποιεί ο φουσταλιέρης) αντιστοιχεί στο ντουζένι ραστ του μπουζουκιού, ρε-σολ-ντο (μπουργάνα). όσο για τις συνηχήσεις, πραγματικά ορισμένες έχουν μυστήριο άκουσμα, όπως στο συριανό (ρε-σολ-σιb), όπου συχνά ακούγεται σιb-σολ-φα (αντί για σιb-σιb-φα)…
νομίζω πως τα κουρδίσματα φτιάχτηκαν για να εξυπηρετήσουν τους δρόμους και τον παίχτη, ειδικά όταν ένα τρίχορδο όργανο πρέπει να παίξει μόνο του και μελωδία και συνοδεία (ίσο). παρακινδυνευμένη σκέψη: καμιά φορά είναι πιο εύκολο να αφήσεις μια “λάθος” συνήχηση, παρά να χάσεις το ρυθμό, να αδειάσει ο γεμάτος ήχος των ανοιχτών ή να κάνεις ακροβατικά με τα δάκτυλα… και σιγά-σιγά μπαίνει στο ύφος και καθιερώνεται.

συμπλήρωση: ο φουσταλιέρης βάζει μεν αντίχειρα μόνο στη μία μπουργάνα, ώστε να παίξει λα μπάσο με λα καντίνι ανοιχτό, αλλά δεν παίζει την μεσαία (σολ ή ρε). οπότε δεν δημιουργείται η συνήχηση λα-ρε-λα που αναφέρει ο pepe.
.

ο ενας λεει οτι το Καραντουζένι ειναι Ρε-Σολ-Λα.
ο αλλος οτι * Το τούρκικο καραντουζένι είναι ως εξής: αν η μελωδική χορδή είναι π.χ. Λα, η μεσαία θα είναι ρε και η τρίτη σολ -είτε στην ίδια οκτάβα με τη λα είτε μια οκτάβα παρακάτω.

και τελος ενας ακομα λεει οτι ειναι ρε-σολ-ντο (μπουργάνα).

τελικα ας αποφασισουμε ποιο ειναι γιατι μπερδευομαι.

Όταν, φίλε αρχάριε, ασχοληθείς σοβαρά με τα ντουζένια θα μπερδευτείς, αρχικά, ακόμα παραπάνω. Καθώς θα μαθαίνεις, σιγά σιγά θα ξεμπερδεύεσαι. Τελείως, δεν θα ξεμπερδευτείς ποτέ. Αυτά τα πράγματα δεν είναι Μαθηματικά, να αποφασίσουμε για έναν ορισμό και να πούμε «αυτό είναι και τελείωσε». Η ανατολική μουσική, λόγια και λαϊκή, έχει πολλές προσεγγίσεις.

έχουμε και λέμε: στην τουρκία καραντουζένι ονομάζουν το λα-ρε-σολ (σε σάζι, με χαλαρές χορδές). στο μπουζούκι λόγω μεγαλύτερης τάσης χορδών γίνεται ρε-σολ-ντο, και ονομάζεται ραστ.
αντίστοιχα, στο μπουζούκι καραντουζένι ονομάζεται το ρε-σολ-λα, το οποίο πιθανόν στο σάζι να παίζεται λα-ρε-μι με κάποιο άλλο όνομα.
τα ντουζένια γράφονται καντίνι-μεσαία-μπουργάνα.

οποτε εμεις κουρδιζουμε σε ρε-σολ-λα .:slight_smile:

υποθετω στα ρεμπετικα αυτο θα ειχαν και οχι καποιο απτα αλλα;

Και πού 'σαι ακόμα!

Οι παλιοί ρεμπέτες, όπως όλοι οι λαϊκοί μουσικοί του κόσμου, ήταν εμπειροτέχνες. Αυτό σημαίνει ότι δεν αισθάνονταν ιδιαίτερα την ανάγκη να ονομάζουν το καθετί που έκαναν. Ήδη το γεγονός ότι τα μακάμια έχουν ονόματα είναι πολύ περισσότερο απ’ ό,τι μπορεί να δεις π.χ. σε αιγαιοπελαγίτες βιολιτζήδες, που παίζουν μεν παπάδες αλλά δεν ξερουν να πουν τίποτα παραπάνω παρά «αυτό το λέμε βιολί κι εκείνο δοξάρι» (που λέει ο λόγος, υπερβάλλω λίγο βέβαια).
Έτσι, στην πλημμελώς καλλιεργημένη τέχνη του να ονομάζονται οι διάφορες μουσικές πρακτικές, το σπασμένο τηλέφωνο δουλεύει κάργα. Το ίδιο μακάμι ή το ίδιο ντουζένι μπορεί να το συναντήσουμε με διαφορετικά ονόματα, και το ίδιο όνομα με διαφορετικό νόημα.
Αυτό συμβαίνει ακόμη περισσότερο κατά τη μεταφορά ενός όρου από μια γλώσσα σε μια άλλη. Στο μπουζούκι οι περισσότεροι δρόμοι έχουν τούρκικα ονόματα, αλλά δε συμπίπτουν πάντα με το ομώνυμο τούρκικο μακάμι.
Οι ονομασίες «τζουράς» και «μπαγλαμάς» είναι κι αυτές τούρκικες, αλλά ο τούρκικος τζουράς είναι το τελείως μικρό σάζι, σε μέγεθος δικού μας μπαγλαμά, ενώ ο τούρκικος μπαγλαμάς (μπάγλαμα) είναι το μεγαλύτερο από τα τρέχοντα μεγέθη σαζιού, μεγαλύτερο από το δικό μας μπουζούκι.

Ναι, είναι χάος. Υπομονή. Και για να σου φτιάξω κι άλλο το ηθικό, σκέψου ότι εκτός από το αντικειμενικό μπέρδεμα με την ονοματολογία υπάρχει και το ενδεχόμενο της παραπληροφόρησης και της παρανόησης. Εσύ βλέπεις ότι ο ένας λέει έτσι κι ο άλλος αλλιώς, αλλά δεν αποκλείεται κι ο ίδιος ο ένας ή ο άλλος (π.χ. εγώ) να τα έχω μπερδέψει και να σου λέω άλλα αντ’ άλλων. Σιγά σιγά θα βγει η άκρη!

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 15:51 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 15:38 —

Πάντως κάτι που μπορεί ίσως να σε βοηθήσει είναι το εξής: τόσο στα κουρδίσματα όσο και στους δρόμους, μιλάμε πάντα για διαστήματα από νότα σε νότα ή από χορδή σε χορδή, και όχι για συγκεκριμένες νότες. Στο μπουζούκι η πρώτη χορδή είναι πάντα (…εκτός απροόπτου!) ρε, και οι δρόμοι επίσης ορίζονται με βάση το ρε. Αν κουρδίσεις ρε-σολ-ντο, τα διαστήματα είναι μία πέμπτη (7 τάστα) από την μπουργάνα στη μεσαία και το ίδιο από τη μεσαία στο καντίνι. Στο σάζι, αν η πρώτη είναι λα, το λα-ρε-σολ είναι ουσιαστικά το ίδιο κούρδισμα, γιατί τα διαστήματα ανάμεσα σε δύο διπλανές χορδές είναι πάλι μία πέμπτη κάθε φορά. Απλώς όλο μαζί το όργανο είναι πιο χαμηλό.
Αντίστοιχα για τους δρόμους: λέμε π.χ. ότι το χιτζάζ είναι ρε - μι ύφεση (άλλοι το λένε ρε δίεση, το ίδιο εννοούν) - φα δίεση - σολ - λα - κλπ. Τα διαστήματα που βγαίνουν είναι ημιτόνιο - τριημιτόνιο - ημιτόνιο - τόνος κλπ. Αν μεταφέρεις τα ίδια διαστήματα σε άλλη βάση, π.χ. στο λα ή στο μι, πάλι χιτζάζ θα έχεις.

Τα ντουζένια είναι συνυφασμένα με το μπουζούκι και η χρήση τους αρχίζει με τη γέννηση και την εμφάνιση του οργάνου από τα βάθη των αιώνων. Ποια είναι όμως τα πρώτα παλιά αυθεντικά ντουζένια και πώς μπορούμε να τα μάθουμε; Στο παραπάνω ερώτημα πολλοί κατά καιρούς προσπάθησαν να δώσουν λύση και να πάρουν θέση, έχοντας όμως λιγοστά στοιχεία στη διάθεσή τους. Έτσι, αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους ήταν όχι μόνο να μη βρουν ουσιαστικές και αληθινές λύσεις, αλλά να βρεθούν αντιμέτωποι με ένα φάσμα αντιθέσεων και αδιεξόδων.
Σήμερα, μετά από συνεχή έρευνα και μελέτη ετών του αντικειμένου, μπορούμε να παρουσιάσουμε αυτά τα ιστορικά αυθεντικά κουρδίσματα (ντουζένια), τα οποία κυριάρχησαν στα πρώτα χρόνια του μπουζουκιού (τέλη 19ου - αρχές 20ού αιώνα). Σημαντικό ρόλο σʼ αυτή την προσπάθεια έπαιξαν μερικές δημοσιοποιημένες απόψεις και ηχογραφήσεις του ρεμπέτη Στέλιου Κερομύτη, καθώς και συζητήσεις είχαμε κάνει με το λαϊκό μουσικό Θανάση Αθανασίου. Τα ντουζένια είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τη βυζαντινή μουσική παράδοση, σχετικά με τη χρήση του Ισοκράτη ή Ίσου στις φωνές που συνοδεύουν το μέλος. Αυτή η προέλευση-καταγωγή και η σχέση τους με το Βυζάντιο βοηθάει σήμερα στην έρευνα, στην κατανόηση και στην καλύτερη προσέγγιση της παραδοσιακής μουσικής.
Κατηγορίες κουρδισμάτων
Ανοιχτό:
Οι απόψεις για το ανοιχτό κούρδισμα διίστανται.
Η πρώτη άποψη (Θανάσης Αθανασίου) αναφέρεται ως Ρε-Ρε-Ρε και η δεύτερη (Μάρκος Βαμβακάρης) ως Ρε-Σολ-Σολ. Κατά την πρώτη άποψη το κούρδισμα -το οποίο κατά τη γνώμη μου ίσως είναι και το αρχαιότερο- γίνεται με τη χρήση χορδών του ίδιου πάχους. Για τη σωστή απόδοση αυτού του κουρδίσματος το βασικότερο είναι η χρήση της μεσαίας χορδής ως μελωδική γραμμή και των άλλων δύο ως βοηθητικές.
Παράδειγμα για το «Ανοιχτό ντουζένι» Ρε-Ρε-Ρε: «Τούτοι οι μπάτσοι που ʼρθαν τώρα». Παίζει ο Μανώλης Καραπιπέρης.

Κατά τη δεύτερη άποψη το κούρδισμα γίνεται με τη χρήση των σημερινών χορδών και η σωστή απόδοσή του βασίζεται στη χρήση της μεσαίας χορδής ως μελωδική γραμμή, ενώ της μπουργάνας και της ψιλής ως βοηθητικές. Κατάλληλοι δρόμοι γιʼ αυτό το κούρδισμα θεωρούνται ο Ραστ και ο Ουσάκ.
Παράδειγμα για το «Ανοιχτό» ντουζένι Ρε-Σολ-Σολ: «Ταξίμι». Παίζει ο Μάρκος Βαμβακάρης.

Καραντουζένι (μαύρο κούρδισμα): Ρε-Σολ-Λα
Είναι το πιο ξακουστό, το πιο φημισμένο κούρδισμα. Σε αυτό οι παλιοί έπαιζαν το δρόμο Ουσάκ. Είχε σαν βάση το δεύτερο τάστο της Σολ χορδής. Από εκεί ξεκινάει το ταξίμι και εξελίσσεται.
Παράδειγμα για το «Καραντουζένι» Ρε-Σολ-Λα: «Ταξίμι και ζεϊμπέκικο». Παίζει ο Στέλιος Κερομύτης.

Συριανό: Ρε-Σολ-Λα#
Η χρήση αυτού του κουρδίσματος είναι κατάλληλη για τους δρόμους Χιτζάζ και Χιτζασκιάρ. Η βάση για τη σωστή απόδοσή του είναι το πρώτο τάστο της Σολ χορδής.
Παράδειγμα για το «Συριανό» ντουζένι Ρε-Σολ-Λα#: «Ταξίμι και ζεϊμπέκικο». Παίζει ο Στέλιος Κερομύτης.

Αραμπιέν: Ρε-Σολ-Σι
Η κατάλληλη χρήση είναι ο δρόμος Χουζάμ και έχει σαν βάση το τέταρτο τάστο της Σολ χορδής. Κατά τη γνώμη μου είναι το δυσκολότερο κούρδισμα, πλην όμως παράγει εντυπωσιακά ηχοχρώματα.
Παράδειγμα για το ντουζένι «Αραμπιέν» Ρε-Σολ-Σι: «Ταξίμι και ζεϊμπέκικο παραδοσιακό». Παίζει ο Στέλιος Κερομύτης.

Άγνωστης ονομασίας: Ρε-Σολ-Ντο
Δεν έχει διασταυρωθεί με βεβαιότητα η ονομασία του. Θα λέγαμε ότι είναι το κοντινότερο στο σημερινό κούρδισμα Ρε-Λα-Ρε (Ιταλικό), αφού μπορούν να παιχτούν αποτελεσματικά και με «ασφάλεια» διάφοροι δρόμοι (Χιτζάζ, Ραστ κ.ά.). Έχει σαν βάση το πέμπτο τάστο της Σολ χορδής και το δεύτερο τάστο της Ρε χορδής. Παράδειγμα αυτού του κουρδίσματος στη δισκογραφία είναι το «Ταξίμι σερφ» του Μάρκου Βαμβακάρη.
Παράδειγμα για το ντουζένι Ρε-Σολ-Ντο: «Ταξίμι σερφ και Εφουμέρναμʼ ένα βράδυ» (αποσπάσματα). Παίζει ο Μάρκος Βαμβακάρης.

Ίσιο (;): Ρε-Σολ-Ρε
Είναι από τα πρώτα κουρδίσματα και η ονομασία του κατά το Στέλιο Κερομύτη οφείλεται στο ότι «οι φωνές έρχονται σε μία γωνία». Εδώ παίζεται κυρίως ο Ραστ σύμφωνα με τον παραδοσιακό τρόπο παιξίματος.
Παράδειγμα για το «Ίσιο» ντουζένι Ρε-Σολ-Ρε: «Ταξίμι». Παίζει ο Στέλιος Κερομύτης.

καλό θα ήτανε να αναφέρεις την πηγή, έτσι κι αλλιώς από εκεί ξεκίνησε αυτό το θέμα, όπως και αυτό.

Φίλε RiotWolf, καλωσήρθες.

Το άρθρο απ’ όπου αντλείς τα στοιχεία ήταν δεδομένο. Θα έλεγα ότι όλη η συζήτηση ουσιαστικά είναι οι απορίες / ενστάσεις μας σχετικά με το άρθρο. Για παράδειγμα, μια δικιά μου επιφύλαξη αφορά το «Ανοιχτό ρε-ρε-ρε»: δε νομίζω ότι ακούω τρεις ίδιες ανοιχτές στην ηχογράφηση του Καραπιπέρη, και επιπλέον ένα τέτοιο κούρδισμα δε με πείθει και σαν ιδέα. Τρεις ίδιες χορδές δεν εξυπηρετούν κανένα δρόμο / κλίμακα / τονική / συνοδεία, και δεν υπάρχουν σε κανένα κούρδισμα οργάνου που να έχω συναντήσει.

Τώρα, από κει και πέρα, μερικά πράγματα που είναι δεδομένα στη σύγχρονη πρακτική του μπουζουκιού πρέπει να τα ξεχάσουμε όταν μιλάμε για ντουζένια. Συγκεκριμένα:

α) Σήμερα κουρδίζουμε στο διαπασών. Παλιά κούρδιζαν στον αέρα. Έτσι μπορεί να λέμε «ρε» και στην πραγματικότητα να είναι Ντο, Ντο#, Ρε#, ή ακόμη και πιο μακριά. Συνεπώς, αν κουρδίσουμε ένα όργανο όπως κουρδίζεται σήμερα και το χρησιμοποιήσουμε στην «αποκρυπτογράφηση» του ντουζενιού μιας ηχογράφησης, πρέπει να το λάβουμε αυτό υπόψη, αλλιώς μπορεί να καταλήξουμε σε πολύ λανθασμένα συμπεράσματα.

β) Σήμερα οι χορδές κουρδίζονται με τη σειρά: κάτω η ψιλή, στη μέση η μεσαία, πάνω η μπάσα. Αυτό δεν ίσχυε ανέκαθεν. Κατά παράδοση τα ταμπουροειδή έχουν την πάνω χορδή (εκεί που εμείς έχουμε μπουργάνα) πιο ψηλή από τη μεσαία. Τα έχουμε ξαναπεί αυτά και σε άλλες συζητήσεις.
Συνεπώς, όταν άρχισε να καθιερώνεται το σημερινό κούρδισμα, οι μουσικοί έβαλαν τέτοιες χορδές ώστε η πάνω να είναι η πιο μπάσα. Όσοι από αυτούς ήξεραν τα παλιά ντουζένια και τα χρησιμοποιούσαν, αναγκαστικά τα αναπροσάρμοσαν στο νέο αρμάτωμα, γιατί δεν μπορούσαν να αλλάζουν χορδές όποτε άλλαζαν κούρδισμα και πολύ αμφιβάλλω αν είχαν την πολυτέλεια να έχουν δεύτερο όργανο γι’ αυτή τη δουλειά. Έτσι, ένα κούρδισμα λ.χ. ρε-σολ-ντο (το ως άνω άγνωστης ονομασίας, που συμπίπτει με το τούρκικο καραντουζένι), με το παλιό αρμάτωμα θα είχε ως χαμηλότερη διαθέσιμη νότα το Σολ της ανοιχτής μεσαίας, ενώ το Ντο της μεσαίας θα ταυτιζόταν με το Ντο της ανοιχτής τρίτης χορδής. Με το καινούργιο αρμάτωμα η ανοιχτή τρίτη γίνεται Ντο μια οκτάβα χαμηλότερη, πράγμα που καταργεί ορισμένες δυνατότητες και δημιουργεί ορισμένες καινούργιες.

γ) Σήμερα κάθε δρόμος παίζεται πρωτίστως από τονική Ρε, και κατά δεύτερο λόγο από σχεδόν οποιαδήποτε τονική. Αυτό επίσης συνδέεται με το σύγχρονο κούρδισμα, καθώς και με τη χρήση κιθάρας και με την επαγγελματοποίηση του τραγουδιού. Παλιά τα όργανα υπάκουαν στη λογική της τροπικότητας (άλλωστε αυτό εξακολουθεί να ισχύει στα περισσότερα παραδοσιακά όργανα εντός και εκτός Ελλάδας: λαούτα, ούτια, λύρες, πνευστά). Αυτή η λογική λέει: Σε όποια τονική παίζω το Ραστ, στην ίδια θα παίξω το Νιγρίζ και το Νιαβέντ, και ένα τόνο πιο ψηλά θα παίξω το Ουσάκ, το Χιτζάζ, το Κιουρδί, το Σαμπάχ, το Καρτζιγιάρ κλπ., μία τέταρτη πάνω από το Ραστ θα παίξω το Τσαργκιάχ, κ.ο.κ… Κάθε κούρδισμα έχει ένα σετ τονικοτήτων που εξυπηρετεί αυτούς τους δρόμους, π.χ. Ντο Ραστ = Ρε Ουσάκ = Φα Τσαργκιάχ. Μπορεί να έχει κι ένα δεύτερο σετ, μία τέταρτη ή πέμπτη πιο ψηλά. Μπορεί πάλι ένα κούρδισμα να μην καλύπτει όλους τους δρόμους: π.χ. το κούρδισμα που εδώ αναφέρεται ως Καραντουζένι και στην Τουρκία ως μπάγλαμα-ντουζένι (Ρε-Σολ-Λα αν η ψιλή μας είναι Ρε) παίζει τα ουσακοχιτζαζοειδή από Λα (τονική = δεύτερο τάστο μεσαίας), αλλά δεν εξυπηρετεί ιδιαίτερα αν θες να θεμελιώσεις τα ραστοειδή στο Σολ. Τότε λοιπόν, άμα φτάσουμε στο σημείο όπου κάτι δε γίνεται, είτε επειδή το όργανο αντικειμενικά δεν μπορεί να το κάνει είτε επειδή δε βολεύονται οι φωνές, αλλάζουμε συνολικά κούρδισμα.

Όλα αυτά άρχισα να τα καταλαβαίνω όταν, μετά από καιρό που έπαιζα μπαγλαμά ως αυτοδίδακτος (με ρε-λα-ρε φυσικά), άρχισα μαθήματα τούρκικου σαζιού. Πρώτα ο δάσκαλος μού γκρέμισε αλύπητα οτιδήποτε θεωρούσα ως δεδομένο. Μετά άρχισα να καταλαβαίνω ένα νέο (στην πραγματικότητα παλιότερο, αλλά νέο για μένα) μοντέλο ερμηνείας και διαχείρησης των δρόμων, και στην πορεία, μέσα σε αρκετά χρόνια, μπήκα στο νόημα της τροπικότητας.
Οι μπουζουξήδες κάποια στιγμή, που χονδρικά συμπίπτει με την αρχή της δισκογραφίας, έκαναν μία στροφή, πήραν ένα καινούργιο δρόμο, και μέσα σε σχεδόν έναν αιώνα έχτισαν μια ολόκληρη παράδοση που σήμερα είναι ισχυρή και ευρέως γνωστή. Για να καταλάβουμε τα ντουζένια πρέπει να πάμε πίσω, πριν από αυτή τη στροφή, και επειδή μηχανή του χρόνου δεν έχουμε, το μόνο μας εφόδιο είναι το τι γίνεται σήμερα σε όργανα και σε μουσικές που δεν έκαναν αυτή τη στροφή. Αλλιώς όλες οι μαρτυρίες Κηρομύτη, Μάρκου, δίσκων Καραπιπέρη κλπ., είναι μεμονωμένες πληροφορίες πρόσφορες για κάθε είδους παρερμηνεία.

Αν αντί για όλα αυτά αρχίσουμε να πειραματιζόμαστε με πιθανά κουρδίσματα, κάτι θα βγάλουμε. Η λογική «κρατάω τις δύο πρώτες χορδές σε διάστημα πέμπτης, Ρε-Σολ, και δοκιμάζω διάφορα με την μπουργάνα», μπορεί να φέρει ενδιαφέροντα έως και αποκαλυπτικά αποτελέσματα. Ντουζένια όμως δε θα είναι. Και στην κιθάρα υπάρχουν δεκάδες κουρδίσματα, και όποιος τα ξέρει μπορεί να εμπνευστεί από αυτά για να δοκιμάσει κάτι στα τρίχορδα. Αλλά αυτό δε θα τον γυρίσει πίσω στον Κηρομύτη. Θα τον οδηγήσει κάπου αλλού, πιθανώς μπροστά. Γιατί ναι μεν κάθε διαφορετικό κούρδισμα μπορεί να δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα, το ζήτημα όμως είναι ποιο αισθητικό ζητούμενο υπάρχει κάθε φορά: μας ενδιαφέρει ο συγχορδιακός πλούτος; η μεγάλη έκταση; η ευκολία τρανσπόρτων; η τροπική συνέπεια; η «ατμοσφαιρική» μονοτονία του χαμηλού ισοκρατήματος; η αυτοσυνοδεία;
Σ’ αυτήν εδώ τη συζήτηση το ζητούμενο που γενικά επικρατεί είναι το να αποκρυπτογραφήσουμε τα μυστικά του παλιού μπουζουκιού, κι όχι το να διευρύνουμε τις γνωστές δυνατότητες του σύγχρονου. Θα πρέπει λοιπόν να ξεχάσουμε ορισμένα πράγματα που θεωρούμε δεδομένα βάσει της αισθητικής των τελευταίων πολλών δεκαετιών.

Και κάτι τελευταίο:

Αυτό καταλαβαίνω κι εγώ.

2 «Μου αρέσει»

Έχω βγάλει με το τζουρά το “Μια ελιά και μια ντομάτα” στο παραπάνω “κούρδισμα”. Προσεγγίζει αρκετά το χρώμα της ηχογράφησης. Από θεωρητικό υπόβαθρο είμαι πάτος και δε μπορώ να στηρίξω άποψη. Ούτε και με νοιάζει όμως, καθότι καλαμπορτζής, τα παίζω όλα με το αυτί.

Αναφέρω, για να εμπλουτίζεται το θέμα με νέες πληροφορίες, ότι, όπως μου έδειξε (και μου έπαιξε στον μπαγλαμά του με εκπληκτική πιστότητα) ο δάσκαλός μου ο Σπύρος ο Γκούμας, το τραγούδι “Γυφτοπούλα στο Χαμάμ” του Μπάτη είναι ηχογραφημένο σε καραντουζένι (λα μουργκάνα, σολ μεσαία, ρε καντίνι…).
Δοκιμάστε το, βρείτε τις συνηχήσεις είναι μαγεία…
Αυτό αποδεικνύει ότι το εν λόγω κούρδισμα κάποιοι το χρησιμοποιούσαν, αλλά και διαψεύδει την άποψη ότι ''Ο Μπάτης πάντα ρε-λα ρε κούρδιζε το μπαγλαμά του". Εκτός εάν δεν παίζει αυτός “πρώτο μπαγλαμά” στην ηχογράφηση…

από το άρθρο του σταύρου κουρούση στο “λαϊκό τραγούδι” τ. 26, 10-11/2009:
τούτοι οι μπάτσοι: ντο-ρε-ντο, από κάτω από τις ντομάτες: λα-ρε-λα, αϊβαλιώτικο και αϊδίνικο: λα-ρε-σολ με μπουργάνα και στη μεσαία.

το ενδιαφέρον είναι πως με τόσο διαφορετικά κουρδίσματα, η τονική είναι πάντα ρε. στον καραμπά τα κομμάτια ακούγονται πολύ πιστά, όσο μπορώ να τα προσεγγίσω -ο σταύρος τα αποδίδει εξαιρετικά! να σημειώσω πως αυτή τη στιγμή είναι αρματωμένο με μπουργάνα στη μεσαία, στο επόμενο σέρβις ίσως γυρίσω πάλι στα καντίνια.

pepe οι σημειώσεις σου για τη βάση κάθε δρόμου σε σχέση με το εκάστοτε ντουζένι (γ), καθώς και η αντιστροφή στις δύο χορδές (β), όπως πάντα πολύ βοηθητικές. θα πέσει μελέτη αύριο, μαζί με αλλαγή χορδών -θα σου στείλω το λογαριασμό…
για το (α) δεν είμαι εντελώς σύμφωνος, έτσι κι αλλιώς η σχέση μεταξύ των χορδών ενδιαφέρει. και στην απαρτιάν που την κουρδίζω ένα τόνο κάτω για προστασία (δοκίμασα pyramid silver 12άρες) παίζω όπως πάντα.
από την άλλη, παίζει ρόλο η τάση των χορδών στο ηχόχρωμα και στον τρόπο παιξίματος. αλλά αυτό είναι ακόμα πιο υποθετικό, αφού δεν γνωρίζουμε με τί όργανο έγιναν οι ηχογραφήσεις (κατασκευαστής, στυλ, κλίμακα, χορδές).
υγ: όλως τυχαίως χθες το πρωί έψαχνα πάλι τα κουρδίσματα στην κιθάρα και τους δρόμους που εξυπηρετούνε.