Σχετικά με τα δομικά μέρη των κομματιών

Καλησπέρα συνφορουμίτες,μία ερώτηση σχετικά με την δομική μορφή των κομματιών.Σίγουρα θα ξέρετε για κομμάτια μόνο με κουπλέ όπου μόνο ο δεύτερος στίχος επαναλαμβάνεται.Άκουσα την λέξη “δίπλωμα” για τέτοιες περιπτώσεις.Υπάρχει κάποια ορολογία επίσημη γι’αυτά τα φαινόμενα?

Και μήπως γνωρίζει κάποιος περιπτώσεις όπως αυτή : https://www.youtube.com/watch?v=DGbf6MJVpRQ δομικά?

«Δίπλωμα» πάντως λένε σε ορισμένα μέρη την αντιφωνική επανάληψη του κάθε στίχου, στα παραδοσιακά τραγούδια. Ένας λέει τον στίχο και οι άλλοι τον «διπλώνουν»: αρκετά εύλογη επιλογή όρου.

Δεν είναι ακριβώς το ίδιο μ’ αυτό που περιγράφεις, αλλά είναι παραπλήσιο φαινόμενο.

Εγώ «επανάληψη» θα το έλεγα.

Το αρχέτυπο στην ελληνική παραδοσιακή (δημοτική) μουσική είναι το «γκρουπάρισμα» δύο ημιστιχίων ενός δεκαπεντασύλλαβου στίχου, όπου κάθε ημιστίχιο έχει τη δική του μελωδική γραμμή, που διαφέρει από εκείνην του επόμενου ημιστιχίου. Οι δύο αυτές μελωδίες εναλλάσσονται συνεχώς, μέχρι να συμπληρωθεί ο αριθμός των στίχων που θυμάται και τραγουδάει ο τραγουδιστής / -ίστρια. Δεν υπάρχει ρεφρέν, ούτε οργανική «εισαγωγή» με δική της, διαφορετική μελωδία. Στην πρώτη μελωδική γραμμή τραγουδιέται το πρώτο ημσιτίχιο, με τα «τσακίσματά» του, τα «γυρίσματα» και τις απαραίτητες προσθήκες λέξεων για να «γεμίσει» με τραγούδισμα η μελωδική γραμμή. Στην δεύτερη μελωδία επαναλαμβάνεται το πρώτο ημιστίχιο και προστίθεται και το δεύτερο, ώστε να συμπληρωθεί ολόκληρος ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος. Αν υπάρχει όργανο, αυτό κάνει την εισαγωγή που δεν είναι τίποτα άλλο, μελωδικά, από την μελωδία στην οποία θα τραγουδηθούν οι στίχοι, «πλουμισμένη» ενδεχομένως με κάποια στολίδια, αν είναι επαγγελματίας ο οργανοπαίκτης. Η ίδια αυτή μελωδική γραμμή εναλλάσσεται με το τραγουδιστικό κομμάτι, στο οποίο το όργανο κάνει «ανταπόκριση» με τη δική του παρεμβολή.

Στο παράδειγμά μας, ο πρώτος στίχος του τραγουδιού είναι:
Να ΄σαν τα νιάτα δυό φορές, τα γηρατειά καμμία
Η δισκογράφηση ξεκινάει με οργανικό παίξιμο. Μπαίνει μετά ο τραγουδιστής, που αναγκάζεται να ξεκινήσει με ένα «Ω, ρε!» για να τηρηθεί το μέτρο της μουσικής. Κάνει ένα τσάκισμα (τα νιά- λέει να ΄σαν τα νιάτα…). Προσθέτει και πάλι ένα «Πουλί μου», που θα μπορούσε να είναι ένα «Γειά σ’ Βασιλ’κούλα μ’! ή κάτι ανάλογο, να γεμίσει το μέτρο και , αφού συμπληρωθούν οι στίχοι, το τσάμικο κλείνει υποχρεωτικά με έναν οργανικό αυτοσχεδιασμό, το «βέρσο», όπου ο μεν οργανοπαίκτης δείχνει την κλάση του, ο δε πρωτοχορευτής τη δική του, όπου οι υπόλοιποι χορευτές είτε αποχωρούν, είτε στέκονται άπραγοι όσο ο πρώτος, με τον βλάμη του που τον κρατάει με το μαντήλι, δείχνει κλάση. Το «δίπλωμα», που άκουσε ο Δημήτρης, λέγεται και «γύρισμα».

Αυτή η φόρμα με τις δύο διαφορετικές μεταξύ τους μελωδικές γραμμές, ακολουθήθηκε και στα πρώτα ηχογραφημένα ρεμπέτικα. Όμως υπήρξε μία καινοτομία: Ο Μάρκος προσέθεσε μίαν οργανική εισαγωγή, με μελωδία διαφορετική από εκείνες στις οποίες τραγουδιούνται οι στίχοι. Και άλλη καινοτομία: ο στίχος μπορεί να παίρνει και άλλες μορφές, εκτός από την «κλασική» του δεκαπεντασύλλαβου. Όμως, ρεφρέν δεν υπήρχε αρχικά. Αυτή τη μορφή ακολούθησε και ο Γούναρης με την κομματάρα που τραγούδησε η Γεωργακοπούλου.

3 «Μου αρέσει»

Δεν ξέρω εγώ ότι έμαθα είπα,ο @nikos_politis το ανέφερε πολύ εμπεριστατωμένα όσον αφορά την προέλευσή του και τον ευχαριστώ γι’αυτό.

Ακριβώς όπως τα λέει ο Νίκος.

Αυτό βέβαια σημαίνει ότι αλλιώς αντιλαμβάνεται τα αντίστοιχα φαινόμενα στη ρεμπέτικη σύνθεση όποιος τα κοιτάξει στη διαχρονία τους, δηλαδή σε σύγκριση με τα προηγούμενα εξελικτικά τους στάδια, και αλλιώς όποιος τα δει στη συγχρονία τους, δηλαδή ως ρεμπέτικα στοιχεία καθαυτά.

Αφού λοιπόν πιάσαμε τη διαχρονική οπτική, να προσθέσω ότι όλα αυτά ανάγονται σε μία μουσική που είναι, πρώτον, λειτουργική, δηλαδή το κάθε στοιχείο της εξυπηρετεί κάποιον εξωμουσικό σκοπό, οπότε η αισθητική διαμορφώνεται μ’ αυτό τον γνώμονα και όχι με κριτήριο το απλώς «μουσικά ωραίο», και δεύτερον, συμμετοχική, δηλαδή όχι αφημένη εξ ολοκλήρου, από τους ακροατές-δέκτες, στα χέρια των μουσικών-πομπών.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο αρχικός λόγος για τον οποίο υπάρχει η αντιφωνία (ένας λέει - οι άλλοι διπλώνουν) είναι ότι πρέπει όλοι να τραγουδήσουν, αφού δε νοείται να κάθεσαι να σου τραγουδάνε, αλλά ενδέχεται να μην ξέρουν όλοι καλά ή όλοι ίδια το τραγούδι, οπότε το αναλαμβάνει ένας (που κατά τεκμήριο έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη της παρέας) και όπως το πάει αυτός, έτσι το επαναλαμβάνουν κι οι άλλοι.

Πάει το συνδημιουργικό σκέλος. Ως προς το λειτουργικό:

Με έναν να τραγουδάει και τους άλλους να διπλώνουν, η μουσική είναι πλήρης. Αν το τραγούδι είναι χορευτικό, μπορεί να χορευτεί χωρίς τίποτε περισσότερο από αυτές τις φωνές. Αν δεν είναι, η ιστορία του και πάλι μπορεί να ειπωθεί χωρίς τίποτε παραπάνω. Άρα, δεν απαιτούνται όργανα. Αν υπάρχουν και όργανα είναι καλοδεχούμενα φυσικά, αλλά δε χρειάζεται να κάνουν τίποτε παραπάνω εκτός από το να υποστηρίζουν αυτή την ήδη διαμορφωμένη δομή: συνοδεύοντας τον πρωτοτραγουδιστή παίζουν την ίδια μελωδία μ’ αυτόν, και συνοδεύοντας την αντιφωνία πάλι παίζουν τη δικιά της μελωδία, που βέβαια είναι η ίδια!

Αν για κάποιο λόγο δεν υπάρξει αντιφωνία, τα όργανα εξακολουθούν να τη συνοδεύουν σα να υπήρχε, δηλαδή επαναλαμβάνουν τη μελωδία που μόλις είπε ο πρωτοτραγουδιστής.

Στη δημοτική παράδοση υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις στα παραπάνω, αλλά για όλες υπάρχει κάποια εξήγηση (δηλαδή: αυτοί είναι πάντα οι κανόνες που εφαρμόζονται, απλώς μερικές φορές υπεισέρχονται και ειδικότεροι παράγοντες).

Κάποιες μικρές παρατηρήσεις:

Αλλιώς το ξέρω. Γύρισμα λένε είτε το κάθε μέρος της μελωδίας, δηλ. το Α και το Β (δύο γυρίσματα), είτε το κάθε μέρος εκτός από το πρώτο (δηλ. μόνο το Β, αν είναι δύο τα μέρη), ή, άλλοτε, μια διαφορετική μελωδία που ακολουθεί την πρώτη, π.χ. συρτός και γύρισμα σε μπάλο.

Βασικά το εντελώς αρχέτυπο είναι η τριημίστιχη στροφή: ολόκληρος στίχος + το πρώτο ημιστίχιο του επόμενου, όλο σε μία φράση. Για τη δεύτερη στροφή επαναλαμβάνεται ως πρώτο ημιστίχιο εκείνο που προηγουμένως ήταν τελευταίο, και προστίθενται τα δύο επόμενα, κ.ο.κ…

Αλλά αυτό δεν έχει τόση σημασία: είτε φράσεις με 1,5 στίχο, είτε φράσεις με ένα στίχο, είτε με ένα ημιστίχιο, είτε με ολόκληρο δίστιχο, πάντα την ίδια δομή ακολουθούνε.

Υπήρχε ωστόσο από παλιά κάτι σαν ρεφρέν σε ορισμένους σκοπούς: ένα σύντομο δίστιχο σε ξεχωριστή δικιά του μελωδία (γύρισμα), στο τέλος κάθε μελωδικής στροφής. Δεν είναι ρεφρέν με την έννοια ότι δεν είναι κάθε φορά το ίδιο δίστιχο. Συνήθως το λένε τσάκισμα, πράγμα που μπορεί να δημιουργήσει κάποια σύγχυση αφού τσάκισμα λένε και το άλλο που περιέγραψε ο Νίκος.

Δεν ξέρω αν το ρεφρέν στα ρεμπέτικα προέκυψε ως εξέλιξη του τσακίσματος (δηλαδή να αποφάσισε κάποιος ότι θα βάλει όλες τις φορές το ίδιο δίστιχο σαν τσάκισμα) ή ως επίδραση από άλλα, ελληνικά ή όχι, είδη τραγουδιών που είχαν από παλιότερα ρεφρέν.

3 «Μου αρέσει»