Στειακη λαικη κιθαρα

Το περασμένο Σαββατοκύριακο ήμουν στη Στεία, στο 3ο Δ. Συνέδριο «Η μουσική παράδοση της Ανατολικής Κρήτης». Είδα, άκουσα κι έμαθα πολλά ενδιαφέροντα. Εδώ θα αναφερθώ σε ένα, που πιθανώς θα ενδιαφέρει περισσότερο το φόρουμ: στη στειακή παράδοση της λαϊκής κιθάρας.

Η κιθάρα ήταν από αρκετά παλιά το καθιερωμένο συνοδευτικό όργανο στη μουσική όλης της Ανατολικής Κρήτης. Η άλλη επιλογή ήταν το «νταουλάκι» (όπως λένε στην Κρήτη το τουμπάκι). Λαούτα δεν υπήρχαν ποτέ, παρά μόνο πολύ πρόσφατα, και ακόμη δεν έχει βρεθεί τοπικός τρόπος να παίζεται το λαούτο.

Το κύριο όργανο, που συνοδεύουν οι κιθάρες, είναι πρωτίστως το βιολί, που καλλιεργήθηκε στην αστική παράδοση της Στείας και της Γεράπετρος και από κει (μάλλον) επεκτάθηκε και στον υπόλοιπο νομό Λασιθίου. Υπήρχε όμως σε πολλά χωριά και η λύρα, που μέχρι αρκετά πρόσφατα δεν είχε εκσυγχρονιστεί σε σημερική κρητική λύρα (αυτές που λέμε “τύπου Σταγάκη”) αλλά παρέμενε στην παλαιινή μορφή της, με τα γερακοκούδουνα και τη σχετική τεχνική. Και κάπου περιθωριακά, σχεδόν χαμένα σήμερα, τα ποιμενικά πνευστά. Συνυπάρχουν λοιπόν το παλιότερο αγροτικό στρώμα κρητικής μουσικής (λυροντάουλα, κοντυλιές και πηδηχτοί, τροπικές συνθέσεις) μ’ ένα απολύτως εξευρωπαϊσμένο ιδίωμα (βιολί σχεδόν συγκερασμένο, κιθάρα, εναρμονισμένες κλίμακες κυρίως ματζόρε, αλλά και πάλι κοντυλιές και πηδηχτοί) που παρά ταύτα αναγνωρίζεται ότι είναι κρητικό και όχι, λ.χ., επτανησιακό. Και ενδιαμέσως και κάθε άλλος πιθανός συνδυασμός, λύρα με κιθάρα, βιολί με νταούλι, και τα τέσσερα μαζί ή μόνο τα τρία κλπ…

Υπήρχε όμως και η κιθάρα ως σολιστικό όργανο. Παιζόταν κυρίως στις καντάδες, για πιο ήσυχα και ρομαντικά υποθέτω. Παιζόταν κυρίως με το λεγόμενο “ισπανικό” κούρδισμα, που δε συγκράτησα πώς είναι αλλά έρχεται κοντά (χωρίς να είναι ακριβώς) στα κουρδίσματα που δίνουν ανοιχτά μια συγχορδία, και ευνοεί συγκεκριμένες τεχνικές. Συνοδευόταν από δεύτερη κιθάρα, κουρδισμένη κανονικά. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα, γνωστό υποθέτω σε πολλούς, είναι αυτή η ηχογράφηση του Δερμιτζογιάννη, κυρίως βιολάτορα (+λύρα, κιθάρα) από τη Στεία, που μόλις κυκλοφόρησε και στην εκτέλεση του δικού μας Μυστακίδη. Απ’ ό,τι πληροφορούμαι, στη συνοδευτική κιθάρα ήταν κάποιος σέσιον κιθαρίστας Αθηναίος, και αυτός είναι που κάνει και το (κάπως ξεκάρφωτο) εισαγωγικό ταξίμι - επομένως το αντιπροσωπευτικό δείγμα εντοπίζεται στην κιθάρα που παίζει τη μελωδία στο έρρυθμο (κύριο) μέρος του κομματιού.

Το αξιοσημείωτο σ’ όλα αυτά είναι ότι το παίξιμο αυτό του Δερμιτζογιάννη τότε το ξέρουν και το εφαρμόζουν και σημερινοί Στειακοί μουσικοί - το άκουσα από δύο, έναν γύρω στα 40-45 κι έναν γύρω στα 65-70, που και οι δύο είναι κατά βάση βιολάτορες. Πρόκειται για μια περίπτωση αστικής λαϊκής μουσικής που, παρά την έντονη υποχώρησή της (οι περισσότεροι Στειακοί και γενικά Λασιθιώτες γλεντούν πλέον με τα «στάνταρ κρητικά») ωστόσο παραμένει ακόμη οριακά ενεργή, με συνέχεια και ανεξαρτήτως αναβιώσεων. Και εντός αυτής της παράδοσης, μια ενδιαφέρουσα υποπερίπτωση, αυτή της λαϊκής κιθάρας.

Κι ένα δείγμα της κλασικής βιολατόρικης παράδοσης της περιοχής.

μόλις πριν λίγο άκουγα τον Μυστακίδη στο ραδιόφωνο, που αναφέρθηκε και σ’ αυτό το τραγούδι. Αν είναι η εκτέλεση για την οποία μιλούσε, ο “σέσιον κιθαρίστας” είναι ο Χρυσίνης.

Γενικά στα παλαιότερα Κρητικά τραγούδια επαιζε ούτι πολυ περισσότερο απο οτι το σημερινό Κρητικό λαούτο, σωστά?

Φαντάζομαι οτι υπηρξε και ενδιαμεσο σταδιο “προσαρμογής” σε πολίτικο λαουτο πριν περάσει στο σημερινό Κρητικό λαούτο.

Γνωρίζετε?

υπήρξε ενδιάμεσα και το μπουλγαρι σαν συνοδευτικο όργανο κυριως στην δυτικη Κρητη…

Ε, όχι μόνο αναγνωρίζεται, θα έλεγα ότι θέμα αναγνώρισης δεν τίθεται κάν, ακόμα και από άσχετους όπως εγώ. Κρητικότερα δεν γίνεται, τουλάχιστον για τα δύο παραδείγματα που μας παράθεσες.

Ούτε για ούτι, ούτε (πολύ περισσότερο) για πολίτικο λαούτο, ως παλαιότερη ή έστω ενδιάμεση / μεταβατική φάση στα κρητικά, έχω ακούσει κάτι. Ειδήμων, πάντως, της κρητικής μουσικής όχι μόνο δεν είμαι, ουσιαστικά καθόλου δεν την ξέρω.

Το πολίτικο λαούτο -η λάφτα- ποτέ δεν έχω ακούσει να παιζόταν οπουδήποτε εκτός Κ’πολης. Μπορεί κάποια παλιά λαούτα να θύμιζαν λάφτες λόγω της σπαστής κεφαλής με τα στριφτάρια, αλλά δεν ήταν λάφτες, και σίγουρα δεν είχαν πάνω από 12 μπερντέδες στην οκτάβα.

Ούτι έπαιζαν στην Κρήτη οι πρόσφυγες μετά το '22. Πρόσφυγες, εκτός από Μικρασιάτες, ήταν και πολλοί Αρμένηδες. Υπάρχει μία γνωστή φωτογραφία από αρμένικη κομπανία στον Λάκκο, στο Ηράκλειο, με δύο ούτια, κλαρίνο και βιολί. Αλλά ο Λάκκος ήταν μία ειδική περίπτωση: είναι στην Κρήτη αλλά είχε δική του μουσική, όχι κρητική παρά μάλλον ρεμπέτικη. (Περισσότερα για τον Λάκκο εδώ.)

Το λαούτο, απ’ όσα άκουσα στο συνέδριο, είναι σχετικά πρόσφατη υπόθεση στο νησί, όχι πριν τον 20ό αιώνα, και η διαμόρφωση του κρητικού λαούτου ως ξεχωριστού τύπου του οργάνου ακόμη πιο πρόσφατη. Φαίνεται ότι το λαούτο πρωτοήρθε στα Χανιά από τον Πειραιά -δηλαδή από κάπου στην υπόλοιπη Ελλάδα, στεριανή ή νησιωτική, περισσότερα δεν ξέρω- στη μορφή του νησιώτικου/στεριανού, και καθώς σταδιακά διαδόθηκε προς τα ανατολικά, προς το υπόλοιπο νησί, έγινε πο μεγάλο, πιο μπάσο και με κάποια κρυφά κατασκευαστικά χαρακτηριστικά που τελικά το διαφοροποίησαν από τα υπόλοιπα λαούτα. Τελικά το νέο κρητικό λαούτο γύρισε και πίσω προς τα Χανιά αντικαθιστώντας το νησιώτικο, προς Ανατολάς όμως έφτασε μόνο μέχρι το Ηράκλειο. Στο Λασίθι σαν ν’ άκουσα ότι μέχρι τη δεκαετία '90 (!) δεν παιζόταν, εκεί επικρατούσε η κιθάρα.

Από Ηράκλειο και προς τα δυτικά παιζόταν πράγματι το μπουλγαρί, και ως συνοδεία της λύρας (υποθέτω και του βιολιού) αλλά και ως σόλο όργανο, μόνο του ή με συνοδεία λαούτου απ’ ώσταν ήρθαν τα λαούτα. Το μπουλγαρί το ονόμαζαν και μπουζούκι, αλλά παράλληλα υπήρχε και κανονικό μπουζούκι, πάλι ως συνοδευτικό της λύρας. Πάντως θαρρώ ότι αυτά τα δύο παίζονταν κυρίως στις πόλεις. Το μπουλγαρί έχει επίσης συνδεθεί με τα λεγόμενα «Ταμπαχανιώτικα», τα αστικά λαϊκά τραγούδια του Ρεθύμνου κυρίως αλλά και των άλλων πόλεων.

Στην Ανατολική Κρήτη υπήρχε επίσης το νταουλάκι, που συνόδευε το παλιό λυράκι, την ασκομαντούρα (τσαμπούνα), τη μαντούρα, αλλά και το βιολί. Φαίνεται ότι ήταν σχετικά διαδεδομένο να παίζουν και γκαζοντενεκέδες ως κρουστά. Και κάτι άκουσα ν’ αναφέρουν και για κουτάλια, νομίζω στα Χανιά, όχι από μικρασιάτες.

Τέλος υπήρχε ασυνόδευτη λύρα (μάλλον αυτοσυνοδευόμενη), με διπλόχορδο παίξιμο και κουδουνάκια, και ακόμη ασυνόδευτη ασκομαντούρα και μαντούρα (ορεινά Ηρακλείου και Ρεθύμνου, ενώ στο Λασίθι και τα τρία όργανα παίζονταν με νταουλάκι), και ασυνόδευτα σφυροχάμπιολα (σουραύλια) σ’ όλο το νησί.

Πρόσφατη προσθήκη στα κρητικά όργανα είναι το μαντολίνο, που αρχικά εισήχθη από τους δασκάλους (κάποια εποχή ο δάσκαλος έπρεπε υποχρεωτικά να παίζει και κάποιο όργανο, και το μαντολίνο ήταν μια εύκολη και φτηνή λύση) και διαδόθηκε σε χωριά και πόλεις.

Αυτή είναι μέχρι τώρα η ενημέρωσή μου, στην οποία όμως υπάρχει ένα κενό: δεν έχω καταλάβει πώς συνόδευαν το βιολί στα Χανιά πριν έρθει το λαούτο. Το μπουλγαρί δεν έχω υπόψη μου να ήταν πολύ διαδεδομένο, ούτε ιδιαίτερα παλιό όργανο, και κρουστό ποτέ δε μαρτυρείται να είχαν εκεί.

Πάντως, για να μη χάσουμε το θέμα, επανέρχομαι εκεί όπου ξεκινήσαμε:

Στη Στεία, τη Γεράπετρο και τα γύρω χωριά οι παραδοσιακές φόρμες της εκεί κρητικής μουσικής (κυρίως οι κοντυλιές και οι πηδηχτοί) έχουν παντρευτεί με μια ευρωπαϊκή αισθητική (συγκερασμός, συγχορδίες, ματζορίλα) δημιουργώντας μια τοπική αστική λαϊκή παράδοση που ήδη έχει αρκετά βαθιές ρίζες, και μέσα σ’ αυτή την παράδοση υπάρχει και η κιθάρα, που παιζόταν και ακόμη παίζεται με τοπικά ιδιαίτερο τρόπο ως μελωδικό όργανο, και, με λιγότερο ιδιαίτερο τρόπο αλλά εντονότερη παρουσία, ως συνοδευτικό.

Αυτή είναι η εκτέλεση, δεν υπάρχει άλλη.

Κάποιο άλλο όνομα μού είπαν, που δεν το συγκρατώ γιατί δεν το έχω ξανακούσει. Αλλά αν έπαιζε ο Στειακός Δερμιτζογιάννης με τον Χρυσίνη, οι Στειακοί είναι πιθανό να έδωσαν όλη τους την προσοχή στον δικό τους και να ξέχασαν τον δεύτερο μουσικό, ενώ ο Μυστακίδης, που ξέρει σαφέστατα ποιος είναι ο Χρυσίνης, να είναι ακριβέστερος στο τι λέει.

Σε κάθε περίπτωση, το ταξίμι δεν είναι του Δερμιτζογιάννη και δε χαρακτηρίζει το ύφος στο οποίο ανήκει το κομμάτι.

Στο συνέδριο θα έγινε, φαντάζομαι, αναφορά στον Στ. Καλογερίδη (1883-1960) ο οποίος ήταν μουσικός εκπαιδευμένος στη Γαλλία. Επεξεργάστηκε παραδοσιακούς σκοπούς της Σητείας και έκανε και δικές του συνθέσεις.
Μήπως η δουλειά του Καλογερίδη επηρέασε στη διαμόρφωση του ιδιαίτερου αυτού μουσικού ύφους της Ανατολικής Κρήτης; Ή ήταν προγενέστερο;
Εδώ προπολεμική ηχογράφηση με κοντυλιές όπου, νομίζω, διακρίνεται το “δυτικό” χρώμα.
(σε αυτό ακούγεται ίσως για πρώτη φορά το δημοφιλές και γνωστότατο δίστιχο “Άστρα μη με μαλώνετε”).

Η ονομασία ισπανικό κούρδισμα είναι του ερευνητή ή υπήρχε από παλιά ανάμεσα στους κιθαρίστες της περιοχής; Στο blues ισπανικό είναι το κούρδισμα ανοιχτό Σολ (από μπάσα προς πρίμα Ρε Σολ Ρε Σολ Σι Ρε), ονομασία λόγω του χαραχτηριστικού κομματιού Spanish Fandango. Παραλλαγές του κομματιού υπάρχουν και σε ευρωπαϊκές παραδόσεις με τη γαλλική ονομασία Retraite Espagnole π.χ. [video=youtube_share;FeUDuvvURxc]http://youtu.be/FeUDuvvURxc[/video] .
Σε ελληνική έκδοση όπως έχω ξανααναφέρει περιλαμβάνεταισε διασκευή Τυρταίου σε κούρδισμα ανοιχτό σολ στη συλλογή εκλεκτών τεμαχίων δια κιθάρα τεύχος 27 που πρέπει να είναι μεταπολεμική καθώς περιλαμβάνει το ταγκό “φιλί της φωτιάς”.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 22:07 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 22:01 —

Δεν υπήρχαν μαντολινάτες την εποχή της αυτονομίας ή αμέσως μετά την ένωση/βαλκανικούς; Και στην Κύπρο ήταν διαδεδομένο σαν όργανο των δασκάλων σε πιο πρόσφατες εποχές αλλά υπήρχαν μαντολινάτες από την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Ο Γ. Χουρμούζιος που ίδρυσε την πρώτη μαντολινάτα στη Λεμεσό βρέθηκε εξόριστος στο Ηράκλειο μετά τα οχτωβριανά του 1931, ίσως να έπαιξε κάποιο ρόλο, αλλά είμαι σίγουρος ότι το όργανο θα ήταν ήδη γνωστό.

Το τραγούδι ηχογραφήθηκε το 1962 στην Αθήνα. Κιθάρες έπαιξαν ο Χρυσίνης μαζι με τον λαικοδημοτικο Ζερβα (δεν θυμαμαι το μικρο του) πατέρα του Ζερβα που παιζει πλήκτρα τωρα στην ορχήστρα του νταλαρα. Το Ταξιμι το κανει αυτος. Το κουρδισμα δεν ειναι ολόκληρο ανοικτό σολ. Μονο οι μι και λα μπασες γίνονται ρε και σολ αντίστοιχα. Αυτο το κουρδισμα δίνει μια παρα πολυ ωραια θέση για αναλύσεις της ντιμινουιτας του φα νικριζ που υπαρχει μεσα στο σολ χιτζαζ που συνήθως ειναι γραμμένα αυτα τα κομμάτια οπως και το συγκεκριμένο.

Ζέρβας!! Μπράβο, αυτόν μου ανέφεραν.

Κάτσε, δηλαδή, Δημήτρη, ο Δερμιτζογιάννης μόνο τραγουδάει; Δεν το είχα καταλάβει. Ή μάλλον, δεν το είχε καταλάβει εκείνος που μου το είπε.

Όπως και να 'χει, ακόμη κι αν δεν έπαιζε ο ίδιος ο Δερμ., αυτό το παίξιμο υπήρχε στη Στεία. Από τα κουρδίσματα που αναφέρετε, από τους μουσικούς άκουσα κάτι που ταιριάζει πιο πολύ με του Δημήτρη την περιγραφή. Ωστόσο στο φυλλάδιο ενός σιντί αναφέρεται και του emc η εκδοχή, ότι «ισπανικό» = ανοιχτό Σολ+ κούρδισμα. Ο όρος είναι των λαϊκών μουσικών. Μάλιστα υπάρχουν και “ισπανικές κοντυλιές”!! (συνήθως οι κοντυλιές ονομάζονται από κάποιο χωριό ή πόλη, στειακές, καβουσιανές, βιαννίτικες… ε, και ισπανικές! - αλλά αυτές αναφέρονται στο κούρδισμα της κιθάρας.)

Πιθανόν να υπήρχαν περισσότερα του ενός εναλλακτικά κουρδίσματα, πέρα από το γνωστό. Αυτές οι κοντυλιές της συγκεκριμένης ηχογράφησης είναι χιτζάζ, αλλά το πιο κλασικό και χαρακτηριστικό ύφος των στειακών - γεραπετρίτικων κλπ. κοντυλιών είναι σε ματζόρε που κλείνει στην τρίτη (κάτι σαν σεγκιάχ αλλά κάργα εξευρωπαϊσμένο). [Όλη η παρούσα παράγραφος είναι δική μου σκέψη…]
[SIZE=2]
Λυπάμαι που δεν τα θυμάμαι με περισσότερη ακρίβεια.Το συνέδριο και τα παραλειπόμενά του ήταν τίγκα στην πληροφορία, δεν τα θυμάμαι όλα. Δεν ξέρω αν πρόκειται να βγουν πρακτικά, κάτι άκουσα ότι λένε να ανεβάσουν τα βίντεο από τις εισηγήσεις (φαντάζομαι και από τις συναυλίες) ονλάιν.

Στέλιο, για τις μαντολινάτες: μπορεί, δε γνωρίζω.

[/SIZE]

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 00:55 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 00:20 —

Το ρεπερτόριο της περιοχής, από την άποψη της καθαρής μελωδίας, πέρα από το πώς παίζεται, έχει γενικά αυτό το στυλ. Ακόμη και χωριάτικες εκτελέσεις με αρχαϊκά όργανα, λυροντάουλα, τις ίδιες κοντυλιές παίζουν. Βέβαια σε τέτοιες εκτελέσεις δίνεται πολύ πιο έντονα η αίσθηση της τροπικότητας και γενικά του ύφους που αναγνωρίζουμε ως παραδοσιακό, αλλά κι απ’ την άλλη ταιριάζουν τόσο πολύ να παιχτούν στο ύφος του Καλογερίδη ή τέλος πάντων αστικοδυτικά που δεν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα αν μεταπήδησαν από το ένα στυλ στο άλλο ή από το άλλο στο ένα. Μόνο τα τσαμπουνιέρικα διαφοροποιούνται σαφώς, αλλά δεν είμαι βέβαιος πόσο ισχυρή παράδοση είχε ακόμη και παλιά η τσαμπούνα σ’ εκείνα τα μέρη.

Αυτά ως προς το ύφος των συνθέσεων. Ως προς το ύφος των εκτελέσεων τώρα:

Στο συνέδριο υπογραμμίστηκε έντονα το αξιοσημείωτο του πόση επίδραση έχει ασκήσει ο Καλογερίδης, τη στιγμή που το σύνολο των ηχογραφήσεών του είναι πολύ μικρό. Ζωντανή παρουσία δεν κατάλαβα να είχε: δε νομίζω να ήταν «βιολάτορας», κλασικός μουσικός ήταν. Έγινε ομόφωνα δεκτό ότι αν δεν υπήρχε ο Καλογερίδης δεν ξέρουμε πώς θα ήταν σήμερα η μουσική της ανατολικής Κρήτης (το ίδιο ειπώθηκε και για τον Δερμιτζογιάννη).

Το θέμα όμως είναι ότι σ’ εκείνα τα μέρη φαίνεται να είχε ριζώσει πολύ πιο έντονα η βενετσιάνικη παράδοση. Θεωρώ λοιπόν πιθανό η τοπική μουσική να είχε, και προ Καλογερίδη, τέτοιο ύφος, και απλώς ο Καλογερίδης, πηγαίνοντάς το στα άκρα, να ανέδειξε κρυφές ιδιότητές του που μόνο μέσω μιας πραγματικά κλασικότροπης επεξεργασίας να αποκαλύπτονταν, αφού (αν ισχύει η υπόθεση) ήταν στον πυρήνα του δυτικότροπο ούτως ή άλλως.

Πάντως:

Η βασική φόρμα της τοπικής μουσικής είναι η κοντυλιά. Κοντυλιές υπάρχουν και στην κεντρική Κρήτη (στη δυτική νομίζω όχι), αλλά και εκτός Κρήτης, Κυκλάδες, Δωδεκάνησα, μέχρι και στη Χίο, και συνολικά ως είδος δεν έχουν τίποτε το εγγενώς δυτικότροπο. Ίσως στην ανατολική Κρήτη να υπάρχει το πλουσιότερο ρεπερτόριο, και ίσως-ίσως αυτό να σημαίνει ότι αυτή είναι η κοιτίδα τους, οπότε ίσως-ίσως-ίσως να ξεκίνησαν έτσι ματζόρικες και εναρμονισμένες και, στην πορεία της διάδοσής τους σε άλλα μέρη, να προσαρμόστηκαν στο ελληνικό τροπικό ύφος. Κανείς όμως δεν αποκλείει και το αντίθετο, να είναι μια προϋπάρχουσα φόρμα που απλώς στην ανατολική Κρήτη καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα και, ειδικά εκεί, να συντέθηκαν αυτές οι ευρωπαΐζουσες κοντυλιές.

(Παρόλο που τονίζω μόνος μου το αβέβαιο τόσων υποθέσεων που στηρίζονται σε αναπόδεικτες προηγούμενες υποθέσεις, ωστόσο το βρίσκω ενδιαφέρον να διερωτάται κανείς κι ας μη βρει την απάντηση. «Και τι έγινε αν βρούμε ότι προήλθαν από εδώ κι όχι από εκεί;» -Έγινε ακριβώς ότι το μάθαμε!)

Μισό, ρε Περικλή: όσο βαθειά κι αν είχε ριζώσει η βενετσάνικη παράδοση, οι Βενετοί διώχτηκαν πλήρως απ’ την Κρήτη με το τέλος του 17ου αιώνα. Να κράτησε η σχετική παράδοση μέχρι τον 20ό; δύσκολο μου φαίνεται, αλλά ούτως ή άλλως, ύφος και τεχνικές κλασικού βιολιού, όπως αυτό εννοείτο κατά τον πρώιμο 20ό αιώνα στην Ελλάδα, δεν νομίζω να είχαν διαμορφωθεί στην Ευρώπη μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα, στη Βενετία, στο νότο, ακόμα λιγότερο. Το ύφος αυτό παγιώνεται αργότερα, με τους μεγάλους κλασικούς του 18ου, άρα δεν του δίνεται η ευκαιρία να γίνει γνωστό στη Σητεία μέσω της ενετικής παράδοσης.

Τεχνικές κλασικού βιολιού χωρίς τυπική μουσική εκπαίδευση, ούτως ή άλλως αποκλείονται.

Ύφος ευρωπαϊκής μουσικής όμως -συγκεκριμένα ευρωπαϊκές κλίμακες, με ό,τι άλλο σέρνουν μαζί τους, αντί ανατολικών τρόπων- δεν αποκλείεται, υπάρχει και στα 7νησα.

Τέλος πάντων, έχουμε προ πολλού φύγει από όσα ξέρω να απαντήσω. Αυτό που ξέρω είναι η τωρινή μορφή της μουσικής της Αν. Κρήτης, που έχει ευρωπαϊκό χρώμα, και όχι μόνο στις πολύ τελευταίες δεκαετίες.

Ενα σχόλιο. Τον 17ο αιώνα και η δυτική μουσική ήταν ασυγκέραστη.

Γαμώτο, Δημήτρη, έχεις δίκιο.:112:Ήταν όμως και τροπική;

Δεν ξέρω (αμφιβάλλω βέβαια) κατά πόσον, μετά το τέλος της Ενετοκρατίας, οι τουρκοκρατούμενοι Κρητικοί είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθούν τις εξελίξεις της ευρωπαϊκής μουσικής και να συμμετέχουν σ’ αυτές. Ξέρω όμως το αποτέλεσμα: σήμερα αυτή η μουσική (της αν. Κρήτης) μοιάζει με πολλές λαϊκές μουσικές της Ευρώπης ως προς τις κλίμακες και τη χρήση τους.
Αν δεν πρόκειται για παλαιόθεν ευρωπαϊκή επίδραση, η μόνη άλλη εξήγηση που μπορώ να φανταστώ είναι να οφείλεται όλο αυτό το ύφος στην επίδραση του ενός Καλογερίδη, με τα 5 χρόνια μουσικών σπουδών στην Ευρώπη και με τις λίγες ηχογραφήσεις του.

Δεν υπήρξε στο συνέδριο εισήγηση με αυτό το τόσο ενδιαφέρον θέμα, «Πώς προέκυψε στην Κρήτη ένα μουσικό ιδίωμα με τέτοια χαρακτηριστικά». Όσες εισηγήσεις είχαν τέτοιο ιστορικό, ας πούμε, χαρακτήρα αφορούσαν πιο επιμέρους ζητήματα: ιστορία της παρουσίας του τάδε ή δείνα οργάνου στην Κρήτη ή στην ανατολική Κρήτη. Οι υπόλοιπες ήταν ό,τι βλέπετε στο λινκ του πρώτου μηνύματος.

Εκτός από ασυγκέραστη, ήταν σίγουρα σε κάποιο (μικρό και συνεχώς μειούμενο βαθμό) και τροπική. Το ότι οι Κρητικοί που ζούσαν μόνιμα στο νησί, δεν είχαν επί τουρκοκρατίας τη δυνατότητα να παρακολουθούν τις εξελίξεις της ευρωπαϊκής μουσικής, πολύ περισσότερο να συμμετέχουν σ’ αυτές, νομίζω πως πρέπει να το θεωρήσουμε “ατράνταχτο” δεδομένο. Επαναλαμβάνω αυτό που είπα παραπάνω, τα δύο παραδείγματα στο #1 (που είναι και τα μόνα που ξέρω από μουσική της ανατολικής Κρήτης) είναι κρητικά αντάμ παπαντάμ και η χρήση συγκερασμένων διαστημάτων ή η συνοδεία με ματζόρε κλίμακες κατά την επιτέλεση, δεν είναι αρκετά για να αφαιρέσουν την έκδηλη στα παραδείγματα τροπικότητα. Επίσης, αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι σε παλαιότερες εποχές, ουδείς στην Ελλάδα ασχολούνταν με την τροπικότητα ή μη της λαϊκής μουσικής, αγροτικής ή αστικής. Αυτό ξεκίνησε για πρώτη φορά πριν ελάχιστες δεκαετίες, όταν οι από κάποιον ονομασθέντες “οθωμανότροποι” (ή κάπως έτσι) φαν της “νεοπαραδοσιακής μουσικής” άρχισαν να φρίττουν όταν άκουγαν συγκερασμένα διαστήματα σε παραδοσιακό τραγούδι. Ανάλογα συνέβαιναν, λίγο αργότερα, και κατά την προσέγγιση της θεωρίας με κλίμακες, αντί για τετρά- / πεντάχορδα. Πιό πριν, και σίγουρα κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, κανείς δεν θα τα πρόσεχε αυτά τη στιγμή της επιτέλεσης. Γιαυτό ίσως δικαιολογείται και η τελείως ξεκάρφωτη, για μας σήμερα, εισαγωγή τύπου ταξιμιού στο πρώτο παράδειγμα του #1.

Ασφαλώς και είναι κρητικότατα, ούτε συζήτηση. Αλλά με λίγο περισσότερα δείγματα και απ’ αυτά και από τ’ άλλα η διαφορά φαίνεται πολύ καθαρά. Σήμερα στην Κρήτη ζουν και παίζουν μουσικοί του παγκρήτιου ενιαίου ύφους, μουσικοί των επιμέρους τοπικών ιδιωμάτων, άλλοι πιο του γλεντιού κι άλλοι πιο «λαογραφικοί» ή συναυλιακοί, άλλοι με πρωτότυπες συνθετικές προτάσεις (παραδοσιακού ή καινοτόμου ύφους) κι άλλοι που απλώς παίζουν ό,τι ήδη υπάρχει, μουσικοί του εντεχνοκρητικού και του σκυλοκρητικού, μουσικοί που απλώς αντλούν την έμπνευσή τους από την κρητική παράδοση, άπειροι νέοι ερασιτέχνες, κλπ κλπ. Υπάρχουν επίσης -και ακούγονται συχνά- ένα σωρό παλιές ηχογραφήσεις, κυρίως από επαγγελματίες των περασμένων γενεών αλλά και από καταγραφές.

Μέσα σ’ όλη αυτή τη θάλασσα, το εν λόγω ιδίωμα σαφώς ξεχωρίζει.

Όχι όσο ήταν τον προηγούμενο αιώνα. Η αναγεννησιακή (ας πούμε 16ος αιώνας) είναι καθαρά τροπική, ο Dowland γύρω στο 1600 είναι και τροπικός/πολυφωνικός και συγχορδιακός/μονωδικός (το ίδιο τραγούδι σαν λαουτοτράγουδο ή/και σαν μαδριγάλι), ο Βιτσέντζο Γαλιλέι και οι λοιποί φλωρεντίνοι αντιδρούν στη θεωρία του Zarlino και κινούνται προς τη μονωδία, η οποία αναπόφευκτα τον 17ο αιώνα φέρνει την τονικότητα, τη συνοδεία με ενάριθμο μπάσο/ συγχορδίες και άλλα χαρακτηριστικά του μπαρόκ.

Δεν έχουμε μαρτυρίες για κρητικούς που να σπουδάζουν στην Πάδουα ή για καθολικούς ιεραπόστολους στο Αιγαίο μετά το 1669;

Ε, τώρα το πάμε πολύ, μα πολύ μακρυά… Είναι δυνατόν να μην έχουμε, από το 1669 και μετά, και μέχρι την αποκοπή από την οθωμανική διοίκηση (δυό αιώνες, χοντρικά), Κρητικούς που σπουδάζουν “έξω”; Μεγαλόνησος είναι, πανεπιστήμια δικά της δεν έχει, άρα σίγουρα πολλοί αναζητούν μόρφωση “έξω”. Και το “έξω” σημαίνει κατά περίπου 100% Ιταλία (ίσως μόνο ο Ελ Γκρέκο έκανε την εξαίρεση). Όμως, το θέμα δεν είναι αν υπάρχουν ή όχι μαρτυρίες. Το θέμα είναι: Κατά πόσον οι άνθρωποι αυτοί, γυρίζοντας πίσω (όσοι γύρισαν), επηρρέασαν τη μουσική του νησιού τους ώστε να πάει κοντύτερα προς την ευρωπαϊκή μουσική. Απ’ ό,τι βλέπω, δεν έχουν γίνει τέτοιες έρευνες, ούτε νωρίτερα, ούτε τώρα με αιτία το συνέδριο.

Όσο για καθολικούς ιεραπόστολους στο Αιγαίο μετά την κατάκτηση της Κρήτης απ’ τους Οθωμανούς, υπάρχουν μαρτυρίες, και μάλιστα μου έχει τύχει να διαβάσω κανα δυό απ’ αυτές. Και πάλι όμως, το θέμα δεν είναι αν ήρθαν καθολικοί ιεραπόστολοι αλλά κατά πόσον κατάφεραν ή έστω δοκίμασαν να αλλάξουν τα χαρακτηριστικά της ντόπιας λαϊκής μουσικής. Φοβάμαι ότι αν κάποιος τους ρώταγε, θα του απαντούσαν ιδιαίτερα απαξιωτικά για τη (λαϊκή) μουσική των ντόπιων. Απλά, δεν τους απασχόλησε, υποθέτω.

@emc:
Δε θα το ‘ψαχνα σ’ αυτή την κατεύθυνση. Το τι έγραφαν αυτοί οι συνθέτες αποκλείεται να το ήξεραν οι Στειακοί βιολατόροι. Σε επίπεδο όμως λαϊκής ή, έστω, πιο καθημερινής μουσικής;
Στη μητροπολιτική Βενετιά και τις βενετικές κτήσεις, τι παιζόταν στις αυλές των αρχόντων και στους χορούς τους; Τι στις ταβέρνες όπου σύχναζαν οι στρατιώτες ή οι πολίτες; Στο θέατρο; Τι τραγουδούσαν τις νύχτες οι κανταδόροι εκείνοι που απηχούνται στον Ερωτόκριτο;
Ό,τι παιζόταν εκεί, είχε εισχωρήσει, και πόσο, και στη μουσική δραστηριότητα του ντόπιου πληθυσμού, στα δικά τους πανηγύρια και καντάδες κλπ.;

Για άλλα μέρη έχουμε μια ιδέα αυτής της επίδρασης: ο ενετικός μπάλος χορεύτηκε επί αιώνες μετά τους Ενετούς στα Κυκλαδονήσια, και χορεύεται ακόμα. Η μουσική του βέβαια, η παλιά, της τσαμπούνας και του σουραυλιού, είναι απολύτως ελληνότροπη και το δυτικό χρώμα στους μπάλους του βιολιού μάλλον είναι κάτι πιο πρόσφατο, ο ίδιος ο χορός όμως από τότε βαστάει. Από τότε βαστάει εξάλλου και η καινοτομία που δανείστηκε η ελληνική -αρχής γενομένης από την Κρήτη μάλιστα- στιχουργική από την ευρωπαϊκή: η ομοιοκαταληξία. Από το ανομοιοκατάληκτο δημοτικό τραγούδι περνάμε στον ομοιοκατάληκτο μη δημοτικό Ερωτόκριτο κι από κει στο ομοιοκατάληκτο λαϊκό δίστιχο, τη μαντινάδα, που επικράτησε σ’ όλο το Αιγαίο σε βαθμό ώστε σχεδόν να εξορίσει την παλιά ποιητική παράδοση - σε ποιο νησί έχετε ακούσει να λένε της Άρτας το γιοφύρι και το Θάνατο του Διγενή;

Αν η βενετσιάνικη παράδοση είχε μπολιάσει τόσο βαθιά την κρητική, τότε δεν το βρίσκω απίθανο να συνεχίστηκε και μετά τους Ενετούς και μέχρι σήμερα, κι επομένως, με κάποιον έμμεσο τρόπο και χωρίς απευθείας επαφή,

Σε μια τέτοια περίπτωση, και οι τυχόν ξενοσπουδαγμένοι Κρητικοί κλπ. των δύο παραπάνω μηνυμάτων θα είχαν ένα πεδίο να ασκήσουν τη (μικρή, έστω) επίδρασή τους.

Και πάλι υποθέσεις, που τις κάνω απλώς για τη χαρά της συζήτησης κι όχι επειδή έχω ψάξει πού να τις στηρίξω.