Το περασμένο Σαββατοκύριακο ήμουν στη Στεία, στο 3ο Δ. Συνέδριο «Η μουσική παράδοση της Ανατολικής Κρήτης». Είδα, άκουσα κι έμαθα πολλά ενδιαφέροντα. Εδώ θα αναφερθώ σε ένα, που πιθανώς θα ενδιαφέρει περισσότερο το φόρουμ: στη στειακή παράδοση της λαϊκής κιθάρας.
Η κιθάρα ήταν από αρκετά παλιά το καθιερωμένο συνοδευτικό όργανο στη μουσική όλης της Ανατολικής Κρήτης. Η άλλη επιλογή ήταν το «νταουλάκι» (όπως λένε στην Κρήτη το τουμπάκι). Λαούτα δεν υπήρχαν ποτέ, παρά μόνο πολύ πρόσφατα, και ακόμη δεν έχει βρεθεί τοπικός τρόπος να παίζεται το λαούτο.
Το κύριο όργανο, που συνοδεύουν οι κιθάρες, είναι πρωτίστως το βιολί, που καλλιεργήθηκε στην αστική παράδοση της Στείας και της Γεράπετρος και από κει (μάλλον) επεκτάθηκε και στον υπόλοιπο νομό Λασιθίου. Υπήρχε όμως σε πολλά χωριά και η λύρα, που μέχρι αρκετά πρόσφατα δεν είχε εκσυγχρονιστεί σε σημερική κρητική λύρα (αυτές που λέμε “τύπου Σταγάκη”) αλλά παρέμενε στην παλαιινή μορφή της, με τα γερακοκούδουνα και τη σχετική τεχνική. Και κάπου περιθωριακά, σχεδόν χαμένα σήμερα, τα ποιμενικά πνευστά. Συνυπάρχουν λοιπόν το παλιότερο αγροτικό στρώμα κρητικής μουσικής (λυροντάουλα, κοντυλιές και πηδηχτοί, τροπικές συνθέσεις) μ’ ένα απολύτως εξευρωπαϊσμένο ιδίωμα (βιολί σχεδόν συγκερασμένο, κιθάρα, εναρμονισμένες κλίμακες κυρίως ματζόρε, αλλά και πάλι κοντυλιές και πηδηχτοί) που παρά ταύτα αναγνωρίζεται ότι είναι κρητικό και όχι, λ.χ., επτανησιακό. Και ενδιαμέσως και κάθε άλλος πιθανός συνδυασμός, λύρα με κιθάρα, βιολί με νταούλι, και τα τέσσερα μαζί ή μόνο τα τρία κλπ…
Υπήρχε όμως και η κιθάρα ως σολιστικό όργανο. Παιζόταν κυρίως στις καντάδες, για πιο ήσυχα και ρομαντικά υποθέτω. Παιζόταν κυρίως με το λεγόμενο “ισπανικό” κούρδισμα, που δε συγκράτησα πώς είναι αλλά έρχεται κοντά (χωρίς να είναι ακριβώς) στα κουρδίσματα που δίνουν ανοιχτά μια συγχορδία, και ευνοεί συγκεκριμένες τεχνικές. Συνοδευόταν από δεύτερη κιθάρα, κουρδισμένη κανονικά. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα, γνωστό υποθέτω σε πολλούς, είναι αυτή η ηχογράφηση του Δερμιτζογιάννη, κυρίως βιολάτορα (+λύρα, κιθάρα) από τη Στεία, που μόλις κυκλοφόρησε και στην εκτέλεση του δικού μας Μυστακίδη. Απ’ ό,τι πληροφορούμαι, στη συνοδευτική κιθάρα ήταν κάποιος σέσιον κιθαρίστας Αθηναίος, και αυτός είναι που κάνει και το (κάπως ξεκάρφωτο) εισαγωγικό ταξίμι - επομένως το αντιπροσωπευτικό δείγμα εντοπίζεται στην κιθάρα που παίζει τη μελωδία στο έρρυθμο (κύριο) μέρος του κομματιού.
Το αξιοσημείωτο σ’ όλα αυτά είναι ότι το παίξιμο αυτό του Δερμιτζογιάννη τότε το ξέρουν και το εφαρμόζουν και σημερινοί Στειακοί μουσικοί - το άκουσα από δύο, έναν γύρω στα 40-45 κι έναν γύρω στα 65-70, που και οι δύο είναι κατά βάση βιολάτορες. Πρόκειται για μια περίπτωση αστικής λαϊκής μουσικής που, παρά την έντονη υποχώρησή της (οι περισσότεροι Στειακοί και γενικά Λασιθιώτες γλεντούν πλέον με τα «στάνταρ κρητικά») ωστόσο παραμένει ακόμη οριακά ενεργή, με συνέχεια και ανεξαρτήτως αναβιώσεων. Και εντός αυτής της παράδοσης, μια ενδιαφέρουσα υποπερίπτωση, αυτή της λαϊκής κιθάρας.
Κι ένα δείγμα της κλασικής βιολατόρικης παράδοσης της περιοχής.