Ε, μα δεν θα φροντίσουν οι διοργανωτές ώστε να ενημερωθούν οι επισκέπτες, εκτός για όλα τα άλλα, και για της Ελληνευρέσεις του ανθρώπου; Τι ελληνηύρε, να ξέρουμε δηλαδή.
Όσο για τις πηγές, ακριβώς: Ότι κατέβαζε το κεφάλι του, το δημοσιοποιούσε, με τόση βεβαιότητα για το ορθόν της κατεβασιάς, που περίττευαν οι αναφορές πηγών. Σε μία περίπτωση (Ελληνευρέσεως) πάντως, ανεφέρθη και πηγή, έστω μόνο για το ήμισυ της λέξης: Στο σκεπτικό της τεκμηρίωσης, ότι ο Ζεϋμπέκικος χορός είναι αρχαιοελληνικός και οι Τούρκοι απλά, τον καπηλεύτηκαν (και αυτόν), και αφού αναλυθεί η σύνθεση της λέξης από τις λέξεις Ζεύς (ναι ντε, ο επικεφαλής του Δωδεκαθέου, ο Diaeus της αρχαίας Ινδίας, αλλά αυτή η αναφορά πηγής είναι δική μου, όχι του Βελούδιου) και μπέκος, όπου μπέκος = ο άρτος, κατ’ Ηρόδοτον*. Τώρα, για το πώς θεός και μπέκος συντηκόμενοι δίνουν ζεϋμπέκικο**, αυτο μπορεί να ανευρεθεί (ή, μήπως, ελληνευρεθεί;) στο “Θάνος Βελλούδιος, Από την Μουσική Ελληνική Σουΐτα: Κοντσέρτο Μεσογειακό, πέραν του Καλού και του Κακού”, μέρος 4, τμήμα (πνεύμα και σώμα), Ελληνοευρετικαί επιδόσεις υπό Θάνου Αλεξάνδρου Μουρραίη – Βελλουδίου, Αντισμηνάρχου ε. α.”, αναδημοσιευμένου στο Οδός Πανός, Μάϊος 198, Τεύχος 2.
*τη λέξη αυτή, κατά τον Βελούδιο, την εκαπηλεύθησαν και οι Γερμανοί, όταν επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν για το ψήσιμο του ψωμιού το ρήμα backen (= ψήνω). Μάλιστα, την επεξέτειναν σε όλα χωρίς εξαίρεση τα ψησίματα, δηλαδή κέϊκ, αρνιού, ψαριού και άλλων πολλών (αυτό, πάντως, εγώ το λέω), αλλά και οι Αλβανοί, που μπουκ ονομάζουν το ψωμί.
**η ορθογραφία, δική του