Σαν σήμερα πέθανε ο Β. Τσιτσάνης (2001)

Να θυμηθούμε πως σαν σήμερα to 1984 πέθανε ο μεγαλύτερος των μεγάλων Β. Τσιτσάνης. Και ο εξαίρετος Κώστας Γιαννίδης επίσης την ίδια μέρα. Και η λάμψη του “Βλάχου” κάλυψε ακόμη και την μνήμη του Γ. Κωσταντινίδη.

Να μην τους λησμονούμε.

Φραγκίσκος

Καλός ο βλάχος, και να λείπουν οι θρασύτητες εναντίον του. Αναφέρομαι (υπο τύπον αυτοκριτικής) και σε μένα.
Πρόκειται περί μουσικού και στιχουργικού αδάμαντος. Αλλά και αγγελιοφόρος μιας αλήθειας: ότι μια δεδομένη στιγμή, η λεγόμενη επαρχία, “ήρθε στα πράγματα”, στο ιστορικό προσκήνιο, κομίζουσα τα καλά και τα κακά:

Αριστο παράδειγμα καλού πλασαρίσματος του εαυτού του. Σκατά φωνή που δεν έλεγε να σιγάσει με τίποτα. Δεν επεφύλαξε για τον εαυτό του ηγετικό ρόλο στο παρασκήνιο ως «δημιουργός», με τη φίρμα τραγουδιάρη ( -ρα) να παίρνει το χαρτί και τη μόστρα στο πρώτο σανίδι.

Ουδέποτε συγκρούστηκε με την κοφτερή πλευρά του μαχαιριού. Στην κατοχή λούφαξε βορείως με καλές κουμπαριές.

Στην Αθήνα, όταν ηρεμήσαν τα πράγματα, ήρθε με τη βαλίτσα γεμάτη τραγούδια. Τα πούλησε όλα.

Είναι κι αυτή η «Συννεφιασμένη Κυριακή» που μας ζάλισε τον έρωτα 50 χρόνια τώρα, γραμμένη πάνω σε στίχους Γκούβερη για την ποδοσφαιρική ομάδα του, που ο βλάχος θέλει να την έχει γράψει ο ίδιος με έμπνευση από επεισόδιο της κατοχής. Θέλει δηλαδή να παίρνει το χαρτί ΚΑΙ με εξάρες ΚΑΙ με δυάρες.

Δεν χάιδεψε τα αυτιά της εξουσίας. Απλά δεν την εξόργισε ποτέ. Χασικλίδικο θέτε; Πάρτε τους «Πριγκηπομαστούρηδες». Λογοκρισία έχουμε; Πάρτε ερωτικό άσμα. Κουλτουριάρικο θέτε; Πάρτε το «Βραδυάζει γύρω». Μουσική επένδυση σε ταινίες θέτε; Πάρτε τρία κιλά. Με το ωράριο του ξενύχτη τα βάζετε; Πάρτε το «Αμάν ζημιά που πάθαμε».

Απ’ αυτήν την (απίστευτα) αντιφατική προσωπικότητα, παρήχθησαν θησαυροί.

Σα νάχει γίνει κανόνας πια. Δεν βγαίνει καλό πράμα από καλό («καθωσπρέπει») άνθρωπο. Ο καθωσπρέπει βλέπει τηλεόραση – γάμα τον αυτόν. Ο αληταράς – σαλτιμπάγκος – ψιλοψεύτης – νταής – ερωτίλος – ξενύχτης – χασισοπότης – αριβίστας – παπαρολόγος και ακαμάτης είναι ο πιθανός Μάρκος, Βλάχος, Μπαγιαντέρας κλπ…

ΚΚ

Μπραβω σου ωρε Frank…
καλα που θυμιθηκες τον Μεγιστο Βλαχο…
πολοι ακουνε και λιγοι καταλαβαινουν…
αφησε δουλεια για τους μεταγενεστερους…

Σπυρος

Κώστα, η κριτική σου για τον Β.Τσ. με βρίσκει αντίθετο σε ένα δυο σημεία.

Πρώτα- πρώτα έχεις άδικο όταν λες για τον Β.ΤΣ. ότι “ουδέποτε συγκρούστηκε με την κοφτερή πλευρά του μαχαιριού”. Συγκρούστηκε όσο και ο μέσος όρος των ομοτέχνων του και ίσως λίγο περισσότερο. Π.Χ. ναι μεν δεν ανέβηκε στο βουνό επί κατοχής (πράγμα που σχεδόν κανένας γνωστός ομότεχνός του δεν έκανε άλλωστε, απλώς κάποιοι ήταν στο ΕΑΜ) αλλά έφτιαξε και το “Κάνε λιγάκι υπομονή” και το “Γράμμα” και το “Γιατί να φύγεις μακρυά” και κάμποσα άλλα που λειτούργησαν προς αυτήν την κατεύθυνση. Όσο για την κοινωνική του συμπεριφορά (τεκέδες κλπ), εντάξει ούτε μάγκας ήτανε ούτε τσαμπουκάδες έκανε. Αλλά αν εξαιρέσουμε τον σκληρό περαιώτικο πυρήνα (Μάθεσης, Κερομύτης, Μπάτης κλπ) ποιός άλλος ήτανε διαφορετικός; Ο Μητσάκης, ο Καλδάρας, ο Χιώτης, ο Χατζηχρήστος, ο Παπαϊώάννου, ποιός;

Έπειτα, πως σούρθε πως “πρόκειται περί στιχουργικού αδάμαντος”; “Συνθετικού”, μάλιστα. Επαυξάνω. Αλλά “στιχουργικού” δεδομένου ότι τα περισσότερα τραγούδια του έχουν στίχους άλλων; Υπερβολικό σε βρίσκω…

Ακόμη, δεν νομίζω πως ήταν “απίστευτα αντιφατική προσωπικότητα”. Θαρρώ πως είχε ένα απίστευτο ταλέντο στην μουσική παραγωγή (συνθέτης και μπουζουξής) που όμοιό του δεν βρίσκεται εύκολα, το οποίο το συνδύαζε με σκληρή δουλειά. Ακόμα, είχε πάντα την πολυτέλεια (επειδή του άξιζε) να έχει τους καλύτερους συνεργάτες που υπήρχαν (μουσικοί, τραγουδιστές κλπ). Έτσι κατάφερε να μείνει σε ένα υψηλό επίπεδο ποιότητας ακόμη και την εποχή των Ινδικών, και κυρίως, να μην στερηθεί ποτέ το μεροκάματο όπως άλλοι (Μάρκος, Παπαϊωάννου κλπ.) Αυτό όλο κάθε άλλο παρά “αντιφατική προσωπικότητα” υποδηλώνει…

Τέλος, θα με βρεις ΑΠΟΛΥΤΑ σύμφωνο με την τελευταία σου παράγραφο, υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι μιλάμε για τέχνη (και μάλιστα λαϊκή).

Φραγκίσκος

Κοίτα ρε Φραγκίσκο, για την στιχουργική του, είναι και θέμα γούστου. Ας πούμε η “Αρχόντισσα”, το “Ανοιξε-Ανοιξε”, το “Μες τη πολλή σκοτούρα μου” κ.α. είναι δικά του και τα θεωρώ άριστα, με την έννοια ότι εισάγουν νέα ήθη και λεξιλόγιο (χώρια τη μουσική), αλλά και “μαγκίτικα” είναι. Αυτή θεωρώ ως “τομή Τσιτσάνη”: ευπρεπισμένη μαγκιά. Θα μου πεις κι άλλοι ήταν έτσι, αλλά το ωραιότερα τα έφτιαξε ο βλάχος (λέω εγώ τώρα).

Μάγκας δεν ήταν, γιατί δεν πρόλαβε την εποχή να δείξει αν θα μπορούσε νάναι. Οι λέρες τύπου Μπάτης, Μάρκος, Μπαγιαντέρας, Κερομύτης (ποιος γαμεί τον Μάθεση), κλπ., ζήσαν σε άλλη περίοδο, όπου ένας στους τρεις Έλληνες ήταν υπόδικοι και κάθε οικογένεια (στατιστικά) είχε και ένα φυλακισμένο ή “εκτοπισμένο” μέλος της.
Αλλες εποχές αυτές.

Το ότι δεν συγκρούστηκε ποτέ, δεν το εννοώ με την έννοια της ένοπλης αντιστασιακής πάλης. Τέτοια πράγματα δεν νοούνται στον καλλιτεχνικό χώρο. Δεν νοούνται καν οι συνεπείς ιδεολογικές τοποθετήσεις σε καλλιτεχνική φυσιογνωμία. Αυτά τα κόλπα είναι για τους ταγμένους στο ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ κατάλληλο έδαφος για Βαμβακάρηδες και Τσιτσάνηδες.
Οχι. Το εννοώ σκεφτόμενος το πως “την έκανε” με τις σχέσεις του με την εξουσία. Δεν την χάιδευε, αλλά δεν την ενοχλούσε κι όλας. Το “Με στριμώξανε δυο μαύροι” δεν θα μπορούσε να είχε γραφτεί από τον Τσιτσάνη. ΜΟΝΟ από ένα Μάρκο το περιμένεις.
Κι όμως, (εδώ έρχεται η αντίφαση), ακόμα και με τέτοια στάση γράφει το “Αγαπώ μια παντρεμένη”, που συνιστά μέγιστη (κοινωνική) πρόκληση στην εποχή του.

Αυτά και καλή σας ημέρα κύριοι.

ΚΚ

Κατ αρχάς μαγκας δεν ήταν γιατί … δεν ήταν και όχι γιατί “δεν πρόλαβε την εποχή να δείξει αν θα μπορούσε νάναι”. Εντάξει, Μπάτης,Μπαγιαντέρας κλπ. είναι μια γεννιά πιο πίσω αλλά Κηρομύτης, ο Γενίτσαρης και ο Χιώτης είναι συνομήλικοί του και παρόλα αυτά είναι μάγκες. ʼρα κι αυτός θα μπορούσε νάναι που θα πει πως δεν είναι ζήτημα εποχής αλλά επιλογών. ʼλλωστε, η μαγιά θέλει άλλα κότσια. Επιπροσθέτως η οικογένεια Τσιτσάνη είχε και έχει ακόμη “ένα φυλακισμένο ή εκτοπισμένο μέλος της”.

Όσο για τις σχέσεις του με την εξουσία, φρόντιζε νάναι πάντα οι καλύτερες. Κουμπαριά με Μουσχουντή, αυτολογοκρισία, τραγούδια στο κλίμα της εκάστοτε εποχής (με αρκετά καλό δείκτη ποιότητας) κλπ. Σαφώς και το “Με στριμώξανε δυο μαύροι” δεν θα μπορούσε να είχε γραφτεί από τον Τσιτσάνη, αλλ’ αυτό νομίζω πως δεν έχει να κάνει με την σχέση του με την εξουσία (σου θυμίζω τον “Μπλόκο”), αλλά με το γεγονός πως (υποπτεύομαι ότι) θα το θεωρούσε υποδεέστερο του μουσικού ύψους του.

Πάμε παρακάτω: ο Βλάχος έκανε όμορφους στίχους, … όταν έκανε. Συνήθως όμως τους έπαιρνε μισοέτοιμους ή και εντελώς έτοιμους και τους έβαζε μουσική (όχι πάντα δική του). Υπ’ αυτήν την έννοια, το στιχουργικό του μέγεθος είναι σαφέστατα μικρότερο του συνθετικού/εκτελεστικού. (Παρεπιπτόντως, το “ʼνοιξε-άνοιξε” δεν είναι δικό του τραγούδι).

Όσο για το “Αγαπώ μια παντρεμένη”, δεν ήταν τόσο πρόκληση όσο νομίζεις. Αφενός μεν στον λαϊκό χώρο υπήρξαν κι αλλα προκλητικά στον τομέα των ερωτικών σχέσεων (πρόχειρα σου θυμίζω το “Γίνομ’ άνδρας” του Τούντα, το “Θα πάρω δυό” που ήταν και τεράστια εμπορική επιτυχία και την “Χριστίνα” του Μάρκου), στον δε ελαφρό/επιθεωρισιακό χώρο γινόταν από προτύτερα της πόπης με ένα σωρό ας πούμε πορνοτράγουδα (από το “Καλέ πατώνεις, δεσπινίς” μέχρι την “Πίπα”). ʼρα …

Ταύτα και μένω

Φραγκίσκος