Σίφνος - Ρεμπέτικα

“σμυρνιωτάκι” ήτανε ο χατζηχρήστος, “σαμιωτάκι” ο ρούκουνας.

Βέβαια, βέβαια, Νίκο, λάθος έκανα: “κι άκου μπουζουκάκι απ’ το Σμυρνιωτάκι”, σωστά.

Επανέρχομαι:

Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να ψαχτεί ο λόγος για τον οποίο οι ενσωματώσεις σταματούν σε αυτό το χρονικό σημείο. Πρώτα πρώτα βέβαια, πρέπει να επιβεβαιωθεί ότι έτσι είναι και, αφού συμβεί αυτό, να ψαχτεί αν από το (περίπου βέβαια) 1950 και μετά σταματούν τελείως οι “μεταγραφές” από τη δισκογραφία της Αθήνας στη Σίφνο, ή συνεχίζονται, με τραγούδια όμως άλλου ύφους, όχι πιά ρεμπέτικα ή σμυρναίικα, αφού και τα δύο έχουν ξεχαστεί όχι μόνο στη Σίφνο και την Αθήνα αλλά παντού, με απειροελάχιστες τοπικές εξαιρέσεις. Αφού εξαχθούν τα σχετικά συμπεράσματα, θα πρέπει να ψαχτεί αν είναι δυνατόν, μέσω των σήμερα πλέον εν ζωή παλαιών οργανοπαικτών και γλεντιστάδων, μήπως εντοπιστούν οι λόγοι. Σχετικά, μία δική μου απορία: Μα, Καζαντζίδη δεν άκουγαν στη Σίφνο και, αν ναι, ούτε ένα τραγούδι δεν “κόλλησε” στα γλέντια σας;

Η αντικατάσταση λέξεων, εκφράσεων ή και ολόκληρων / μισών στίχων από άλλες λέξεις, εκφράσεις ή στίχους, οικείους σε εκείνους που χειρίζονταν τα “εισαγόμενα” στιχάκια, είναι φαινόμενο γενικό, απαντά σε ολόκληρη την Ελλάδα και σε περιοχές με ελληνόφωνο / ελληνόδοξο πληθυσμό (π.χ. της Άρτας το γιοφύρι γίνεται της Τρίχας στον Πόντο) και εκατοντάδες τέτοια παραδείγματα. Σε αυτά εντάσσονται και λέξεις όπως “αρχοντίσιον” για το έαρ κοντίσιον, “επιτυχίον” για το πτυχίον από κάποια πανεπιστημιακή σχολή κλπ. κλπ.

Μιά γενική απορία: Το να γίνει η “Φραγκοσυριανή” συρτός είναι εύκολο, τεσσάρια είναι και τα δύο. Να γίνει ο Κιτσαντώνης συρτό από τσάμικο είναι κάπως δυσκολότερο αλλά κατορθωτό, όπως αποδείχτηκε. Το “Σύρα η απάνω χώρα σου” ζεϊμπέκικο το χόρευαν ή κατάφεραν να το συρτοποιήσουν κι αυτό; Γενικά, πότε περίπου αρχίζει να χορεύεται “κλασικό” ζεϊμπέκικο σε σιφναίικα γλέντια;

Κατ’ αρχάς μια διευκρίνηση: Τα 15 τραγούδια που έχει καταγράψει το Γαλυφάκι είναι όλα προπολεμικά (όχι της περιόδου 30-50. Έκανα λάθος). Γενικά, τα τραγούδια της δισκογραφίας που ενσωματώθηκαν στα γλέντια με τα βιολιά φτάνουν μέχρι το 55-60 περίπου (λίστες στα πρώτα μηνύματα). Μετά το 60, ενσωματώνονται ελάχιστα σε σχέση με την αρκετά μεγαλύτερη παραγωγή λαϊκών τραγουδιών (άλλης μορφής πλέον).
Διάφορους λόγους μπορώ να σκεφτώ αλλά ας περιοριστώ σε κάποια δεδομένα. Από το 60 μέχρι το 80 εμφανίζονται ένα-δυο μόνο νέοι παραδοσιακοί μουσικοί. Για τους παλαιότερους μουσικούς τα λαϊκά του 60 ήταν εκτός ιδιοσυγκρασίας τους. Τα λαϊκά τραγούδια της εποχής είναι δημοφιλή αλλά ο κόσμος αρχίζει και διασκεδάζει με τα μαγνητόφωνα πια.
Σαφέστατα και ο Καζαντζίδης είναι δημοφιλέστατος και στη Σίφνο αλλά κάνει το μεγάλο μπαμ από το 60 και μετά και εμπίπτει στην περίοδο διασκέδασης με τα μαγνητόφωνα. Εντούτοις, αυτή τη στιγμή μου 'ρχονται δυο τραγούδια του που ενσωματώθηκαν στα γλέντια. Το “σήκω χόρεψε κουκλί μου” (1958) που αν και τσιφτετέλι χορεύεται ωραιότατα ως συρτό (ο μακαρίτης ο Μουγάδης το συνδύαζε με το ναξιώτικο “ήθελα να ρθω χθες το βράδυ”). Από τα ζεϊμπέκικά του της δεκαετίας του 60 ενσωματώθηκε το “τα ξενύχτια κι οι όμορφες γυναίκες” (1964).

Το ζεϊμπέκικο, ως χορός, στη Σίφνο μπήκε από το 60 και μετά, με τα λαϊκά της εποχής. Δεν τον ξέρανε οι παππούδες μας, ασχέτως αν ενσωμάτωσαν ζεϊμπέκικα της ρεμπέτικης δισκογραφίας στα γλέντια τους. Ο καρσιλαμάς είναι συγγενικός ρυθμός του ζεϊμπέκικου; Καρσιλαμάς υπάρχει στη γειτονική Κύθνο. Στη Σίφνο όμως όχι.

Πάντως, Νίκο, η φραγκοσυριανή, όπως παίζεται στη Σίφνο μπορεί να ακούγεται ως συρτός αλλά στη Σίφνο κατά βάση δεν θα χορευτεί ως τέτοιος. Το πιθανότερο, ένα χασάπικο να χορευτεί ως φοξ αγκλαί
Αυτό με τον Κατσαντώνη-σε έχω ξαναρωτήσει-δεν μου λέει κάτι στα σιφνέικα.

Ο ρυθμός, ναι, είναι συγγενής. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό - μπορεί και να είναι μια εντελώς αφαιρετική σκέψη, ότι δηλαδή και τα δύο είναι εννιάρια, κάτι που δε σημαίνει ίσως τίποτε για τον απλό ακροατή και τον πρακτικό μουσικό χωρίς θεωρητικές γνώσεις. Πάντως θεωρώ ότι σε γενικές γραμμές όποιος δεν έχει ξανακούσει κανένα από τα δύο θα καταλάβει πιο εύκολα τον καρσιλαμά παρά το ζεϊμπέκικο. Πιο εύκολα θα παίξει παλαμάκια σωστά στον καρσιλαμά παρά στο ζεϊμπέκικο, και πιο πιθανό είναι να παίξει έναν καρσιλαμά έστω και σε διασκευή-προσαρμογή κρατώντας σωστά τα μέτρα, ενώ σε προσαρμογές ζεϊμπέκικων συχνά ακούμε τα μέτρα να έχουν πάει περίπατο.

Ως προς τους χορούς όμως, υπάρχει μία σημαντική διαφορά: ο καρσιλαμάς είναι ζευγαρωτός, κάτι που υπήρχε ήδη στις νησιώτικες παραδόσεις αφού και ο μπάλος είναι ζευγαρωτός. Το κλασικό ζεϊμπέκικο είναι σόλο χορός, και τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε στα κυκλαδονήσια παλιότερα, άρα δεν υπήρχε ας πούμε προετοιμασία για την ενσωμάτωσή του αφού πιθανώς κάποτε δεν ήταν καν νοητό, σ’ εκείνα τα μέρη, να χορεύει ένας μόνος του και να παίζουν τα όργανα μόνο για πάρτη του.

(Απλή σκέψη ενός που στην πράξη ξέρει ελάχιστα για τους χορούς.)

Πάντως στην Κύθνο έχουν και καλαματιανά, και τσάμικα (!), και κάποια τριάρια τύπου βαλς, οπότε μάλλον είναι γενικά πιο ευέλικτοι ως προς τους ρυθμούς, σε σχέση με τη μονοκρατορία του συρτού στη Σίφνο.

Πέθανε χθες ένας εμβληματικός γλεντιστής της Σίφνου, ο Νίκος Ατσόνιος (Προυνίδι). Γεννημένος το 1940 περίπου, στο Κάστρο της Σίφνου, υπήρξε ισχυρότατος κρίκος στην Σιφνέικη μουσική παράδοση των παλαιότερων με τους νεότερους μέσα από το τραγούδισμά του στα γλέντια. Πέρα από τα παραδοσιακά λεγόμενα Σιφνέικα συνέβαλε και εκείνος στην αρμονική ενσωμάτωση τραγουδιών της προ του 1960 δισκογραφίας και ιδιαίτερα της ρεμπέτικης στα Σιφνέικα.
Εδώ ένα παραδειγμα. Είναι από γλέντι του 1976 σε πανηγύρι στον Αη Γιώργη της Χερρονήσου, στο βορειότερο μέρος της Σίφνου. Στο βιολί είναι ο Αντώνης Κόμης-Μουγάδης και στο λαούτο ο Λευτέρης Λουκατάρης. Αν και η ηχογράφηση είναι κακή, συμπεράσματα βγαίνουν. Εδώ, έχουμε στιχάκια της Κακούργας Πεθεράς τραγουδισμένα στο σκοπό του “Ζωντοχήρα (Στο Περιστέρι γνώρισα)”. Η Ζωντοχήρα κυκλοφόρησε το 1950 με την Νίκη Κυριακίδου και η μουσική μοιάζει με τα Χανουμάκια που ηχογράφησε η Εσκενάζυ στην Πόλη το 1954. Βρίσκονται πολλές μεταγενέστερες εκτελέσεις της Ζωντοχήρας και σε όλες διατηρείται ο ρυθμός της πρώτης εκτέλεσης (τσιφτεντέλι). Στη Σιφνέικη εκτέλεση ο ρυθμός ταιριάζει περισσότερο με χασαποσέρβικο. Η Ζωντοχήρα, με τους κανονικούς στίχους, είναι αρκετά γνωστή στα Σιφνέικα γλέντια μέχρι και σήμερα. Η Κακούργα Πεθερά, στη Σίφνο συνήθως τραγουδιέται σε σκοπό που μου πήρε πολύ καιρό να τον ανακαλύψω. Είναι αυτός του “Μαρικάρα μου” του Νταλκά (1931).
Ο Νίκος, εδώ, επέλεξε να πει στιχάκια από την Κακούργα Πεθερά στο σκοπό της Ζωντοχήρας. Γλέντι ήταν, όπως τους ερχόταν τραγουδούσαν. Λέει αρκετά στιχάκια που μερικά δεν βρίσκονται στις ηχογραφήσεις (Νταλκάς, Νούρος, Εσκενάζυ, Πολίτισσα). Τον είχα ρωτήσει πώς ήξερε τόσα στιχάκια από την Κακούργα Πεθερά και μου είπε ότι τα ήξερε από τη μάνα του. Δυστυχώς, δεν ήταν δυνατόν να βρω τη συχωρεμένη να τη ρωτήσω εκείνη πώς τα ήξερε. Αλλά ξέρουμε σήμερα ότι, πέρα από τις ηχογραφήσεις, μακροσκελές στιχούργημα της Κακούργας Πεθεράς είχε δημοσιευθεί σε περιοδικό (Ελληνικό Τραγούδι) της εποχής εκείνης.
Ο Νίκος είχε καταγραφεί και σε συλλογές. Η μία προήλθε από καταγραφές της ΕΡΤ περί το 1985 και κυκλοφόρησε πρόσφατα σε CD από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Σίφνου με τίτλο “Εμείς τα 'χουμε”. Η άλλη από έκδοση του ΜΛΑ Μέλπω Μερλιέ σε CD με τίτλο “Τραγούδια της Σίφνου” (1998).
Λυπήθηκα για το θάνατο του Νικολού. Μας ήταν αρκετά οικείος. Συνεργάτης του αδερφού του πατέρα μου, στενός φίλος του αδερφού της μάνας μου με πολλά γλέντια για δεκαετίες. Ήδη έχουν αρχίσει στιχάκια αποχαιρετισμού.

Καμπάνες μην χτυπήσετε, κάντε μου αυτή τη χάρη,
εκείνος ήθελε λυριά μόναχα απ’ το δοξάρι.
(από Κατερίνα Κοντού)

5 «Μου αρέσει»