Σίφνος - Ρεμπέτικα

Για τα κοινά τραγούδια μεταξύ Σίφνου και Κύπρου είχαμε μια πολύ γόνιμη ανταλλαγή προσωπικών μηνυμάτων με το Κουτρούφι από την οποία προέκυψε ότι:

Η μεν σιφνέικη μουτζουρού είναι μουσικά τουλάχιστον το ίδιο τραγούδι με την Αβκορίτισσα “φωνή” όπως την τραγουδά ο Σίκκης http://www.youtube.com/watch?v=GfXq69Vn4FM , αν και υπάρχει μια άλλη εκδοχή της αβκορίτισσας που αντί για τα ριάλια το γυρίζει στο “Μα την Αγιάν Μαρίναν μας, σαν την εφίλουν είδαν μας”, η μελωδία που έγινε αργότερα το σήμα του ΡΙΚ .

στιχουργικά όμως συγγενεύει και με την καρπασίτισσα http://www.youtube.com/watch?v=kJg3jnwJ36E " Απού το Ριζοκάρπασον να πάω στη Γιαλούσαν, δεν είδασιν τα μμάθκια μου τέθκοιαν μαυρομματούσαν".

Η δε σιφνέικη παραμάνα είναι στην ίδια μελωδία το σμυρνέικο στη Σμύρνη μες την Αρμενιά, το οποίο στην Κύπρο με την βασική διαφορά ότι το σαμπάχ χάνεται εντελώς και στη θέση του έχουμε μινόρε ήδη από τη στροφή, είναι το “Αγάπησα την που καρκιάς”, και οι στίχοι του ρεφραίν είναι ουσιαστικά οι ίδιοι μεταξύ κυπριακής και σμυρνέικης εκδοχής. Η εισαγωγή όπως την παίζει ο Σινόπουλος κλπ δεν υπάρχει στην Κύπρο από ότι ξέρω.

Προσωπικά συμπεραίνω ότι η μεν μουτζουρού είναι κυπριακή επιρροή στη Σίφνο, η δε παραμάνα είναι σμυρνέικο που διαδόθηκε τόσο στη Σίφνο όσο και στην Κύπρο με διαφορετικούς στίχους

…ισως το μηνυμα να ειναι σε λαθος θεμα γιατι αναφερεστε για την Σιφνο ,αλλα διαβαζοντας και ακουγωντας ολα τα παραπανω θα ηθελα να σας δειξω μερικα δειγματα,απο το νησι μου τα οποια εχουν πολλα κοινα με τα οσα εχετε αναφερει…
καταρχην αναφερθηκαν καποιοι στοιχοι για το πισκοπιο-Συρος…στην Σεριφο εχουμε το τραγουδι αυτο …http://www.facebook.com/video/video.php?v=1258616344320
αλλα τραγουδια που λεμε ειναι τα εξης…http://www.youtube.com/watch?v=IOut1KJYtAU
και…http://www.youtube.com/watch?v=uv67_so4gHE aυτα ειναι ενα δειγμα…
τελος το κυπριακο ‘αγαπησα την που καρκιας’…ειναι ιδιο με το δικο μας ‘μελαχροινο’… http://www.facebook.com/video/?id=1196985577&s=15&hash=bf9fb86d3d14eeea870415f97b2650b7#!/video/video.php?v=1264496131311 …to δευτερο τραγουδι ειναι το ‘τζανεμ ποταμε
σας στελνω αλλα 2 link…το πρωτο ειναι η ‘ελλη’ οπως την λεμε κατω και το δευτερο η ‘παραπονιαρα’ και τα δυο απο σμυρνη κτλ
http://www.facebook.com/video/?id=1196985577&s=15&hash=bf9fb86d3d14eeea870415f97b2650b7#!/video/video.php?v=1258607984111
http://www.youtube.com/watch?v=a5TDmEGBtFY

Με την ευκαιρία emc, στην ιστοσελίδα με τις παρτιτούρες που έχεις εντοπίσει βρίσκεται καταχωρημένο και το «μελαχροινό»:
http://digma.mmb.org.gr/Item.aspx?kkt=GRSON000000327
Κρίνοντας από τους στίχους, μάλλον σχετίζεται με το «Στη Σμύρνη μες στην Αρμενιά» (και με το «μελαχροινό» που λέει και ο xorianos παραπάνω). Από μουσική δεν σκαμπάζω. Μπορεί κάποιος να επιβεβαιώσει αν πρόκειται πράγματι για αυτό;

Xorianos καλως όρισες! Άντε να αυξάνουμε οι Κυκλαδίτες εδώ μέσα (και ιδιαίτερα από την Ιερά Μητρόπολη Σύρου κλπ στην οποία ανήκουμε και οι δυο μας!).
Όπως θα ξέρεις, λέτε και άλλα ρεμπέτικα και μικρασιάτικα στη Σέριφο. Μερικά έχουν εντοπιστεί και σχολιαστεί σε αυτό forum (π.χ. το «Γιατί γελάτε», το «Δεν ξαναπαίζω ζάρια» από τα μεταπολεμικά, η Σερφιώτικη εκδοχή για το «Τρεχαντηράκι» κλπ). Ο skerdebes έχει κάνει καλή δουλειά στο youtube (ίσως και εσύ;). Υπάρχουν ηχητικά με τον παλιό Σερφιώτη βιολιτζή Νίνη;
Το «στο Περιστέρι γνώρισα» και το «δυο καράβια αρμενίζουν» δεν τα ξέρω. Κάποιος από το forum ίσως μπορεί να μας διαφωτίσει αν σχετίζονται με κάποιους γνωστούς συνθέτες και ηχογραφήσεις.
Αυτά στο facebook δεν μπορώ να τα δω γιατί δεν έχω λογαριασμό εκεί.

η ίδια μουσική είναι κουτρούφι, άν και ο Κόκκινος επιλέγει τη μέση οδό βάζοντας οπλισμό μινόρε και χρησιμοποιώντας ένα μείγμα μινόρε και σαμπάχ (σαν περαστική ντο δίεση) στη μελωδία. Οι παρτιτούρες είναι θησαυρός πληροφοριών, εχουν παραμεληθεί από την έμφαση στη δισκογραφία.

Ο Κόκκινος έκανε περιοδείες με τη χορωδία και μαντολινάτα του στη Σμύρνη, Πόλη, Αλεξάντρεια κλπ οπότε δεν αποκλείεται να είναι ο “εισαγωγέας” του τραγουδιού στην Αθήνα, και απο εκεί να πέρασε σε κάποια νησιά, ενώ σε άλλα να πέρασε απευθείας από τη Σμύρνη.

Στο CD A1, της σειράς των ΝΕΩΝ υπάρχει το τραγούδι «Εβραιοπούλα» σε ερμηνεία Χ. Πυρρή, με έτος ηχογράφησης 1929, στη Ν. Υόρκη (Α1, #6). Φαίνεται ότι η ηχογράφηση αυτή έχει επανακυκλοφορήσει και σε παλαιότερες συλλογές (τουλάχιστον από το 2000) αλλά τώρα έρχεται σε δική μου γνώση.

Ο σκοπός του τραγουδιού στη συγκεκριμένη εκτέλεση θυμίζει έντονα ένα από τα πιο χαρακτηριστικά συρτά τη Σίφνου με τίτλο «Φασόλης» (Με τελείως διαφορετική θεματολογία, Η ΑΚΡΙΔΑ, μήνυμα #6).

Στο πληροφοριακό υλικό για την «Εβραιοπούλα» αναφέρεται ότι πρόκειται για ένα από τα πρώτα τραγούδια της λαϊκής μας παράδοσης που καταγράφηκαν, αλλά μάλλον αυτό αφορά τους στίχους και όχι τη μουσική. Οι ίδιοι στίχοι βρίσκονται και σε άλλους σκοπούς (π.χ. Καλαματιανό με τον Παπασιδέρη).

Ο σκοπός (ο συγγενής με την “Εβραιοπούλα”) είναι ιδιαίτερα δημοφιλής μετά το 1985. Σε αυτόν στηρίζεται το «Κόρη καραβοκύρη» ή αλλιώς «Λυγαριά-λυγαριά» ως διασκευή των Κονιτοπουλαίων και έγινε πανελληνίως γνωστό με τον Πάριο. Η «Λυγαριά» αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο στα γλέντια (γάμοι-βαφτίσια) των Νεοελλήνων τα τελευταία χρόνια.

Έτσι όπως τα λές έχουν τα πράγματα, Γιάννη. Το γενικό συμπέρασμα: η προτροπή, όταν θέλεις να ερευνήσεις τα του τόπου σου να ψάξεις και στους γείτονες, δεν ισχύει μόνο για την ευρύτερη, εθνοτική προσέγγιση αλλά, προτίστως, μέσα στην ίδια μας τη χώρα. Είναι απίστευτο το πόσο πολύ (και γρήγορα, αν ληφθούν υπόψη οι συνθήκες παλαιοτέρων εποχών) ταξιδεύουν στίχοι και μελωδίες σε ολόκληρο το χώρο.

Τώρα για τον Πάριο, έχω πει και πολύ παλαιότερα ότι η ισοπέδωση (καταστροφή την είπα εγώ) που έφερε η ευρύτατη κυκλοφορία των δίσκων του τόσο στο ρεπερτόριο όσο (κυρίως) στη μανιέρα εκφοράς των “νησιώτικων” πρέπει να τοποθετηθεί στο ίδιο, υψηλότατο βάθρο μαζί με εκείνη των Κονιτοπουλαίων. Το μόνο που διαφοροποιεί τα κομμάτια αυτά από τα σκυλάδικα είναι η χρήση βιολιού αντί μπουζουκιού ως σολιστικού οργάνου. Όλα τα άλλα, νταμπαντούμπα, αναπνοές, συγκοπές στις ατάκες κλπ. καθώς και επίπεδο στίχων (στους δεύτερους), είναι ακριβώς τα ίδια…

Είναι γνωστό ότι την εποχή που αναπτύχθηκε το ρεμπέτικο αντιπετωπίστηκε αρνητικά από διάφορους «γραμματιζούμενους». Ο Μάνος Φιλιππάκης (1912-1985), αξιολογότατος εμπειρικός Σιφνιός λαογράφος, στο άρθρο του «Η Σίφνος, το νησί που τραγουδά» στο περιοδικό Κυκλαδικά του 1956 γράφει:
«Τελευταία βέβαια φθάνουν κι εκεί [σ.σ. Σίφνος] τα φτηνά ρεμπέτικα της Πρωτεύουσας, μα περνούν γρήγορα ακριβώς γιατί είναι φθηνά και έξω από το εκλεκτικό πνεύμα του Σιφνιού»
Στα προηγούμενα μηνύματα κατέγραψα «φτηνά» ρεμπέτικα τραγούδια που, όχι μόνο δεν «πέρασαν γρήγορα» αλλά, 54 χρόνια μετά από το κείμενο του Φιλιππάκη αποτελούν πλέον αναπόσπαστο μέρος στο παραδοσιακό σιφνέικο γλέντι. Εν μέρει, ο Φιλιππάκης δικαιώνεται: Ο λαός της Σίφνου έχει όντως εκλεκτικό πνεύμα…

Και βέβαια έχει (καλοζυγισμένο) δίκιο ο Φιλιππάκης, Γιάννη και δικαιώνεται όχι μερικώς, αλλά απολύτως. Το 1956 έχουμε πλέον μπει “με τα τσαρούχια” στη εποχή της “ντεκαντέντσιας” του ρεμπέτικου και η πλειοψηφία των κομματιών που ηχογραφούνται είναι πλέον “φτηνά”, συγκρινόμενα με εκείνα της δεκαετίας '40 και τα προπολεμικά. Εκείνα είναι που πέρασαν στο σιφναίικο ρεπερτόριο και κόλλησαν. Βέβαια, μην ξεχνάμε και τον Αντιλαβή (δες #2) που και εκείνος, με το εκλεκτικό του και κριτικό πνεύμα μετέφερε στην ιδιαίτερη πατρίδα του το κλίμα της Αθήνας του μεσοπολέμου και τα κομμάτια εκείνα που μπόρεσαν να “εκσιφναιιστούν” και να μπούν στο ρεπερτόριο των γλεντιών του νησιού.

Νίκο, μοιάζει με παιχνιδίσματα του γραπτού λόγου. Έχω την εντύπωση ότι το χαρακτηρισμό «φτηνό» ο Φιλιππάκης τον αποδίδει στο ρεμπέτικο συνολικά και όχι μόνο σε κάποια τραγούδια του είδους. Την ίδια εποχή έχουμε επίσης εισαγωγή στη Σίφνο και των «ελαφρών» λεγομένων τραγουδιών για τα οποία ουδεμία μνεία κάνει στο άρθρο του. Δηλαδή, ο «Νικόλας ο ψαράς» είναι φτηνό ρεμπέτικο, ενώ το «Ωωωωω, μʼ αρέσει αυτό το σύστημα το καουμπόικο» δεν το σχολιάζουμε καθόλου; Για αυτό, ενέταξα το συγκεκριμένο απόσπασμα στην κατηγορία των «λιβέλλων εναντίον του ρεμπέτικου». Ας μην απασχολούμε το forum άλλο. Ο Φιλιππάκης δεν ζει πια και δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε τι εννοούσε. Άφησε, πάντως, εξαιρετικό λαογραφικό έργο για τη Σίφνο σε άλλους τομείς.
Γενικότερα πάντως, πιστεύω ότι μέχρι το 56 και για μερικά χρόνια ακόμη το ρεμπέτικο με Τσιτσάνη, Μητσάκη, Τζουανάκο, Χιώτη, Παπαϊωάννου κλπ δεν είχε περιέλθει ακόμη στην «ντεκαντέντσια» στην οποία αναφέρεσαι. Anyway, αυτό αποτελεί άλλη μεγάλη συζήτηση.

Φυσικά και υπάρχουν εξαιρέσεις, αλίμονο αν από το '56 και πέρα δεν είχε γραφτεί κανένα αξιόλογο κομμάτι. Πάντως, ο Χιώτης την εποχή αυτή είχε σαφώς αλλάξει στιλ και δύσκολα μπορείς πλέον να ονομάσεις τα τραγούδια που έγραφε, ρεμπέτικα. Αν διαβάσεις τη βιογραφία του Μπίνη θα καταλάβεις, εκτιμώντας και κάποιες φωτογραφίες με ομοιογενή κουστούμια για όλη την ορχήστρα, γύψινα σκέπαστρα του πάλκου σε σχήμα μανιταριού pleurotus κλπ κλπ. Όμως ξεφύγαμε…

Δημήτρη Ν., αυτό δεν καταλαβαίνω πώς και γιατί το λες, δεν υπήρχε βιολί, λαούτο, σαντούρι κ.α. στα πανηγύρια;

Παρεμβολή: μιας και αυτό το σημείο έμεινε αναπάντητο, να πω εγώ ένα λογάκι; Φαντάζομαι ότι ο Δημήτρης εννοεί «κομπανίες με κλαρίνο» (ότι δηλ. δεν υπήρχαν μπουζούκια για να παίξουν τα μπουζουξήδικα). Πέπε 21/7/2012.

Ούτε αυτό μου κάθεται καλά, ότι μόνο ο Βασιλόπουλος έπαιζε λαϊκά στα πανηγύρια, εγώ ξέρω και αρκετοί άλλοι παίζανε και παίζουνε, ότι ήταν από τους πρώτους που έπαιξε και λαϊκά παράλληλα με τα δημοτικά, ναι το δέχομαι.

1. Για τα δίστιχα: υπάρχει ένας ολόκληρος κύκλος από τέτοια δίστιχα, που στηρίζονται στο «Δεν πάω πια…» ή «Δεν ξαναπάω…» ή απλά «Δεν πάω…». Κυκλοφορούν σε διάφορα μέρη, και συνήθως συμπληρώνονται με ένα τοπωνύμιο που να έχει κάποιο νόημα για τους ντόπιους: είτε δικό τους είτε γειτονικό. Αυτό π.χ. με το πετροβόλημα το λένε και στην Κάλυμνο ως «Δεν πάω στην Κοκκαλαριά γιατί πετρολουούσι, μου ρίξανε δυο πετριές κι ακόμα με πονούσι». Η Κοκκαλαριά είναι συνοικία της Πόθιας, της πρωτεύουσας της Καλύμνου. Στη Μύκονο έχει «Δεν ξαναπάω στη Μαού» (τοπωνύμιο μυκονιάτικο), στην Πάρο «Δεν πάω στην Αντίπαρο» (που είναι πιο αναμενόμενο από Παριανούς παρά από Σιφνιούς) κ.ο.κ. Θυμίζω και το πολίτικο «Δεν πάω πια στον Γαλατά».
Άρα δε νομίζω ότι χρειάζεται να ψάξουμε ποια είναι η πεζούλα: η πεζούλα είναι αυτή που ριμάρει, απλώς!

2. Για το σκοπό: Η μελωδία στο βιντεάκι είναι ένας από τους πιο διαδεδομένους σκοπούς του Αιγαίου: είναι ο Μπάλος της Πάρου, ο Κρητικός της Ανάφης και της Καλύμνου, η Σούστα της Μυκόνου και της Λέρου κλπ., αλλού πιο γρήγορο, αλλού πιο αργό, αλλά πάντα με ελευθέρως εναλλασσόμενα στιχάκια.
Θα μπορούσε να είναι κρητικής προέλευσης. Με την κρητική ορολογία είναι «κοντυλιά», ένα είδος σκοπών που υπάρχει σ’ όλο το Αιγαίο αλλά πουθενά με τόση ποικιλία όσο στην Κρήτη και μάλιστα την Ανατολική. Ωστόσο τη συγκεκριμένη κοντυλιά δεν την έχω ακούσει στην Κρήτη. Θα μπορούσε επίσης να προέρχεται από την Κρήτη όχι ο ίδιος ο σκοπός αλλά η γενικότερη τεχνοτροπία της κοντυλιάς. Ή τέλος θα μπορούσε να είναι και καθαρά κυκλαδίτικο, αν δεχτούμε ότι η τεχνοτροπία της κοντυλιάς είναι κοινό κτήμα όλου του Αιγαίου και απλώς στην αν. Κρήτη καλλιεργήθηκε περισσότερο.
Τώρα, το ότι η Σίφνος δεν έχει πολλές κρητικές επιρροές δεν εμποδίζει να έχουν δεχτεί εμμέσως κρητικά δάνεια: αν ισχύει το πρώτο από τα τρία ενδεχόμενα παραπάνω, ότι δηλαδή από την Κρήτη η συγκεκριμένη κοντυλιά κυκλοφόρησε σε τόσα άλλα νησιά, μπορεί οι Σιφνιοί να την έμαθαν από κάποιο από αυτά, π.χ. την Πάρο όπου είναι ιδιαίτερα αγαπητή.

Δείγμα ενσωμάτωσης στο σιφνέικο γλέντι τραγουδιού μικρασιάτικου ύφους της δισκογραφίας του 30:
Σχετικά άγνωστο τραγούδι του Γρηγόρη Ασίκη «Τι τραβούνε οι αρραβωνιασμένες». Πρώτη ηχογράφηση 1936 (τραγ. Ρίτα Αμπατζή)
Απόσπασμα ερασιτεχνικής ηχογράφησης από γλέντι στον Αρτεμώνα το Πάσχα του 1993.
Βιολί: Αντώνης Κόμης – Μουγάδης
Λαούτο και τραγούδι: Λευτέρης Λουκατάρης
Το πρωτότυπο εδώ.

Στο άρθρο που παρέθεσα στο #252 αυτής της συζήτησης, αναφέρεται κάτι σημαντικό που μόλις το διάβασα μου φάνηκε αυτονόητο αλλά πριν το διαβάσω δεν το σκεφτόμουν πάντα:

Ο συγγραφέας, αναφερόμενος στα Χανιά (πόλη και χωριά) του '50, μας θυμίζει ότι η διάκριση παραδοσιακής και άλλης μουσικής δεν ήταν για τους ντόπιους αυτή που έχουμε σήμερα στο μυαλό μας. Οι οργανοπαίχτες στα γλέντια και τα πανηγύρια έπαιζαν οποιοδήποτε τραγούδι ήξεραν οι ίδιοι και ήθελε ο κόσμος. Αυτά ήταν κατά βάση το κληρονομημένο τοπικό παραδοσιακό ρεπερτόριο, εμπλουτισμένο όμως και με οτιδήποτε άλλο, από πανελλήνιους δημοτικούς χορούς μέχρι ταγκό και βαλς. (Σελ. 12). Λογικά υποθέτω και προσθέτω ότι η τεχνική και η αισθητική της εκτέλεσης θα διαμορφωνόταν με βάση το ρεπερτόριο, δηλαδή κατά κύριο λόγο θα ήταν η τοπική, με τη σημαντική όμως παρατήρηση ότι για κάθε οργανοπαίχτη και για κάθε γενιά οργανοπαιχτών το “κληρονομημένο τοπικό” ρεπερτόριο περιελάμβανε όχι μόνο τα παλαιόθεν ντόπια αλλά και ό,τι είχε προσθέσει η προηγούμενη γενιά (μείον βέβαια τις προσθήκες που τελικά δε φτούρηξαν, τα εφήμερα σουξέ ή τα σουξέ της μιας γενιάς).

Μ’ αυτή τη λογική, το να παίξεις ένα ταγκό (συνηθίζεται ακόμη σήμερα στην Ικαρία στα πανηγύρια), μία πόλκα (σήμερα σε αρκετά νησιά, πριν μερικές δεκαετίες σε ακόμη περισσότερα), το Μαντήλι Καλαματιανό (απανταχού) ή ένα λαϊκό ή ρεμπέτικο τραγούδι, δε σήμαινε κατ’ ανάγκην ότι τώρα περνάς από το παραδοσιακό ρεπερτόριο σε κάτι άλλο. Εφόσον ο κεντρικός κορμός ήταν το τοπικό παραδοσιακό ρεπερτόριο, και εφόσον όλοι οι άνθρωποι άκουγαν και τραγουδούσαν και χόρευαν τα τραγούδια του τόπου τους ενώ πολύ λίγοι είχαν ταυτόχρονα και ολοκληρωμένη εμπειρία από άλλα είδη μουσικής, στην ουσία δεν υπήρχε καν η διάκριση: όλα μουσική ήταν.

Όταν, αργότερα, το αν θα ακούσεις τοπικά παραδοσιακά ή όχι έγινε επιλογή, τότε διαμορφώθηκαν και οι κατηγοριοποιήσεις. Τότε όμως, για κείνους που άκουγαν τα παραδοσιακά του τόπου τους, παραδοσιακό ήταν και το βαλς ή το λαϊκό τραγούδι που γνώρισαν μέσα στο πλαίσιο του τοπικού ρεπερτορίου ως κάτι που υπήρχε ήδη, κληρονομημένο, όταν οι ίδιοι απέκτησαν τις πρώτες τους εμπειρίες. Η λογική μπορεί να έλεγε ότι αυτό το τραγούδι είναι ολοφάνερα διαφορετικό από τα υπόλοιπα (και πάλι όχι πάντα), αλλά αν το έχεις ακούσει σε κάθε πανηγύρι και γλέντι παραδοσιακού χρώματος και ρεπερτορίου από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου, τότε μετράει πιο πολύ η εμπειρία παρά η λογική.

Παρατηρώ τι γίνεται σήμερα στην Κάλυμνο. Αφενός, δεν ακούν όλοι καλύμνικα, κάθε άλλο. Πάντως όσοι ακούν, τη στιγμή που τα ακούν, έχουν σαφώς την αίσθηση ότι ακούν καλύμνικα. Αν το γλέντι γυρίσει σε λαϊκά ή σε κρητικά ή σε ελαφρονησιώτικα, κάτι σύνηθες, όλοι αντιλαμβάνονται ότι τώρα έγινε αλλαγή. Ωστόσο και το ίδιο το καλύμνικο ρεπερτόριο αποτελείται κατά συντριπτική πλειοψηφία από κομμάτια που κάποια στιγμή στο παρελθόν εισήχθησαν από κάπου αλλού, στην πορεία αφομοιώθηκαν στο καλύμνικο ύφος και ρεπερτόριο, και τώρα όλοι τα θεωρούν δικά τους επειδή μ’ αυτά μεγάλωσαν και οι ίδιοι και ο παππούς τους. Έτσι έχουν λ.χ. τις “Βρυσούλες”, ένα σκοπό καλαματιανού όπου προσαρμόζει ο καθένας τα δίστιχά του, που όμως είναι ο γνωστός δήθεν Χορός του Ζαλόγγου, δηλαδή μια μελωδία που πρωτοέφτασε στο νησί ως σχολικό ρεπερτόριο. Για μένα τον μουσικολόγο είναι ενσωματωμένο δάνειο. Για τον ντόπιο είναι καθαρά καλύμνικο.

Όμως: ακόμα και οι πιο βαριοί μερακλήδες, οι πιο παραδοσιακοί γλεντιστάδες, ζουν στο σήμερα. Έχουν ακούσει κι άλλα πράγματα, κάποια από αυτά τα έχουν αγαπήσει, θέλουν να τα χορέψουν κι αυτά, και επομένως οι οργανοπαίχτες τα περνάνε και τα έχουν στην καβάντζα για πρώτη ζήτηση. Τέτοια είναι μερικά κλασικά ζεϊμπέκικα, όπως το Βουνό ή η Ευδοκία -διαχρονικά πανελλήνια σουξέ. Οι λαουτιέρηδες και ακόμη περισσότερο οι βιολιτζήδες δεν ξέρουν άλλο τρόπο να παίζουν παρά τον καλύμνικο. Τα παίζουν λοιπόν σαν να ήταν καλύμνικα, με καλύμνικη δοξαριά και ρυθμολογία. Η διαφορά στον ήχο ανάμεσα σε μια τέτοια εκτέλεση ενός λαϊκού τραγουδιού και στην αυθεντική, είναι ακριβώς η ίδια όπως ανάμεσα σ’ ένα παλιότερα ενσωματωμένο δάνειο, που σήμερα θεωρείται καλύμνικο, και στην αυθεντική του εκτέλεση. Κι όμως, όταν παίζουν ή ακούν ή χορεύουν το Βουνό, το έχουν για λαϊκό, πανελλήνιο, κι όχι για καλύμνικο όπως τις Βρυσούλες!

Έχω τύχει σε γλέντι με παρέα σύμμεικτη, εν μέρει από Καλύμνιους -μεταξύ των οποίων ένας βιολιτζής που παίζει καλύμνικα αλλά ακούει διάφορα- και εν μέρει από “ξένους” εκπαιδευτικούς, με τα μπουζουκοκίθαρά τους. Το ρεπερτόριο ήταν γενικό παρεΐστικο, δηλ. ρεμπέτικα και λαϊκά. Αλλά η δοξαριά του βιολιού ήταν 100% καλύμνικη -όχι επειδή έτσι τα ξέρει αυτά τα τραγούδια ο βιολιτζής, ούτε από διάθεση εκκαλυμνισμού, αλλά απλώς γιατί έτσι ξέρει να παίζει και όχι αλλιώς.

Σε σχέση με τα σουξέ της δισκογραφίας τα οποία ενσωματώθηκαν και διατηρήθηκαν στις τοπικές παραδόσεις: Ναι μεν εύκολα μπορεί να αναγνωριστεί ότι δεν ανήκουν στο αναμενόμενο τοπικό χρώμα δεν είναι όμως πάντα εύκολο να εντοπιστεί τι και ποιου είναι ακριβώς. Μερικά είναι προφανή όπως το Βουνό και η Ευδοκία. Άλλα όμως δεν είναι και τόσο και σε αυτήν την κατηγορία νομίζω εμπίπτει το τραγουδάκι αυτό του Ασίκη. Τώρα πια, με τις επανακυκλοφορίες, και με το ζήλο των χρηστών του youtube αυτό είναι εύκολο για ό,τι αφορά το ρεμπέτικο - μικρασιάτικο. Τα πράγματα είναι πιο δύσκολα για το λεγόμενο ελαφρό και τις οπερέττες για τα οποία δεν υπάρχει σήμερα τόσο ζεστό και δυναμικό κοινό.

Θα έλεγα ότι είναι ζήτημα τύχης: κάποιος που να ξέρει το πρωτότυπο και που επιλπέον θα έχει τη συνδυαστική ικανότητα να το αναγνωρίσει, θα κάνει την ταύτιση. Αν υπάρχουν και στίχοι, αυτό βέβαια διευκολύνει. Πολλές φορές κάποιος έχει κάνει τέτοιες ταυτίσεις και με αφήνει κάγκελο, γιατί ενώ ήξερα και το πρωτότυπο και το «διασκευασμένο» δεν είχε πάει ο νους μου ότι είναι το ίδιο.

Κάποια μέρα θα υπάρχει ίσως η τεχνολογική δυνατότητα να μουρμουρίσω δυο-τρεις νότες στο Γκούγκλ και να μου βγάλει όλα τα τραγούδια που τις περιλαμβάνουν! Μέχρι τότε, το προαιώνιο ζήτημα “τον ξέρω αυτό το σκοπό αλλά ποιος διάολο είναι;” θα παραμένει, κάποιοι θα το λύνουν, άλλοι θα μένουν με την απορία εσαεί…

Νομίζω είναι σημαντικό για τους μουσικούς και τους ερευνητές του παραδοσιακού και του ρεμπέτικου να ασχοληθούν με τη μουσική της εποχής συνολικά, και όχι μόνο με τα είδη εκείνα που είναι σήμερα της μόδας. Υπάρχει μια τάση ρεβανσισμού απέναντι στο ελαφρό που είναι αρκετά πρόσφατη και δεν έχει σχέση με τα γούστα των παλιών μουσικών του ρεμπέτικου και του παραδοσιακού.

Νομίζω ότι έχουμε σημάδια πως κάτι τέτοιο πάει να γίνει. Δεν είναι ακόμα κυρίαρχο ρεύμα, έχει ξεμυτίσει όμως. Θα αναφέρω δύο παραδείγματα: πρώτον, το πρόσφατο βιβλίο του Λ. Λιάβα «το Ελληνικό τραγούδι 1821-1950» και, δεύτερον, το χαρακτηριστικό θέμα «μουσική του Καραγκιόζη» που όλο και συχνότερα το βλέπουμε να εμφανίζεται μέσα σε πλαίσια κυρίως ρεμπέτικα ή παραδοσιακά. Άλλωστε νομίζω ότι για τους μελετητές του παραδοσιακού χορού αυτή η διευρυμένη οπτική δεν είναι, εδώ και καιρό, άγνωστη και καινοφανής.

Το ίδιο το γεγονός άλλωστε ότι το ρεμπέτικο και το «παραδοσιακό» συχνά μπαίνουν κάτω από τον ίδιο φακό είναι μια εξέλιξη: δεν πάνε και τόσο πολλά χρόνια από τότε που δεν υπήρχε άνθρωπος στην Ελλάδα να ξέρει και λαϊκούς δρόμους και μακάμια, ενώ σήμερα είναι κάτι αρκετά δεδομένο. Πάμε λοιπόν για την επόμενη εξέλιξη.

Πρόσφατα, έπεσαν στα χέρια μου χειρόγραφες σημειώσεις ενός παλαιού λαουτιέρη της Σίφνου, του αειμνήστου Γιάννη Γαλύφου (1916-2012). Τα χειρόγραφα χρονολογούνται στο τέλος του 2004 όταν το Γαλυφάκι ήταν 88 χρονών σε πλήρη πνευματική διαύγεια. Στις σημειώσεις καταγράφονται στιχάκια τραγουδιών που λεγόταν στα γλέντια στη Σίφνο τις περασμένες δεκαετίες και είχαν πια ξεχαστεί. Γράφτηκαν για να μάθουν τα τραγούδια αυτά νεότεροι.* Τα περισσότερα στιχάκια (περίπου 15) αφορούν τραγούδια της ρεμπέτικης και σμυρνέικης δισκογραφίας 1930-1950. Στα προηγούμενα μηνύματα έχω καταγράψει τα ρεμπέτικα και σμυρνέικα που εγώ έχω προλάβει στα γλέντια (από το 85 περίπου και μετά) και ακόμη επιβιώνουν. Το Γαλυφάκι έχει και άλλα τα οποία είναι σήμερα αρκετά γνωστά στους ρεμπέτικους κύκλους αλλά δεν παίζονται πια στη Σίφνο.

To ενδιαφέρον που έχουν οι καταγραφές αυτές σχετίζεται με τον τρόπο που τα τραγούδια της δισκογραφίας ενσωματώθηκαν στα Σιφνέικα γλέντια τότε. Όταν τα τραγούδια αυτά εμφανίστηκαν, το Γαλυφάκι ήταν ήδη ώριμος λαουτιέρης και θα ήταν από αυτούς που συνέβαλαν στην ενσωμάτωση.

Στις καταγραφές του μαστρο-Γιάννη μπορούμε να διακρίνουμε δύο στοιχεία που γενικά χαρακτηρίζουν τον τρόπο ενσωμάτωσης των τραγουδιών της δισκογραφίας στα γλέντια και μεταφοράς από γενιά σε γενιά:
1. Αλλοίωση στίχων. Συγκρίνοντας τα στιχάκια που λέγονται στα γλέντια με αυτά της δισκογραφίας βρίσκουμε συχνά αλλοιωμένες λέξεις ή/και φράσεις. Με το πέρασμα του χρόνου οι αρχικές ηχογραφήσεις ξεχνιούνται ή υπάρχουν παρανοήσεις στα αρχικά ακούσματα. Καμιά φορά, μερικές λέξεις είναι άγνωστες στο τοπικό λεξιλόγιο των Σιφνιών και επιλέγεται η αντικατάστασή τους με κάτι πιο οικείο.
2. Προσθήκη στίχων. Πάνω στο σκοπό ενός τραγουδιού πολλές φορές λέγονται και άλλα στιχάκια που είτε είναι από άλλα τραγούδια της δισκογραφίας ή αδέσποτα δίστιχα της παράδοσης είτε είναι στιχάκια που φτιάχτηκαν πάνω στη θεματολογία του βασικού τραγουδιού. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο εξής. Ένας σκοπός μπορεί να είναι ιδιαίτερα αγαπητός. Σε ένα γλέντι οι γλεντιστές δεν χορταίνουν με τα στιχάκια του βασικού τραγουδιού και θέλουν να διαρκέσει περισσότερο χρόνο (ένα τραγούδι γραμμοφώνου διαρκεί τρία λεπτά περίπου). Έτσι με την προσθήκη στίχων ο σκοπός παρατείνεται.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα με τα παραπάνω στοιχεία όπως τα καταγράφει το Γαλυφάκι είναι και η Σύρα του Μάρκου. Τα στιχάκια όπως τα κατέγραψε:

image

  1. Αλλοίωση
    Στο κανονικό τραγούδι ο Μάρκος λέει στην πρώτη στροφή:
    Σύρα η Απάνω Χώρα σου με την ανηφοριά σου
    με τα πολλά σκαλάκια σου και με το Σαμπαστιά σου
    Τα τοπωνύμια (Απάνω Χώρα, Σαμπαστιά) δεν είναι γνωστά στο Σιφνιό**. Έτσι η πρώτη στροφή έγινε:
    Σύρα και πάλι Σύρα μου με την ανηφοριά σου
    με τα πολλά σκαλάκια σου και με την ομορφιά σου
  2. Προσθήκη. Φαίνεται ότι η Σύρα του Μάρκου άρεσε πολύ και οι Σιφνιοί δεν περιορίστηκαν στα στιχάκια του δίσκου. Μια χαρακτηριστική προσθήκη:
    Σύρα και πάλι Σύρα μου με τα πολλά σκαλάκια
    που όλοι οι νέοι έρχονται αμέσως στα μεράκια

    Ιδιαίτερα, με τη Σύρα, το Γαλυφάκι έχει και στιχάκια όπου αναφέρονται και ρεμπέτες της εποχής. Αλλά, ενώ το τραγούδι είναι του Μάρκου, δεν αναφέρεται ο Μάρκος αλλά ο Μητσάκης και ο Ρούκουνας!

Ν’ ακούσουν όλοι οι Συριανοί τραγούδια του Μητσάκη
και μπουζουκάκι έξυπνο από το Σαμιωτάκι
(εδώ ο Ρούκουνας εμφανίζεται να παίζει μπουζούκι που είναι μάλλον παρανόηση)
και
Όλοι που έρχονται αυτού, έρχονται στο μεράκι
σαν κούσουνε να τραγουδά, παιδιά, το Σαμιωτάκι

Δεν είναι γνωστό ποιος ή ποιοι πρόσθεσαν τα στιχάκια αυτά στη Σύρα του Μάρκου. Ενδεχομένως, το ίδιο το Γαλυφάκι που ήταν κι εκείνος ριμαδόρος ή ο συνομήλικός του βιολιτζής Γιάννης Κόμης-Νόνικος. Όπως και να 'χει η περίπτωση αυτή δείχνει τη συνεχή διάθεση του λαϊκού εμπειρικού μουσικού να διασκευάζει και να διαμορφώνει σκοπούς και τραγούδια, πέρα από τις επίσημες ηχογραφήσεις.

Η Σύρα του Μάρκου επανήλθε στο προσκήνιο με την αναβίωση του ρεμπέτικου. Στα Σιφνέικα γλέντια δεν πολυακούγεται πια αλλά έχουν διασωθεί ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις .

*Πιο συγκεκριμένα, απευθυνόταν στα αδέλφια Γιώργο και Νίκο Σταυριανό. Ο Γιώργος, υδραυλικός και νυν αντιδήμαρχος Δήμου Σίφνου, είναι ένας μερακλής γλεντιστής. Ο Νίκος, που ασχολείται με χωματουργικές εργασίες, είναι λαουτιέρης και υπήρξε μαθητής του Γαλύφου.
**παρά τις σχέσεις Σίφνου-Σύρου: Σιφνιοί αγγειοπλάστες στη Σύρο, πήγαινε-έλα Σιφνιών στη Σύρο ως διοικητικό-εκκλησιαστικό κέντρο.

Πολύ γρήγορα, πριν το ξεχάσω: “Σαμιωτάκι” έλεγαν (στην Αθήνα βέβαια) το Χατζηχρήστο: “κι άκου μπουζουκάκι απ’ το Σαμιωτάκι”. Θα επανέλθω βεβαίως.