Ρίχνω το γυαλί στον πάτο - Βάρκα Γιαλό

Το τραγούδι του Κατσαρού, από την πρώτη στιγμή που το άκουσα (χωρίς ακόμα να ξέρω την παραλλαγή “ελ νταμπα”) το είχα συνδέσει με τις εξορίες της μεταξικής περιόδου, καταρχήν βέβαια γιατί αυτή η ερμηνεία ήταν και η πιο πρόσφορη:

Τους στίχους τους καταλάβαινα ως εξής:

“δεν το πίνουμε το γάλα
ούτε και τη μαρμελάδα”

…δηλαδή δεν είμαστε από κολωνάκι μεριά, στο σπίτι μας τις μαρμελάδες και [του πουλιού] το γάλα δεν τα συνηθίζουμε, και γι’ αυτό (εκείνοι που τα τρώνε αυτά για πρωινό)…

“μας στείλαν εξορία
μακρυά από την Αθήνα”.

Εκεί βέβαια (στο ξερονήσι) δεν μας δίναν γάλα και μαρμελάδα (ο Κατσαρός δεν λέει “μας δίναν μαρμελάδα και γάλα” στην εξορία), αλλά…

“μας δίνανε μπιζέλια
που τα ρίχναν στα κουνέλια”.

Όσο για μένα, εγώ
“θα βάλω σημαδούρα”
δηλαδή θα βουλιάξω τη βαρκούλα να με περιμένει, και θα βάλω ένα σημάδι για να τη βρω
“κι έτσι θα το σκάσω ζούλα”.

Αυτό είχα καταλάβει. Μετά ανακάλυψα και το “Ελ Ντάμπα”. Υπέθεσα λοιπόν ότι είναι μεταγενέστερη παραλλαγή όπου ο στίχος για τη σημαδούρα και την απόδραση παραλείπεται, γιατί οι ίδιοι οι όμηροι της ελ ντάμπα όπου μάλλον θα το τραγουδούσαν στη διάρκεια της εξορίας τους, δεν ήταν δυνατό να μιλάνε για σημαδούρες κι αποδράσεις καταμεσίς στην έρημο.
Και υπέθεσα ότι ο στίχος “δεν το πίνουμε το γάλα και τη μαρμελάδα”, που στον Κατσαρό αποτελεί “αίτιο” της εξορίας κι όχι περιγραφή της, προσαρμόστηκε παραλλαγμένος στις συνθήκες της ελ ντάμπα:
εδώ μας δίνουν γάλα και μαρμελάδα, όμως εμείς…
“δεν το θέλουμε το γάλα
ούτε και τη μαρμελάδα
μόνο θέλουμε να πάμε
πίσω στη γλυκιά ελλάδα”.

Αυτή είναι η ερμηνεία που έκανα με βάση τη σειρά που πρωτοάκουσα τα δυο τραγούδια. Πάνω σε αυτά δεν μπορώ να είμαι σίγουρος, απλώς τα θεωρώ μια πιθανή ερμηνεία.
Όμως και η εκδοχή ότι ο Κατσαρός έμαθε την Ελ Ντάμπα από την αδερφή του, δεν στεκει αν κανείς πάρει κατά γράμμα τα γραφόμενα στο λινκ του σήλαμπς, γιατί πολύ απλά δεν ταιριάζουν οι χρονολογίες:
Τον Οκτώβρη του 44 που αναφέρεται ότι η αδελφή του έφυγε για τις ΗΠΑ, η Ελ Ντάμπα δεν υπήρχε.
Η Ελ Ντάμπα σαν πραγματικότητα και σαν τραγούδι μπορει να υπάρχει από τις 3/12/44 και μετά, και αυτό δεν χωράει αμφισβήτηση.

ΥΓ Κι όχι μόνο δεν υπήρχε η ελ ντάμπα πριν το Δεκέμβρη, αλλά και για να γίνει γνωστό το τραγούδι, θα έπρεπε να έχουν γυρίσει τουλάχιστον οι πρώτοι όμηροι, πραγμα που έγινε μετά από πολλούς μήνες (ή και χρόνια;).

ΥΓ2 Για το nikosn: βιβλία έχουν γραφτεί αλλά αυτη τη στιγμή το μόνο που θυμάμαι ως τίτλο (δεν το έχω διαβάσει) είναι του Μίμη Φωτόπουλου (του γνωστού, παλιού ηθοποιού), που ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους βρέθηκε κι αυτός όμηρος των άγγλων στην ελ ντάμπα κι έγραψε βιβλίο με τίτλο “Ελ Ντάμπα - Όμηρος των Εγγλέζων”

Κατ’ αρχήν, ο Κατσαρός στην ηχογράφησή του δεν λέει λέξη για Ελ Ντάμπα, μόνο για εξορία, δες και το #2 της Ελένης. Δεν ξέρω πότε έφυγε η αδελφή του για Αμερική, αλλά κάτι θυμάμαι για επίσκεψη Κατσαρού στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο. Μου λείπει εδώ στο εξοχικό το βιβλιαράκι περί Κατσαρού του Κουνάδη, καθώς και το “εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικώ픨. Μάλλον όμως για συμφυρμό των δύο στιχουργημάτων θα πρόκειται, όπως λέει και ο Άγης.

Κατά τ’ άλλα Άγη μου, φαντασία δεν σου λείπει αλλά επιμένω: οι εξόριστοι του Μεταξά δεν ταΐζονταν από το καθεστώς μαζικά, να τους δίνουν γάλα, μαρμελάδα, χαλασμένα μπιζέλια ή ό τι άλλο, κάτι που βέβαια σαφώς προκύπτει από το στιχούργημα των ομήρων, όπου αναφέρονται και τα μπιζέλια. Ο Γενίτσαρης το λέει σαφέστατα: κάθε εξόριστος έπαιρνε ημερήσια αποζημίωση και πορευόντουσαν ο καθένας μόνος του.

Είναι φανερό πως δε λέει τίποτα για ελ ντάμπα. Αν έλεγε, άλλωστε, δεν θα αναρωτιόμασταν για την προέλευση του τραγουδιού. Απλά το ερώτημα είναι αν η εκδοχή του Κατσαρού έχει αντληθεί από την “ελ ντάμπα” ή προέρχεται από κάποιο προπολεμικό ίσως τραγούδι των εξόριστων (και όχι απαραίτητα των πολιτικών).

Αν συμβαίνει αυτό, αυτό θα σήμαινε πως και η “ελ ντάμπα” αποτελεί παραλλαγμένη ανάπτυξη του υποθετικού παλιότερου τραγουδιού.
Αν όχι, τότε μάλλον οχι.

Για τη φαντασία μου, πράγματι κάποιες φορές φαίνεται πληθωρική, αλλά αν ακούσεις τη φράση “δεν τρώμε τη μαρμελάδα και μας στείλαν εξορία”, δεν θα διαγνώσεις μια ειρωνία σε σχέση με το γιατί και με το ποιοί μας εξόρισαν;
Όσο για τη βάρκα και τη σημαδούρα, αντίστοιχο περιστατικό (με βάρκα βουλιαγμένη για να μην τραβάει την προσοχή του εχθρού) γνωρίζω κι από περιστατικό της περίοδου του εμφυλίου, εξού και οδηγήθηκα σε αυτή την ερμηνεία: όπου ο εξόριστος δηλαδή κλέβει τη βάρκα, τη “θάβει” μες στο νερό ώσπου να πάψει η αναζητησή της, και στον κατάλληλο χρόνο την “ξεθάβει” και πάει από την αντίπαρο στην πάρο κι από εκεί γραμμή πειραιά, για παράδειγμα.

Για τα μπιζέλια έχεις δίκιο, αλλά και πάλι μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι ο μπακάλης που εκμεταλλευόταν την ανέχεια των εξόριστων, τους έδινε ό,τι είχε για πέταμα.

Εν πάση περιπτώσει, κατά τη γνώμη μου, με τα δεδομένα που έχουμε αυτή τη στιγμή συγκεντρωμένα στο θέμα, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την πραγματική προέλευση του αλά Κατσαρός βάρκα γιαλό.

Εγώ βρίσκω πολύ ενδιαφέρον στη σκέψη του Άγη. Βέβαια πρόκειται για υποθέσεις που δεν έχουμε στοιχεία να τις επιβεβαιώσουμε, αλλά αν αύριο προκύψουν τα στοιχεία θα είναι καλό που είχαμε αναρωτηθεί, αντί να πούμε ξερά (όπως ήδη είχα πει εγώ παραπάνω) ότι ο Κατσαρός λέει το τραγούδι της Ελ Ντάμπα, αυτό τούτο, απλώς αποσπασματικά.

Και να σας πω και τη γνώμη μου, αυτό δεν είναι φαντασία. Είναι ανάκληση σκόρπιων πιθανώς σχετικών πληροφοριών, και συνδυαστική σκέψη. Ήδη η απορία μου για τη σημαδούρα έχει καλυφθεί με μια εξήγηση που βγάζει τόσο πλήρες νόημα ώστε νομίζω ότι μπορούμε να τη θεωρήσουμε βέβαιη.

Υπάρχει μόνο ένα σημείο Άγη που σε βρίσκω λάθος:

Το «και» δε συνδέει την προηγούμενη στροφή με την επόμενη. Τουλάχιστον όχι υποχρεωτικά. Έτσι όπως βλέπουμε το πλήρες κείμενο του τραγουδιού της Ελ Ντάμπα, η αλήθεια είναι ότι μοιάζει να έχει αρχή, μέση και τέλος, και κάθε στροφή και λέξη να είναι στη θέση της -καμία σχέση με την τεχνική των σκόρπιων δίστιχων. Αλλά ο Κατσαρός δουλεύει κάργα με τη συρραφή που λέγαμε πιο πριν, αυτό το ξέρουμε από ένα σωρό άλλες ηχογραφήσεις του. Ακούγοντας λοιπόν την ηχογράφησή του (που κι εγώ, όπως μάλλον όλοι, την είχα ακούσει πριν μάθω περί Ελ Ντάμπα αλλά αφού είχα ακούσει αρκετό Κατσαρό), έμεινα με την εντύπωση μιας συρραφής από ημισκόρπια δίστιχα: αφενός μεν όχι τόσο ελεύθερα όσο π.χ. τα ερωτικά, χασικλήδικα ή άλλα που ακούμε σε άλλα τραγούδια, πιο σχετικά μεταξύ τους, συνδεδεμένα με ένα κοινό θέμα και ένα κοινό σκοπό, αφετέρου όμως ούτε και συγκροτημένα σε στανταρισμένο τραγούδι. (Όπως ακριβώς και με το κανονικό Βάρκα γιαλό, που άλλος βάζει τιμόνι, άλλος κατάρτι, άλλος καλαφατίζει, μ’ όποια σειρά θυμηθεί.) Υπ’ αυτή την οπτική, ένα δίστιχο λέει απλώς «Μας στείλαν εξορία» και επειδή λείπει μια συλλαβή κοτσάρουμε ένα και στην αρχή -δεν το 'γραψε κι ο Σολωμός στην τελική. Άλλωστε το ίδιο συμβαίνει και στο «Και θα βάλω σημαδούρα»: ούτε εκεί το και ενώνει τα προηγούμενα με τα επόμενα.

Οπότε τελικά εγώ δεν ακούω “δεν τρώμε τη μαρμελάδα και μας στείλαν εξορία”, αλλά: (α) “δεν τρώμε τη μαρμελάδα”, (β) “μας στείλαν εξορία”.

Θεωρειται σχεδον σιγουρο οτι προϋπήρξε παλιοτερο τραγουδι στο οποιο στηριχτηκαν και οιι 3 αυτες παραλλαγες, του Κατσαρου, της Ελ Νταμπα και του Τσιτσανη.
Φαινεται απο τα κοινα στοιχεια και στα 3 τους.
Απο εκει και περα, μην περιμενουμε ακριβες νοημα, κατα λεξη και στιχο.
Ειπαμε, λειτουργει η τακτικη της συρραφης και των ελευθερων διστιχων που ακουμπα το ενα στο αλλο για να γινει το τραγουδι.

Άσ’ τον τον Τσιτσάνη κατά μέρος. Είναι προφανές ότι ο σκοπός με τα τσακίσματά του (βάρκα γιαλό) είναι κοινός, αλλά εδώ ο Άγης δε λέει για το σκοπό, λέει για το στίχο. Εντάξει, συρραφή-συρραφή, αλλά δε συρράπτονται όλα με όλα: μία περίπτωση είναι τα στιχάκια που έχουν να κάνουν με τη βάρκα, και από κει αντλεί ο Τσιτσάνης, και άλλη περίπτωση είναι τα στιχάκια που έχουν να κάνουν με την εξορία-αιχμαλωσία. Το ερώτημα του Άγη είναι σαφές.

Δε βλέπω πουθενά τρεις παραλλαγές. Τα διάφορα περί βάρκας δεν είναι παραλλαγή των περί εξορίας-αιχμαλωσίας, ούτε το αντίστροφο, αλλά είναι δύο εντελώς ανεξάρτητα στιχουργήματα (ας πούμε ακριβέστερα: δύο ανεξάρτητες καβάντζες στίχων διαθέσιμων προς συρραφή). Αν υπάρχουν παραλλαγές, και αυτό ρωτάει ο Άγης, θα είναι δύο παραλλαγές της ιστορίας της εξορίας-αιχμαλωσίας: μία για την ελ Ντάμπα και μία παλιότερη για τους εξορίστους του Μεταξά.

Και μη σκέφτεσαι δισκογραφικά: δεν υπάρχει τίποτε «προγενέστερο από το τραγούδι του Τσιτσάνη», γιατί δεν υπάρχει κανένα τραγούδι του Τσιτσάνη που να είναι μεταγενέστερο από κάτι άλλο -δεν υπάρχει ολωσδιόλου τραγούδι του Τσιτσάνη, παρά μόνο η ηχογράφηση του Τσιτσάνη, πράγμα εντελώς διαφορετικό. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θεωρώ πάρα πολύ πιθανό ότι ακόμα κι ο ίδιος ο Τσιτσάνης όταν το έλεγε ζωντανά δε θα αντέγραφε τον ηχογραφημένο εαυτό του αλλά θα έκανε επιτόπου συρραφή, σήμερα έτσι, αύριο αλλιώς. Αν έχεις ακούσει τον Μπουφετζή λάιβ στου Τζίμη του Χοντρού καταλαβαίνεις τι εννοώ. Όσο για τον Κατσαρό, αυτός πια κι αν δεν τυποποιούσε σειρές στίχων.

Εκτός από τους στίχους του ταγουδιού της Ελ Ντάμπα που μπορεί κανείς να δει στην εικόνα εδώ, βρήκα μια παραλλαγή τους στο βιβλίο του δημοσιογράφου Αλέξη Καρρέρ “ΕΛ ΝΤΑΜΠΑ η ιστορία της ομηρίας” (εκδόσεις ΕΝΤΟΣ 2004).
Απο την εισαγωγή του συγγραφέα (σελ. 14) αντιγράφω:

“[…] Ακολούθησαν τα γνωστά γεγονότα. Πιάστηκα στις 6 Δεκεμβρίου και στάλθηκα στην Ελ-Ντάμπα της Βόρειας Αφρικής. Εκεί μπήκα επικεφαλής της επιτροπής για την οργάνωση του τετραγώνου μας (600 άτομα περίπου). Κατορθώσαμε να κρατήσουμε ψηλά το ηθικό των κρατουμένων, κάναμε πολιτιστικές εκδηλώσεις (ομιλίες, διαλέξεις, θέατρο) και αντισταθήκαμε με κάθε τρόπο στους Άγγλους που επεδίωκαν να μας εξουθενώσουν.
Γύρισα στην Ελλάδα μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας […]”

Και από το σημείωμα του γιού του συγγραφέα, Άρη Αλεξ. Καρρέρ (σελ. 19-20):

“[…] Πενήντα οχτώ χρόνια μετά βάζοντας σε κάποια τάξη τα αρχεία του πατέρα μου, έπεσε στα χέρια μου ένα ντοσιέ που μου τράβηξε την προσοχή. Έγραφε: ΕΛ-ΝΤΑΜΠΑ, Αθήνα 1946. Μέσα υπήρχαν κιτρινισμένα από την πολυκαιρία χειρόγραφα με γράμματα που μολις φαινόντουσαν.
Το περιεχόμενο του βιβλίου, γιατί περί βιβλίου επρόκειτο, είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες (σε πρώτη μορφή) στην απογευματινή εφημερίδα “Ελεύθερη Ελλάδα”, αρχής γενομένης την 21η Μαρτίου του 1945 […]”

Στη σελίδα 95 του βιβλίου οι στίχοι παρατίθενται ως εξής:

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΛ-ΝΤΑΜΠΑ

  • Απ’ τους δρόμους και τα σπίτια
    Βάρκα γιαλό
    Απ’ τους δρόμους και τα σπίτια
    Μας μαζεύουν σαν κατσίκια
    Οχ, τριαλαρί, λαρό
    Βάρκα γιαλό

-Μας επήγανε στο τμήμα
Κι ύστερα σε κάποιο σύρμα
Μα οι Άγγλοι καθώς πρέπει
Μας αδειάσανε την τσέπη

-Δηλαδή με άλλα λόγια
μας επήραν τα ρολόγια
και με ξύλο και φοβέρες
επερνούσανε οι μέρες

-Και μια μέρα μάνι-μάνι
μας επήγαν στο λιμάνι

-Στις μαούνες μας εβάλαν
σε καράβι μας μπαρκάραν

-Μες στ’ αμπάρια μας εκλείσαν
κι απ’ την πείνα μας ψωφήσαν

-Τρεις μέρες μες στο πλοίο
Επεθάναμε απ’ το κρύο
Στο Πορτ-Σάιντ μας εβγάλαν
Και στο τραίνο μας εβάλαν
Μας επήγαν στην Ελ-Ντάμπα
Και μας βάλάνε μια στάμπα.

-Μας εκλείσανε στο σύρμα
Και μας βάλανε μια φίρμα
Δέκα-δέκα στα τσασντήρια
Και αρχίσαν τα μαρτύρια

-Αραπάδες μας φυλάγαν
Και οι Άγγλοι μας μετράγαν
-Όλοι μέσα ξαπλωμένοι
Κάτω απ’ την πείνα λιγωμένοι
-Μας εδίναν τη βδομάδα
Ένα σύκο τη δεκάδα
-Μας ταΐζαν και μπιζέλια
Που δίνουν στα κουνέλια
-Μας εδίναν και φυστίκια
Που τα τρώγαν τα κατσίκια
-Με σκουλήκια το ψωμί μας
Και με άμμο το φαΐ μας
-Μεσ’ στην ψείρα και την ψώρα
Ζούσαμε μέχρι τώρα
-Κάναμε απεργία πείνας
Για να πάμε στην Αθήνα
-Τανκς εφέραν εικοσιτρία
Για να λύσει η απεργία
-Μας εβάλανε νηστεία
Μέρες είκοσι και μία
-Μα εμείς καλά κρατάμε
Και τα τρόφιμα πετάμε
-Τότε αλλαξιές μας δίνουνε
Και τα τρόφιμα πληθύναν
-Τότε δίνουν και παπούτσια
Ξυραφάκια και μια βούρτσα
-Κι ύστερα από μια βδομάδα
Το χακί για την ελλάδα
-Δε φοβόμαστε τη βία
Θέλουμε Λαοκρατία
-Ψήφος στη Δημοκρατία
Μαύρο στη Βασιλεία

[*] Όπως αναφέρεται στο βιβλίο στην πλάτη της στολής κάθε κρατούμενου ήταν τυπωμένη μια τετράγωνη στάμπα.

Ακόμα δυο στιχάκια της Ελ Ντάμπα.

Στο αυτοβιογραφικό βιβλιαράκι (ένθετο της “Εφημερίδας των Συντακτών”) ΜΙΜΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ «Το ποτάμι της ζωής μου», ο γνωστός ηθοποιός περιγράφει στις σελ. 89-108 τη σύλληψη (Δεκέμβρης 44), φυλάκιση, μεταφορά και εγκλεισμό στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Ελ Ντάμπα, επιστροφή και απελευθέρωση (Μάρτης 1945).

Στη σελ. 104 καταγράφεται ακόμη ένα δίστιχο από το τραγούδι της Ελ Ντάμπα (βάρκα γιαλό):

«Και μας πήγαν στην Ελ Ντάμπα
βάρκα γιαλό
Και μας πήγαν στην Ελ Ντάμπα
όλο το ταξίδι τσάμπα
βάρκα γιαλό.
Και μας πήγαν στην Ελ Ντάμπα
και μας βάλανε μια στάμπα
βάρκα γιαλό…»

Στο μεταξύ, διαβάζω εδώ ότι επανεκδόθηκε και το επίσης αυτοβιογραφικό βιβλίο του Μ. Φωτόπουλου “Ελ Ντάμπα” από τις εκδόσεις “24γράμματα”.

το ξανανεβάζω.

3 «Μου αρέσει»