Ενδιαφέρον θέμα ψάρεψε πάλι η (ανα)συρτή του Σύστεμ.
Κατ’ αρχήν, έχω κακή γνώμη για τις συναυλίες κάθε είδους μουσικής που προορίζεται για άλλες, πιο άμεσες/διαδραστικές μορφές παρουσίασης. Η συναυλία είναι για την κλασική μουσική, για κάποιους προφανείς λόγους, είναι για το ροκ, για κάποιους εντελώς διαφορετικούς αλλά εξίσου προφανείς λόγους, κλπ… Για το ρεμπέτικο όχι.
Φυσικά, όλοι έχουμε περάσει καλά κι έχουμε χορτάσει την ψυχή μας σε κάποιες συναυλίες (ως κοινό σίγουρα, κάποιοι και ως μουσικοί). Αλλά θεωρώ ότι αυτό πετυχαίνει χάρη στην τρύπα του συστήματος: λέει ο Νεαπολιώτης παραπάνω για εκστατικές ζεϊμπεκιές ανάμεσα στις καρέκλες, αλλά έκσταση σημαίνει ακριβώς ότι είχες ξεχάσει πού βρίσκεσαι - σε συναυλία (έκσταη < εξίσταμαι, βγαίνω από τον εαυτό μου). Κάτι από την ψυχή των μουσικών, από την ψυχή των τραγουδιών και από την ψυχή του ακροατή γλίστρισε μέσα από τις χαραμάδες και ξεπέρασε το φράγμα. Κατά κανόνα όμως, το φράγμα υπάρχει.
Ωστόσο:
Μες στην τελευταία χρονιά παρακολούθησα το πρότζεκτ του Μυστακίδη για τα ρεμπέτικα της Αμερικής. Αν η συναυλία, σε σχέση με το παρεΐστικο παίξιμο και την ταβέρνα χωρίς μικρόφωνα, δημιουργεί μια απόσταση, εδώ υπήρχαν πολύ περισσότερα στοιχεία απομάκρυνσης. Όχι απλώς τα τραγούδια παρουσιάζονταν συναυλιακά, αλλά συνοδεύονταν και από εκτενείς παρλάτες που εξηγούσαν την ιστορία του καθενός, ή το ιστορικό πλαίσιο, ή επιμέρους ιστορίες από το ίδιο μεν πλαίσιο, αλλά άσχετες με τα τραγούδια, ή ακόμη και αφηγήσεις από τις πρόβες και τη δουλειά που προηγήθηκε της παρουσίασης. Και κάτι ακόμη περισσότερο: είχε και βίντεο, και προβολές εικόνων κλπ… Εν ολίγοις, ήταν ένα λάιβ ντοκιμαντέρ.
Προσωπικά, το βρήκα συναρπαστικό. Με ενδιαφέρει κάθε πληροφορία (δυνητικά τουλάχιστον) σχετικά με τα τραγούδια που ακούω, και είναι ενδιαφέρον για μια φορά να μου την εξιστορήσει κάποιος με την ίδια του τη φωνή μπροστά μου αντί να την διαβάσω (όπως έχουμε κάνει όλοι ένα σωρό φορές) σε φυλλάδια δίσκων, βιβλία και άρθρα ή να την ακούσω σε ένα «παραδοσιακό» ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση ή το ίντερνετ.
Αλλά ας πούμε ότι εγώ έτυχε να είμαι το ιδανικό κοινό, ο φιλόμουσος που ενδιαφέρεται και για το εγκυκλοπαιδικό μπαγκράουντ. Δε θα είναι όλοι έτσι. (Σημειωτέον, η παρουσίαση στο Ηράκλειο έγινε σ’ έναν άθλιο χώρο, τεράστιο -και σχεδόν κατάμεστο- αλλά εντελώς ακατάλληλο για τέτοιου είδους εκδηλώσεις, κι εξάλλου εντελώς ακατάλληλο για οτιδήποτε σχεδόν.) Ο άλλος ήρθε βρε αδερφέ ν’ ακούσει δυο πενιές.
Ε λοιπόν, κι εκείνος ευχαριστήθηκε. Τα έξτρα (παρλάτες, προβολές…) μπορεί να μην του πρόσφεραν τίποτε σπουδαίο, αλλά δεν του χάλασαν και την ευχαρίστηση. Τα παιξίματα δεν ήταν σε καμία περίπτωση παραγκωνισμένα έναντι των υπολοίπων, δεν ήταν ένα συμπληρωματικό στοιχείο: ήταν σαφώς μια μουσική βραδιά, απλώς προσέφερε στην ίδια τιμή και την τεκμηρίωση, με όλο της το αλατοπίπερο. Κορυφαία στιγμή ένα τραγούδι που μπορεί να μη θυμάμαι πια ποιο ήταν, αλλά το ότι έκλεισαν τα μικρόφωνα και το είπαν σκέτα μέσα σ’ εκείνο τον αχανή χώρο και έπεσε τέτοια ησυχία ώστε δε χάσαμε νότα, το θυμάμαι ολοζώντανα.
Το συμπέρασμά μου ήταν ότι το πράγμα μπορεί να λειτουργήσει κι έτσι.
Η συναυλία, η παρουσίαση, το «λάιβ ντοκιμαντέρ» είναι περιστάσεις αποπλαισίωσης. Δηλαδή η μουσική αποσπάται από το φυσικό της πλαίσιο και μεταφέρεται, ξεκομμένη, σ’ ένα νέο πλαίσιο, όχι φυσικό αλλά στημένο. Τα ρεμπέτικα, σήμερα που μιλάμε, έχουν ένα φυσικό πλαίσιο. Μπορεί να μην είναι η φυλακή και ο τεκές, ή το κάθε άλλο πλαίσιο μέσα από το οποίο πρωτοξεπήδησαν πριν 100+ χρόνια, αλλά δεν είναι και μουσική κάποιας εξαφανισμένης φυλής με στίχο σε άγνωστη γλώσσα, είναι μια ζωντανή παράδοση: οι ταβέρνες και οι παρέες είναι το φυσικό της σημερινό πλαίσιο. Οπότε, κατ’ αρχήν, η αποπλαισίωση είναι καταδικαστέα. Δε θα ήταν αν μιλάγαμε για μια μουσική που εκ των πραγμάτων το πλαίσιό της δεν υφίσταται.
Όταν όμως η μεταφύτευση στο νέο στημένο πλαίσιο γίνεται καλά, δουλεύει.
Τι θα πει «γίνεται καλά»; Θα πει ότι, για παράδειγμα, τις πληροφορίες για την ιστορία ενός τραγουδιού σ’ τις λέει ένας που τις ξέρει καλά, γιατί τις βρήκε μετά από συστηματική έρευνα κι όχι με δυο λεπτών γκουγκλάρισμα, και επιπλέον χαίρεται που τις ξέρει και που τον διαφωτίζουν, και θέλει να μοιραστεί μαζί σου αυτή τη χαρά με την ίδια θέρμη που θέλει να μοιραστεί και την ίδια τη χαρά της μουσικής. (Ούτε που θέλω να σκεφτώ τι μούφα θα έβγαινε αν αντί για τον Μυστακίδη έλεγε τις αφηγήσεις ένας επαγγελματίας εκφωνητής…)