Χαίρομαι που η παρέμβασή μου προκάλεσε το ενδιαφέρον σας. Πιστεύω όμως ότι θα πρέπει πρώτα να συστηθώ αφού οι υπόλοιποι συνομιλητές μάλλον γνωρίζονται μεταξύ τους.
Κατ΄ αρχήν λοιπόν θέλω να δηλώσω ότι λατρεύω το ρεμπέτικο. Το θεωρώ ένα ακόμη μοναδικό πνευματικό προϊόν των κατοίκων αυτής της χώρας, ίσως το μόνο για το οποίο μπορούμε να υπερηφανευόμαστε εμείς οι Νεο-έλληνες, σε αυτή την μακρά περίοδο πολιτιστικής ένδειας που πιστεύω ότι διανύουμε. Αυτό το είδος μουσικής έχει να επιδείξει πολλά πραγματικά μουσικά διαμάντια. Και τι εννοώ «μουσικά διαμάντια»: μουσικά πλάσματα μοναδικά, που δεν γίνεται να υπάρξουν αλλιώς ή αλλού, που δεν μπορείς να αφαιρέσεις τίποτε χωρίς να αλλάξει το συνολικό αποτέλεσμα, με δικό τους μοναδικό χαρακτήρα, δηλαδή αναγνωρίσιμα, που μπορούν να σταθούν μουσικά χωρίς «δεκανίκια», δηλαδή φιλολογικού τύπου επεξηγήσεις ή ερμηνείες. Ηχητικά σύνολα που δεν παρήχθησαν από το πουθενά, αλλά αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες και επίσης μοναδικές κοινωνικές και πολιτιστικές καταστάσεις, και τις οποίες το ρεμπέτικο εξέφρασε.
Εδώ όμως αρχίζουν και οι ενστάσεις μου. Σωστά ο κ. Φέρρης με ονόμασε «Προβοκάτορα», αυτή είναι η διάθεσή μου (με την καλή έννοια, ότι θέλω να φέρω αντιρρήσεις σε πολλά) και γι αυτό υιοθέτησα αυτό το ψευδώνυμο. Προηγουμένως θέλω να πω, ότι το πρόβλημα μου είναι ότι δεν θέλω να δημιουργήσω την εντύπωση ότι ορισμένα από αυτά που θέλω να πω, τα λέω από κάποιου είδους «σεμνοτυφία», ή φραγκολεβαντινισμό ή ακόμη χειρότερα από διάθεση να μειώσω ή να «υποσκάψω» ή να «βάλλω» καθ οιονδήποτε τρόπο εναντίον του ρεμπέτικου, γιατί κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Παρακαλώ η δήλωσή μου ότι είμαι θαυμαστής του ρεμπέτικου να ληφθεί σοβαρά. Δεν είμαι όμως θαυμαστής του ρεμπέτικου τρόπου ζωής. Δεν πιστεύω, ή μάλλον είμαι βέβαιος, ότι ο τρόπος αυτός δεν αποτελεί χαρακτηριστικό τρόπο της ζωής των κατοίκων αυτής της χώρας. Ακόμη περισσότερο δεν πιστεύω ότι μπορεί σήμερα να αποτελεί ιδεολογία και κίνητρο για αντιδράσεις τύπου «ζηλωτή» και ανάλογες συμπεριφορές.
Θέλω όμως να συμμετέχω σε μία συζήτηση για να πω και κυρίως να θέσω σε δημόσια δοκιμασία (πιστεύω σοβαρή και χωρίς συναισθηματικές ή ιδεολογικού χαρακτήρα εξάρσεις) ορισμένα πράγματα που με απασχολούν πολλά χρόνια, και αυτό γιατί αυτά που συμβαίνουν γύρω μας με πληγώνουν βαθύτατα.
Γι αυτό συγχωρέστε μου την έκταση του κειμένου (γνωρίζω άριστα ότι τα «σεντόνια» στο ίντερνετ δεν διαβάζονται εύκολα). Πρέπει επίσης να πω, ότι αν και δεν έχω ασκήσει ποτέ το επάγγελμα του μουσικού, (και αυτό για δικούς μου λόγους) έχω πολύ προχωρημένες μουσικές γνώσεις και σπουδές. Στο ρεμπέτικο σίγουρα δεν έχω το πλάτος των γνώσεων που μπορεί να έχουν πολλοί συνομιλητές στο φόρουμ, όμως θέλω να πιστεύω ότι καταλαβαίνω γενικότερα την μουσική καλύτερα από τον μέσο όρο των συμπολιτών μας.
Ας αρχίσω λοιπόν με τις ενστάσεις, αναγκαστικά περιληπτικά, θα με ενδιέφερε ιδιαίτερα να θέσω σε δοκιμασία αυτά που πιστεύω, ως «θέσεις» και όποιος έχει όρεξη μπορούμε να συζητήσουμε
[ul]
[li]Διαφωνώ ότι το ρεμπέτικο εξέφραζε το σύνολο του ελληνικού λαού. Δεν νομίζω ότι εξέφραζε ούτε το σύνολο των κατοίκων των άστεων. Μάλλον και εκεί μειοψηφίες εξέφραζε (με αριστουργηματικό τρόπο σίγουρα). Στις αρχές και μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, η συντριπτική πλειοψηφία άκουγε τα λεγόμενα «δημοτικά τραγούδια» (μουσική της αγροτιάς -επίσης μουσικά διαμάντια). Το ήθος του δημοτικού τραγουδιού είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό του ρεμπέτικου. Για να μιλήσουμε μόνο για τους στίχους, (γιατί ουδέποτε στην χώρα μας προσδιορίστηκαν σοβαρά και θεσμοθετήθηκαν κάποιες κοινά αποδεκτές μουσικές αξίες και κριτήρια, που θα διευκόλυναν την συζήτηση περί μουσικής). Οι στίχοι λοιπόν του δημοτικού τραγουδιού, εκτείνονται σε όλες τις πλευρές της ζωής μίας κοινωνίας, εκφράζοντας υπαρκτές καταστάσεις ΙΣΟΡΡΟΠΗΜΕΝΕΣ, που (ακόμη και πολύ δύσκολες εποχές είχαν σχέση με μία γκάμα που ξεκινούσε από τον πόλεμο, έφτανε στην ΠΑΡΑΓΩΓΗ, στον έρωτα, στην ιστορία, το καλωσόρισμα (μεγαλειώδης η ευγενούς προέλευσης a capela εισαγωγή στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών), το γλέντι, την φύση, την ξενιτιά, την (αγροτική) εργασία, την χαρά της οικογενειακής ζωής (γάμοι βαφτίσια, παραμύθια γιαγιάδες και παπούδες κλπ) αλλά ΚΑΙ την αποτυχία, τον πόνο, την θλίψη δηλαδή την «σκιερή πλευρά» του φεγγαριού; Μήπως το ρεμπέτικο όμως εξέφραζε μόνο αυτή την πλευρά;;;; ή έστω όσα θετικά υπήρχαν για κάποιους που όμως ούτως ή άλλως βίωναν αυτή την «σκιερή» γωνιά της κοινωνίας; Πιστεύω πως έτσι ήταν, και το ερώτημά μου είναι γιατί μία ολόκληρη κοινωνία και μάλιστα διαχρονικά πρέπει να ταυτιστεί με αυτή την κατάσταση, όσο εκτεταμένη και αν υπήρξε (όχι πάντως πλειοψηφική). οι παραστάσεις και τα βιώματα του ελληνικού λαού, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές του, δεν ήταν αποκλειστικά ο πόνος η θλίψη, το κλάμα και η συμφορά. Και μην μου πείτε ότι το ρεμπέτικο και ιδίως ο απόγονός του το λεγόμενο «λαϊκό» δεν κινείται σε αυτή την γκάμα εντυπώσεων και αξιών και ότι έχει και «αισιόδοξες» πλευρές. Τα όποια παραδείγματα μπορεί να αναφέρει κάποιος που δεν συμφωνεί, δεν αλλάζουν την τελική εικόνα δηλαδή την χρήση αυτής της μουσικής σήμερα. Θα άξιζε μία στατιστική έστω μόνο των στίχων. (είχα κάποτε μία περιορισμένη). Γιατί λοιπόν ακόμη και σήμερα πρέπει να τροφοδοτούμε τον εαυτό μας με το μήνυμα κάποιου που «διαμαρτύρεται» «κλαίγεται» «αποτυγχάνει» «αδικείται», διαμορφώνοντας αυτό το περιβάλλον γύρω μας. Γιατί το «επαναστατεί» κ. Φέρρη δεν το δέχομαι. Οι ρεμπέτες δεν επαναστάτησαν. Απλώς ζούσαν διαφορετικά, είχαν προβλήματα με τις αρχές, με την καθεστηκυία τάξη, ακόμη και με την υπόλοιπη κοινωνία. (Η ονομασία δεν προέρχεται από το «ρέμπελος=επαναστάτης που ήταν επτανησιακή έκφραση, αλλά από την «rebet» τουρκική λέξη που δεν χρησιμοποιείται και σημαίνει άτακτος αλανιάρης, αλλά και είδος ποτού, αραβικά harabati αλιτήριος-χρόνια μέθυσος) Δεν είναι τυχαίο ότι το (συμφωνώ αρτηριοσκληρωτικό ΚΚΕ) πάθαινε αλλεργία. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι οι ρεμπέτες ζούσαν και εξέφραζαν την διαφορά τους με μία λεβεντιά, αλλά ο όρος αυτός δεν νομίζω ότι ισχύει, ισχύει ότι ήθελαν να ζουν διαφορετικά και το έλεγαν με τσαμπουκά ή μαγκιά.[/ul] [/li][ul]
[li]Δεν μπορούμε να αποδώσουμε την δυτικοστραφή μουσική που κατανάλωναν οι αστοί έτσι εύκολα σε «πιθηκισμό». Ήταν πολύ λογικό οι μόλις απελευθερωμένοι κάτοικοι της Ελλάδας να θέλουν να αποδομήσουν ότι θύμιζε την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Τουρκιά, ότι δηλαδή θύμιζε την υποτέλεια και την καθυστέρηση. Όταν γίνονταν κάτοικοι των άστεων για να καλύψουν το δραματικό μουσικό κενό, στράφηκαν προς την Δύση, (με μία σύντομη παρένθεση αυτή των καφέ Αμάν). Αυτή η διαδικασία αποδόμησης κρατάει ως τις ημέρες μας. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ότι ο ελληνικός καφές έπαψε να ονομάζεται «τούρκικος καφές» μετά την εισβολή στην Κύπρο. Ερώτηση: η μουσική παράδοση των Επτανήσων, που ενέπνευσε την μουσική παραγωγή ακόμη και μέχρι και την δεκαετία του 1950, δεν είναι γνήσια, ούτε ελληνική;;;; Ενώ άραγε πιο ελληνότροπη είναι η ανατολίτικη χρήση του Σμυρναίικου τριημιτονίου; (για παράδειγμα γιατί υπάρχει και η βαλκανική χρήση όπως φαίνεται από τα δημοτικά), που χαρακτηρίζει και την λεγόμενη σήμερα «λαϊκή μουσική»; Οι μικροαστοί στους οποίους ειρωνικά αναφέρεστε κ. Φέρρη, δεν ήταν τμήμα (και μάλιστα μεγάλο) των κατοίκων των άστεων; Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον η μελέτη των στατιστικών απογραφής, για να δούμε μέχρι το 1922 (σημείο καμπής και στην πολιτιστική ζωή) πόσοι άραγε ήταν οι βιομηχανικοί ή άλλοι προλετάριοι στην Ελλάδα που κατανάλωναν ρεμπέτικο (και λέω κατανάλωναν για ως μουσική των άστεων δεν ήταν συλλογική αλλά ατομική) και πόσοι οι αστοί ή μικροαστοί, που επέμειναν να καταναλώνουν ή να αναπαράγουν δυτικοστραφή μουσική και να «απεχθάνονται» την Ανατολή, που θύμιζε την υποτέλεια και την κοινωνική καθυστέρηση. Οι προλετάριοι αυτοί δεν «πιθήκιζαν», ενώ πιθήκιζαν μόνο οι αστοί; Και επειδή αυτοί οι προλετάριοι δεν φορούσαν φουστανέλα, τι άραγε πιθήκιζαν, αφού είχαν χάσει την αγροτική ζωή και την αντίστοιχη μουσική; Την Δύση ή την Ανατολή; Ή και τα δύο; Ή περισσότερο την ανατολή που μοιραία ήταν πιο «προσιτή» στα αμόρφωτα και χαμηλής οικονομικής στάθμης στρώματα των άστεων; Αυτό όμως εξέφραζε όλη την ελληνική κοινωνία; Κάποια στιγμή είναι βέβαιο ότι ο τρόπος αυτός επικράτησε «τη βοηθεία των δισκογραφικών» . Μετά όμως το 22 και για τους λόγους που είμαι βέβαιος ότι γνωρίζετε. Από τότε οι Έλληνες θρηνούν και παραπονιόνται και αυτό έχει αντίκτυπο στην μουσική που θέλουν να ακούν. Που οδηγεί όμως αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα.[/ul] [/li]Τελικά ο «κακοχωνεμένος» Μαρξισμός μας έχει κάνει κακό. Γιατί πρέπει να περιφρονούμε αυτή την μεσαία αστική τάξη; Μπορεί να μην μας αρέσει αισθητικά, να την θεωρούμε ως μη γνήσια, επιτηδευμένης κοινωνικής συμπεριφοράς ή δεν ξέρω τι άλλο, αλλά αυτή δεν ήταν η «ατμομηχανή» του νεογέννητου ελληνικού κράτους; Αυτοί δεν ήταν που «έκαναν την διαφορά» μεταξύ της αγροτικής επαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ενός κράτους που ήθελε (καλώς ή κακώς και παραπαίοντας εξακολουθεί θέλει) να ανήκει στην Ευρώπη; Που τελικά βέβαια δεν ανήκει, γιατί πιστεύω ακράδαντα ότι ανέκαθεν ο ελληνικός πολιτισμός ήταν κάτι μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Το τι θέλω να πω με όλα αυτά, μπορώ να το αναφέρω αν συνεχιστεί αυτή η συζήτηση.