Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Σπανιότατη περίπτωση, όμως!

“Σημαδεμένος”, όχι. Από το “σημαίνω” προέρχεται, όχι από το “σημαδεύω”.
“Εντοπισμένος”, θα έλεγα.

Αυτό πρέπει όμως να αποδειχτεί και δεν ξέρω και πώς.
[Έχω χάσει και τα ίχνη ενός καλού ανθρώπου Τούρκου, Κουρδικής καταγωγής που ζούσε εδώ…]

Συγγνώμη που δεν έχω πηγές, απλά το ακούω από διάφορες συνομήλικες παρέες εδώ και χρόνια… Πιστεύω και άλλοι.

Φυσικά και δεν προέρχεται το σεσημασμένος από το σημαδεύω (απλώς όλα αυτά, όπως και το σημείο, η σημασία, η σημαία κ.ά., προέρχονται από το σήμα). Σεσημασμένος είναι μετοχή του σημαίνω.

Δε νομίζω όμως ότι σημαίνει εντοπισμένος, αυτή η έννοια ήρθε εκ των υστέρων: σεσημασμένος κακοποιός (=που είχε και στο παρελθόν καταχωρηθεί στα μητρώα) άρα ήδη γνωστός, εντοπισμένος. Χαριτολογώντας λέμε ότι «αυτός είναι σεσημασμένος» για κάποια συνήθεια που είναι γνωστό ότι έχει, η τυπική όμως έννοια είναι σχετική με το σημάδι.

Και η Σήμανση άλλωστε είναι η υπηρεσία που συλλέγει τα σημάδια που άφησαν οι δράστες στον τόπο κάποιου εγκλήματος. Η οδική σήμανση είναι τα σημάδια / σήματα που τοποθετούνται στον δρόμο για να δώσουν οδηγίες.

Όλα αυτά σχετίζονται με σημάδια που κάτι σημαίνουν. Και οι τσαμπουκάδες στο όργανο, κάτι σημαίνουν κι αυτοί. Και το τατουάζ, προκειμένου για φυλακισμένους εκείνης της εποχής, ήταν δηλωτικό σκληρότητας. Ένα μαύρισμα στο μάτι ή ένα βαθούλωμα στο αυτοκίνητο είναι σημάδια που δε δηλώνουν κάτι.

Από την αρχή της συζήτησης ήταν ξεκάθαρο το θέμα, απλά μπερδευτήκαμε με την άλλη τουρκ. λέξη, το cabuk.

  1. Τσαμπουκάς, στη γλώσσα μας, είναι αυτός που μπλέκει σε καυγάδες, ο εριστικός, ο φυλακόβιος
    Από το τουρκ. Sabika =προηγούμενη καταδίκη, ποινικό παρελθόν, ποινή.

  2. Σύμφωνα με μαρτυρίες των Καρκαβίτσα και Πετρόπουλου,
    οι φυλακόβιοι επιδίδονταν στη δερματοστιξία, κάνοντας σημάδια στο σώμα τους.

  3. Μαρτυρία Πετρόπουλου: Τα σημάδια στο σώμα (τατουάζ) τα ονόμαζαν τσαμπουκάδες
    [δεν τα ονόμασαν «σημάδια», ή «ουλές» ή κάτι παρεμφερές, Περικλή, «τσαμπουκάδες» τα ονόμασαν]

  4. «Τσαμπουκάδες», επιβεβαιωμένα και πάλι, λέγονται ακόμα και σήμερα τα «σημάδια» στα μακρυμάνικα όργανα, τοποθετημένα για τη διευκόλυνση των παικτών.

  5. Από άλλες πηγές, (προφορικές, λογοτεχνικές) «τσαμπουκάδες» και σήμερα ονομάζονται οι ουλές, τα σημάδια στο σώμα.

Έχουμε λοιπόν την πορεία της λέξης «τσαμπουκάς» ανάγλυφη μπροστά μας, με στοιχεία επιβεβαιωμένα από τις πηγές που διαθέτουμε.

[«Σεσημασμένος» είναι ο εντοπισμένος, ο γνωστός για τη δράση του στις αρχές και όλο αυτό για τα «σημάδια», δεν πείθει, Περικλή.]

Αυτή η πορεία Ελένη είναι πολύ πιθανή, αλλά σαφώς δεν είναι αποδεδειγμένη. Αναλυτικά:

Εντάξει. Το ξεχνάμε το cabuk. Ήταν μια δική μου παρανόηση.

Κατ’ αρχήν, αυτό που περιγράφεις είναι ο τσαμπουκαλής. Τσαμπουκάς είναι η ίδια η μανούρα, η εριστικότητα. Το να λέμε τσαμπουκάς αντί τσαμπουκαλής είναι πολύ πρόσφατο.

Πέραν όμως αυτής της λεπτομέρειας, φυσικά και δε διαφωνεί κανείς ότι η ελληνική σημασία είναι σχετική με νταηλίκια. Δεν είναι όμως η μόνη σημασία. Η λέξη έχει κι άλλες σημασίες, εσύ η ίδια τις παραθέτεις παρακάτω, και υποθέτεις ότι ακολούθησαν, πράγμα που πρέπει να αποδειχθεί.

Ίσα ίσα, τα ονόμασαν τσαμπουκάδες, δηλαδή σημάδια. (Κι αυτό υπόθεση είναι βέβαια.)

Αυτό που βλέπω εγώ είναι μια λέξη που εμφανίζεται με δύο εντελώς διαφορετικές δέσμες σημασιών. Από τη μία, η εριστικότητα, που με τρόπο πειστικό συνδέεται με την τουρκική έννοια του έχοντος καταδίκη στο ενεργητικό του. Από την άλλη, γενικό συνώνυμο του «σημαδιού» αλλά και ειδικότερα διάφορα συγκεκριμένα είδη σημαδιών: ουλές, τα σημάδια στα όργανα, τα τατουάζ.

Για το πώς συνδέονται αυτές οι δύο δέσμες εννοιών, υπάρχει αφενός η υπόθεσή σου. Αφετέρου, άλλες δύο που προτείνω:

α) Να μην υπάρχει καμία απολύτως σύνδεση, παρά μόνο δύο διαφορετικές ετυμολογικές γραμμές που συμπτωματικά καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα.
β) Να υπήρξε στα τούρκικα είτε αρχική σημασία «σημαδεμένος» και μετακύλισή της σε «αυτός που έχει καταδικαστεί», είτε το αντίστροφο, πράγμα που θεωρώ όχι απίθανο βάσει του πολύ ανάλογου παραδείγματος στα ελληνικά (αλλά που δε μαρτυρείται, εξ όσων είδαμε ως τώρα).

Και επ’ αυτού του τελευταίου:

Προφανώς δε διαφωνούμε ως προς το τι είναι, στην πράξη, ο σεσημασμένος. Εγώ όμως συζητώ για το πώς αυτή η έννοια έφτασε να αποδίδεται με τη λέξη σεσημασμένος και όχι κάποιαν άλλη. Δες λοιπόν τι γράφουν τα λεξικά σχετικά:

[λόγ. < αρχ. σεσημασμένος (μππ. του σημαίνω) `καλά σφραγισμένος΄ σημδ. γαλλ. marque (παλ. για κατάδικους που σημαδεύονταν στον ώμο με καυτό σίδερο)]

(Τριανταφυλλίδης - η συντομογραφία «σημδ» σημαίνει σημασιολογικό δάνειο, τουτέστιν: επειδή αυτή η έννοια στα γαλλικά αποδιδόταν με τη λέξη marque [με οξεία στο e], που γενικότερα σημαίνει, ακριβώς, «σημαδεμένος», γι’ αυτό και στα ελληνικά επελέγη το «σεσημασμένος», που σημαίνει το ίδιο.)

Το Χρηστικό λέει περίπου τα ίδια, αλλά στο ερμήνευμα δίνει επιπλέον και την πληροφορία ότι σεσημασμένος είναι αυτός που η αστυνομία έχει τα δακτυλικά του αποτυπώματα, φωτογραφίες του και άλλα στοιχεία ταυτοποίησης.

Άρα, αποδεικνύεται η ύπαρξη του ελληνικού παραλλήλου, και μαθαίνουμε ότι επιπλέον υπάρχει και το γαλλικό. Γιατί όχι λοιπόν και τούρκικο;

Περικλή, αναφέρθηκα από την αρχή κυρίως στις σημασίες της λέξης “τσαμπουκάς” και “τσαμπουκάδες”
και αυτές οφείλω να προσθέσω στο γλωσσάρι, αφού τις εντόπισα, τις ανέφερα και εδώ και δεν υπάρχει ένσταση επ’ αυτού.

Θεωρώ ότι πιθανότατα και η β’ σημασία “τσαμπουκάδες” = σημάδια προέρχεται από την ίδια ρίζα με την α’ σημασία, αυτή της έριδας και του εριστικού.

Εξάλλου, και για το “σεσημασμένος” όπως και για τον “τσαμπουκαλή” το λεξικό σε ίδιας ρίζας λέξης παραπέμπει:
“sabika” / “sabikali”.

Πρέπει να αποδειχτεί αυτό,Περικλή, όμως.
Αλλιώς, παραμένει υπόθεση μόνο.

Αυτό λέω κι εγώ. Έχουμε τρεις υποθέσεις μέχρι στιγμής. Οι δύο (δική σου και δική μου) υποστηρίζουν κοινή προέλευση των δύο «τσαμπουκάδων», αλλά προτείνουν διαφορετική εξήγηση για το πώς διαχωρίστηκαν τόσο πολύ οι σημασίες. Η τρίτη (δική μου κι αυτή) υποστηρίζει δύο διαφορετικές προελέυσεις.

Καμία από τις τρεις δεν είναι αποδεδειγμένη.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 08:16 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 08:09 —

Όχι για το σεσημασμένος. Για μια λέξη που είχε πρακτικά την ίδια χρήση, χωρίς να ξέρουμε αν την απέκτησε κατά τρόπο παρόμοιο όπως το ελληνικό «σεσημασμένος» και το γαλλικό «marque». Εγώ υποθέτω ότι μπορεί να έγινε το ίδιο.

Σαν να λέμε “πάω στην Αθήνα μέσω Αμερικής…”
Εμφανέστατα, sabika kai sabikali είναι η ίδια ακριβώς λέξη, με την προσθήκη της κατάληξης -li.

Προφανώς, οι φυλακισμένοι τσαμπουκάδες έκαναν στίγματα στο δέρμα τους, για λόγους που ειπώθηκαν ήδη.
Έκαναν “τσαμπουκάδες”, ονομάστηκαν δηλαδή έτσι αυτά τα στίγματα και η λέξη αυτονομήθηκε δηλώνοντας “σημάδια” γενικά.
Είναι αρκετές οι περιπτώσεις που συνέβη κάτι παρόμοιο και στη γλώσσα μας.

Να βάλω και μια απορία για στίχους από το “Κάτσε να ακούσεις μια πενιά”

" πάρε σειρά γιατί μπορεί ίσως να μην προκάνεις
μη να συμβεί το σοβαρό και τη σειρά σου χάνεις"

Δηλαδή, ποιο είναι το σοβαρό;
Κάτι μου διαφεύγει εδώ…

Ευχαριστώ προκαταβολικά!

Μια ακόμα αξιοσημείωτη μαρτυρία, αυτή τη φορά από το πολύτιμο βιβλίο του Μηνά Χαμουδόπουλου,

«Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται» (Σμύρνη 1871)

“σαπουκαλίδες” = όσοι, αφού περάσουν από φυλακή, μετά, με το παραμικρό, τους κουβαλάνε μέσα.

που σημαίνει ότι στην ελληνική αργκό η λέξη ήταν γνωστή και με την ίδια σημασία, όπως στην τουρκική γλώσσα, από όπου και προήλθε.

Θα υποθέσω εδώ ότι εννοεί κάποιο καυγά ή και επιδρομή της χωροφυλακής. Κάτι που θα τους έβγαζε από την κανονική ροή της βραδιάς με αποτέλεσμα να χρειαστεί να σταματήσουν και να μην ακούσει το τραγούδι που παράγγειλε.
Επίσης μια διόρθωση: δεν λέει “μη να συμβεί”, αλλά “και μας συμβεί”. Η πρώτη εκτέλεση είναι με τον Στράτο https://www.youtube.com/watch?v=70EII6bJ4vQ
Και κάτι ακόμα, νομίζω ότι είναι ένα από τα τραγούδια του Κίτσου Τσιτσάνη αλλά δεν θυμάμαι που το έχω διαβάσει.

Οι λογοκριμένοι στίχοι είναι αυτοί:

Κάτσε νʼ ἀκούσεις μιὰ πενιὰ
πιὲς κι ἕνα ποτηράκι
κι ἄν θὲς νὰ πιεῖς καὶ ἀργιλὲ
περίμενε λιγάκι

Πάρε σειρὰ γιατὶ μπορεῖ
ἴσως νὰ μὴν προκάνεις
μὴ μᾶς συμβεῖ τὸ σοβαρὸ
σὲ βλέπω εἶσαι χαρμάνης

Κι ἄν δὲ σʼ ἀρέσουν ὅλʼ αὐτὰ
ποὺ σοῦ ʽχα πεῖ πρωτίστως
ὁ ἀργιλὲς εἶνʼ ἕτοιμος
κι ἔχει τὸ λόγο ὁ Χρῆστος.

Το σοβαρό μάλλον κανένα μπλόκο απο μολισμάνους θα εννοεί!

Μα δεν είπα εγώ πουθενά το αντίθετο!

Είναι περιττό να ξαναπώ για πολλοστή φορά τα ίδια. Νομίζω ότι στα προηγούμενα μηνύματα έχει σαφώς ξεκαθαριστεί το τι γνωρίζουμε από το τι υποθέτουμε, και ποια ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα.

Σύμφωνα με τον Ορδουλίδη η πρώτη εκτέλεση είναι με τον Τσαουσάκη, τον Μάρκο και τον ίδιο τον Τσιτσάνη. Ηχογραφήθηκε στις 29/10/1946 ενώ η εκτέλεση με τον Στράτο αργότερα μέσα στην χρονιά.

Τα πάντα για το συγκεκριμένο τραγούδι εδώ O Μάρκος Βαμβακάρης στα μεταπολεμικά τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη (μέρος πρώτο) - rebetiko.sealabs.net (Τα μεταπολεμικά μέρος πρώτο) αλλά και για τα 22+1 τραγούδια του Τσιτσάνη με τον Μάρκο Βαμβακάρη μπορείτε να διαβάσετε στο μεγάλο αφιέρωμα που ετοίμασα πριν σχεδόν δύο (2) χρόνια στο sealabs.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης στα προπολεμικά τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη - rebetiko.sealabs.net Τα προπολεμικα

O Μάρκος Βαμβακάρης στα μεταπολεμικά τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη (μέρος δεύτερο) - rebetiko.sealabs.net Τα μεταπολεμικά (μέρος δεύτερον)

Φώτη, σύμφωνα με αυτά που παρουσίασες στο sealabs έχεις δίκιο. Διορθώνω λοιπόν ότι η πρώτη εκτέλεση είναι με τον Τσαουσάκη, Μοσχονά, Μάρκο και Τσιτσάνη.
Και σε αυτή την εκτέλεση λέει “μην μας συμβεί”.

Μία σημαντικότατη λεπτομέρεια μου είχε ξεφύγει και μόλις τώρα την βλέπω: sabık και sabıka έχουν το γιώτα άτονο (χωρίς κουκίδα), άρα η προφορά είναι σαμπ΄κ / σαμπ΄κα που ο ελληνόφωνος το ακούει σαμπούκ / -α. Το b τρέπεται, στα Ελληνικά, σε π (sabun = σαπούνι, biber = πιπέρι κλπ.). Επομένως, Σαμπουκαλής είναι η αρχική φόρμα και όχι Τσαμπουκαλής. Το ότι τελικά το Σ ετράπη σε Τς είναι φυσιολογικό, όταν μία λέξη ή μόριο περνάει από μια γλώσσα σε άλλη. Τελικά ξεχνάμε το «τσαμπούκ – τσαμπούκ", που απλά και μόνο μας μπέρδεψε. Άλλη λέξη.

Ναι, απ’ ό,τι φαίνεται “σαπουκαλής” / “σαμπουκαλής” ήταν η αρχική εκφορά της λέξης.

Από την παράθεση του κειμένου διαπιστώνεται ότι η λέξη διατήρησε την έννοια του “σεσημασμένου” και στη γλώσσα μας:
το σαμπουκαλή τον υποπτεύονταν και τον μπαγλάρωναν κάθε φορά, άσχετα αν έφταιγε ή όχι.

Στο μεταξύ, βρήκα και άλλη μια τουρκ. λέξη “suphe” (με το γνωστό σημάδι στο s και διαλυτικά στο u), με την "έννοια της “υποψίας”.

Και στην επαγγελματική γλώσσα των μαρμαράδων-μαρμαρογλυπτών,τσαμπουκάς σημαίνει γδάρσιμο,σημάδι.

Έχουν πολύ ενδιαφέρον όλα αυτά.

Όπως όλα δείχνουν, η λέξη τσαμπουκάς (σημάδι) πρέπει παλιότερα να ήταν διαδεδομένη και στο γενικό λεξιλόγιο, κι από κει να πέρασε στις διάφορες ειδικές αργκό - ζαργκόν, όπου και έμεινε. Σήμερα είναι μια λέξη που κρυφοεπιζεί: τη λένε οι οργανάδες, τη λένε οι γλύπτες, τη λέγανε (παλιά μεν, αλλά σε κείμενα που σώζονται και διαβάζονται ακόμη) σχετικά με τα τατουάζ, αλλά δεν την ξέρουν οι λεξικογράφοι!

Μα η αργκό (εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις) δεν έχει καταγραφεί στην επίσημη λεξικογραφία!

Άλλωστε, αυτό το κενό προσπαθούμε να καλύψουμε και εμείς εδώ, σ’ αυτό το νήμα.

Ναι, επίσης αμφβιβολία, αβεβαιότητα, αμφισβήτηση.