Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Για το «γιούφ» σε συνάρτηση με αργιλέ, νομίζω ότι αμέσως αμέσως στις τελευταίες δέκα δημοσιεύσεις εδώ, έχουμε αρκετά στοιχεία. Εγώ τουλάχιστον πείσθηκα ότι είναι ο τρόπος με τον οποίον ο χρήστης του αργιλέ, του αυτοκατασκευασμένου βέβαια, όχι εκείνου του εμπορίου που δεν έχει τέτοιες τρύπες αλλά εμφανές μαρκούτσι, μπορεί να «τραβήξει» ουσία ρουφώντας καπνό, συνήθως με τη βοήθεια κάποιου μικρού σωληνοειδούς αντικειμένου που πρόχειρα μπορεί να γίνει και από καλάμι δημητριακού κλπ. και ονομάζονται έτσι και η μικρή τρύπα στο σώμα του αργιλέ αλλά και το σωληνάκι. Κατʼ επέκταση το ρούφηγμα μπορεί να βοηθηθεί και όταν η ουσία είναι σε μορφή σκόνης, όχι καπνός. Κατʼ επέκταση επίσης, μπορεί να ονομαστεί γιούφ η μικρή τρύπα στα πλάγια των σαζοειδών οργάνων μικρού μεγέθους, που χρησιμεύει (όχι βεβαίως για ρούφηγμα αλλά) για εξισορρόπηση πιέσεων, θυμίζοντας την τρύπα αυτοσχέδιου αργιλέ. Τώρα, γιατί λέγεται γιούφ; Η δική μου υπόθεση εργασίας είναι ότι η λέξη είναι «πεποιημένη» που έλεγε και ο φιλόλογός μας, από τον ήχο του ρουφήγματος.

Γιατί όμως και γιάφ; Η δική μου, και πάλι, υπόθεση είναι ότι ο συνδυασμός των δύο λέξεων υπονοεί τη χρήση (ή τον χρήστη) ουσιών, είτε (αρχικά) από ναργιλέ είτε κατʼ επέκταση, με σνιφάρισμα σκόνης. Ακριβώς όπως λέμε «παφ, πουφ» υπονοώντας το κάπνισμα απλού τσιγάρου, όταν ο καπνιστής το παρακάνει. Αν, λοιπόν, οι υποθέσεις μου είναι σωστές, δεν θα συμφωνήσω, Ελένη μου, με τη σημασία της «έκφρασης πόνου και απελπισίας» που δίνεις στην έκφραση*. Όταν η έκφραση «γιαφ γιούφ» λέγεται από κοπέλα (π.χ. γιαφ, γιούφ, δεν σε θέλω πιά, στο διάβολο να πάς, άντε σύρε στη δουλειά σου κι από μένα δεν μασάς) νομίζω ότι το μήνυμα είναι σαφές: Δεν σε θέλω γιατί είσαι χρήστης ουσιών. Ή, σε άλλο στίχο, η μάνα μου δε σε θέλει γι αυτόν ακριβώς το λόγο.

*πού αλλού, αλήθεια, εκτός από τα γνωστά και αναφερόμενα τραγούδια, έχει χρησιμοποιηθεί η έκφραση αυτή με αυτό το νόημα;

Ακούγοντας τραγούδια όπως:

“Μη μου χαλάς τα γούστα μου”,
στην εκτέλεση με τον Καρίπη, στην άλλη με το Βιδάλη, σε 3η με το Μελεμενλή,
δεν βλέπω σύνδεση με ουσίες, εμφανή τουλάχιστον.

Το “γιαφ - γουφ” επαναλαμβάνεται ως τσάκισμα, εν πάση περιπτώσει δεν μου δίνει την εντύπωση σύνδεσης με ουσίες.
Γι’ αυτό το λόγο πρόσθεσα την ερμηνεία “ουφ” ή “ωφ”.

Όσο για το 2ο, Περικλή, πληροφοριακά έδωσα το στοιχείο για αναφορά του “γιουφ” με την έννοια “χασίσι”, όπως φαίνεται δεν την συμπεριλαμβάνω στο τελικό συμπέρασμα.

Το οποίο συμπέρασμα, ως κατακλείδα:

“…γιουφ» είναι η κίνηση εισπνοής της σκόνης (ηρωίνης, κοκαΐνης κ.λπ.) και, κατʼ επέκταση, το καλαμάκι ή οτιδήποτε σχετικό (χαρτί, χρτονόμισμα κ.λπ.) βοηθά στην εισπνοή αυτή…”

πώς προτείνετε να συμπληρωθεί, συγκεκριμένα;

Εγώ γνωρίζω ότι γνωρίζει όλο το ρεμπέτικο ταράφι εδώ και χρόνια.

Ο Κηρομύτης τα λέει για την Κούλα την “Σκουλαρικού”:

[i]…[SIZE=1]Eίχε μια γκόμενα πουτάνα, στα Bούρλα. Aυτή ήτανε πρεζού…Όπως κοιμότανε λοιπόν ο Ανέστης μαζί της, να πούμε, τώρα τον εγουστάριζε βέβαια, ήθελε να τον κάνει κτήμα της. Του έκανε ένα γιουφΜου το είχε πει ο ίδιος εμένα, μετά. Της λέει, ρε συ Κούλα, της λέει…

Τα λέει και ο, συνεξόριστος του στην Ίο, Γενίτσαρης, για την μαύρη την “Σκουλαρίκου” [με τον τσαμπουκά στο μέτωπο].

Τα λέει “κομψά” και η Νταίζη [που είχαν και σχέση].

Αυτά για το Ανεστάκι και το “γιούφ” …
[/SIZE][/i]

Αντώνη, το περιοδικό “Λαϊκό Τραγούδι” [τεύχος 20-21] είχε δημοσιοποιήσει τη βαθιά έρευνα που είχε γίνει με επίσημα στοιχεία από το “Δρομοκαΐτειο”, όπου φαίνονται:
το όνομα της κοπέλας που είναι Δήμητρα Σ. (παραπέμπει στο “Σκουλαρικού”, αλλά για ευνόητους λόγους δεν δημοσιοποιείται ολόκληρο),
η ηλικία της, η δ/νση της κ.λπ.

Όπως και τα αντίστοιχα του Δελιά. Η κοπέλα όντως ήταν μικρότερη από τον Αρτέμη.
Ακόμα και η μετέπειτα πορεία των δυο τους: η κοπέλα απεξαρτητοποιήθηκε, ενώ ο Δελιάς δεν τα κατάφερε.

Σχετική συζήτηση έχουμε κάνει και παλιότερα, [b]εδώ.[/b]

Προφανώς είναι κάπως δυσνόητο με λόγια. Μια εικόνα θα μας βοηθούσε.

Όχι. Δεν είναι τρόπος να κάνεις κάτι, είναι μια τρύπα.

Το γιουφ των πρεζάκηδων είναι και τρόπος να σνιφάρεις - ή μάλλον όχι τρόπος, είναι το σνιφάρισμα. Μια λέξη που δηλώνει πράξη. Το γιουφ του ναργιλέ δεν έχει τέτοια αφηρημένη έννοια, είναι μια λέξη που δηλώνει αντικείμενο (αν είναι αντικείμενα οι τρύπες).

Και πάλι όχι. Τόσο ο γυάλινος του εμπορίου όσο και ο ιδιοκατασκευασμένος έχουν και τρύπες και μαρκούτσι. Μία τρύπα είναι προφανώς απαραίτητη για να μπει το μαρκούτσι, και η άλλη είναι η ντουμανότρυπα που περιέγραψα παραπάνω.

Το μαρκούτσι έχει διαφορές στην εμφάνιση και στο όνομα ανάμεσα στα δύο είδη ναργιλέ, αλλά όχι στη λειτουργία.

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η συζήτηση που γίνεται και οι διευκρινίσεις, αλλά στο παρακάτω:

“…«γιουφ» είναι η κίνηση εισπνοής της σκόνης (ηρωίνης, κοκαΐνης κ.λπ.) και, κατʼ επέκταση, το καλαμάκι ή οτιδήποτε σχετικό ( χαρτί, χρτονόμισμα κ.λπ.) βοηθά στην εισπνοή αυτή…”

τι άλλο θα μπορούσε να προστεθεί, μια που για το ρεμπέτικο γλωσσάρι απαιτείται μια σύντομη και γενική μνεία στο αντίστοιχο λήμμα
και όχι πραγματεία ολόκληρη επί του θέματος;
(αν και εμένα δεν θα με χάλαγε καθόλου. :))

Συμφωνώ ότι η πραγματεία περιττεύει. Παρασύρθηκα από τη γοητεία του θέματος και φλυάρησα, αλλά εδώ είναι γλωσσάρι, όχι εγκυκλοπαιδικό λεξικό. Γιουφ είναι η ντουμανότρυπα, ντουμανότρυπα είναι μια τρύπα στο τοίχωμα του ναργιλέ, και αυτά αρκούν. Το πώς ακριβώς λειτουργεί η συσκευή μπορεί φαντάζομαι να το διαβάσει κανείς σε κανένα Άγιο Χασισάκι ή αλλού.

Οπότε μένουμε με τέσσερις σημασίες:

α) Οποιοδήποτε αντικείμενο (ευτελές ή πολυτελές, αυτοσχέδιο ή κατασκευασμένο κλπ.) χρησιμοποιείται ως σωληνάκι για το σνιφάρισμα (ρούφηγμα/εισπνοή) ηρωίνης ή κοκαΐνης από τη μύτη. (Πηγή τάδε)

β) Το ίδιο το σνιφάρισμα. (Πηγή δείνα)

γ) Η ντουμανότρυπα του ναργιλέ. (Πηγή παραδείνα)

δ) Η τρύπα στον ναργιλέ όπου προσαρμόζεται το τραβηχτό (ο σωλήνας απ’ όπου ρουφάμε). Πηγή παρατάδε.

Και μία πέμπτη, η τρύπα στο σκάφος του μπαγλαμά. (Για την οποία έχω να πω ότι την έχω δει κυρίως σε πολύ μικρά μπαγλαμαδάκια, απ’ αυτά που κρύβονται στη χούφτα, όπου ίσως δεν είναι εφικτό να έχει η κανονική τρύπα του καπακιού το μέγεθος που θα έπρεπε.) Αυτή η σημασία προφανώς προκύπτει συνεκδοχικά από το γιουφ-ντουμανότρυπα.

Για την ετυμολογία, έχουμε τον πιθανό συσχετισμό με το γιουφ της οθωμανικής αργκό που σημαίνει χασίσι (πηγή = …)

Και υπάρχει και το επιφώνημα γιαφ-γιουφ, με ό,τι σημαίνει…


Παράλληλα, η …πραγματεία μου 'φερε στον νου και κάτι άλλο:

Όταν καπνίζουμε ρουφάμε, δε φυσάμε. Αυτό ισχύει εξίσου στον ναργιλέ όσο και στο τσιγάρο, την πίπα και κάθε άλλο τρόπο καπνίσματος. Η περίπτωση όπου φυσάμε από το μαρκούτσι του ναργιλέ για να τον καθαρίσουμε είναι κάτι παράπλευρο, άσχετο από την καθαυτού διαδικασία.

Τι σημαίνει λοιπόν ο στίχος φύσα ρούφα τράβα τόνε;

Νομίζω ότι το «φύσα» πρέπει να αναφέρεται στο φύσηγμα του λουλά, μέχρι το κάρβουνο που είναι πάνω στο μίγμα καπνού και χασισιού να δημιουργήσει μια καλή κάφτρα. Το τουμπεκί του ναργιλέ δεν είναι επ’ ουδενί τόσο εύφλεκτο όσο ο καπνός του τσιγάρου ή ακόμ και της πίπας. Είναι πολύ πιο χοντροκομμένο (ακόμη και το τουμπεκί ψιλοκομμένο, αφού η κλίμακα ψιλού και χοντρού είναι διαφορετική απ’ ό,τι στα άλλα καπνικά είδη) και με ψηλότερη υγρασία, αλλιώς θα δημιουργούνταν μια πελωρίων διαστάσεων κάφτρα που θα ‘κανε απαγορευτικά βαρύ κάπνισμα. Έτσι το τουμπεκί αργεί ν’ ανάψει, όπως αντίστοιχα αργεί και να σωθεί. Γι’ αυτό το φυσάνε ή του κάνουν αέρα με μια βεντάλια (εφημερίδα - κομμάτι χαρτόνι κλπ., όπως στην ψησταριά).

Συναφής είναι και η λέξη σέρι, που δε βλέπω να την έχουμε στο Γλωσσάρι.

Από μνήμης θα έλεγα, με μια βεβαιότητα γύρω στο 90%, ότι το σέρι είναι το άλλο σωληνάκι του ναργιλέ, εσωτερικό και κατακόρυφο, που ξεκινάει από τον λουλά και καταλήγει μέσα στο νερό.

Όμως, δε θυμάμαι από πού ξέρω αυτή την πληροφορία. Το μόνο βέβαιο είναι ότι τη διάβασα σε κάποιο βιβλίο που δεν το 'χω μαζί μου στο Ηράκλειο. Λογικά κάποιο του Πετρόπουλου.

Υπάρχει και ο στίχος «τώρα τα παίρνω και τα δυο / το σέρι και το τραβηχτό», αλλά ούτε αυτόν θυμάμαι αν τον έχω ακούσει ηχογραφημένο ή τον έχω διαβάσει στον Πετρόπουλο. Δεν γκουγκλάρεται.

Όποιος μπορεί ας βοηθήσει.

Η φράση φύσα στον αργιλέ δεν βγαίνει βγαίνει από το φύσημα για το άναμα του καπνού.Αυτό ανάβει με το ρούφα.Το φύσα τον σβήνει γιατί έχει ανάποδη φορά του αέρα.Η ντουμανότρυπα (η οποία έχει αντικατασταθεί με βαλβίδα σήμερα στους αργιλέδες, όπου τον έλεγχο τον κάνει μια μπίλια μεταλλική με το βάρος της),χρησιμεύει στον έλεγχο της βαρύτητας του καπνού.Κάποια στιγμή,(όταν ο αργιλές έχει φουντώσει),ο καπνός γίνεται βαρύς και πυκνός.Τότε ο θεριακλής,με ένα ελαφρύ,ή και πιο έντονο φύσημα απελευθερώνει καπνό από την βαλβίδα οπότε ελαφρύνεται ο καπνός κατά τα γούστα του καπνιστή.

Φύσα ρούφα τράβατόνε- πάτατονε κι αναφτόνε…

Απλά μάλλον ήθελε να κάνει ρίμα με τις ενέργειες που είναι συναφείς με τον αργιλέ, γιά κάποιο λόγο δεν τηρεί τη λογική σειρά που μάλλον πάει…
πάτα τον–>άναφ’τον—>ρούφα---->τράβα (κατέβασε)---->(ξε)φύσα

Καλησπέρα, δεν ξέρω εάν υπάρχει ήδη συζήτηση, δεν κατάφερα να εντοπίσω κάτι.

Ερώτηση λοιπόν:
“Ήρθαν τα μαντάτα σου,
πάτησες τη γάτα σου…”

στους “Παπατζήδες” με τον Τάκη Μπίνη…

είναι ειδική έκφραση; ή απλά είναι το καθημερινό “την πάτησες” [και το “την γάτα σου” έχει καταργηθεί για συντομία];
καμία ειδική ετυμολογική ιστορία (ή ισχύει το αυτονόητο “πάτησες την ουρά της γάτας και καρφώθηκες επειδή έσκουξε”);

Ευχαριστώ και συγγνώμη αν σας κουράζω

Την εποχή που βγήκε αυτό το τραγούδι ήμουν πιά δεκάχρονο παιδάκι και θυμάμαι αρκετά καλά την εποχή. Μία θεία μου μάλιστα, μίλαγε με νόημα για την Αθηνάς και τους παπατζήδες, γνωρίζοντας και ότι βοηθούνταν από τσιλιαδόρους και αβανταδόρους, αν και δεν νομίζω να είχε ακούσει το τραγούδι. Αν η έκφραση «την πάτησα / -ες κλπ. αρχικά υπονοούσε γάτα (ή ειδικά την ουρά της) θα είχα ως δεκάχρονος ακούσει την έκφραση, πριν «εκλείψει» η γάτα, δεν ήταν από τις λαϊκές εκφράσεις που οι «μεγάλοι» του περιβάλλοντός μου φρόντιζαν να μην φτάνουν στα αφτιά των παιδιών. Άρα, μάλλον επινόηση του στιχουργού είναι για να ταιριάξει ο στίχος. Ούτε η πρώτη, ούτε η δεύτερη φορά….

Νομίζω ότι στο κλασικό «την πάτησα» υπονοείται η πεπονόφλουδα.

Το σκεπτικό «πάτησα την ουρά της γάτας, αυτή φώναξε, και καρφώθηκα» δεν το βρίσκω και τόσο αυτονόητο, αντιθέτως, μάλλον προχωρημένη σκέψη είναι. Για να το πετάνε έτσι μέσα σ’ ένα τραγούδι περιμένοντας ότι ο άλλος θα καταλάβει, μπορεί και να υπήρχε ως έκφραση. Πάντως δεν την έχω ξανακούσει.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 01:13 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 00:41 —

Τώρα που το ξανασκέφτομαι:

Μέσα στο τραγούδι δε γίνεται λόγος για “κάρφωμα”. Ο άλλος απλώς έπεσε θύμα των παπατζήδων, δηλαδή την πάτησε, έπεσε στην παγίδα. Μήπως το νόημα της έκφρασης είναι όπως με την πεπονόφλουδα;

Η γάτα σου, η σπιτικιά, είναι συνηθισμένη να αράζει ανενόχλητη όπου να 'ναι. Αν καμιά φορά την πλησιάσεις χωρίς να τη δεις, εκείνη δε θα φύγει γιατί είναι ήμερη, και όταν τελικά την πατήσεις τινάζεται, σε ξαφνιάζει και χάνεις την ισορροπία σου.

Αν και ρεαλιστικό, και πάλι απέχει από το να είναι αυτονόητο.

Συμφωνώ κι εγώ ότι το «πάτημα» πιθανότατα προϋπέθετε πεπονόφλουδα κάποιαν εποχή, μπανάνες ακόμα δεν εισάγονταν (για Κρήτη ούτε λόγος…), αλλά φοβάμαι ότι δεν υπάρχει σχετική έρευνα και τεκμηρίωση. Θα ʽπρεπε κάποια στιγμή, μιλάω γενικά για όλους μας εδώ μέσα, να δεχτούμε ότι κάποια πράγματα απλά συμβαίνουν, they just so happen που λένε και στο χωριό μου, και εκείνοι που τα έκαναν να συμβούν δεν είχαν καμμίαν απολύτως υποχρέωση να τεκμηριώσουν το γιατί έπραξαν έτσι και όχι αλλιώς. Με την έννοια αυτή λοιπόν, ο στιχουργός των «Παπατζήδων» έβαλε κάτω τα «μαντάτα» να ξεκινήσει τραγούδι, του ήρθε αμέσως η γάτα να ριμάρει, δεν θέλει και πολύ, και σκάρωσε αυτό που σκάρωσε, χωρίς να σκεφτεί τίποτα και χωρίς να νοιώσει ότι χρωστάει κάποιαν εξήγηση σε κάποιον. Εντάξει, αναρωτηθήκαμε 60κάτι χρόνια μετά, μπας και υπήρξε κάποιο προηγούμενο παρόμοιας έκφρασης, δεν το βρήκαμε, τελειώσαμε και ούτε κάν χρειάστηκε να ψεκάσουμε (για ψήφο, ούτε λόγος!..)*. Πάμε γι άλλα!

*πολύ θα ήθελα ένας ερευνητής στο μέλλον, με ενδιαφέρον για τη θεατρολογία στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, να βρεί και να παραθέσει το μήνυμά μου αυτό ως απόδειξη ότι η επιθεώρηση «Ψεκάστε, ψηφίστε, τελειώσατε» του 1984, παράφραση της πολυπαιγμένης στην τηλεόραση διαφήμησης «Ψεκάστε (τα τζάμια με Άζαχ), σκουπίστε (τα τζάμια με χαρτί κουζίνας), τελειώσατε (το καθάρισμα)!, επιβίωσε μέχρι το 2017…. (διευκρινίζω ότι δεν είχα παρακολουθήσει την επιθεώρηση, απλά είχα βομβαρδιστεί με τις διαφημήσεις της επιθεώρησης και, προτύτερα, και του Άζαχ, δεν είχα κόψει ακόμα την Τηλεόραση).

Ν’ αλλάξω θέμα:

Στο φόρουμ Translatum έχει αναρτηθεί, από την Elena Patelos, ένα πλούσιο γλωσσάρι της μάγκικης γλώσσας που έγραφε ο Τσιφόρος. Δεν ξέρω αν έχει ξανααναφερθεί εδώ. Ανέβηκε εδώ και πολλά χρόνια (2006), αλλά εγώ τώρα το πέτυχα. Μπορεί να μας φανεί χρήσιμο.

Για παράδειγμα, βλέπω με έκπληξη ότι κατά τον Τσιφόρο υπήρχε το «χόρτο = χασίς» ως παλιό μάγκικο, αντίθετα απ’ ό,τι είχα υποστηρίξει (και άλλοι εκτός από μένα) πριν μερικές σελίδες, στο παρόν νήμα, στη συζήτηση με τον Μπάμπη1974 για τους κορτάκηδες-χορτάκηδες στο «Πέντε μάγκες».

Στο τραγούδι “Τα μπρούτζινα καρφιά” των Γούναρη - Καμβύση, το τελευταίο κουπλέ συνήθως καταγράφεται ως:

Όλα τα φταίει μια μικρούλα που μου 'χει πάρει τα μυαλά,
συγχώρα με, κυρ πολισμάνε, και θα προσέχω άλλη φορά.

Αν όμως ακούσουμε λίγο πιο προσεχτικά θα δούμε ότι στην πραγματικότητα αντί της λέξης φορά, τόσο ο Χατζηχρήστος όσο και ο Παπαϊωάννου τραγουδούν μια σπάνια παραφθορά αυτής της λέξης: βολά. Κατά τον Μπαμπινιώτη η λέξη αυτή, η οποία έχει την ίδια σημασία με τη λέξη φορά, έχει προκύψει υπό την επίδραση του ουσιαστικού βολή.

Θα μπορούσε συνεπώς να προστεθεί και η λέξη βολά στο γλωσσάρι. Όπως φυσικά και η λεξική φράση μπρούτζινα καρφιά η οποία, απ’ όσο καταλαβαίνω, περιγράφει παλαιού τύπου διαβάσεις πεζών που οριοθετούνταν από μπρούτζινα καρφιά. Νομίζω δηλαδή. Άραγε τις πρόλαβε κανείς ώστε να μας πει περισσότερα;

H χρήση της λέξης βολά αντί για φορά παλιότερα δεν ήταν σπάνια.

Τα πρόλαβα τα καρφιά και τα θυμάμαι χαρακτηριστικότατα. Έχω μάλιστα κρατήσει και ένα, που το «διέσωσα» από τα μπάζα που περίμεναν να φορτωθούν σε φορτηγό. Ως σκέτα «καρφιά» τα ήξερα, χωρίς τον επιπλέον προσδιορισμό «μπρούτζινα» που όμως πράγματι μπρούτζινα ήταν. Θυμάμαι μάλιστα και χαρακτηριστικές αφίσες όπου αστυφύλακας (νομίζω σκιτσαρισμένος από τον Φ. Δημητριάδη) δείχνει «αυστηρά» με το χέρι του την οριοθετημένη με τα καρφιά διάβαση πεζών λέγοντας (χωρίς «συννεφάκι», αυτό ήρθε αργότερα με τα μίκυ μάους) «Από τα καρφιά!!!».

Η συχνότερη χρήση ήταν να οριοθετείται το σημείο όπου ο πεζός θα έπρεπε να διασχίσει την άσφαλτο για να φτάσει στη νησίδα ασφαλείας («καταφύγιο» λεγόταν) που υπήρχε στις μεγάλες, όχι σε όλες τις στάσεις του τράμ: έναν υπερυψωμένο χώρο όπου ο πεζός νοιώθει ασφαλής, περιμένοντας το τραμ. Καρφιά διέθεταν όμως και διαβάσεις ολόκληρου του δρόμου, με χαρακτηριστικότερη εκείνη που την θυμάμαι ακόμα, στα «Χαυτεία»: τέσσερεις λωρίδες πεζών στη διασταύρωση των οδών Πανεπιστημίου και Αιόλου / Πατησίων, με το «φανάρι» της τροχαίας να κρέμεται ψηλά ακριβώς στη μέση της διασταύρωσης. Ίσως το σημείο της Αθήνας με τη μεγαλύτερη κυκλοφοριακή συμφόρηση. Το φανάρι, τετράπλευρο με τρεις λάμπες (κόκκινη, κίτρινη, πράσινη) σε κάθε του όψη και με έναν αστυφύλακα στη γωνία Πατησίων και Παν/μίου, να περιστρέφει έναν διακόπτη διαστάσεων στρογγυλού πόμολου πόρτας ξενοδοχείου, φυτευμένου στον τοίχο. Φυσικά όμως, οι πεζοί δεν συμμορφώνονταν και κάποια στιγμή, για λίγους μόνο μήνες, τοποθετήθηκε στα Χαυτεία και δεύτερος αστυφύλακας οπλισμένος –όχι με πόμολο αλλά, με… μικρόφωνο, από το οποίο φώναζε «Η κυρία με το ριγέ άσπρο /βυσσινί φόρεμα, να επιστρέψει στο πεζοδρόμιο αμέσως!».

Τα καρφιά ξηλώθηκαν, μαζί με τις γραμμές του τραμ, όταν απέκτησε αυτόματη (χωρίς πόμολα!) σηματοδότηση και «Πράσινο κύμα» το κέντρο της Αθήνας με τους βασικούς άξονες (Σταδίου / Παν/μίου / Ακαδημίας) και όλους τους κάθετους και παράλληλους σε αυτές δρόμους να μονοδρομούνται και να αποκτούν πλέον σηματοδότες σε όλες τις γωνίες τους. Τότε καθιερώθηκε και η σηματοδότηση της διάβασης πεζών με φανάρια και οριοθετήθηκε αυτή όχι με καρφιά βέβαια, θα ήταν πανάκριβο, αλλά με δύο κάθετες προς το οδόστρωμα άσπρες λωρίδες στην άσφαλτο (οι φαρδιές, κατά μήκος της κίνησης λωρίδες ήρθαν πολύ αργότερα). Η σηματοδότηση γινόταν με τα ανθρωπάκια που «επιβιώνουν» μέχρι σήμερα και σύντομα ονομάστηκαν «Σταμάτης» (το κόκκινο) και «Γρηγόρης» (το πράσινο, που πριν κοκκινίσει άρχιζε να αναβοσβήνει».

Το «καρφί» είχε τη μορφή τεράστιας πινέζας, με το πομπέ κεφάλι της διαμέτρου περίπου 12 εκατοστών να καταλήγει σε ένα «καρφί» που πράγματι πρέπει να καρφωνόταν στην άσφαλτο. Δεν είδα ποτέ τη σχετική διαδικασία. Να σημειώσω επίσης ότι το «καρφί» που έχω στο σπίτι μου το «διέσωσα» όχι από διάβαση πεζών αλλά από ανακατασκευή δρόμου που, σε κάποια φάση, έχασε τη γραμμή τρόλεϊ που μέχρι τότε είχε. Η ΗΛΠΑΠ χρησιμοποίησε τα άχρηστα και μάλλον παραπεταμένα καρφιά ως «οδηγούς», καρφώνοντας ένα και μοναδικό καρφί στο οδόστρωμα, εκεί πού ακριβώς πρέπει να πατήσει «ντεμπραγιάζ» ο οδηγός, ώστε να ενεργοποιηθεί στην εναέρια γραμμή τροφοδοσίας η αλλαγή κατεύθυνσης των κεραιών, όταν πρέπει το τρόλεϊ να αλλάξει πορεία προς τα δεξιά ή τα αριστερά.

Ευχαριστώ κ. Νίκο για την ενημέρωση. Πόση ιστορία κρύβεται τελικά ακόμη και στα πιο απίθανα πράματα…

Τραγουδι “Η μποέμισσα” με την Εσκενάζυ.
\Λέει σε ένα σημείο:

και μεθω και “οριλιάζω”?

Καμια εξηγηση?