Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Τα “Μορτάκια” είναι ήδη γνωστά και από το δίστιχο:

“…πήρε φωτιά το Κορδελιό
καίγονται τα Μορτάκια…”

Συνοικία της Σμύρνης, δημιουργήθηκε αρχικά σε έκταση που παραχωρήθηκε από ιδιώτη, το 1838, ως λοιμοκαθαρτήριο, για στέγαση και θεραπεία ασθενών από πανώλη. Τους μετέφεραν εκεί οι Μόρτηδες (γνωστοί και στην Ελλάδα) όσοι δηλαδή είχαν επιβιώσει από τη επιδημία αυτή.
Μετά την επιδημία, εγκαταστάθηκαν εκεί άπορες χριστιανικές και εβραϊκές οικογένειες. μετά το 1845 και πυρόπληκτοι από τις γύρω περιοχές, με αποτέλεσμα, στα τέλη του 19ου αιώνα να έχει 2.500 κατοίκους.
Η ονομασία της συνοικίας παρέμεινε, παρά την αλλαγή του πληθυσμού και των συνθηκών ζωής.

Ο Φασουλάς είναι επίσης συνοικία της Σμύρνης, βόρεια του Φραγκομαχαλά, αμιγώς ελληνική, φημισμένη και για τους νταήδες / παλικαράδες/ καβγατζήδες της και για τα πολυάριθμα μαγαζιά μεγάλης ποικιλίας τροφίμων που διέθετε.

Τσαρμάδου, επίσης συνοικία της Σμύρνης, γνωστή για τους τεχνίτες της, κυρίως μηχανουργούς και ως αγορά εργαλείων.

εγλετζές σημαίνει γλέντι, διασκέδαση όπως και αυτόν που διασκεδάζει.

Όσο για τον τελευταίο στίχο, νομίζω ότι δεν βγαίνει καμιά άκρη, νοηματικά, πολύ περισσότερο αν λέει “πληγή”.

Εύγε Ελένη, νομίζω ότι το τοπωνυμικό σκέλος το καλύψαμε τέρμα.

Το ότι εγλεντζές σημαίνει και γλέντι και όχι μόνο τον γλεντζέ μού φαίνεται κάπως περίεργο, αλλά δεν έχω στη διάθεσή μου στοιχεία για να το ψάξω περισσότερο, οπότε το δέχομαι. Βρήκα μόνο μέχρι το σημείο ότι και το γλέντι και ο γλεντζές στα τούρκικα λέγονται με έψιλον στην αρχή (eγlenti, eγlence, όπου με γ εννοώ το g με καπελάκι), όχι όμως τι σημαίνει η κάθε λέξη στα τούρκικα. Αλλά έτσι κι αλλιώς, εδώ σαφώς εννοεί γλεντζές, οπότε είμαστε οκ.

Όμως:

Μου φαίνεται περίεργο που σε κανέναν δε λέει τίποτε. Εμένα το «καρβούνι και πληγή» μού φαίνεται απόλυτα ξεκάθαρο, όσο κι αν έλεγε «φλόγα/φωτιά/γιαγκίνι και πληγή».

Αυτή τη στιγμή ο μόνος άλλος στίχος που μου 'ρχεται στον νου με τη λέξη καρβούνι τη χρησιμοποιεί με κάπως διαφορετική σημασία, πάντα όμως μεταφορική και θεωρώντας το κάρβουνο ως αναμμένο:

Αγάπα κόρη τον βοσκό και μη 'γαπάς τον ναύτη,
γιατί η αγάπη του βοσκού σαν το καρβούνι 'νάφτει
(=ανάβει, καίει)

(Καλύμνικη μαντινάδα από τη θεματική της κόντρας βοσκών - ναυτικών)

Παρά ταύτα, έχω πολύ έντονα την αίσθηση ότι η λέξη καρβούνι, και μάλιστα με τη σημασία που μας ενδιαφέρει εδώ, η φλόγα που σου καίει την ψυχή, είναι κοινή σε τραγούδια και μάλιστα όχι σε συγκεκριμένο τοπικό ιδίωμα αλλά στη γενικότερη «λαϊκή» γλώσσα. Μόλις θυμηθώ κοντινότερο παράδειγμα θα επανέλθω. Άλλωστε, θαρρώ πως και σε πεζό λόγο το έχω ακούσει, σε φράσεις του στιλ «πρέπει να 'χεις το καρβούνι μέσα σου για να πετύχεις το τάδε», δηλαδή το μεράκι, τη σπίθα.

Υ.Γ. Πού 'σουν βρε Ελένη; Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω μετά από καιρό!

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 02:48 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 02:20 —

Εντάξει, ομολογώ ότι κι εμένα μου χτυπάει περίεργα. Ίσως όμως είναι απλώς παλιά ελληνικά.

Η λέξη θα μπορούσε κάλλιστα να σημαίνει «καλοφαγάς, μερακλής στο φαί», αλλά βέβαια εφόσον επιβεβαιωθεί η ύπαρξή της. Πολλά -λήκια προέρχονται από τους αντίστοιχους -λήδες (σεβνταλής, σεβνταλήκι / μερακλής, μερακλήκι - γι’ αυτό και θεωρώ σωστό να γραφούν με ήτα, αν και ο Μπαμπινιώτης τα γράφει με γιώτα) αλλά όχι όλα (αρχηγιλήκι, προεδριλήκι).

Κι έχουμε κι αυτό το φ μες στη μέση…

Νομίζω ότι το συγκεκριμένο σημείο παραμένει ανοιχτό.

Λοιπόν μάγκες τον βρήκα τον πρώτο στίχο:

Είμαι ντερτλής, είμαι ζεφκλής.

Ζέφκι είναι το γλέντι. Ίσως την έχετε συναντήσει τη λέξη σε ικαριώτικα συμφραζόμενα. (Αλλά βέβαια δεν είναι αποκλειστικά ικαριώτικη, είναι ελληνική τούρκικης προέλευσης λέξη.)

Συνήως θα λέγαμε ντερτιλής και ζεφκιλής, αλλά λέγονται και χωρίς το ευφωνικό γιώτα (που μάλλον στα ελληνικά προστέθηκε).

Ούτε σαρδάμ ούτε τίποτα.

Αυτό είναι Περικλή, μπράβο σου και κακώς που δεν το σκεφτήκαμε ως τώρα. Zevk = απόλαυση, κέφι, αναγάλιασμα και άλλα πολλά, καλαισθησία, γούστο, μεράκι. Zevkli = καλαίσθητος, μερακλίδικος, απολαυστικός. Η ανάπτυξη ευφωνικού γιώτα θα του χάλαγε το μέτρο. Τελειώσαμε και μ’ αυτό.

Και στα Τουρκικά αναπτύσσεται ευφωνικό γιώτα ανάμεσα σε δύο σύμφωνα, αλλά μόνο προφέρεται, δεν σημειώνεται στη γραφή. αντίθετα με το ευφωνικό β (λαβούτο) που γράφεται (davul) αλλά δεν προφέρεται (νταούλ).

Ελένη, και πάλι μας διαφώτισες λεπτομερειακά, όπως πάντα!!!

Η πρώτη προσπάθεια αποκρυπτογράφησης, που υπήρχε πριν αρχίσει η συζήτησή μας, ήταν ακουστικά η πλησιέστερη προς το σωστό, πιο πολύ από όλες τις δικές μας: στο ΥΤ οι Θεοφάνης+Αλεξάνδρα έγραψαν «είμαι ντερτλίτσι μεζε(φ)κλής». Στην ουσία, μόνο ένα ταυ περισσεύει: «είμαι ντερτλίσι μεζεφκλής» ακούγεται ακριβώς όπως «είμαι ντερτλής, είμαι ζεφκλής».

Μετά από το ακουστικό όμως, έρχεται κι ένα ζήτημα φαντασίας: πώς θα μοιράσεις σωστά τους φθόγγους σε λέξεις. Εκεί πολλές φορές μπερδευόμαστε (ενίοτε γιατί έχουμε περισσότερη φαντασία απ’ όσο χρειάζεται). Κλασικό παράδειγμα το βιολί σαν του Ροβιόλη - αλλά υπάρχουν άπειρα…


Κατά τα άλλα, το ότι προτίμησε να γράψει ντερτλής και ζεφκλής αντί ντερτιλής και ζεφκιλής νομίζω ότι δεν ήταν τόσο θέμα μέτρου:

Αν ήταν μόνο για το μέτρο, θα μπορούσε κάλλιστα να έβαζε άλλες λέξεις, π.χ. είμαι ντερβίσης μερακλής. Σιγά τη διαφορά, είτε λίγο έτσι είτε λίγο αλλιώς πρόκειται για κλισέ εκφράσεις στο ρεμπέτικο. Νομίζω ότι, όπως ήδη ειπώθηκε λίγο παραπάνω, ο στιχουργός ήθελε να «πιάσει» το προσφυγικό κοινό. Και εξηγούμαι:

Τις τούρκικες λέξεις ορισμένοι πληθυσμοί, που είχαν στενότερη και πιο φρέσκια επαφή με τους Τούρκους, τις μάθαιναν κατευθείαν από τη γνώση, που είχαν οι ίδιοι, της τουρκικής γλώσσας. Οι υπόλοιποι Έλληνες τις μάθαιναν από δεύτερο χέρι. Έτσι, όσοι ήξεραν τούρκικα τις κρατούσαν σε μορφή (και σημασία) πλησιέστερη προς την αυθεντική, ενώ οι υπόλοιποι ήταν πιθανότερο να τις παραλλάξουν. (Αν ξέρεις αγγλικά, αποκλείεται να πεις το aircondition αρκουδίσιο. Αν δεν ξέρεις, δεν αποκλείεται.)

Αν λοιπόν στα τούρκικα λένε dertli, zefkli, eglence και στα ελληνικά συνήθως μεν λέμε ντερτιλής, ζεφκιλής και γλεντζές αλλά κάποιοι λένε και ντερτλής, ζεφκλής, εγλεντζές, αυτοί θα είναι μάλλον οι Μικρασιάτες. Π.χ. οι Φασουλιώτες και οι Τσαρμαδιώτες. (Άλλωστε το ζεφκιλής, σε οποιαδήποτε μορφή, είναι ούτως ή άλλως σπάνια λέξη για τους υπόλοιπους Έλληνες πλην όσων ήξεραν και τούρκικα.)

Γράφει λοιπόν ένα τραγούδι γι’ αυτούς, και το λέει στη δική τους ντοπιολαλιά!


Κάποτε πρέπει να σχολιάσουμε και το «σπάω»:

Σήμερα λέμε κυρίως «σπάω πλάκα». Το «σπάω κέφι» είναι σπάνιο ή εντελώς εξαφανισμένο, και πάντως παλιομοδίτικο, στα ρεμπέτικα όμως ήταν συνηθισμένο. Εδώ βλέπουμε επιπλέον και το «σπάω σεβντά».

Ισχύει.

Στο βιβλίο με τα κρητικά βρήκα μια μαντινάδα (δίσκος 4, 9η Έκθεση Οργανοποιίας - Κανονίσματα, Πεντοζάλης, με τον Κουφιανό) που λέει:

Η μάνα μου κι ο αφέντης μου γυρίζουνε εις τσ’ αίγες
κι εγώ με το λυράκι μου γυρίζω τσ’ εγλεντζέδες.

Είναι προφανές ότι εννοεί «γυρίζω τα γλέντια», όχι «τους γλεντιστάδες».

Για το λήμμα “τζες”

Η M. Connerty που μελέτησε τη γεβανική (διάλεκτο των Ρωμανιωτών Εβραίων της Ελλάδας αλλά και Εβραίων που κατοικούν στις ΗΠΑ) αναφέρει ότι το “τζες” προέρχεται από τη δεικτική αντωνυμία “ze” της εβραϊκής και αποτελεί δεικτική έκφραση με αρνητική σημασία.
Σύμφωνα μ’ αυτήν, ο “dzes” είναι έκφραση που χρησιμοποιείται σε συνομιλιακά περιβάλλοντα όπου ο ομιλητής θέλει να κρύψει τα λεγόμενά του από κάποιον ακροατή του και αναφέρεται υποτιμητικά σ’ αυτόν.

Την ίδια εβραϊκή προέλευση, από το “ze” , της λέξης “τζες” αναφέρει και ο Ε. Μπόγκας στο έργο του “Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου, 1964”.

Η λέξη “τζες” και σήμερα απαντά στο γιαννιώτικο ιδίωμα και είναι κατάλοιπο της - άλλοτε ανθηρής και τώρα μικρής - κοινότητας των Ρωμανιωτών Εβραίων της περιοχής της Ηπείρου.

Σύμφωνα με τον Μπόγκα, αναφέρονται οι εξής έννοιες της λέξης “τζες”:

  1. τύπος.
  2. κακός άνθρωπος (υποτιμητικά)
  3. αυτός για τον οποίο δεν κάνει να μιλήσεις.

Μάλιστα, πολύ ενδιαφέρον. Ο Κουνάδης στο “Εφουμάραμ’ ένα βράδυ” δίνει την ερμηνεία “προστάτης, νταβατζής”. Περίεργο, αφού εδώ σαφέστατα υπονοούνται οι “δύο πολισμάνοι”.

Πώς να ΄ναι, αλήθεια, η δεικτική αντωνυμία στα σημερινά, “επίσημα” εβραϊκά; Ξέρει κανείς;

Κατά σύμπτωση, έπεσα μόλις τις ίδιες μέρες κι εγώ στην ίδια πληροφορία για τη Γεβανική διάλεκτο και τη λ. τζες, διάβάζοντας άλλη πηγή: Βλάχου Ε., Κοτζόγλου Γ., Παπαδοπούλου Χ., Γεβανική: μια πρόσφατη καταγραφή (ο «τζες» στη σελ. 8).

Να διευκρινίσουμε, γιατί ούτε εγώ το ήξερα μέχρι προχτές, ότι η γεβανική είναι διάλεκτος της ελληνικής γλώσσας. Οι Ρωμανιώτες των ΗΠΑ είναι Έλληνες μετανάστες, Εβραίοι το θρήσκευμα. Η διάλεκτός τους είναι μια μορφή της ελληνικής γλώσσας, που περιλαμβάνει και εβραϊκά δάνεια. Στην Ελλάδα ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα τους ήταν τα Γιάννενα, οπότε η διάλεκτός τους έχει αλληλεπιδράσεις με τα «κοινά» γιαννιώτικα (των χριστιανών).

Ο συσχετισμός φαίνεται αρκετά λογικός:

εβρ. ze = αυτός (αντωνυμία)
> ελλ. (γεβανική διάλεκτος και, από κει, και γιαννιώτικη διάλεκτος): τζες = ο τύπος (κάποιος που δεν κατονομάζουμε) + μειωτική διάθεση, όπως εμείς θα λέγαμε «ο ξέρεις ποιος», «ο λεγάμενος»
> ελλ. (μάγκικη κοινωνιόλεκτος) ένας τζες = ένας τύπος, ένα υποκείμενο, ένα ατομάκι , πάλι υποτιμητικά, που περαιτέρω μπορεί να εξειδικεύεται: ο μπάτσος, ο νταβατζής ή οποιοσδήποτε άλλος

Ήρθε ένας τζες με προπέλα, ένας τύπος [που δε μου γουστάρει η φάτσα του] με παπιγιόν

(Η εργασία στο πρώτο λινκ είναι 14σέλιδη ανακοίνωση σε συνέδριο του ΑΠΘ / Ιδρύματος Μ. Τριανταφυλλίδη. Αποτελεί συμπύκνωση της πολύ εκτενέστερης εργασίας των ιδίων Πριν σβήσει η φλόγα: Καταγραφή της γεβανικής διαλέκτου, που μπορεί κανείς να διαβάσει (αλλά όχι να κατεβάσει) εδώ.

[b]Λογοπαίγνιο στην ονομασία μεζεδοπωλείου στα Γιάννενα[/b]

Ο Μαρκος Μελκων στο Σακραμεντο αναφερει επισης τα Φρισκο και Νοτάη (:wink:

Νομιζω πως χρειαζονται επεξηγηση και πρσθηκη στο γλωσσαρι.

Αν θυμάμαι καλά, Σαν Φρανσίσκο και Λογκάι (Long Island Νέας Υόρκης).

και η συντόμευση “frisco”.

Ζούλα όλ’οι αργιλέδες φυλαχτοί από τους τζέδες,
εννοεί Νίκο οτί τους φυλάνε(κρύβουν) οι τζεδες, δηλαδή οι προστάτες, οι άνθρωποι του τεκέ.

Σταύρο, “Φυλαχτείτ(ε) από τους τζέδες” λέει ο Μάρκος.
Το ακριβώς αντίθετο από αυτό που λες.

( Ωραία από τον Γιώργα: https://youtu.be/oGxWE9bt4LU )

Τζες σημαινει ‘‘ο τυπος’’
Και ερχονται δυο πολιτσμανοι …!
Οι τζεδες ειναι οι πολιτσμανοι.

δεν λεει φυλαχτήτε απο τους τζεδες, αλλα φυλαχτοί Αντώνη , ξανακουσε το.

Φυλαχθει…τ"απο του τζεδες λεει.
Κοβει το ‘‘ε’’ .

Ειναι ευκολο απο τους στιχους να το καταλαβει καποιος.

Και ερχονται δυο πολιτσμανοι και μας βρισκουνε ντουμανι.
Ζουλα ολοι οι αργιλεδες, φυλαχθειτε απο τους τζεδες.

Μολις βλεπουνε τους μπατσους κρυβουν τα χασισια και τους αργιλεδες για να μην τα δουν και τους πανε μεσα.
Ενω πιο πριν αναφερει οτι δεν ειχαν τσιλιαδορο.

Ευχαριστω.

Το αν οι τζέδες, προστάτες του τεκέ, φρόντισαν να αποκρυβούν οι ναργιλέδες εγκαίρως, ώστε να μην διαπιστώσουν ντουμάνι οι πολισμάνοι, φοβάμαι ότι δεν θα αποδειχτεί ποτέ. Ανάλογα, περίπου, ισχύουν και για το αν “τζές” είναι ο αστυνομικός ή ο προστάτης. Υπάρχει όμως ανακολουθία στα γεγονότα, αν δεχτούμε αυτή την ερμηνεία: “Κάναμε το λάθος και φουμάραμε χωρίς τσιλιαδόροι, όμως οι προστάτες μας είχαν προνοήσει και έτσι δεν πιαστήκαμε στα πράσα: τη στιγμή όπου μπουκάρισαν οι δυό πολισμάνοι, ντουμάνι δεν υπήρχε, ούτε και ναργιλέδες, ώστε να αποδειχτεί χρήση”. Ναι αλλά αυτό σημαίνει ότι δεν φουμάραν εκείνο το βράδυ! Τι κάνανε λοιπόν; Ένας τεκές είναι για φουμάρισμα, όχι για πολιτικές συζητήσεις ή ό,τι άλλο. Και η προτροπή “Στάσου ρε πόλισμαν, άσε το ναργιλέ μας να καίει!”;; Ποιό ναργιλέ; Αφού είναι όλοι στη ζούλα.

Εδώ πάντως, ο Στέλιος λέει το “τ” καθαρότατα: Φυλαχτείτ’ από τους τζέδες.

Δεν υπαρχει καμια ανακολουθια.

Καπνιζουν χασις χωρις να φυλαει κανεις στην πορτα.
Ξαφνικα μπαινουν οι μπατσοι και τους πιανουν στα πρασσα.
Προσπαθουν να τα κρυψουν πανω στην τρομαρα τους αλλα ειναι ηδη αργα.
Γιαυτο αργοτερα λεει ο Μαρκος ,Στασου πολιτσμαν λεβεντη κι αστον αργιλε να καιει.

Προφανως ο μπατσος πηγε να τον σβησει.

Ευχαριστω.