Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Νόμιζα ότι ήμουν σαφής όταν υποστήριζα το ακριβώς αντίθετο…

Αυτά μας κάνει το πληκτρολόγιο! Ένα κόμμα, ένας τόνος, μιά αβλεψία (και από τον αναγινώσκοντα) κάτι ελάχιστο και το νόημα παραμορφώθηκε.

Εγώ θα το διατύπωνα ως εξής: επερωτώντας το λήμμα, πολύ μετά την ανάρτησή του, διαπιστώσαμε ότι η έρευνα δεν έχει ολοκληρωθεί και το θέμα παραμένει ανοιχτό. Δεν αφήνουμε το λήμμα να ξεκουραστεί “κατεβάζοντάς” το απ’ το Γλωσσάρι και, όταν ευοδωθεί η έρευνα ταυτοποίησης του τοπωνυμίου, να το “ξανανεβάσουμε” με διορθωμένο και τον στίχο (“Πάν’ εκεί στο…” αντί “Πάμ’ εκεί στου…”) και σένιο από κάθε άποψη;

Σταματώντας κι εγώ, συνοψίζω τη θέση μου: το τι ακούει κανείς δεσμεύει τον ίδιο και μόνο (άλλο η νόμιμη φιλοδοξία του να πείσει για ό,τι ακούει με εύλογη επιχειρηματολογία). Το να μετατρέπει όμως την ακουστική του εντύπωση σε ανεπιφύλακτο όσο και ατεκμηρίωτο λήμμα/τοπωνύμιο είναι κατ’ εμέ σοβαρό και άλλης τάξεως ζήτημα.

Χαίρομαι που ξεκαθαρίζει το θέμα του στίχου: ακούγεται ολοκάθαρα “Κουνελάκη”, αν και δεν υπήρχε περίπτωση να λέει “βουνελάκι”.
Ελληνικά μιλάνε τα λαϊκά τραγούδια, ούτε διαλέκτους ούτε ιδιώματα και το “βουνελάκι” είναι αρκετά σπάνιο λήμμα για να συναντάται, για να το ήξερε ο απλός στιχουργός του τραγουδιού.

Έπειτα, το τραγούδι περιγράφει ολοκάθαρα μια ιστορία.
Μια παρέα που πηγαίνει στον τεκέ, παραγγέλνει κάτι συγκεκριμένο, είναι κουβαρντάδες στην πληρωμή, εφόσον ικανοποιηθούν, αλλά… τζίφος.
Εκφράζεται το παράπονο, ακολουθούν εναλλακτικές λύσεις, μπροστά στην απειλή της νομοθετικής επιβολής κλεισίματος των τεκέδων και αυτές είναι στη ζούλα, σε κάποιο απόμερο μέρος - μόνο για τους μυημένους - ή σε σπηλιές.

Δεν θα είναι εύκολο πιστεύω να εντοπιστεί τι ακριβώς ήταν το “Κουνελάκη”.
Το μυαλό μου πηγαίνει ή σε παρατσούκλι ανθρώπου, συνθηματικό και γνωστό (στην παρέα και μόνο) και ξεχασμένο ίσως με τα χρόνια ή , όπως ειπώθηκε, σε περιοχή, απόμερη.

Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να αποσυρθεί το λήμμα.
Μην τρελαθούμε κιόλας και με όλο το σεβασμό στη δουλειά που έχετε κάνει στο γλωσσάρι, αλλά δεν είναι και ο νόμος του κράτους να μάς πιάσει πρεμούρα μην ξεφύγει κάτι αδιευκρίνιστο, έλεος δηλαδή.
Ας παραμείνει, μια και βεβαιωθήκαμε απόλυτα για το τι λέει ο στίχος και ας μείνει ανοικτό το θέμα, μήπως στο μέλλον κάποιος θελήσει πραγματικά να βοηθήσει την έρευνα.

Με την ευκαιρία, μια συμπλήρωση να μπει στο γλωσσάρι.
Αφορά “του Βάβουλα τη γούβα” από το ομώνυμο τραγούδι του Κηρομύτη.

Αυτό, Άλκηστη, δεν το βλέπω να στέκει. Ειδικά ο απλός, λαϊκός, αμόρφωτος στιχουργός είναι πιθανότερο να ξέρει μόνο μία σπάνια, μη διαδεδομένη εκδοχή κάποιας εκφοράς, συχνά ιδιωματική μιάς περιοχής, που ένας λόγιος ποιητής ίσως θα απόφευγε, αν ήθελε η γλώσσα του να είναι στρωτή, χωρίς ιδιαιτερότητες.

Αν θέλεις τη δική μου πιθανολόγηση, μάλλον δεν θα βρεθεί ποτέ η απάντηση. Συμφωνώ όμως μαζί σου ότι δεν είναι ανάγκη να κατέβει το λήμμα, ούτε έστω προσωρινά, που μάλλον δεν θα είναι προσωρινά. Μπορούμε ίσως, απλά, να προσθέσουμε ένα “Ίσως”. Προσωρινά.

Ένας σημερινός Πειραιώτης αυτά θα πει σχετικά με το τι ορίζουμε, γεωγραφικά, ως Ζέα και Πασαλιμάνι. Στην εκδήλωση «Αποτυπώματα του ρεμπέτικου στις γειτονιές του Πειραιά» ο κ. Θανάσης Βλάχος έδωσε μια σειρά από ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Φαίνεται, λοιπόν, ότι τα πράγματα σχετικά με τις ονομασίες αυτές δεν ήταν έτσι τις δεκαετίες του ρεμπέτικου (μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960). Η ονομασία Ζέα, που προσδιορίζει το δεύτερο μικρότερο και νοτιότερο μόρφωμα του ανατολικού λιμανιού του Πειραιά, καθιερώθηκε μετά τη δεκαετία αυτή. Μέχρι τότε όλος ο κόλπος εθεωρείτο Πασαλιμάνι. Για την περιοχή της σημερινής Ζέας υπήρχε (όπως και σήμερα άλλωστε) και η ονομασία Φρεαττύδα. Ουσιαστικά, Φρεαττύδα είναι η περιοχή πάνω από τον όρμο μέχρι την πλατεία Πηγάδας, προς τα δυτικά. Από το λιμάνι ποιας Ζέας, λοιπόν, κάναμε την τσάρκα μας τελικά; (το τραγούδι είναι του 1946). Στην ίδια εκδήλωση μάθαμε ότι, εκείνες τις δεκαετίες, ως λιμάνι Ζέας χαρακτηριζόταν η ακτή μεταξύ Αγίου Διονυσίου και Ηλεκτρικού Σταθμού, στο Κεντρικό Λιμάνι του Πειραιά. Επομένως το ταξίδι αυτό ήταν αρκετά μεγαλύτερο αφού έγινε περίπλους της Πειραϊκής Χερσονήσου. Έτσι, φαίνεται φυσιολογικότερος και ο τελευταίος στίχος «ώσπου ξαναήρθα πάλι στου Περαία το λιμάνι». Ως στιχουργός του τραγουδιού αναφέρεται ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης. Δεν γνωρίζω πόσο εξοικειωμένος ήταν με τα τοπωνύμια του Πειραιά αλλά ο Παπαϊωάννου θα ήταν.

Στη βιογραφία του ο Μάρκος αναφέρει τη Ζέα αφού εκεί δούλευε στις εκφορτώσεις. Έχοντας την εντύπωση ότι και ο Μάρκος θα εννοούσε τη σημερινή Ζέα κάτι δεν φαινόταν λογικό. Μετά από την παρουσίαση του κυρίου Βλάχου αυτό διευκρινίζεται.

Στη Ζέα αναφέρεται και ο Μιχάλης Γενίτσαρης στο τραγούδι του 1956 «Γεια σου Περαία αθάνατε»: «Στη Ζέα, στα Λιπάσματα και στα γνωστά Ταμπούρια». Την περιοχή του Κεντρικού Λιμανιού θα εννοεί και εδώ ο Γενίτσαρης μιας και οι τρεις αυτές περιοχές βρίσκονται προς την ίδια μεριά του Πειραιά.

Έχω την εντύπωση ότι η παλιά ονομασία για το κομμάτι αυτό του κεντρικού λιμανιού του Πειραιά δεν είναι και πολύ γνωστή σήμερα.

Πολύ διαφωτιστική και κατατοπιστική η παρέμβασή σου, Γιάννη.
Ευχαριστούμε! :slight_smile:

«Άλλο Πασαλιμάνι και άλλο Ζέα»???
Εδώ διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις, καθόσον από ό,τι γνωρίζω: Λιμήν Ζέας=Πασαλιμάνι και Φρεαττύς=Φρεαττύς και Μαρίνα Ζέας=Μαρίνα Ζέας. (Ζέα=Φρεαττύς, δεν γνωρίζω)

«Απʼ της Ζέας το λιμάνι»
Ήδη όμως στη βιογραφία του Μάρκου διευκρινίζονται επαρκώς τα πράγματα και δεν καταλείπεται περιθώριο σύγχυσης με το Πασαλιμάνι (λιμήν Ζέας). Στη σελ. 91 γράφει: «Το λοιπόν, εκεί είπαμε βρισκόμαστε στη βρωμόλιμνη, στη Ζέα δηλαδή». Το κλειδί είναι η λέξη «βρωμόλιμνη»: έτσι ονομαζόταν λαϊκά η λίμνη Ζέας (λιμήν Αλών) που βρισκόταν στο βάθος του κυρίως λιμανιού, γιατί ήταν στην ουσία ένα έλος με βορβορώδη πυθμένα. Καθαρίζοντας και εμβαθύνοντας τη λίμνη αυτή, δημιουργήθηκε περί το 1868 ένα ακόμη λιμάνι, προς επέκταση του κεντρικού λιμανιού, το «λιμάνι Ζέας» (λιμήν Αλών). Τέλος, και για να ξαναγυρίσουμε στις χαμαλίκες του Μάρκου, ένα Καταστατικό σωματείου του 1921 που έχω εντοπίσει, είναι ακριβώς Καταστατικό του «Συνδέσμου Εργατών Φορτοεκφορτωτών Λιμένος Αλών ή Ζέας».

Κανένα μπέρδεμα δεν υπάρχει.
Αντίθετα, είναι απόλυτα ξεκάθαρο.
Διαβάζοντας προσεκτικά το μήνυμα του Γιάννη διαπιστώνουμε ότι άλλη περιοχή ονόμαζαν [b]παλιότερα[/b] Ζέα και άλλη Πασαλιμάνι.

(Γι’ αυτό και έχει δίκιο και ο στιχουργός και ο Παπαϊωάννου… τι είδους θαλασσινή τσάρκα θα γινόταν αν ξεκινούσαν από το ίδιο σημείο και δεν προχωρούσαν, αν δηλαδή Ζέα και Πασαλιμάνι ήταν το ίδιο και το αυτό;)

Ακριβώς το ίδιο πράγμα λέτε και οι δυο σας!

Η Ζέα ήταν ο λιμήν των Αλών, το πιο εσωτερικό μέρος του κεντρικού λιμανιού του Πειραιά, ένας κλειστός και λασπώδης βάλτος, περίπου εκεί που σήμερα είναι ο σταθμός του σιδηροδρόμου Αθηνών - Πειραιώς.
Και Πασαλιμάνι ήταν το σημερινό Μικρολίμανο.

Αυτή την τσάρκα μάς περιγράφει αριστοτεχνικά ο Παπαϊωάννου, έναν περίπλου δηλαδή της Πειραϊκής.

Το λαϊκό τραγούδι, όπως διαπιστώνεται, διδάσκει και γεωγραφία και ιστορία! :slight_smile:

Εδώ με όλο το σεβασμό, χωρίς να είμαι σίγουρος (!!!), πρέπει να υπάρχει κάποιο λάθος. Το Πασαλιμάνι ήταν το σημερινό Πασαλιμάνι.
Το Μικρολίμανο είναι αυτό που λεγόταν ως “Τουρκολίμανο” ή σε πιο επίσημη γλώσσα “Λιμένας Κουμουνδούρου” (εξού και το όνομα του περιφερειακού δρόμου του σημερινού Μικρολίμανου, εκεί όπου βρίσκονται καφετέριες και ψαροταβέρνες κυρίως, “Ακτή Κουμουνδούρου”).

Να είσαι σίγουρος Αλέξανδρε!!! Το Μικρολίμανο,είναι το παλιό Τουρκολίμανο,και ο λιμένας Ζέας είναι το παλιό Πασαλιμάνι.Δεν υπάρχει ξεχωριστά Πασαλιμάνι,και ξεχωριστά Λιμένας Ζέας.Αυτό που εσφαλμένα λένε οι νέοι Πειραιώτες ως Λιμένα Ζέας, είναι ουσιαστικά η ΜΑΡΙΝΑ ΖΕΑΣ, δηλαδή η κατασκευασμένη προβλήτα,που συνδέεται με το στόμιο του Πασαλιμανιού,με γέφυρα που έχει πατήσει πάνω σε βυθισμένες αρχαιότητες.Αυτή η προβλήτα δημιουργεί ένα νέο όρμο , και ο κόσμος μπερδεύετα,και ονοματίζει αλλιώς τον παλιό,και αλλιώς τον νέο κατασκευασμένο όρμο.Η όλη ιστορία έχει ξεκινήσει την εποχή 1965-1970,που στο όνομα της Ελληνοποίησης των πάντων,δόθηκαν νέα ονόματα,ώστε να μην υπάρχουν οι παλιές τούρκικες,και αρβανίτηκες ονομασίες.Π.χ. Τουρκολίμανο=Μικρολίμανο,Πασαλιμάνι=Ζέας,Χασιά=Φυλή,Μούλκι=Αιάντει,και πάει λέγοντας.

Το μπερδεματάκι, Ελένη, όλο και ελλοχεύει, εάν αναλογιστεί κανείς ότι ανέκαθεν και αρχαιόθεν «Ζέα/λιμήν Ζέας» ονομαζόταν (και ακόμη τώρα έτσι) αυτό που από ένα χρονικό σημείο και μετά ονομάστηκε λαϊκά και «Πασαλιμάνι». Ενώ η άλλη «Ζέα» ξεκίνησε την καριέρα της ως μυχός/θέση «Λίμνη Ζέας», που για τις ανάγκες του σφόδρα εκβιομηχανιζόμενου Πειραιά μεταβλήθηκε σε λιμάνι (λιμήν Αλών). Την ίδια εποχή λοιπόν συνυπήρχαν οι ονομασίες («λίμνη-βρωμολίμνη-λιμάνι Ζέας» από τη μια, και «Ζέα-λιμήν Ζέας-Πασαλιμάνι», από την άλλη, αλλά όταν ο λαϊκός άνθρωπος (βλ. Μάρκος/Παπαϊωάννου) ήθελε να αναφερθεί στην επέκταση του κεντρικού λιμανιού (λιμένα Αλών), έλεγε «λιμάνι Ζέας», ενώ όταν αναφερόταν στη Ζέα/Πασαλιμάνι, έλεγε «Πασαλιμάνι».

Και, εννοείται ότι Πασαλιμάνι δεν ήταν το σημερινό Μικρολίμανο.

Είτε κατά λάθος, είτε από μπέρδεμα, το σημαντικό είναι τί έχει στο νου του κάθε φορά ο ντόπιος πληθυσμός της εποχής. Εδώ και σαράντα χρόνια όταν λέει πάω στη Ζέα* εννοεί “κατευθύνομαι προς τα κει που είναι ο Παπανικολής, κάτω από τη ή στη Φρεαττύδα” και όταν λέει “πάω Πασαλιμάνι” εννοεί, χοντρικά, “κατευθύνομαι προς την πασαρέλα”. Αυτό δεν ίσχυε πριν το 60, όταν ο κόσμος (και ο Μάρκος, ο Παπαιωάννου κι ο Γενίτσαρης) ήξερε για λιμάνι Ζέας την περιοχή του Κεντρικού λιμανιού. Σήμερα αυτό έχει ξεχαστεί. Έτσι δεν είναι; Άρα η σύγχυση για τα τοπωνύμια του τραγουδιού είναι αναπόφευκτη για τους σύγχρονους.

*πράγματι, το “Μαρίνα Ζέας” είναι το πιο συνηθισμένο.

Και ευτυχώς, θεωρώ, που ξεχάστηκε αυτή η ονομασία («λιμάνι Ζέας») για την περιοχή αυτή του κεντρικού λιμένος, ώστε πλέον να παραμείνει μόνο για να σηματοδοτεί το Πασαλιμάνι, όπως αποξαρχής το σηματοδοτούσε. Το υπόψη τραγούδι του 1946 ίσως να αποτελεί τον τελευταίο απόηχο της «συγκεχυμένης» αυτής κατάστασης, και πράγματι προκαλεί απορία στον σύγχρονο -και ιδίως νεότερο- ακροατή ο στίχος «απʼ της Ζέας το λιμάνι μέχρι το Πασαλιμάνι».
Ήδη μάλιστα από τη δεκαετία του 1920 είχε εντοπιστεί αρμοδίως η συγχυτική κατάσταση που δημιουργούσε η ονομασία αυτή -αλλά και άλλες-, γεγονός που οδήγησε την Επιτροπή Λιμένος Πειραιώς να απευθύνει έγγραφο τον Σεπτέμβριο του 1924 προς τον Υπουργό της Συγκοινωνίας, ζητώντας του να συσταθεί Επιτροπή για τη διόρθωση της ονομασίας διαφόρων τμημάτων και γεωγραφικών σημείων του λιμένος Πειραιώς. Έχει δε ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ως βασικό παράδειγμα της γενικότερης ονοματολογικής σύγχυσης η Επιτροπή φέρνει ακριβώς αυτό που συζητάμε: Ότι δηλ. «το εσώτερον τμήμα του λιμένος, το κοινώς γνωστόν υπό το όνομα Λίμνη, αναγράφεται ως Ζέα και ως λιμήν Αλών και ως Κωφός Λιμήν», ενώ και το Πασαλιμάνι από την άλλη φέρεται με το όνομα Ζέα. Έτσι λοιπόν ο Υπουργός συγκατανεύει και συγκροτείται Επιτροπή, η οποία υποβάλλει τον Μάιο του 1925 το πόρισμά της, το οποίο και εκδίδεται το 1926 με τίτλο Περί αποκαταστάσεως των αρχαίων ονομάτων και νέας ονοματοθεσίας των λιμένων Πειραιώς και της περί τον Πειραιά ακτογραφίας. Εκεί η ονομασία «Λιμήν Ζέας» «κατοχυρώνεται» και επιφυλάσσεται πλέον αποκλειστικά για το Πασαλιμάνι, ενώ για το σημείο του κεντρικού λιμένος ούτε λόγος πια όχι μόνο για Λίμνη/Βρωμολίμνη/Ζέα αλλά ούτε καν για Λιμένα Αλών, έναντι του οποίου «προκρίνεται» η ονομασία «Κωφός Λιμήν»…

Δεν μπόρεσα Γιώργο, να εντοπίσω το “πόρισμα” της επιτροπής του 1925*. Όμως, σε πάρα πολλές περιπτώσεις τα “πορίσματα” και οι χειρισμοί περί τα ονοματοθετικά ολόκληρης της Ελλάδας δεν εφαρμόστηκαν ποτέ σε διαχρονικά ικανοποιητικό επίπεδο. Ξεκινώντας από τον Κωφόν Λιμένα (όπως κι εσύ σημειώνεις), περνώντας στον πολύ κοντινό Λιμένα Μουνιχίας**, όπως είχαν θελήσει να μετονομάσουν το κακόηχο (για την άποψή τους) Τουρκολίμανο, πηγαίνοντας σε εκατοντάδες, αν μη χιλιάδες, μετονομασιών σε ολόκληρη την Ελλάδα… Βέβαια, κάποιες μετονομασίες κόλλησαν, ποιός ξέρει σήμερα πού βρίσκονταν τα Καϊλάρια, ενώ τους Λιγνίτες Πτολεμαΐδος όλοι τους ξέρουν. Γενικά όμως, άχαρο πολύ είναι πάντα το έργο τέτοιων επιτροπών…

όποιος θέλει, θα το βρει στη Γεννάδιο Βιβλιοθήκη

**
ο Ιός της Ελευθεροτυπίας πάντως, με περισό σαρκασμό παρατηρεί “Φαίνεται πάντως ότι, γιά άγνωστους σ’εμάς λόγους, το όνομα “Μουνιχία” δεν ήταν ιδιαίτερα επιθυμητό από τους πολίτες της περιοχής, που συνέχισαν να αποκαλούν τον όρμο τους "Τουρκολίμανο".

Απορεί πραγματικά ο ελευθερότυπος Ιός ή μας δουλεύει ότι δεν μπορεί να καταλάβει για ποιους λόγους οι ντόπιοι δεν υιοθέτησαν την ονομασία Μουνυχία; Τι θα λέγανε; “Πάμε μάγκες Μουνυχία για κάνα ψαράκι;” Οι συνδηλώσεις που εκκαλεί ο όρος είναι αρκούντως εκκωφαντικές θαρρώ…
Από την άλλη, έτσι για την ιστορία, δεν θεωρώ ότι ο Σκυλίτσης έκανε την τομή της μετονομασίας σε “Μικρολίμανο” που νομίζει όχι μόνο ο Ιός αλλά και άλλοι. Τον είχε προλάβει κατά κάμποσα χρόνια ο ομόλογός του Μεταξάς τον Απρίλιο του 1939, όταν με απόφαση του υφυπουργού Τύπου και Τουρισμού συγκροτήθηκε ανάλογη -ας πούμε- του 1924 επιτροπή (με πρόεδρο τον τότε -καλό- δήμαρχο Μανούσκο) που πρότεινε μετονομασίες. Έτσι βαφτίζεται ο λιμενίσκος Κουμουνδούρου ως “Μικρός Λιμήν (Μικρολίμανο)”. Και το όλον κατέληγε: “Τα όργανα της τουριστικής αστυνομίας διετάχθησαν διά την εφαρμογήν των ληφθεισών αποφάσεων εν συνεργασία και μετά των λοιπών αρμοδίων αρχών του λιμένος Πειραιώς”.

Εξηγήσεις όρων όπως σουσάμι, γιαούρτι και άλλων ευφάνταστων προσονυμίων που αναφερόταν στο χασίς.

//youtu.be/dyr3rVoQoXc

Τουμπεκί, Κάνω τουμπεκί, Τουμπέκα
Μια που στο λήμμα στο Ρ.Γ. γίνεται λόγος για το Τάγμα Τουμπεκί, και μια που μετά από πολύ καιρό που το έψαχνα μετά μανίας, μπόρεσα να διαβάσω το βιβλίο του Χρίστου Ριζόπουλου (Αναμνήσεις από το Καλπάκι, Αθήνα 1933) και μια που πουθενά αλλού στο διαδίκτυο δεν βλέπω κάτι σχετικό, σταχυολογώ από το βιβλίο-σπάνιο ντοκουμέντο κάποια πράγματα που νομίζω ενδιαφέρουν:

Τον πρώτο χρόνο ίδρυσης του πειθαρχικού ουλαμού Καλπακίου (1923) είχε γεμίσει από «απείθαρχα στοιχεία», όπως τα λέει ο Χρ. Ρ., που προσπάθησαν να τον μετονομάσουν σε “Τουμπεκί”, ορίζοντας μάγκικα ολόκληρη τη σύστασή του, καθώς μας λέει ο Χρ. Ρ., διασώζοντας την αυτούσια (και πολύ ενδιαφέρουσα!) διατύπωση των απειθάρχων: «Τάγμα Τουμπεκί, λόχος μην ανθί, διμοιρία στρι, σημαία κουρελιάρικια, Τ.Τ. 908 Χάος!».
Η προσπάθεια όμως αυτή, διηγείται ο Χρ. Ρ., δεν καρποφόρησε, γιατί από την επόμενη χρονιά (1924) «άρχισαν να γράφουν την ιστορία του κατέργου οι κομμουνιστές εξόριστοι». Εκεί δηλ. που τον πρώτο χρόνο είχαμε μόνο πειθαρχικούς παραπτωματίες, από τον δεύτερο και μετά, υπήρχαν δύο θάλαμοι («στρούγκες» τις λέει ο Χρ. Ρ.): των απειθάρχων και των κομμουνιστών εξορίστων.

Αντιγράφω τώρα το μικρό κεφάλαιο με τον εύγλωττο τίτλο «Οι δερβίσηδες», που αναφέρεται ακριβώς στους μάγκες-απείθαρχους:

Η ώρα είταν περασμένη. Ο σκοπός έκανε βήματα έξω απʼ τις στρούγκες μας. Χτυπούσε πότε πότε το κοντάκι του όπλου του στη γη. Από τη στρούγκα των απειθάρχων ερχόταν ο σβυσμένος ήχος ενός τραγουδιού. Βραχνιασμένα λαρύγγια τραγουδούσαν σιγά, σχεδόν ψιθυριστά, με το γνωστό σέρτικο τόνο:
Έκανα στρατιώτης και χωροφύλακας/έκανα και στο Μπούρτζι θαλαμοφύλακας!
Στράκα και στρούκα/στρούκα και στράκα/να…γιούφ!

Κι ακολουθούσε η συνέχεια των ανδραγαθημάτων:
Το πρώτο μου το σφάλμα ακούστε να σας πω/με βρίζει ο επιλοχίας τον έβρισα κι εγώ!
Το δεύτερό μου σφάλμα είτανε σοβαρό/βρίζω το λοχαγό μου μπροστά στο στρατηγό!
Το τρίτο μου το σφάλμα είταν πιο σοβαρό/τραβώ την ξιφολόγχη…τρουπάου το στρατηγό!
Στράκα και στρούκα/στρούκα και στράκα/να…γιούφ!

Τα πράγματα όμως παίρνουν δυσάρεστη τροπή:
Κι ο στρατηγός διατάζει το δεσμοφύλακα/βάλε το στρατιώτη μέσα στα σίδερα

Αλλά υπάρχει ακόμα ελπίδα:
Αναφορά θα κάνω εις την βασίλισσα/ίσως και μʼ απαλλάξει από τα σίδερα!
Στράκα και στρούκα/στρούκα και στράκα/να…γιούφ!

Και να:
Βασίλισσα διατάζει το δεσμοφύλακα/βγάλετε το λεβέντη από τα σίδερα!
Έτσι σιγοτραγουδούσαν εκείνο το βράδυ γύρω στη φωτιά μερικοί απείθαρχοι. Οι «λεβέντηδες». Οι κατά φαντασίαν δερβίσηδες. Τραγουδούσαν και νοσταλγούσαν την καλή εποχή, όπου μπορούσαν να μαζεύονται σε αληθινούς τεκέδες, να καπνίζουν αληθινό χασίς –Προύσσα! το λες και γεμίζει το στόμα σου− και να γίνονται οι άρχοντες της Οικουμένης!
Γιατί και τέτοιους είχαμε στο Καλπάκι. Εννοείται πως οι περισσότεροί τους είταν μικρογραφίες κακοαντιγραμμένες εκείνων των τύπων των γνωστών. Το έλεγαν άλλωστε και οι ίδιοι:
−Μωρέ αδερφάκι, ας ερχόταν εδώ ο Κομπότης, ο Καρίπης, ο Κριτσαύτης, ο Ματσόλας, ο Αράπης! Ας ερχόταν εδώ και τότε τα λέγαμε!
Είχαν όμως έρθει και μερικοί «μαγκιόροι» στο Καλπάκι. Ο Μωραΐτης παραδείγματος χάρη. Είταν πραγματικός μάγκας. Κι όταν ήρθε η ώρα να απολυθεί, ένας άλλος απείθαρχος έβαλε τα κλάματα.
−Φεύγεις και πού μας αφήνεις
−Σώπα μωρή και θα σου στείλω μαυράκι!
Μαυράκι. Ναι. Αυτό είταν ο αιώνιος πόθος των τύπων αυτών. Ο πάντοτε ανεκπλήρωτος πόθος. Όταν απολυόταν κανείς η πρώτη δουλειά είταν να του δώσουν τις σχετικές παραγγελίες.
−Θα πας στο τάδε μέρος. Να του πεις πως κοντεύουμε να τρελαθούμε. Λίγη μαύρη, τήνε βάζεις σʼ ένα βάζο γλυκό και το κάνεις δέμα. Θα περιμένουμε.
−Εν τάξει
−Θα μας «εξηγηθείς»!
−Είπαμε.
−Να μας γράφεις.
−Ναι.
Ο απολυόμενος έφυγε. Σε λίγες ημέρες οι ωρισμένοι «μεμυημένοι» αγωνιούσαν.
−Υπάρχει κανένα γράμμα;
−Όχι
−Μπας και το κρατάει ο διοικητής;
Ο καιρός περνούσε. Τίποτα δε φαίνονταν.
−Πάει κι αυτός. Μας ξέχασε.
Ερχόταν η σειρά ενός άλλου.
−Κοίταξε μωρέ, μην το κάμεις σαν και τον πρώτον.
−Σώπα!..Τι κουβέντες κάθεσαι και μου κάνεις. Η πρώτη μου δουλειά.
Σε λίγο λησμονιόταν κι αυτός. Έτσι ο καιρός περνούσε. Οι «χαρμάνηδες» νοσταλγούσαν. Πολλές φορές όμως δεν έμεναν με σταυρωμένα χέρια. «Η πενία τέχνας κατεργάζεται». Έβλεπαν τους άλλους απείθαρχους που δεν είχαν τσιγάρο να μαζεύουν φύλλα δέντρων τριμμένα και άλλες ουσίες και να στρίβουν τσιγάρο.
−Ε, πώς σου φαίνεται;
−Τράβα μία.
−Μμ! Σαν του Γιαννουκάκη δεν είναι;
−Από το «Ράδιον» όμως καλύτερα…
Βρήκαν μια μέρα κι οι δερβίσηδες το μέσο. Ένα βράδυ που είχαμε ελιές για συσσίτιο, μάζεψαν όλα τα κουκούτσια με ευλάβεια περισσή και το βράδυ ταʼ απίθωσαν πάνω στη φωτιά. Όσο τα κουκούτσια καίγονταν, η φωτιά ανέδινε μια πνιχτική βρώμα. Είχαν καθήσει τριγυριστά στη φωτιά. Μετα μούτρα σκυμμένα ρουφούσαν ηδονικά. Ο ένας κοίταζε τον άλλο με ενθουσιασμό.
−Κάτι πάει κι έρχεται!
−Αδερφάκι καλό είναι!
Κάποτε άλλοτε μάζεψαν τα κομμένα νύχια τους και τα έβαλαν στη φωτιά. Η βρώμα είταν βαρύτερη. Η απόλαυση μεγαλύτερη. Και το τραγούδι, σιγανό, πολύ σιγανό, με φόβο και τρόμο μην ακουστεί, ερχόταν ως επισφράγισμα.
Στράκα και στρούκα/στρούκα και στράκα/να…γιούφ!

Επανέρχομαι στο θέμα της ετυμολογίας της λέξης “κασόμπρα”.

Φαίνεται πως τελικά η λέξη προέρχεται από το
λατινικό cassus = μάταιος, άσκοπος (και άδειος) και
το oberro = περιπλανιέμαι, τριγυρίζω άσκοπα.

Η “cassa oberra”, αρχικά, “περιπλανιέται”, “τριγυρίζει άσκοπα” και μετέπειτα, παίρνει και άλλες, αρνητικές, σημασίες:
“… η τιποτένια, η άσχημη, η χαμηλής νοημοσύνης, η κακοντυμένη και με κακούς τρόπους γυναίκα…”

Η λέξη αυτή δεν φαίνεται να έχει καταγραφεί στη χώρα μας (όχι μόνο σε λεξικό της αργκό) αλλά ούτε σε κείμενο παλιότερο και είναι γνωστή, για πρώτη φορά, το 1931, από το τραγούδι “Τουμπελέκι - τουμπελέκι” με τον Κ. Μπέζο, ενώ, σκόρπια, στις μέρες μας χρησιμοποιείται, με μειωτική σημασία, εκτός από χαρακτηρισμό γυναίκας, για να δείξει επίσης ευτέλεια, μηδαμινότητα και περιφρόνηση γι’ αυτό στο οποίο αναφέρεται.

Η λέξη “cassobra”, επιβίωσε στα ισπανικά και χρησιμοποιείται και σήμερα μέχρι και στη Λατινική Αμερική, με σημασίες όπως: “ευτελής”, “κακού γούστου” ακόμα και ως επωνυμία επιχειρήσεων με χαμηλής τιμής προϊόντα.

Η λέξη καταγράφεται σε τουλάχιστον τρία “πιατσάρικα” λεξικά:“Το λεξικό της πιάτσας” (Βρ. Καπετανάκη), “Το λεξικό της λαϊκής” (Κ. Δαγκίτση", " Λεξικό της ελληνικής αργκό" (Ε. Ζάχου)