Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Όχι Γρηγόρη, άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Μην τα μπλέκουμε.

Θα συμφωνήσω με το Νίκο.
“Δανδής” δεν ήταν μόνο ο φιλάρεσκος, ο καλοβαλμένος, ο αριστοκράτης, αλλά και ο άνθρωπος ο εκλεπτυσμένος, ο κατασταλαγμένος, ο ανατρεπτικός, αυτός που επίσης διέθετε χιούμορ.

Ο “Ντιντής”, ενδεχομένως μπορεί να ξεκίνησε ως υποκοριστικό ονόματος, να σήμαινε αρχικά “φιλάρεσκος” και “καλοβαλμένος”, αλλά - με το πέρασμα των χρόνων - έφτασε να σημαίνει “άνθρωπος χωρίς έκδηλο ανδρισμό” και “θηλυπρεπής”, τουλάχιστον στα λαϊκά αναγνώσματα.

Τώρα όσον αφορά στα λήμματα που παρέθεσε ο Γιώργος.

  • “βάρδα” ως προστακτική, σημαίνει “κοίταξε”, “πρόσεξε”, “φυλάξου”.
    (βενετ. varda, vardar=απομακρύνομαι)

- “δουλικά” = υπηρέτες (νομίζω ότι χρησιμοποιούμε και σήμερα τη λέξη με την ίδια ακριβώς σημασία).

- “Γαλατάς” = παράλια περιοχή της Κων/πολης, στη βόρεια πλευρά του Κεράτιου κόλπου.

- “μπύρα” = η μπυραρία

  • “δεν μασάω” = δεν πείθομαι, δεν φοβάμαι, δεν τσιμπάω, δεν ψαρώνω, “καταλαβαίνω την απάτη”.

  • “μπάζα” 1. γενική ονομασία για άχρηστα υλικά (χώμα, πέτρες, τούβλα, ξύλα) που προέρχονται ιδίως από κατεδάφιση οικοδομής.

  1. κάρτες (στα χαρτιά) κερδισμένες από τον αντίπαλο, πετυχημένο κόλπο.
  2. Επίσης, μεγάλα συνήθως οικονομικά κέρδη, μεγάλο οικονομικό όφελος, χαρτωσιά.
    " δεν πιάνω μπάζα" = δεν μπορώ να συγκριθώ με κάποιον, είμαι πολύ κατώτερος από αυτόν.
    [αντιδ. < παλ. ιταλ. basa = “βάση, θεμέλια”, από το λατιν. basis < αρχ. βάσις]

- “τρώω σακούλα”= περιφρονούμαι, απορρίπτομαι, δεν υπολογίζομαι.

- “κολλάω τις φωτιές” = ανάβω τον αργιλέ

  • “γαζέτα” = εφημερίδα, αλλά και νόμισμα μικρής αξίας.

  • “τη μάπα του την πήραν” = τις έφαγε, έπεσε ξύλο

  • “Γκαζοχώρι” = το Γκάζι, η περιοχή όπου το εργοστάσιο φωταερίου, κακόφημη και μνημονευμένη και από άλλους (π.χ. “…και η κόρη του Γιαβρή στο Γκάζι…”, Κ. Βάρναλης)

- " (ν)τρίτσα κάτσα" 1. δεν συμμορφώνομαι, δεν έχω διάθεση να υποχωρήσω, δεν ακολουθώ οδηγίες.
2. Τα μισόλογα, οι υπεκφυγές
[Η φράση αναφέρεται αρκετές φορές στα έργα του Τσιφόρου και ο Ζάχος υποστηρίζει πως είναι αρβανίτικης προέλευσης].


Προσθέτω και άλλη μια λέξη, με την ευκαιρία.

“μπάνικα” = ωραία, με εντυπωσιακό τρόπο

[Μπανίζω και μπανιστήρι, από το “μπάνιο”, από τη συνήθεια των αντρών να κρυφοκοιτάζουν τις γυναίκες όταν έκαναν μπάνιο στη θάλασσα με τα μαγιό, σε μια εποχή που τα μπαιν - μιξ ήταν απαγορευμένα.]

Από το τραγούδι [b]“Είμαι μαγκάκι”[/b]του Καλδάρα (1948) με τους Παγιουμτζή και Χάρμα.

Οι δικές μου παρατηρήσεις:

“βάρδα”: ετυμολόγηση από το guardare (=προσέχω), η “βάρδια” από την ίδια ρίζα: ανεβαίνω στο καλάθι του άλμπουρου και προσέχω γύρω γύρω.
“μπάζα”: για άχρηστα υλικά, ουδέτερο άρθρο και πληθυντικός: Τα μπάζα. Και παράγωγο ρήμα: Μπαζώνω. Για “χαρτωσιά” χαρτοπαιγνίου, θηλυκό άρθρο: Η μπάζα.
“τη μάπα του την πήραν”: τον φωτογράφησαν για το αρχείο τους.

Ότι η μπάζα, στη φρ. «δεν πιάνω μπάζα», είναι ακριβές συνώνυμο της χαρτωσιάς, δε χωράει αμφιβολία. Ή, με άλλα λόγια, ότι και οι δύο εκφράσεις προέρχονται από το χαρτοπαικτικό λεξιλόγιο.
Τώρα όμως ανάμεσα στην μπάζα και στα μπάζα δε βλέπω πολλές ομοιότητες. Μια λέξη που να έχει άλλο γένος και ακριβώς αντίθετη σημασία από μιαν άλλη, γιατί να θεωρούμε ότι συγγενεύει μαζί της; Αν η ετυμολογία της Ελένης τεκμηριώνεται -αν, με άλλα λόγια, υπάρχει ήδη στα ιταλικά η λέξη basa με σημασία σχετική με το χρηματικό κέρδος- μου φαίνεται πολύ πιθανότερη.

Τελικά, πρέπει να λέει : “τη μάπα του τη δείραν”, όχι “πήραν”.
Δείτε και μια παλιότερη συζήτησή μας.

Γενικά, έχει μεγάλη σημασία να έχουμε στη διάθεσή μας καλές ηχογραφήσεις, για να μην παραποιούμε το νόημα.

Ένα άλλο σημείο που με προβληματίζει (και όποιος έχει πρόσβαση σε “καθαρή” ηχογράφηση, ας βοηθήσει)
Στο τραγούδι «Η χασικλού» Π. Τούντα, ο Γιώργος δίνει το στίχο:“θάμαι καλέ σου”
Εγώ έχω την εντύπωση πως λέει ο στίχος εκεί:
"…Θα’ σαι ντερβίσης μου εσύ
κι εγώ θαμ’ η καλή σου…"

Και ένα ακόμα λήμμα.

"του Κουλού η βρύση" βρισκόταν στη Δραπετσώνα, όπως λέει και ο Μάρκος στην αυτοβιογραφία του:

"…«Μετά απʼ αυτό το μακελειό, καταλαβαίνεις με τη λαχτάρα έπαιρνα το δρόμο για τον τεκέ. Μια φορά έτρεξα στη σπηλιά του Κουλού που ήταν μια ακτή εδώ της Δραπετσώνας, η οποία ονομάζεται “Απαγορεύεται”. Από τότες το λέγανε “Απαγορεύεται”, διότι εκεί πέρα εφάγανε τα σκυλόψαρα δυο-τρεις ανθρώπους. Λοιπόν εκεί στο “Απαγορεύετα” υπήρχε ένα απόκρημνο μέρος, το οποίο κατεβαίναμε κάτω και πηγαίναμε και φουμέρναμε….»

Σύμφωνα και με τον Κουνάδη,“του Κουλού η βρύση” ήταν δημόσιος κρουνός ύδρευσης στη Δραπετσώνα.

Ας δούμε και μια λέξη που δεν προέρχεται από τραγούδι, αλλά που αφορά άμεσα το ρεμπέτικο παρά ταύτα:

Ο Νίκος θα θυμάται από πού παραδίδεται αυτή η λέξη. Εγώ όχι. Έχω ωστόσο μια πολύ ισχυρή υπόνοια ότι στην πραγματικότητα η λέξη δεν υφίσταται, παρά οφείλεται σε σπασμένο τηλέφωνο.

Δε βλέπω από πού κι ως πού το υποκοριστικό της μέσης θα σήμαινε «μεσαίο». Επίσης, δεν έχω ακούσει ποτέ (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) να το λένε έτσι οι φορείς καμιάς προφορικής παράδοσης. Αντίθετα, αυτό που έχω ακούσει είναι το «μεσ(ι)ακή» / «μεσ(ι)ακιά». Μια λέξη που σαφώς βγάζει νόημα, αφού υπάρχει και ανεξαρτήτως χορδών και οργάνων και σημαίνει το ίδιο πράγμα όπως και στις χορδές, δηλαδή μεσαία.

Κατόπιν τούτου πιστεύω ότι το «μεσάκι» πρέπει να προέρχεται από κάποιον συγγραφέα που το διάβασε σε άλλον, ξένο συγγραφέα, ο οποίος θα άκουσε μεσακή, θα το έγραψε (ορθώς) messaki, και αυτό διαβάστηκε από τον δεύτερο συγγραφέα εσφαλμένα.

Δυστυχώς, Περικλή, δεν μπορώ να θυμηθώ πού και υπό ποιές συνθήκες έχω βρει τη λέξη. Σίγουρα την έχω απαντήσει περισσότερες από μία φορές, δεν μπορώ να πώ όμως πως είναι τόσο καθιερωμένη όσο το καντίνι και η μπουργκάνα. Τώρα για το θέμα με το “χαλασμένο τηλέφωνο”, λογική φαντάζει η θεωρία σου αλλά, μένει να αποδειχτεί.

Η λέξη όντως είναι «καλέ» στη «Χασικλού», και γιατί ακούγεται καθαρά, και γιατί ριμάρει με τον αργιλέ, και γιατί υπάρχει τέτοια λέξη, όπως επιβεβαιώνεται τόσο στον Δαγκίτση όσο και στον Βρ. Καπετανάκη: η καλέ=η ερωμένη/φιλενάδα/γκόμενα.

«Θάσαι ντερβίσης μου εσύ κι εγώ θάμαι καλέ σου
και θα σ΄ανάβω μάγκα μου εγώ τον αργιλέ σου»

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 20:18 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 19:39 —

Τη μάπα του την “πήραν”, όπως και τη φάτσα μου την “πήραν” πρέπει να είναι το ορθό,αλλιώς φαντάζει και
α-νόητο (δεν λέμε ποτέ “θα σου δείρω τη φάτσα”, “θα σου δείρω τη μάπα”…), ενώ ως “με φωτογράφησαν ανφάς και προφίλ για το αρχείο της σήμανσης” παρίσταται νοηματικά ευλογότερο, όπως φαίνεται και στο παράθεμα:

Σ. Γαβαλά: Απ’ του Μεμέτη το νερό
“Στη σήμανση με πήγανε
τη φάτσα μου την πήρανε”

Εκεί στο λήμμα “δεφτέρια” ίσως δεν ήμουν σαφής: ο στίχος δεν είναι από τη “Διπρόσωπη” του 1938 αλλά από άλλη
‘’ Διπρόσωπη ‘’ (Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Μουσική: Αντώνης Ρεπάνης, Πρώτη εκτέλεση: Αντώνης Ρεπάνης 1970)

Κάτι άλλο, αναφορικά με το τελευταίο λήμμα από το Ρεμπέτικο Γλωσσάρι.
Οι αγροτικές φυλακές δεν στεγάστηκαν στον Ωρωπό το 1933, όπως αναγράφεται στο σχετικό λήμμα. Η «περιπετειώδης» διαδρομή των πραγμάτων έχει ως εξής: η αγροτική φυλακή ιδρύεται με Διάταγμα της 29/9/1926 («Περί ιδρύσεως εν Ωρωπώ αγροτικής φυλακής ως παραρτήματος των φυλακών Αβέρωφ», ΦΕΚ Α΄ 347). Τρία χρόνια μετά θα καταργηθεί με άλλο διάταγμα στις 12/3/1929 («Περί καταργήσεως της αγροτικής φυλακής Ωρωπού», ΦΕΚ Α΄ 105). Ακολούθως στις 5/2/1932 με σχετικό Διάταγμα ιδρύεται εκεί επανορθωτική φυλακή («Περί ιδρύσεως επανορθωτικής φυλακής εν Σκάλα Ωρωπού», ΦΕΚ Α΄ 95), η οποία μετά από λίγους μήνες, στις 9/8/1932, με νεότερο Διάταγμα θα μετατραπεί σε εγκληματική φυλακή, ενώ σε χωριστό διαμέρισμα αυτής λειτουργεί «ίδιον τμήμα αγροτικόν, προς καλλιέργειαν των εις την φυλακήν ταύτην αγροτικών κτημάτων» («Περί μετατροπής της επανορθωτικής φυλακής Σκάλας-Ωρωπού εις εγκληματικήν», ΦΕΚ Α΄ 273).

Πρώτα - πρώτα, η φυλακή την οποία “φωτογραφίζει” ο Μπάτης στο τραγούδι του (όπως και ο Μίκης, αργότερα) είναι η φυλακή Ωρωπού, δηλαδή το πρώην Αμαλίειο Ορφανοτροφείο Κορασίδων, το οποίο κτίστηκε το 1909 και λειτούργησε ως ορφανοτροφείο, έως το 1933, οπότε άλλαξε χρήση και στέγασε εκεί τις Αγροτικές φυλακές Ωρωπού.
Οι χρονολογίες είναι βεβαιωμένες από πολλές γραπτές πηγές.

Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι άλλο θέμα είναι το πότε ιδρύεται δια νόμου κάτι και άλλο πότε ετοιμάζεται και πότε λειτουργεί ως τέτοιο.
Και το Αμαλίειο ιδρύθηκε το 1855, το 1897 κληροδότησε σ’ αυτό ο Συγγρός τη δασική έκταση στον Ωρωπό, αλλά κτίστηκε και λειτούργησε αργότερα, το 1909.

Για το πότε λειτούργησε αγροτική φυλακή στον Ωρωπό δεν έχουμε άλλη μαρτυρία, εκτός από αυτήν που τη συνδέει με το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο.
Όταν αυτό έκλεισε ως ορφανοτροφείο, το 1933, σύμφωνα με τις πηγές, λειτούργησε εκεί αγροτική φυλακή αρχικά, μετά ποινική (και χώρος εκτόπισης πολιτικών κρατουμένων) και στη συνέχεια, αναμορφωτήριο ανηλίκων, έως το 1973, οπότε και έκλεισε, για να στεγάσει στον ίδιο χώρο μετά από μια 6ετία, σχολείο.

Τι σημαίνει αγροτική φυλακή;

Κοίταξε [b][u]εδώ[/b][/u], Περικλή.

« … είναι η φυλακή Ωρωπού, δηλαδή το πρώην Αμαλίειο Ορφανοτροφείο Κορασίδων, το οποίο κτίστηκε το 1909 και λειτούργησε ως ορφανοτροφείο, έως το 1933, οπότε άλλαξε χρήση και στέγασε εκεί τις Αγροτικές φυλακές Ωρωπού. Οι χρονολογίες είναι βεβαιωμένες από πολλές γραπτές πηγές»:
Kατά πρώτον, πολύ θα ήθελα να είχε παρατεθεί ένα έστω δείγμα των πολλών γραπτών πηγών (ελπίζω μόνο να μην εξυπονοούμε διαδικτυακές «πληροφορίες» του τύπου ένας πετάει μια ατεκμηρίωτη παρόλα και μετά άλλοι εκατό την αναπαράγουν αταλαιπώρως…). Κατά δεύτερον, η φυλακή Ωρωπού δεν ήταν το πρώην Αμαλίειο κλπ που δεν κτίστηκε το 1909 και δεν λειτούργησε ως ορφανοτροφείο μέχρι το 1933 κλπ. (βλ. παρακάτω)

«… άλλο θέμα είναι το πότε ιδρύεται δια νόμου κάτι και άλλο πότε ετοιμάζεται και πότε λειτουργεί ως τέτοιο. Και το Αμαλίειο ιδρύθηκε το 1855, το 1897 κληροδότησε σ’ αυτό ο Συγγρός τη δασική έκταση στον Ωρωπό, αλλά κτίστηκε και λειτούργησε αργότερα, το 1909»:
Mπορεί να ισχύει κάποτε-κάποτε ότι άλλο πότε ιδρύεται κάτι κλπ και άλλο πότε λειτουργεί, αλλά όχι στην περίπτωσή μας. Με τα νομοθετήματα που παρέθεσα στο πρώτο post μου τα πράγματα διακινήθηκαν ακριβώς όπως τα περιέγραψα. Αφήνω που το παράδειγμα είναι ατυχές και οφείλεται μάλλον σε σύγχυση: το εν Αθήναις Αμαλίειο όντως ιδρύθηκε με το βασιλικό διάταγμα 8-6-1855 και λειτούργησε αμέσως. Στις 29-6-1855 καταγράφεται η πρώτη συνεδρία της διοικούσης επιτροπής και ανευρίσκεται επί ενοικίω οίκημα για τα πρώτα 20 ορφανά στην Πλατεία Ελευθερίας. Το 1856 αρχίζουν να χτίζουν σε ιδιόκτητο οικόπεδο και το 1859 ολοκληρώνεται το ιδιόκτητο οίκημα (καμμία σχέση λοιπόν με αργότερα κτίσιμο και λειτουργία το 1909 κλπ). Πάμε τώρα και στο κληροδότημα Συγγρού, που καμμία σχέση δεν έχει με το εν Αθήναις Αμαλίειο αλλά αποτελεί απλώς παράρτημά του στη Σκάλα Ωρωπού που κτίστηκε το 1906 «διά να παραθερίζουν εκεί και τα άλλα ορφανά». Το 1922 η διοικούσα επιτροπή παρεχώρησε το οίκημα για στέγαση προσφυγοπαίδων εκ Μικράς Ασίας. Λίγο μετά (περί το 1926, όπως θα δούμε παρακάτω) το κράτος το επίταξε προς εγκατάσταση εκεί (θυμίζω: στις εγκαταστάσεις του Ωρωπού) του Εμπειρικείου Ασύλου των αρρένων και έπειτα (το 1931, όπως θα δούμε παρακάτω) το εξαγόρασε έναντι 5.500.000 δραχμών. (Οι παραπάνω πληροφορίες αντλημένες από το πολύτιμο βιβλίο, στηριγμένο στο Αρχείο του Ιδρύματος, του Α.Α. Παπαδόπουλου, Το Αμαλίειον Ορφανοτροφείον Κορασίδων επί της εκατονταετηρίδι του [1855-1954], Αθήνα, τυπογραφείο Μυρτίδη 1954).

«Για το πότε λειτούργησε αγροτική φυλακή στον Ωρωπό δεν έχουμε άλλη μαρτυρία, εκτός από αυτήν που τη συνδέει με το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο. Όταν αυτό έκλεισε ως ορφανοτροφείο, το 1933, σύμφωνα με τις πηγές, λειτούργησε εκεί αγροτική φυλακή αρχικά, μετά ποινική κλπ»:
Πόθεν η τόση βεβαιότης περί μη υπάρξεως καμμίας άλλης μαρτυρίας, (ιδίως μετά το post μου όπου παρέθεσα κάμποσες «σκληρές» μαρτυρίες…) ομολογώ δεν το αντιλαμβάνομαι. Έλα όμως που υπάρχει μάρτυρας αψευδής ο Στυλιανός Γλυκοφρύδης, διατελέσας διευθυντής σε διάφορα σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας από το 1915 και μετά, αλλά και επιθεωρητής φυλακών. Στο βιβλίο του Φυλακαί ΙΙ (Αθήνα 1936) μας πληροφορεί (σελ. 55) ότι η στη Σκάλα Ωρωπού φυλακή ιδρυθείσα στην αρχή δια του διατάγματος 1926 κλπ κλπ «ως αγροτική φυλακή ενηλίκων διά την διά καταδίκων αποξήρανσιν των εκεί ελών και εκχέρσωσιν των εκεί εκτάσεων, εις την καλλιέργειαν των οποίων ήθελον μετά ταύτα απασχοληθή οι εν αυτή εγκατεστημένοι ανήλικοι τρόφιμοι του Εμπειρικείου Ασύλου […] και εγκατασταθείσα εν τη εκεί περιτοιχισμένη περιοχή εν ή είχον προηγουμένως εγκατασταθή και τα ανήλικα αλητόπαιδα του εν Αθήναις Εμπειρικείου Ασύλου (θαυμασία τω όντι οργάνωσις των φυλακών μας και ηθικοποίησις των εν αυταίς κρατουμένων. Τα ανήλικα αλητόπαιδα μαζί με τους ενηλίκους εγκληματίας!)»
Μετά αναφέρει ότι η αγροτική φυλακή κατηργήθη διά διατάγματος το 1929 κλπ κλπ. Συνεπώς το διάστημα 1929 μέχρι και το 1932 μένουν μόνοι οι αλητόπαιδες του Εμπειρικείου, ενώ, με νέο διάταγμα, στις 29-2-1932 φεύγουν κι αυτοί και τους πάνε στις εν Σύρω εγκαταστάσεις της Αμερικανικής Περιθάλψεως. Οπότε, και δεδομένου, όπως προείπα, (και όπως επιβεβαιώνει ο Γλυκοφρύδης στη σελ. 30) ότι στις 9-6-1931 ο αυτόνομος Οργανισμός Φυλακών αγοράζει τις εγκαταστάσεις με τίμημα 5.500.000 δρχ, ο δρόμος είναι ανοιχτός
για αμιγείς πλέον φυλακές: πράγματι στις 5-2-1932 ιδρύεται εκεί επανορθωτική φυλακή κλπ κλπ.

Κατά συνέπεια, και για να συνοψίσω, βάσει των προπαρατεθέντων τεκμηρίων στο προηγούμενο και το τωρινό post μου:
Η αγροτική φυλακή Ωρωπού ιδρύεται και λειτουργεί από το 1926 (όταν δηλαδή επιτάσσονται από το κράτος οι εκεί εγκαταστάσεις,όπως γράφει ο Α. Παπαδόπουλος και επιβεβαιώνει το Σωματείο εργαζομένων καταστήματος κράτησης Κορυδαλλού στον ιστότοπό του: “το Εμπειρίκειο άσυλο αστέγων παίδων το 1926 μεταφέρθηκε στον Ωρωπό ως Εμπειρίκειον αναμορφωτικόν σχολείον”) έως το 1929, έτη κατά τα οποία συνυπάρχουν οι ανήλικοι αλητόπαιδες του Εμπειρικείου με τους ενηλίκους εγκληματίες, όπως καυτηριάζει ο Γλυκοφρύδης. Στη συνέχεια παραμένουν μόνοι οι αλητόπαιδες έως το 1932, που τους φεύγουν για Σύρο και αρχίζει η νέα καριέρα της ως φυλακής αμιγούς πλέον από το 1932 και μετά.

Εδώ είναι η διαφορά, πιστεύω, [b]στο χώρο.[/b]

Και ο χώρος της αγροτικής φυλακής Ωρωπού είναι το παλιό Αμαλίειο ορφανοτροφείο Κορασίδων Ωρωπού, εκεί στεγάστηκε η αγροτική φυλακή Ωρωπού, σ΄αυτήν αναφέρεται ο Μπάτης, εκεί φυλακίστηκε και ο Μίκης, αργότερα.

Ο Δήμος Ωρωπού στα φυλλάδια που διανέμει με αφορμή τα “Αμφιάρεια” όπως και όλες οι πηγές, εξάλλου, (έτσι κι αλλιώς, η ιστορία της φυλακής αυτής είναι νωπή στη μνήμη μας και λόγω [b][u]επταετίας)[/b][/u] αναφέρεται εξονυχιστικά στην ιστορία της περιοχής, την οποία και προβάλλει.

Αντιγράφω από το σχετικό φυλλάδιο:

Οι παλιές φυλακές Ωρωπού, στη Σκάλα Ωρωπού,… σε έκταση που κληροδότησε ο Ανδρέας Συγγρός το 1903 στο Αμαλίειο Ορφανοτροφείο…
Μέχρι το 1933 ο χώρος αυτός λειτουργεί ως ορφανοτροφείο (1909 - 1933).
Το '33 μετατρέπεται σε αγροτικές φυλακές.
Το '38 όμως καταστρέφεται λόγω σεισμού και το 1950 ξαναχτίζεται.
Από το 1953 λειτουργεί ως Ανοικτό Σωφρονιστικό Κατάστημα, για να χρησιμοποιηθεί από τη Χούντα ως τόπος κράτησης αγωνιστών, μέχρι το 1970.
Μεταξύ πολλών, εδώ κρατήθηκε και ο μεγάλος λαϊκός μουσικοσυνθέτης και εξέχον στέλεχος του ΠΑΜ τότε, Μίκης Θεοδωράκης από τον Οκτώβρη του 1969 έως τον Απρίλη του 1970…
…Σήμερα σʼ ένα μέρος του χώρου των φυλακών λειτουργούμε το Νηπιαγωγείο της περιοχής ενώ οι εξωτερικοί χώροι χρησιμοποιούνται για εκδηλώσεις…

Με βάση και το link που παρέθεσα στο προηγούμενο μήνυμα, μόλις το 1930 λειτουργεί στην Ελλάδα η πρώτη οργανωμένη αγροτική φυλακή, στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής.
Μετά το '30, ακολουθούν οι υπόλοιπες.

Απεναντίας, ευελπιστώ πάντα ότι είναι απεξαρχής σαφές (σε ό,τι με αφορά τουλάχιστον) πως η όποια διαφορά, βέβαια, δεν είναι στον χώρο. Ο χώρος είναι δεδομένος (αλλά ας το συνομολογήσουμε και πάλι, χάριν της συζητήσεως): το θερινό παράρτημα του εν Αθήναις Αμαλίειου στον Ωρωπό. Το υπό διερεύνηση τώρα ερώτημα ευελπιστώ επίσης ότι παραμένει απεξαρχής το αυτό: πότε εγκαθίστανται εκεί οι φυλακές Ωρωπού που τραγουδάει ο Μπάτης;
Εάν συμφωνούμε μέχρι εδώ, τότε και μόνο αρχίζουν οι όποιες διαφορές: ανάλογα, δηλαδή, με το τεκμηριωτικό υλικό που επικαλείται ο καθένας, αναδύεται και διαφορετικό πραγματολογικό «σενάριο». Όποιος επικαλείται, από τη μια, τεκμήρια τύπου «φυλλάδια δήμου Ωρωπού», οδηγείται σε ένα χ πραγματολογικό «σενάριο» περί της διαχρονικής εξέλιξης του δεδομένου υπό συζήτηση χώρου (=εγκαταστάσεις φυλακής Ωρωπού). Όποιος πάλι επικαλείται τεκμήρια του τύπου που επικαλείται ο υποφαινόμενος, οδηγείται σε ένα ψ πραγματολογικό «σενάριο». Το καλό με αυτή την ιστορία είναι ότι για πρώτη φορά, νομίζω, παρέχεται και ένα εναλλακτικό «σενάριο», πράγμα που το νιώθω κέρδος για όσους μας διαβάζουν (ίσως και για τον Δήμο Ωρωπού…) , εφόσον παρέχεται πλέον η δυνατότητα να σταθμίσει κανείς το ένθεν και ένθεν τεκμηριωτικό υλικό, να αξιολογήσει και να συγκρίνει πηγές, να…διαλέξει εντέλει και να «πάρει» ό,τι κρίνει πιο εύλογο και κοντά στην ιστορική πραγματικότητα.

Από το ότι η Κασσάνδρα όντως υπήρξε η εμβληματικότερη, δεν συνάγεται εξ αυτού του λόγου ότι ήταν και η πρώτη αγροτική φυλακή, πόσο μάλλον που δεν αληθεύει με τίποτα ότι μετά το 1930 ακολουθούν την Κασσάνδρα οι υπόλοιπες (άρα, το εξυπονοούμενο «επιχείρημα», εικάζω, και του Ωρωπού…).
Για να δούμε όμως πώς έχει όντως η ιστορική πραγματικότητα σε ό,τι αφορά τις αγροτικές φυλακές («οργανωμένες» και «ανοργάνωτες»…) την επίμαχη χρονική περίοδο (η αρίθμηση κατά σειρά προτερότητας…):

  1. Αγροτική φυλακή Τίρυνθας (14/02/1925): η πρώτη μόνιμη αγροτική φυλακή
  2. Αγροτική φυλακή Κασσαβετείας (18/07/1925)
  3. Αγροτική φυλακή Ωρωπού (29/9/1926)
  4. Αγροτική φυλακή Άσσου Κεφαλληνίας (5/11/1927)
  5. Αγροτική φυλακή Αγυιάς Χανίων (7/6/1929)
  6. Αγροτική φυλακή Ηρακλείου Κρήτης (5/2/1930)
  7. Αγροτική φυλακή Κασσάνδρας Χαλκιδικής ( 26/3/1930)

[Πηγές: τα ίδια τα ΦΕΚ, και
Χ. Δημόπουλος, Η φυλακή –ιστορική και αρχιτεκτονική προσέγγιση, εκδ. Σάκκουλα 2003,
Στυλιανός Γλυκοφρύδης, Φυλακαί ΙΙ, Αθήναι 1936]

Έβδομη και καταϊδρωμένη η Κασσάνδρα…

Αγαπητέ Γιώργο, πήρα το θάρρος να κάνω μια επέμβαση στην εμφάνιση του τελευταίου μηνύματός σου (χωρίς φυσικά να αλλάξω ούτε κόμμα από το περιεχόμενο). Αυτά τα γαλάζια κουτάκια που πρόσθεσα βγαίνουν αν αντί για «απάντηση» πατήσεις «απάντηση με παράθεση».

Εκ μέρους της συντονιστικής ομάδας.

Το φυλλάδιο που διανέμεται από το Δήμο Ωρωπού αναφέρει αναλυτικά, με χρονολογίες κ.λπ. όλη την ιστορία, παλιότερα αλλά και σήμερα, συγκεκριμένα, του χώρου του Αμαλίειου Ορφανοτροφείου Κορασίδων.

Σε όσα έχω ήδη πει, να προσθέσω μόνο ότι για μια πενταετία 1925 - 1930 αναφέρεται ότι προβάλλονταν στο χώρο αυτό ταινίες για ψυχαγωγία των ορφανών.
Κάπως δύσκολο να συστεγαζόταν την ίδια εποχή και φυλακή, στον ίδιο χώρο.

Επίσης, ένα ακόμα στοιχείο, ότι την ίδια εποχή υπήρξε συνεργασία με ξένες φιλανθρωπικές οργανώσεις, για τη φροντίδα των ορφανών παιδιών.
Άλλο ένα στοιχείο, χειροπιαστό δηλαδή, της χρήσης του συγκεκριμένου χώρου.

Η δε πληροφορία για την πρώτη, οργανωμένη, αγροτική φυλακή (το 1930, στην Κασσάνδρα) υπάρχει διασταυρωμένη σε βιβλία που αφορούν την ιστορία των φυλακών στη χώρα μας (λινκ, από προηγούμενο μήνυμα).

Θα μου επιτρέψετε, να σταματήσω εγώ τουλάχιστον εδώ, όσον αφορά στο συγκεκριμένο θέμα.
Έχω την εντύπωση ότι το παρακουράσαμε.
Εξάλλου, ο καθένας θα έχει καταλήξει ήδη σε συμπεράσματα.

Εεεε…το… ζορίσαμε λιγάκι, αλλά εντέλει μας διηγήθηκε μια παράξενη όσο και απίστευτη για πολλούς ιστορία:
«Εκεί, λέει, στα 1906 φτιάχτηκαν στον Ωρωπό κάτι υπέροχες εγκαταστάσεις για να παραθερίζουν τα ορφανά κοριτσάκια από το Αμαλίειο της Αθήνας. Όλα πήγαιναν καλά για κάπου 20 χρόνια, όταν μια ωραία πρωία του 1926 το κράτος επίταξε τις εγκαταστάσεις για να βάλει εκεί τα άρρενα αλητόπαιδα του Εμπειρίκειου που δεν «χωρούσαν» πια στην Αθήνα. Έλα όμως που παράλληλα κάποιος έπρεπε να κάνει τη χοντροδουλειά εκεί στα πέριξ, δηλαδή να αποξηράνει τα βαλτοτόπια και να ξεχερσώσει τις εκτάσεις, ώστε να μπορούν τα αλητόπουλα να καλλιεργούν και κατιτί. Νάσου λοιπόν το κράτος και σου φυτεύει εκεί αγροτική φυλακή και βάζει τους καταδίκους να κάνουν την παλιοδουλειά, συνυπάρχοντας με τους αλητόπαιδες, προς μεγάλο κακοφανισμό ενός περίφημου επιθεωρητή φυλακών της εποχής που καυτηρίασε αγρίως το γεγονός. Μάταια όμως. Η συνύπαρξη τράβηξε για τρία χρόνια, μέχρι να τελειώσουν φαίνεται οι κατάδικοι τη δουλειά. Μετά, κάποια άλλη πρωία του 1929 τους ξωπετάξανε, κλείσαν την αγροτοφυλακή και μείναν μόνα τα αλητόπουλα να απολαμβάνουν τα λούσα του Ωρωπού. Τόσο μάλιστα το κράτος τούς προόριζε για μόνιμη εγκατάσταση εκεί, που αγόρασε για το σκοπό αυτό το 1931 τον χώρο από το Αμαλίειο της Αθήνας. Να όμως που η μοίρα η βάσκανη αλλιώς τα θέλησε: έκλεισαν τον καιρό εκείνο οι φυλακές της Παλιάς Στρατώνας στην Πλάκα! Ώρε μάνα μου, και τι να τους κάνουμε όλους τούτους και πού να τους πάμε; ξεφώνιζαν συναμετάξυ οι κρατικοί αξιωματούχοι… Άλλους τότε, λέει, τους πήγαν από κει, άλλους τους πήγαν από δώ, κι άλλους…στον Ωρωπό! Δώστου λοιπόν ξωπέταγμα το 1932 τα αλητόπουλα κατά Σύρο μεριά, και νάσου την πάλι καθαρόαιμη φυτρώνει φυλακή –εγκληματική τώρα− στον Ωρωπό, μπας και χωρέσει καμπόσους καταδίκους από την πάλαι Παλιά Στρατώνα.»

Αυτά λοιπόν μας είπε, λίγο που το παρακουράσαμε.
Τώρα όμως μπορεί να είναι ήσυχο: θα το παραξεκουράσουμε…

Ένα άλλο λήμμα που αξίζει οπωσδήποτε να ξαναδεί κανείς είναι το «Κουνελάκη= Ύψωμα στη Δραπετσώνα» κλπ
Κατʼ αρχάς θα πρέπει να διορθωθούν τα εξής:
α)Ο τίτλος είναι «Πέντε μάγγες» (έτσι στην ετικέτα του δίσκου) και όχι «Πέντε μάγκες στον Περαία»
β) Ο δίσκος είναι του 1936 και όχι του 1935 (σύμφωνα με τον Δ. Μανιάτη)

Τώρα, για τον άκρως συζητήσιμο στίχο «Πάμε ʼκει στου Κουνελάκη» είδα και τη σχετική κουβέντα που είχε γίνει στο φόρουμ (όπου είχαν ακουστεί και πιο εύλογες απόψεις από αυτή που τελικά διαβάζει κανείς στο Γλωσσάρι…) και η γνώμη μου είναι η εξής: έχοντας σαν ηχητική βάση το τραγούδι όπως υπάρχει από τo 2006 στην έκδοση του Χάουαρντ (Rembetika Greek music from the underground, CD B) εγώ τουλάχιστον (και τα γυναικόπαιδά μου που τους το έβαλα, το ίδιο άκουσαν με τη μία!) ακούω με ευκρίνεια «Πάνʼ εκεί στο βουνελάκι»: το «πανʼ εκεί» πέραν πάσης αμφιβολίας, το «στο» επίσης ευκρινέστατο, και το «βου» του «βου-νελάκι» (εάν επικεντρωθεί κανείς στην πρώτη συλλαβή, «δοκιμάζοντας» να ακούσει είτε βου- είτε κου-), ακούγεται νομίζω καθαρά…
Άρα, ως προς το «Πάνʼ εκεί στο»=«Πάνω εκεί στο», θεωρώ ότι τα πράγματα είναι ξεκαθαρισμένα: εικάζω ότι η παρακρόαση −κατά το παρανάγνωση− «Πάμε κει» αντί «Πάνʼ εκεί», οφείλεται αφενός στο ότι σε «ομιχλώδεις» εκδόσεις του τραγουδιού είναι εύκολο να μην ακουστεί ξεκάθαρα το «panekei» αλλά «pamekei» και αφετέρου στο ότι σου έρχεται πιο άμεσο νοηματικά να «μεταφράσεις» «Πάμε κει» παρά «Πανʼ εκεί», το οποίο αιφνιδιάζει με το πρώτο άκουσμα ως μη διαδεδομένο πάντρεμα λέξεων και δεν μοιάζει αυτονόητο νομίζω να διακριθεί νοηματικά με τη μία, απαιτώντας πίστωση χρόνου για να συσχετίσεις σωστά και να «ανακαλύψεις» ότι –Α, «πάνω εκεί» θέλει να πει ο Καλυβόπουλος.
Και τώρα, το περιώνυμο «δραπετσωνίτικο» ύψωμα, το λεγόμενο «Κουνελάκη»…
Δεν γνωρίζω πώς και πότε διαμορφώθηκε η εκδοχή αυτή, εντός ή εκτός διαδικτύου, όμως υποστηρίζω ότι πρόκειται για καραμπινάτη κατασκευή, μια καθαρή επινόηση, ένα σημαίνον χωρίς σημαινόμενο. Εικάζω ότι η παρακρόαση που λέγαμε οδήγησε στο σχηματισμό αυτού του υψώματος-φαντάσματος, αφʼ ης στιγμής δεν πήγε το αφτί −και συνακόλουθα το μυαλό− στην υπαρκτότατη λέξη «βουνελάκι» (όχι και πολύ διαδεδομένη είναι η αλήθεια, αλλά τη βρίσκει κανείς ήδη, για παράδειγμα, από το 1909 [εφημ. Σκριπ, 8-5-1909] έως τις μέρες μας διαδικτυακά και αλλού). Αλλά ας δούμε τι μας λένε και όσοι κατέγραψαν τους στίχους:
Σχορέλης 1978, Ρεμπέτικη ανθολογία («Πάνω κει στο βουναλάκι»)
Πετρόπουλος 1979, Ρεμπέτικα τραγούδια («Πάνω κει στο βουναλάκι»)
Gauntlett 1985, Rebetika Carmina Graeciae Recentioris («Πάνω κει στο βουναλάκι»)
Aulin-Vejleskov 1991, Χασικλίδικα ρεμπέτικα («Πάνʼ εκεί στο βουνελάκι»)
Μανιάτης 2009, Χασικλίδικα μελωδήματα («Πάνʼ εκεί στο βουναλάκι»)
Κουνάδης 2010, Τα ρεμπέτικα, 11ος τόμος-cd («Πάνʼ εκεί στο βουναλάκι»)
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι όλοι συνηγορούν και μαρτυρούν για «βουνα[ε]λάκι», οι δε Aulin-Vejleskov είναι οι μόνοι που έχουν καταγράψει ορθότατα όλο τον στίχο. Άρα, συμπεραίνω ότι όποιος κατασκεύασε τη λέξη «Κουνελάκη» δεν προβληματίστηκε πώς είναι δυνατόν όλοι αυτοί να καταγράφουν «βουνα[ε]λάκι», αλλά αυτός (ο επινοητής) να ακούει και να εννοεί να υποστηρίξει το δικό του. Και να πω ότι μας παραπέμπει σε κάποιες πηγές που αποδεικνύουν την ύπαρξη τέτοιου τοπωνυμίου, πάει καλά, το συζητάμε και πέφτουμε όλοι πάνω στην έκδοση του Χάουαρντ να ξεδιαλύνουμε εάν λέει βου- ή κου-. Αλλά το «τοπωνύμιο» είναι αμάρτυρο, σύμφωνα με όσα γνωρίζω από την πειραϊκή βιβλιογραφία. Με ανάλογο τρόπο θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για «Γουνελάκη», «Μουνελάκη», «Δουνελάκη», «Ρουνελάκη» και πάει λέγοντας… Το θέμα είναι να αποδείξει την ύπαρξή του όποιος την υποστηρίζει…Μέχρι τότε, σκόπιμο κρίνω να αποφεύγονται οι αξιωματικές διατυπώσεις-βεβαιότητες σα να πρόκειται για κάτι πασίγνωστο και πανθομολογούμενο, διότι διασπείρονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο διαδίκτυο, δυστυχώς ασυνόδευτες από τις ατιολογημένες κρίσεις που θα τις στήριζαν.