Ο Τσιτσάνης κι ο αργιλές
Το ερώτημα για την σχέση του Β. Τσιτσάνη με το χασίσι είναι για τους φίλους του ρεμπέτικου ό,τι η σχέση του Σωκράτη με το κρασί για τους φιλοσόφους. Με μια διαφορά: Σε αντίθεση με τους φιλοσόφους, οι φιλορεμπέτες δεν αναζητούν και δεν προτείνουν κάποια απάντηση.
Αλλά μήπως είναι μόνο θέμα Τσιτσάνη; Οτιδήποτε έχει σχέση με σπουδαίους ανθρώπους που ακόμα έχουν μια σημασία για μας σήμερα, βρίσκεται σε ένα καθεστώς ιδιότυπης λογοκρισίας: Αν τολμήσεις και τα αγγίξεις, οι διάφοροι φίλοι κι οπαδοί του ή αγανακτισμένοι πολίτες θα σου την πέσουν ζητώντας σου τον λόγο. Κι όμως, η απομυθοποίηση είναι ο μόνος τρόπος για να ανανεωθεί ο μύθος αυτών των ανθρώπων και να διατηρηθεί επίκαιρο το νόημα του βίου και του έργου τους.
Ο Τσιτσάνης έχει γράψει μερικά από τα ωραιότερα και πιο διαφωτιστικά χασικλίδικα τραγούδια: Η Δροσούλα, Τα πέριξ, Η Λιτανεία, Δηλητήριο στη φλέβα, το πολυτραγουδισμένο Βαπόρι απʼ την Περσία και φυσικά το Σʼ ένα τεκέ μπουκάρανε, το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε το 1937, είναι μόνο μερικά από αυτά. Παρόλα αυτά ο Τσιτσάνης αρνούνταν ότι έκανε χρήση ουσιών. Όταν τον ρωτούσαν πώς εμπνεύστηκε αυτά τα τραγούδια, απαντούσε αόριστα “είδα”, “άκουσα”, αλλά ποτέ “δοκίμασα”.
Για παράδειγμα για την Δροσούλα αναφέρει:
“Ο Σιδέρης ήταν ένα άνθρωπος άγιος. Δεν είχε σχέση με τεκέδες. Όπως κι εγώ. Ήταν καλόκαρδος και πολύ ήσυχος άνθρωπος, σαν κορίτσι. Κι έτσι, κουβεντιάζοντας τακτικά με τον Σιδέρη για τους μάγκες και τα τέτοια, μού ʽλεγε: “Βρε Βασίλη, κάνε ένα τραγούδι για μένα να λέει για τον Σιδέρη”. Και τού ʽλεγα: “Θα σου κάνω, ρε, τραγούδι, αλλά θα σε κάνω τεκετζή”. Αυτά γινόντουσαν στη Θεσσαλονίκη το 1941 με ʼ42. Κι έτσι εγώ με την φαντασία μου έπλασα το μύθο του Σιδέρη και του τεκέ. Διότι τεκές του Σιδέρη δεν υπήρξε ποτέ στη Σαλονίκη, πράγμα άλλωστε πασίγνωστο.” (Κ. Χατζηδουλή, Βασίλης Τσιτσάνης. Η ζωή του, το έργο του, Νεφέλη 1980, σελ. 210-11)
Ακόμα πιο ερμητικός γίνεται όταν έρχεται η ώρα να μιλήσει για την Λιτανεία:
“Δεν χρειάζεται να με ρωτάτε όλοι σας πώς μου ήρθε και έγραψα τη Λιτανεία. Υπάρχουν και πράγματα που δεν εξηγούνται στη ζωή. Ζητάτε, λοιπόν, για όλα μια εξήγηση. Εγώ στο μυαλό μου έχω εικόνες, που όταν μού ʽρθει τις κάνω τραγούδια, τις ζωγραφίζω πάνω στο μπουζούκι και τις κάνω έργα. Έτσι έγινε και με το τραγούδι αυτό. Τό ʽγραψα στην Κατοχή στη Θεσσαλονίκη κάτω από τραγικές συνθήκες”. (ο.π., σελ. 214-5)
Έχει γράψει όμως κι ένα ωραίο καμηλιέρικο ο Τσιτσάνης, που με κανένα τρόπο δεν χωράει στην κατηγορία είδα-άκουσα κι έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο Σε λαχτάρισα αργιλέ μου:
Σε λαχτάρησα, αργιλέ μου,
να σε πιω μες στον τεκέ μου!
Μα τεκές πια δεν υπάρχει,
πω πω πω τι έχω πάθει!
Σένα είχα, αργιλέ μου,
πρώτο μάγκα στον τεκέ μου!
Και σου κάναν υποκλίσεις
και ο μάγκας κι ο ντερβίσης!
Μόλις έπεφτε η νύχτα
μπλόκα, τσίλιες, καρδιοχτύπια!
Ταχτικά σʼ απολογία
μας καλούσʼ η αστυνομία!
Οι τεκέδες ήταν όλοι
πέντε, κι έξω από την πόλη!
Πέντε τάληρα η τσίκα
στη σειρά κι η πιτσιρίκα!
Τώρα γράμματα-κορώνα
η ζωή με τη βελόνα!
Τ α σκληρά στη γκαρσονιέρα
με το θάνατο παρέα!
Τώρα, αργιλέ μου,
έφυγες απʼ τον τεκέ μου.
Κι απʼ την καταφρόνια,
μπήκες στα σαλόνια
……………Η λογοκρισία που επιβλήθηκε το 1937 δεν ασχολήθηκε μόνο με τον στίχο, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι, αλλά και με την μουσική (να κι άλλος ένας τομέας που ο ρόλος του Τσιτσάνη αξίζει να μελετηθεί σε βάθος και χωρίς προκαταλήψεις). Και βέβαια δεν ήταν μονοσήμαντη – δεν αφορούσε μόνο την ηχογράφηση ή την εκτέλεση ορισμένων τραγουδιών. Ήταν βαθύτερη, ήταν συνολικότερη και διεκδικούσε την συνολική ανακατασκευή της κοινωνικής ηθικής κι εν τέλει της συλλογικής -και της προσωπικής- μνήμης. Έτσι η χασισοποσία από έκφραση μαγκιάς κατάντησε στίγμα ανομολόγητο. Συνεπώς, ο εξοβελισμός του μαύρου και της σημασίας/λειτουργίας των τεκέδων στην ιστορία και την μνήμη του ρεμπέτικου τραγουδιού δεν ήταν μόνο η φυσική συνέπεια αλλά και το ζητούμενο. (Για το θέμα αυτό διαφωτιστικό είναι το βιβλίο του Κ. Βλυσίδη, Όψεις του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου 2004).
Μέσα σε αυτό το σκηνικό φαίνεται ότι η θέση του Βασίλη Τσιτσάνη ήταν σύνθετη: Από τη μια με πράξεις και με τον δημόσιο λόγο του διέδωσε και δικαίωσε και προώθησε αυτή την πολιτική και την ηθική. Ήταν πάντα πρόθυμος να ξανααφηγηθεί τις παλιές ιστορίες με τρόπο που θα ικανοποιεί το κοινό της κάθε εποχής. Αλλά στην τέχνη του ήταν γρανίτης. Σε συνεντεύξεις και στις “εξομολογήσεις” του μπορεί να έλεγε αυτά που πίστευε ότι ήταν σωστό και συμφέρον, αλλά στα μαγαζιά έπαιζε το Μη χειρότερα, Θεέ μου / έσπασα τον αργιλέ μου ή έγραφε τραγούδια που νοσταλγούσαν τις παλιές εποχές των τεκέδων. Αυτή η διττή στάση εξυπηρετούσε και την ιδιαίτερη θέση και ρόλο στην ιστορία του ρεμπέτικου που διεκδικούσε για τον εαυτό του. Και που, φυσικά, την είχε ήδη κατακτήσει.
http://fvasileiou.wordpress.com/2011/10/11/delias-prezakias/