Πότε πρωτοεμφανίζονται τα "σκυλάδικα"

Τι κανει ενα τραγουδι "σκυλαδικο’?

Ο στιχος? η μουσικη συνθεση? Το τεμπο? τα ηλεκτρικα βισματα?

Μηπως τελικα, τα “σκυλάδικα” εμφανιστηκαν κατα καποιο τροπο πολυ παλαιοτερα?
με ολο το σεβασμο στο Β Τσιτσανη, θα χαρακτηριζατε αυτο το τραγουδι “σκυλαδικο” εαν τραγουδιοταν αργοτερα απο καποιο μαγαζι της Λεωφορου?

Σκυλάδικα και σκύλοι

Η έννοια της λέξης “σκυλάδικο”. Από που προέρχεται και τί χαρακτηρίζει σήμερα.

Β. Τσιτσάνης: Δηλητήριο στη φλέβα

22/10/2012 — fvasileiou

Ένα από τα ωραιότερα –προσωπικά το θεωρώ ως το καλλίτερο– τραγούδια που έγραψε ο Τσιτσάνης κατά την ύστερη φάση της καριέρας του (και της ζωής του, γιατί στους λαϊκούς δημιουργούς η καριέρα συμβαδίζει, ταυτίζεται με τη ζωή) είναι αυτό το καμηλιέρικο ζεϊμπέκικο που αναφέρεται στην χρήση ηρωίνης.
Το ρεμπέτικο δεν δίσταζε, ούτε ντρεπόταν να μιλήσει για την κατανάλωση ουσιών. Το αντίθετο μάλιστα: Η χρήση τους ουκ ολίγες φορές εκλαμβάνεται ως απόδειξη λεβεντιάς, μαγκιάς και ασικλικιού. Αλλά ο ρεμπέτης –και κατʼ επέκτασιν το τραγούδι του– κατέφευγε σε ουσίες που τον ενέτασσαν και τον διατηρούσαν μέσα στη συγκεκριμένη κλειστή κοινότητα –δηλαδή το αλκοόλ, το χασίς, την νικοτίνη. Οι ρεμπέτες ήταν εχθρικοί απέναντι στην ηρωίνη, που δεν χαυνώνει απλώς, αλλά απομονώνει το άτομο από την κοινότητα και το καθιστά ευάλωτο στον έξω κόσμο. Ο πρεζάκιας αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση κι εξορίζονταν από την κοινότητα της μαγκιάς. Τα ελάχιστα τραγούδια που μας σώζονται για το θέμα (ο περίφημος Πόνος του πρεζάκια του Ανέστου Δελιά, που συζητήσαμε σε παλιότερη ανάρτηση, ο Πρεζάκιας του Γιοβάν Τσαούς, ο Νικοκλάκιας του Ευάγγελου Παπάζογλου και ο Κοχλαράκιας) αναφέρονται ακριβώς σε αυτή την περιφρόνηση και την εξορία, την ξεφτίλα, που βίωνε ο πρεζάκιας. [Για το θέμα δείτε το εξαιρετικό βιβλίο του φίλου Ν. Καλαποθάκου].
Ο Τσιτσάνης έχει γράψει ως γνωστόν μερικά από τα ωραιότερα χασικλίδικα, αν και ο ίδιος ουδέποτε παραδέχτηκε ότι υπήρξε χρήστης. Είχε όμως και την φιλοδοξία να γράψει ένα τραγούδι για την ηρωίνη –είναι αυτού του είδους οι φιλοδοξίες που διαφοροποιούσαν τον Τσιτσάνη από τον Μάρκο. Το είχε αποπειραθεί και άλλοτε, αλλά χωρίς επιτυχία. ΤοΚλάψε μανούλα μου γλυκιά, που αφηγείται την ιστορία ενός χρήστη ηρωίνης, δεν είναι κακό τραγούδι, αλλά οπωσδήποτε δεν είναι και σπουδαίο. Μελοδραματικό και διδακτικό υπέρ του δέοντος μαρτυρά το άγχος του λαϊκού δημιουργού να ανταποκριθεί στην πολλαπλή πίεση που του ασκούσαν οι «έντεχνοι», οι λαϊκοί των τουρκογύφτικων, η λογοκρισία, ο μικροαστικός ηθικισμός που γιγαντωνόταν και κατάπινε σιγά-σιγά τολαϊκό ήθος. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που το συγκεκριμένο τραγούδι απόμεινε στο συρτάρι του και ανασύρθηκε μετά τον θάνατό του.

Όπως πολλά αριστουργήματα του ρεμπέτικου και του λαϊκού, το Δηλητήριο στη φλέβα μοιάζει με απλό τραγουδάκι: Ακολουθεί παραδοσιακούς δρόμους και αρχαίους ρυθμούς, έχει λίγες νότες και απλά λόγια.
Η απλότητά του όμως δεν αναιρεί το βάθος –το αντιθετο μάλλον.
Γιατί ο Τσιτσάνης μέσα σε 3 λεπτά κατορθώνει να είναι ταυτόχρονα κρυπτικός και αποκαλυπτικός, άμεσος και υπαινικτικός, ρεαλιστής και ποιητικός.
Η εικόνα του πρώτου δίστιχου (Δηλητήριο στη φλέβα / είναι το δικό μου αίμα) είναι μια από τις πλέον δραστικές του λαϊκού τραγουδιού –δεν σε εγκαταλείπει, σε κυνηγάει. Το δεύτερο δίστιχο επιτείνει την δραματικότητά του και ταυτόχρονα την υπονομεύει με το μακάβριο χιούμορ του (Και οχιά να με τσιμπήσει / κι αυτή, καλέ μου, θα ψοφήσει).
Στο δεύτερο κουμπλέ ο Τσιτσάνης μας παρουσιάζει όλα τα στοιχεία της πρεζάκικης ζωής: Το βελόνι, την παράγκα, τον σεβντά που παρά την χρήση δεν λέει να καταλαγιάσει. Όλη αυτή η δυστυχία δινεται με λιτό και ουδέτερο τρόπο, που δεν έχει καμιά σχέση με τον συναισθηματισμό του Κλάψε με.
Στο τρίτο και τελευταίο κουμπλέ μας ο Τσιτσάνης μας προτείνει την δική του εναλλακτική: Ουζάκια στο ταβερνάκι της γειτονιάς. Μόνο η γλυκιά λευκότητά του, μέσα στην συμποτική κοινότητα της ταβέρνας, μπορεί να καταπραΰνει τον σεβντά και όχι η μόνωση της άθλιας παράγκας.
Αυτή η τελευταία στροφή βέβαια δείχνει ίσως ότι ο Τσιτσάνης δυσκολευόταν πλέον να παρακολουθήσει την τροπή που έπαιρναν τα πράγματα. Οι μαχαλάδες –απομεινάρια των παλαιών κοινοτήτων – συντρίβονταν μέσα στην δίνης μιας εκ των ενόντων αστικοποίησης. Δεν υπήρχαν πλέον κοινότητες και ο απόβλητος, αλλά κατά κάποιο τρόπο όλοι μονωνόμασταν, απομακρυνόμασταν από την ασφάλεια και την τάξη που παρείχε ο Παλαιός Κόσμος. Με άλλα λόγια, οι τελευταίοι στίχοι δείχνουν ότι ο Τσιτσάνης, όταν έγραφε το τραγούδι του, είχε πιο πολύ στο νου του τον πρεζάκια του ʽ30 και όχι εκείνον των τελών του ʼ70 (το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1978).
Κι έπειτα, οι σύγχρονοι ταβερνιάρηδες δεν πρόκειται να γεμίσουν τα ποτήρια των μπατήριδων. Θα διαμαρτυρηθεί η υπόλοιπη πελατεία ούτως ή άλλως…

http://fvasileiou.wordpress.com/2012/10/22/dilitirio_sti_fleva_/

1 «Μου αρέσει»

Ευχαριστώ πολυ για τη κατατοπιστική απάντηση .
Μιας όμως και το τραγούδι αναφέρεται σε κάτι τόσο σκοτεινό, κοινωνικο, και underground θα του αρμόζε κατα τη γνώμη μου ένας καλύτερος στίχος και μουσική , που θα του εδιναν λιγότερο " σουξεδιαρικο" στυλ απο αυτόν που έχει το αυθεντικό .

Το πολυ απλοϊκο καταντάει δύσκολο να εξιστορισει to storytelling στο τέλος , και σε συνδοιασμο με την ευκολοπεπτη πολυσηνηθισμενου τεμπου μουσική
κανει ένα τραγούδι βαθειά κοινωνικο, να ακουγεται φτηνό και ασήμαντο
Το ίδιο δεν συμβαίνει με τη λιτανεία του μαγκα μιας τόσο ο στίχος όσο και η μουσική είναι άρτια δούλεμενα

Προτείνω και δεύτερη ανάγνωση των στίχων του τραγουδιού:
Το δηλητήριο στην φλέβα είναι όχι από ηρωίνη αλλά απ΄τις πίκρες
και τα φαρμάκια που έχει περάσει η λεγάμενη.Ενώ το “στην κλωστή και
στο βελόνι” σημαίνει ότι είναι μοδίστρα.Διαλέγετε και παίρνετε!
Η μουσική του τραγουδιού μου θυμίζει παλιό αρβανίτικο τραγούδι,αυτή
τη στιγμή δεν έχω πρόχειρο τον τίτλο του.(Θα τον βρώ όμως).
Ο Τσιτσάνης έχει γράψει καί το “σε λαχτάρησ΄αργιλέ μου” που κατά την
γνώμη μου έχει στίχο ρεπορτάζ γιά την χρήση ναρκωτικών.

Ο Τσιτσάνης κι ο αργιλές
Το ερώτημα για την σχέση του Β. Τσιτσάνη με το χασίσι είναι για τους φίλους του ρεμπέτικου ό,τι η σχέση του Σωκράτη με το κρασί για τους φιλοσόφους. Με μια διαφορά: Σε αντίθεση με τους φιλοσόφους, οι φιλορεμπέτες δεν αναζητούν και δεν προτείνουν κάποια απάντηση.
Αλλά μήπως είναι μόνο θέμα Τσιτσάνη; Οτιδήποτε έχει σχέση με σπουδαίους ανθρώπους που ακόμα έχουν μια σημασία για μας σήμερα, βρίσκεται σε ένα καθεστώς ιδιότυπης λογοκρισίας: Αν τολμήσεις και τα αγγίξεις, οι διάφοροι φίλοι κι οπαδοί του ή αγανακτισμένοι πολίτες θα σου την πέσουν ζητώντας σου τον λόγο. Κι όμως, η απομυθοποίηση είναι ο μόνος τρόπος για να ανανεωθεί ο μύθος αυτών των ανθρώπων και να διατηρηθεί επίκαιρο το νόημα του βίου και του έργου τους.
Ο Τσιτσάνης έχει γράψει μερικά από τα ωραιότερα και πιο διαφωτιστικά χασικλίδικα τραγούδια: Η Δροσούλα, Τα πέριξ, Η Λιτανεία, Δηλητήριο στη φλέβα, το πολυτραγουδισμένο Βαπόρι απʼ την Περσία και φυσικά το Σʼ ένα τεκέ μπουκάρανε, το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε το 1937, είναι μόνο μερικά από αυτά. Παρόλα αυτά ο Τσιτσάνης αρνούνταν ότι έκανε χρήση ουσιών. Όταν τον ρωτούσαν πώς εμπνεύστηκε αυτά τα τραγούδια, απαντούσε αόριστα “είδα”, “άκουσα”, αλλά ποτέ “δοκίμασα”.
Για παράδειγμα για την Δροσούλα αναφέρει:
“Ο Σιδέρης ήταν ένα άνθρωπος άγιος. Δεν είχε σχέση με τεκέδες. Όπως κι εγώ. Ήταν καλόκαρδος και πολύ ήσυχος άνθρωπος, σαν κορίτσι. Κι έτσι, κουβεντιάζοντας τακτικά με τον Σιδέρη για τους μάγκες και τα τέτοια, μού ʽλεγε: “Βρε Βασίλη, κάνε ένα τραγούδι για μένα να λέει για τον Σιδέρη”. Και τού ʽλεγα: “Θα σου κάνω, ρε, τραγούδι, αλλά θα σε κάνω τεκετζή”. Αυτά γινόντουσαν στη Θεσσαλονίκη το 1941 με ʼ42. Κι έτσι εγώ με την φαντασία μου έπλασα το μύθο του Σιδέρη και του τεκέ. Διότι τεκές του Σιδέρη δεν υπήρξε ποτέ στη Σαλονίκη, πράγμα άλλωστε πασίγνωστο.” (Κ. Χατζηδουλή, Βασίλης Τσιτσάνης. Η ζωή του, το έργο του, Νεφέλη 1980, σελ. 210-11)
Ακόμα πιο ερμητικός γίνεται όταν έρχεται η ώρα να μιλήσει για την Λιτανεία:
“Δεν χρειάζεται να με ρωτάτε όλοι σας πώς μου ήρθε και έγραψα τη Λιτανεία. Υπάρχουν και πράγματα που δεν εξηγούνται στη ζωή. Ζητάτε, λοιπόν, για όλα μια εξήγηση. Εγώ στο μυαλό μου έχω εικόνες, που όταν μού ʽρθει τις κάνω τραγούδια, τις ζωγραφίζω πάνω στο μπουζούκι και τις κάνω έργα. Έτσι έγινε και με το τραγούδι αυτό. Τό ʽγραψα στην Κατοχή στη Θεσσαλονίκη κάτω από τραγικές συνθήκες”. (ο.π., σελ. 214-5)
Έχει γράψει όμως κι ένα ωραίο καμηλιέρικο ο Τσιτσάνης, που με κανένα τρόπο δεν χωράει στην κατηγορία είδα-άκουσα κι έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο Σε λαχτάρισα αργιλέ μου:
Σε λαχτάρησα, αργιλέ μου,
να σε πιω μες στον τεκέ μου!
Μα τεκές πια δεν υπάρχει,
πω πω πω τι έχω πάθει!

Σένα είχα, αργιλέ μου,
πρώτο μάγκα στον τεκέ μου!
Και σου κάναν υποκλίσεις
και ο μάγκας κι ο ντερβίσης!

Μόλις έπεφτε η νύχτα
μπλόκα, τσίλιες, καρδιοχτύπια!
Ταχτικά σʼ απολογία
μας καλούσʼ η αστυνομία!

Οι τεκέδες ήταν όλοι
πέντε, κι έξω από την πόλη!
Πέντε τάληρα η τσίκα
στη σειρά κι η πιτσιρίκα!

Τώρα γράμματα-κορώνα
η ζωή με τη βελόνα!
Τ α σκληρά στη γκαρσονιέρα
με το θάνατο παρέα!
Τώρα, αργιλέ μου,
έφυγες απʼ τον τεκέ μου.
Κι απʼ την καταφρόνια,
μπήκες στα σαλόνια
……………Η λογοκρισία που επιβλήθηκε το 1937 δεν ασχολήθηκε μόνο με τον στίχο, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι, αλλά και με την μουσική (να κι άλλος ένας τομέας που ο ρόλος του Τσιτσάνη αξίζει να μελετηθεί σε βάθος και χωρίς προκαταλήψεις). Και βέβαια δεν ήταν μονοσήμαντη – δεν αφορούσε μόνο την ηχογράφηση ή την εκτέλεση ορισμένων τραγουδιών. Ήταν βαθύτερη, ήταν συνολικότερη και διεκδικούσε την συνολική ανακατασκευή της κοινωνικής ηθικής κι εν τέλει της συλλογικής -και της προσωπικής- μνήμης. Έτσι η χασισοποσία από έκφραση μαγκιάς κατάντησε στίγμα ανομολόγητο. Συνεπώς, ο εξοβελισμός του μαύρου και της σημασίας/λειτουργίας των τεκέδων στην ιστορία και την μνήμη του ρεμπέτικου τραγουδιού δεν ήταν μόνο η φυσική συνέπεια αλλά και το ζητούμενο. (Για το θέμα αυτό διαφωτιστικό είναι το βιβλίο του Κ. Βλυσίδη, Όψεις του Ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου 2004).
Μέσα σε αυτό το σκηνικό φαίνεται ότι η θέση του Βασίλη Τσιτσάνη ήταν σύνθετη: Από τη μια με πράξεις και με τον δημόσιο λόγο του διέδωσε και δικαίωσε και προώθησε αυτή την πολιτική και την ηθική. Ήταν πάντα πρόθυμος να ξανααφηγηθεί τις παλιές ιστορίες με τρόπο που θα ικανοποιεί το κοινό της κάθε εποχής. Αλλά στην τέχνη του ήταν γρανίτης. Σε συνεντεύξεις και στις “εξομολογήσεις” του μπορεί να έλεγε αυτά που πίστευε ότι ήταν σωστό και συμφέρον, αλλά στα μαγαζιά έπαιζε το Μη χειρότερα, Θεέ μου / έσπασα τον αργιλέ μου ή έγραφε τραγούδια που νοσταλγούσαν τις παλιές εποχές των τεκέδων. Αυτή η διττή στάση εξυπηρετούσε και την ιδιαίτερη θέση και ρόλο στην ιστορία του ρεμπέτικου που διεκδικούσε για τον εαυτό του. Και που, φυσικά, την είχε ήδη κατακτήσει.

http://fvasileiou.wordpress.com/2011/10/11/delias-prezakias/

ο Τσιτσάνης έγραψε και το τραγούδι Ηρωΐνη (Με παράσυρε εκείνη). Απλά το παραθέτω διότι δεν είναι και από τα πιο γνωστά του…

To αρβανίτικο τραγούδι που κατά την άποψη μου παρουσιάζει
σημαντική ομοιότητα στη μελωδία με το"δηλητήριο στη φλέβα" υπάρχει στην
συλλογή Αρβανίτικα τραγούδια(1) του Θ.Μωραϊτη και έχει τίτλο
“Σσκύβε νιe μενάτε ατίε”(Νο 12).
Συνεπώς συμφωνώ με τον Vasiligr ότι το τραγούδι του Τσιτσάνη έχει παραδοσιακή
αφετηρία.

Bilad,το Νο. 12 δεν το έχω ακούσει τραγουδισμένο. Όμως είναι καταγεγραμμένο σε ρυθμό 2/4. Δεν μπορεί να υπάρξει συγγένεια ανάμεσα σε ρυθμό χασάπικου (τέταρτο = 75) και καρσιλαμά! Και στη μελωδική γραμμή, η συγγένεια είναι ελάχιστη. Το μόνο που ταιριάζει είναι ο οκτασύλλαβος στίχος, ο οποίος όμως παραμορφώνεται φυσικά με τα τσακίσματα του καρσιλαμά (2223).

Αλωνίζοντας στο ιντερνετ επεσα πάνω σε αυτό…Γιά τον ορισμό Σκυλάδικο

Υπάρχει και στο “Άγιο Χασισάκι” του Ηλία Πετρόπουλου ένα άρθρο για τα σκυλάδικα αλλά δεν το έχω μπροστά μου και δεν το θυμάμαι. Αν καποιος το έχει…
Αν και νομίζω πως πιο σχετικά είναι τα λαικά με τα σκυλαδικα, αναφέρομαι στην έντονη αντίθεση των τραγουδιών του Διονυσίου κατα τις δαετίες του 60 και του 70 με αυτά της δεκαετίας του 80.
Το δηλητήριο στη φλέβα που αναφέρθηκε είναι ίσως εμπορικά δοσμένο

Είχε δίκιο ο Bilad. Η πρώτη τραγουδιστή φράση του «Δηλητηρίου» είναι ίδια με του αρβανίτικου τραγουδιού, απλώς έχει κι ένα έξτρα όγδοο στο τέλος. Το ότι δεν μπορεί να υπάρξει συγγένεια μεταξύ ρυθμών συρτού (όχι χασάπικου) και καρσιλαμά καθόλου δεν αποκλείει να παιχτεί η ίδια μελωδία και στους δύο ρυθμούς!

Αυτό δεν σημαίνει ότι είχε υπόψη του το αρβανίτικο τραγούδι: πρόκειται για μια στοιχειώδη μελωδική φράση που ο καθένας, όντας εξοικειωμένος με το Ουσάκ, θα μπορούσε να σκεφτεί. Δεν αποκλείεται να υπάρχει η ίδια και σε ελληνόφωνα παραδοσιακά (μάνι μάνι, μοιάζει πολύ με το Πώς το τρίβουν το πιπέρι στην πιο γνωστή και συνηθισμένη μελωδία του), ή και σε ρεμπέτικα εκτός από το συγκεκριμένο.

(Άκουσα το αρβανίτικο εδώ.)

(η υπογράμμιση δική μου)
Ε, υπάρχει κάποια μακρυνή συγγένεια ανάμεσα στις δύο μελωδικές γραμμές, αλλά όχι και ότι είναι ίδια. Σε ό,τι όμως αφορά το ρυθμό, πράγματι ο Μωραΐτης σημειώνει «1/4 = 75». Σε αυτό το τέμπο, αδύνατον να χορευτεί συρτός. Μόνο «ζυγτακί», όχι κανονικό χασάπικο, από «λαϊκό μπαλέτο» δεκαετίας ΄60 χορεύεται τόσο αργά. Άσε που στον σύνδεσμο που παρατίθεται, μάλλον ως
σκυλοτσιφτετέλι χορεύεται το κομμάτι, όχι ως κανονικός συρτός.