Μετά από μια σχετικά ενδελεχή διερεύνηση του forum είδα να αναπτύσσονται θέματα όπως Καζατζίδης-Μπιθικώτσης, δωρική ή μή εκτέλεση τργουδιού κλπ με πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις και αναλύσεις.
Δεν είδα όμως ακόμα μια φορά να συζητιέται καθόλου το ζήτημα της προσωδίας (Πολυδ. (IV, 64): "και γαρ Πλάτων… τας προς κιθάραν ωδάς προσωδίας αρέσκει καλείν" (και ο Πλάτων… προτιμά [αρέσκεται] να ονομάζει προσωδίες τις ωδές με συνοδεία κιθάρας). Ησ. : "προσωδία μετ’ οργάνου ωδή". Πρβ. Ε.Μ. 690.) Της ορθής δηλαδή εκφοράς του λόγου (τονισμός, διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων, παύσεις κλπ) κατά την διάρκεια του τραγουδιού. Και τονίζω το “ακόμα μια φορά”, γιατί από μικρές ερασιτεχνικές προσπάθειες αναζήτησης καποιας μελέτης επί του θέματος ή συζητήσεις που έχω κάνει κατά καιρούς, ανακαλύπτω ότι δεν δίνεται ιδιαίτερη σημασία στο ζήτημα από τους τραγουδιστές (πλήν της αναπνοής φυσικά).
Έτσι ο Μπιθικώτσης είναι μεγάλος - κατά τη γνώμη μου - γιατί αν προσέξει κανείς θα παρατηρήσει ότι στην ουσία απαγγέλει μουσικά. Ο Βαμβακάρης κάνει αξέχαστες ερμηνείες για τον ίδιο λόγο. Κι’ ο Τσιτσάνης και αρκετοί ρεμπέτες. Φυσικά ο Ζαμπέτας. Ακόμα και του Αυλωνίτη η ερμηνεία στο αρχοντορεμπέτικο “βρε παλιομισοφόρια” ή του Χορν στις “χάντρες”, είναι για τον ίδιο λόγο αξεπέραστες. Λόγω διαισθητικής αντίληψης της γλώσσας και όχι γιατί έβγαλαν την φιλολογία.
Επίσης τα πολυχρησιμοποιημένα από διάφορους μουσικά χρώματα ή και ολόκληρα τραγούδια, ειδικά αυτά που αποτελούν folklore και δεν είναι αποτέλεσμα ενός και μόνον συνθέτη και στιχουργού, συνήθως καταλήγουν να “μένουν αθάνατα” όταν επενδύονται με πολυδουλεμένους (σε αριθμό επεμβάσεων) στίχους και να σου δίνουν στην τελική τους μορφή την ίδια με παραπάνω αίσθηση. Είτε είναι ρεμπέτικα, είτε δημοτικά.
Αντίθετα οι τραγουδιστές σαν τον Καζατζίδη, με τεράστιες φωνητικές δυνατότητες, αλλά με ερμηνευτικές επιρροές από ξενόγλωσσο τραγούδι της ευρύτερης και όχι μόνον περιοχής μας (ιδιαίτερα μετά τους Βαλκανικούς πολέμους κι την Μικρασιατική καταστροφή), δεν ακολουθούν πάντα τους προσωδιακούς κανόνες της ελληνικής γλώσσας, τραβώντας την φωνή σε διαφορετικά σημεία απ’ αυτά που η γραμματική της κάθε λέξης επιτάσσει, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να τραγουδήσεις τα κομμάτια τους χωρίς να καταντήσεις γελοίος, αδιάφορο αν οι μουσικοί δρόμοι πάνω στα οποία είναι γραμμένα δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί. Γιατί δεν είναι εύκολο στον καθένα να μετατρέπει τα βραχέα σε μακρά και το αντίστροφο, ή να τονίζει την λέξη αλλού από εκεί που πέφτει ο τόνος και να ακούγεται …
Το ίδιο φαινόμενο παρατηρώ τελευταία με το πολυπολιτισμικό καψουροτράγουδο που μας κατακλύζει, στο οποίο η μίμηση είτε των Αγγλοσαξονικών σκέρτσων στο τέλος της μουσικής φράσης ή το ανατολίτικο λίγωμα έχουν καταντήσει must! Όπως και στα “νεοδημοτικά” που αδυνατώ ακόμα και να καταλάβω τί λένε!!!
Θα μ’ ενδιέφεραν οι απόψεις επί του θέματος, οπως και οι όποιες πληροφορίες για το αν έχει μελετηθεί από κάποιον.