Είναι πολύ σημαντικό να θυμόμαστε ότι δεν πρέπει να κρίνουμε τα παλιά γεγονότα με τα σημερινά δεδομένα. Σήμερα συνήθως θεωρούμε ότι ένα τραγούδι έχει συγκεκριμένη μορφή, όχι ρευστή: αυτούς και όχι άλλους στίχους, τόση και όχι άλλη διάρκεια κλπ… Αυτό είναι μία αντίληψη σχετική με την έννοια της πνευματικής ιδιοκτησίας, για να ξέρουμε ποιος έγραψε το καθετί. Επίσης είναι σχετική με το ότι τα τραγούδια τα μαθαίνουμε κυρίως από δίσκους.
Παλιότερα αυτή η αντίληψη ίσχυε μόνο για την έντεχνη μουσική, που έτσι κι αλλιώς τυπωνόταν σε παρτιτούρες ακόμη και πριν την εφεύφεση του φωνόγραφου. Για τη λαϊκή μουσική κανείς δεν ασχολιόταν ποιος το έγραψε, ούτε υπήρχε συνειδητή προσπάθεια να λένε ένα τραγούδι ίδιο κάθε φορά που το έλεγαν και διαφορετικό από τα άλλα. Ακόμη και σήμερα μερικά μουρμούρικα όπως η “Παξιμαδοκλέφτρα” διατηρούν ζωντανή τη ρευστή τους μορφή, και κάθε φορά που το λέει μια παρέα υπάρχουν μερικά στιχάκια παραπάνω ή παρακάτω, η σειρά είναι ελεύθερη, λέμε στιχάκια που μπορεί να υπάρχουν και σ’ άλλο τραγούδι κλπ… Αυτό παλιά ήταν ο κανόνας για τη λαϊκή μουσική.
Πιστεύω προχείρως (αν και θέλει πολού ψάξιμο, και διδακτορικό θα μπορούσε να γίνει) ότι η ιδέα των λαϊκών τραγουδιών με σταθερή μορφή άρχισε να δημιουργείται όταν τέθηκε ζήτημα πνευματικής ιδιοκτησίας και όταν διαδόθηκε η χρήση του δίσκου. Μάλιστα η Μαζαράκη στο βιβλίο που ανέφερα πιο πάνω τα συνδέει αυτά τα δύο, λέγοντας ότι οι κλαριτζήδες έσπευδαν να ηχογραφούν τα κομμάτια “τους” για να τα έχουν κατοχυρωμένα.
Έτσι αρχίζει η επώνυμη δημιουργία. Όμως η έννοια της επώνυμης και συγκεκριμένης δημιουργίας δεν άλλαξε τον κόσμο από τη μια μέρα στην άλλη. Οι παρέες που τραγουδούσαν τα μουρμούρικα σε ταβέρνες, τεκέδες και φυλακές ούτε την ήξεραν ούτε νοιάζονταν γι’ αυτήν. Ο Βαμβακάρης από αυτές τις παρέες βγήκε, μέσα σ’ αυτές (και παλιότερα στην παράδοση της Σύρας) διαμόρφωσε τη μουσική του ταυτότητα, αλλά η εμπλοκή του με επαγγελματικά κυκλώματα και δισκογραφικές εταιρείες τον έκανε να τη μάθει. Έτσι τον βλέπουμε σε μερικά τραγούδια να εμφανίζεται σαν φορέας της παλιάς αντίληψης και σε άλλα της νέας. Ο Μπάτης, που ήταν λιγότερο επαγγελματίας, παρέμεινε στην παλιά σχολή και τα τραγούδια του έχουν πιο ελεύθερη μορφή. Οι Σμυρνιοί, προερχόμενοι από ένα μέρος όπου οι εξελίξεις στη μουσική των πόλεων βρίσκονταν πιο μπροστά απ’ ό,τι στην Αθήνα, βρίσκονται πιο πολύ στην πλευρά της επώνυμης και συγκεκριμένης δημιουργίας. Και λίγο έτσι λίγο αλλιώς, τελικά το νέο εκτόπισε το παλιό.
Όταν ανήκεις στην παλιά σχολή, της ανώνυμης δημιουργίας, είναι φυσικό να αναπλάθεις το προϋπάρχον υλικό και να προσθέτεις σ’ αυτό τις δικές σου πινελιές. Δεν δημιουργείς πράγματα εντελώς πρωτότυπα, γιατί τότε θα ανήκες στην άλλη σχολή, αλλά ούτε και επαναλαμβάνεις πιστά τα παλιά, γιατί… Γιατί απλούστατα τι να επαναλάβεις; Πώς να επαναλάβεις “πιστά” ένα τραγούδι που ποτέ δεν το άκουσες δύο φορές ίδιο;
Ο Μάρκος έγραψε τραγούδια που ήταν καθαρά δικά του, αλλά και σ’ αυτά οι ηχογραφήσεις δείχνουν ότι ακόμη και τη στιγμή που έμπαινε στο στούντιο δεν είχε αποφασίσει πόσες φορές θα παίξει την εισαγωγή και πόσα άδεια μέτρα μεσολαβούν ανάμεσα σε δύο στίχους. Μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι κάποιος μέσα στο στούντιο μέτραγε το χρόνο και του έκανε νόημα “κλείσ’ το” ή “παίξε κι άλλο”! Αυτές είναι συμπεριφορές ανθρώπου που δεν έχει καλοχωνέψει την ιδέα ότι ένα τραγούδι είναι έτσι κι όχι αλλιώς. Όμως από τη στιγμή που αποτυπώνεται στο δίσκο είναι πλέον έτσι, όχι αλλιώς!
Κι έγραψε κι άλλα που δεν ήταν καθαρά δικά του, ή και καθόλου. Αλλά το “δικό του / μη δικό του” είναι μια έννοια σημερινή, όχι της εποχής του Μάρκου.
— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 00:55 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 00:44 —
Ελπίζω να μην νομίσει κανείς ότι κάνω το δάσκαλο. Απλώς εξηγώ πώς το βλέπω εγώ!