"Πεφρωνία η Σπαρτιάτισσα"

Ένα τραγούδι το οποίο αναφέρεται σε πραγματικό περιστατικό που συνέβη στον Άγιο Ιωάννη Σπάρτης, με άγνωστη την ακριβή ημερομηνία.
Το παραθέτω γιατί αξίζει τον κόπο να προσέξουμε τους στίχους του οι οποίοι φωτογραφίζουν το συμβάν, αλλά και τα ήθη της εποχής, μια και η πρωταγωνίστρια / θύμα διανοήθηκε όχι μόνο να πάει στο καφενείο, αλλά και να χορέψει (και όχι ό,τι κι ό,τι, “ευρωπαϊκά”… ) ακόμα και να φουμάρει!

Πράξη ατιμωτική για την οικογένειά της και έτσι ο ίδιος της ο αδερφός τη σκότωσε, για να σώσει την τιμή του αλλά και την τιμή της οικογένειά τους.

Το τραγούδι ηχογραφήθηκε στην Αμερική το 1929. Μια εκδοχή των στίχων, η παρακάτω:

Στη Σπάρτη στον Αη Γιάννη
βαρούνε τα βιολιά, (ή: “Στης Σπάρτης τα περβόλια, στης Σπάρτης τα στενά…”)
χορεύει η Φεβρωνία με τα ευρωπαϊκά.
Δυο φίλοι του αδερφού της την εγνωρίσανε,
και αμέσως στο Βαγγέλη το μαρτυρήσανε.
Τι κάθεσαι Βαγγέλη, δεν πας στον καφενέ,
να δεις την αδερφή σου, φουμέρνει ναργιλέ.
Αμέσως ο Βαγγέλης μπαίνει στον καφενέ,
δυο τουφεκιές της ρίχνει, την παίρνει ξέσκουλα,
της ρίχνει κι άλλη μια, την παίρνει στην καρδιά.

Ακούστε το [b][u]εδώ.[/b][/u]

1 «Μου αρέσει»

Αμφιβάλλω για την τοποθεσία. Το τραγούδι είναι πανελλήνιο, με παραλλαγές στον τόπο που αναφέρεται, στο όνομα της κοπέλας (συνήθως Ανδρονίκη, ενίοτε χωρίς όνομα) και σε μικρολεπτομέρειες της διατύπωσης.

  • Κύπρος: Ανδρονίκη, σε μέρη ελληνικά (μάλλον διόρθωση αντί του συνηθέστερου στα μέρη της Ελλάς), αδερφός = Βαγγέλης.
  • [Αγνώστου τόπου] Αγγελική Καραγιάννη ΗΠΑ 1928: Κατερινιώ, στης Πάτρας τα χωριά, αδερφός = Βαγγέλης. Στο σκοπό του Από ξένο τόπο. [Δεν ξέρω αν πρόκειται για απλό συμφυρμό, αλλά οι τελευταίοι στίχοι συμπίπτουν με το βορειοθρακιώτικο [i]Σ’ ένα στενό σοκάκι[/i] που κατά βάση μοιάζει να λέει άλλη ιστορία.]

Το έχω ακούσει και Ροδίτικο, όπου νομίζω ότι ως τόπος αναφερόταν ένα χωριό της Ρόδου, την κοπέλα δε θυμάμαι πώς τη λένε αλλά ο αδερφός είναι σταθερά Βαγγέλης. Πάντως είχα διαβάσει (σε σχόλιο δίσκου με μιαν άλλη εκτέλεση, ίσως θρακιώτικη [;]) ότι στατιστικά ο συχνότερα αναφερόμενος τόπος είναι της Πάτρας τα χωριά.

Δυστυχώς αυτά τα γράφω από μνήμης και μάλιστα ασθενούς.

Όπως δείχνει και η υπόθεση και η ποιητική φόρμα και οι παραλλαγές, πρόκειται για ρίμα των ποιητάρηδων: τραγούδι όχι πολύ παλιό, ίσως τέλη 19ου - αρχές 20ού, δημιουργημένο από κάποιον συγκεκριμένο που δεν τον ξέρουμε μεν αλλά δεν είναι ο «ανώνυμος λαός», και κυκλοφορημένο αρχικά κατά τρόπο επαγγελματικό, όχι μόνο προφορικά αλλά πιθανότατα και σε μορφή φυλλάδας. Βέβαια στα διάφορα μέρη όπου έφτασε έγινε δημοτικό, δηλαδή πέρασε στις κατά τόπους προφορικές παραδόσεις όπου ο καθένας πρόσθεσε, αφαίρεσε και διασκεύασε κατά το δοκούν.

Τέτοια περιστατικά θα είχαν συμβεί και σ’ άλλα μέρη. Ίσως όχι με τόση ομοιότητα στις λεπτομέρειες (και ρούχα ευρωπαϊκά, και στον καφενέ, και ναργιλέ, και -όπως λένε κάποιες παραλλαγές- να παίζει χαρτιά, και -σύμφωνα με άλλες παραλλαγές- παρέα μ’ έναν παλικαρά), αλλά, έστω και ένα από αυτά να έκανε μια κοπέλα, πάντα θα βρισκόταν κάποιος αδερφός με ιδιαίτερα καλλιεργημένη ευαισθησία σε ζητήματα οικογενειακής τιμής.

Από κει και πέρα, είναι γνωστό ότι σ’ όλα τα χωριά συνέβη το αυθεντικό περιστατικό. Επίσης σ’ όλα τα χωριά βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας που την μεταφέραν κι εκείνη επέστρεφε μόνη της, και σ’ όλα τα βουνά υπάρχει ο αυθεντικός κρίκος όπου έδεσε ο Νώε την κιβωτό. Κυρίως όμως στο δικό μας χωριό / βουνό.

Υπέροχος σκοπός και εκτέλεση. Τι μου θυμίζει όμως;

Προσυπογράφω τον προλαλήσαντα

Επίσης, στην παραπεμπόμενη ηχογράφηση ακούγεται νομίζω έτσι:

Στη Σπάρτη στον Άη Γιάννη βαρούνε τα βιολιά
χορεύει η Πεφρωνία, (η Πεφρωνία) με τα ευρωπαϊκά

Δυό φίλοι του αδερφού της την εγνωρίσανε
κι αμέσως στο Βαγγέλη, (στο Βαγγέλη) τη μαρτυρήσανε

Τι κάθεσαι Βαγγέλη δεν πας στον καφενέ
να ιδείς την αδερφή σου βρε Βαγγέλη φουμάρει αργιλέ

Αμέσως ο Βαγγέλης πάει στον καφενέ
μιά τουφεκιά της ρίχνει την κακούργα την παίρνει ξέσκουρα
την ξαναδευτερώνει την κακούργα της παίρνει την καρδιά

Τώρα για το αν χορεύει ευρωπαϊκά, κρατάω επιφυλάξεις, μάλλον είναι ντυμένη ευρωπαϊκά (όπως μας λέει η αναφερθείσα παραλλαγή: «Ο Βαγγέλης» με την Α. Καραγιάννη του 1928)

Κι εγώ με τον Περικλή θα συμφωνήσω. Ο Καράς το έχει καταγραμμένο ως “Πελοποννήσου” με αυτούς τους στίχους:

Το μάθατε τι εγίνη στη Σπάρτη μια βραδυά,
π’ εντύθ’ η Πεφρονία / την κακούργα / στα ευρωπαϊκά
Πέρνει τον εραστή της, πάει στον καφενέ,
στον καφετζή διατάζει / την κακούργα / καφέ και αργιλέ.

Πιθανόν να έχει καταγραμμένους και επιπλέον στίχους ο Καράς, αλλά εγώ το βρήκα στα τεύχη εκμάθησης της μουσικής, όπου φέρνει κάποια παραδείγματα και αν το τραγούδι είναι μεγαλούτσικο, βάζει μόνο τους πρώτους στίχους.

Η μελωδία είναι πανομοιότυπη με αυτή της Βασιλάκου (το “εδώ” της Ελένης). Ο Καράς την κατατάσσει ως “Έσω πλάγιος του Δευτέρου μαλακός χρωματικός εκ του Νη”.

Πιθανότατα προσαρμόστηκε το υπάρχον ήδη τραγούδι, όπου αντί για καφενέ της downtown (μάλλον) Σπάρτης, βαρέσαν τα βιολιά στον Αη Γιάννη και αντί για το Ανδρονίκη χρησιμοποιήθηκε το πραγματικό όνομα της Σπαρτιάτισσας σουφραζέτας, που πέρασε και στην παραλλαγή του Καρά. Ας σημειώσουμε ότι και η Βασιλάκου (από πού να κατάγεται άραγε;) Πεφρονία την ονομάζει. Όσο για το αν το έγκλημα ήταν η ένδυση ή η όρχηση, και στου Καρά την εκδοχή για ένδυση γίνεται λόγος.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 23:54 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 23:44 —

Μήπως τα δώδεκα ευζωνάκια;

Δε νομίζω ότι έχει νόημα να βρούμε πραγματικά και κατά γράμμα τι υποτίθεται πως έγινε. Εδώ δεν ξέρουμε πώς τη λέγαν και πού ήταν, στο αν χόρευε θα κολλήσουμε;

Πάντως τα “ευρωπαϊκά” (οι χοροί) είναι υπόθεση όχι παλιότερη, νομίζω, από τον μεσοπόλεμο. Βαλς, πόλκες, τανγκό, φοξ αγγλέ και τροτ, με τραγούδια όχι κατ’ ανάγκην ευρωπαϊκα αλλά συχνά και ελληνικά. Μερικοί τέτοιοι χοροί σώζονται ακόμη σε τοπικές παραδόσεις. Βαλς και τανγκό στην Ικαρία, πόλκα στην Τζια και την Ανάφη, “χορός της σκούπας” που είναι αστεία παραλλαγή της πόλκας στη Λέρο και την Πάτμο αλά και στους Ποντίους. Και στην Κάρπαθο έτυχα μια φορά να παίζει ένας ηλικιωμένος λυράρης ταγκό και να χορεύουν οι συνομήλικοί του - δεν είθισται, αλλά θα είχε γίνει μόδα κάποτε, και σ’ ένα πανηγύρι αποφάσισαν να θυμηθούν για λίγο τα παλιά.

Στην Πάτμο η πόλκα λέγεται “κολλητός”. Εκεί είναι όλο το σκάνδαλο, ότι αυτοί είναι αγκαλιαστοί χοροί. Μάλιστα στην Τζια η πόλκα, εκ λόγων σεμνότητας αρχικά - παράδοσης αργότερα, δε χορεύεται αγκαλιαστά αλλά με το ζευγάρι να βαστάνε ο ένας τα μπράτσα του άλλου κρατώντας τα σώματά τους όσο γίνεται πιο μακριά (χωράει να μπει τρίτος ανάμεσα!). Έστω κι έτσι, δεν αμφιβάλλω ότι αρχικά θα υπήρξε τρομερή κατακραυγή, γιατί όχι και φονικά. Όμως το τραγούδι που μας ενδιαφέρει είναι μάλλον παλιότερο. Εκτός βέβαια αν, πριν από τα μεσοπολεμικά “ευρωπαϊκά”, είχε υπάρξει και παλιότερη ανάλογη μόδα.

Ως προς την εκδοχή της ένδυσης, σε αρκετά δημοτικά τραγούδια οι “Φραγκοπούλες”, δηλαδή οι φραγκοφορεμένες, εκθειάζονται ως πρότυπα ομορφιάς (π.χ. 1, 2, 3). Αναμφίβολα κι αυτές στην αρχή θα φάγαν από κράξιμο έως και βίαιη καταστολή.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 00:20 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 00:17 —

Χα!

Ναι, μεταλλαγμένα όμως με γονίδια από το “Στενό φαρδύ σοκάκι μου”.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 00:23 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 00:20 —

Να κι άλλη μια παραλλαγή, στο σκοπό του “Κοφτού”: https://www.youtube.com/watch?v=nvgJO1GEB5E

Ε, όλα δικά μας, δε γίνεται…

Το πράγμα έχει απασχολήσει και την ομογένεια της Αμερικής:

Διχάζει η πατρότητα της “Αντρονίκης”, ενός δημοφιλούς λαϊκού άσματος

«Εθνικός Κήρυκας» της Νέας Υόρκης
20/4/2014

Διαπράχθηκε άγριο έγκλημα για… λόγους τιμής. Ο Βαγγέλης σκότωσε την αδελφή του, την Αντρονίκη, γιατί πήγε στο καφενείο και έπαιζε χαρτιά με έναν άνδρα, πίνοντας, παράλληλα και ναργιλέ.
Αυτή είναι μια συγκλονιστική ιστορία που περιγράφεται σε παραδοσιακό τραγούδι, η προέλευση του οποίου προκαλεί τις τελευταίες μέρες έριδες
σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αρκετοί υποστηρίζουν ότι πρόκειται για παραδοσιακό κυπριακό τραγούδι, άλλοι θεωρούν ότι έχει προέλευσή του την Ρόδο, άλλοι μιλούν για τη Θράκη, ενώ υπάρχουν και εκείνοι που αναφέρουν την Πάτρα.
Βρήκαμε το τραγούδι στο youtube, με εκτελεστή την γνωστή Ελληνίδα ερμηνεύτρια παραδοσιακών τραγουδιών, την Μάρθα Φριντζήλα. Το τραγούδι περιγράφεται ως «παραδοσιακό κυπριακό τραγούδι με την θεϊκή φωνή της Μάρθας».
Η Βιβή Γ. Κανελλάτου, εθνομουσικολόγος με ειδίκευση τη διδασκαλία τραγουδημάτων, που ανήκουν στον Ελληνικό μουσικό αστικό και λαϊκό πολιτισμό σε προσωπική της ιστοσελίδα στο ίντερνετ υποστηρίζει ότι το συγκεκριμένο τραγούδι υπό τον τίτλο «η Αντρονίκη» είναι «τραγούδι αφηγηματικό με προέλευση από την Κύπρο». Παραθέτει μάλιστα και τους στίχους του τραγουδιού προσαρμοσμένους από την κυπριακή διάλεκτο στην πανελλήνια δημοτική. Είναι οι ακόλουθοι:

Εμάθατε τι γίνει σε μέρη ελληνικά,/ντύθηκε η Αντρονίκη ρούχα ευρωπαϊκά.
Φορεί τα παντελόνια και πάει στον καφενέ,/του καφετζή προστάζει καφέ και (ν)αργιλέ.
Τραβά και ʽνα τραπέζι και ένα μάτσο χαρτιά,/κι αρχίνησε να παίζει μʼ έναν παλικαρά.
Δυο φίλοι τʼ αδερφού της την (ε)γνωρίσανε,/πηγαίνουν στο Βαγγέλη του το μηνύσανε.
Τʼ άκουσε ο Βαγγέλης πολύ (ε)θύμωσε,/επήγε από το σπίτι καλά αρματώθηκε.
Πιάνει ευθύς την στράτα (δρόμο) και πάει στον καφενέ,/βρίσκει την Αντρονίκη φουμάρει (ν)αργιλέ.
Κρίμα σου Αντρονίκη την τέχνη που ʽπιασες,/όλη τη γενεά μας εσύ (ε)ντρόπιασες.
Άφησʼ με βρε Βαγγέλη να παίξω τα χαρτιά,/μʼ αυτό το παλικάρι αφού με αγαπά.
Τραβάει το πιστόλι την πυροβόλησε,/απʼ το δεξί βυζί της η σφαίρα πέρασε.
Σέρνει και το μαχαίρι από τη θήκη του,/την έσφαξε αμέσως την Αντρονίκη του.
Την ώρα που την ʽβγαζαν από το σπίτι της,/όλοι τους (ε)θρηνούσαν τα μαύρα φρύδια της.
Και σαν την (ε)περνούσαν από τα μαγαζιά,/όλοι τους (ε)θρηνούσαν την τόση ομορφιά.
Και σαν την (ε)περνούσαν από τον καφενέ,/έσπασαν τα φλιτζάνια που ʽπιναν τον καφέ.
Κι όταν την κατεβάζανʼ μέσα στο μνήμα της,/δυο φίλοι τʼ αδερφού της είχαν το κρίμα της.

Με παραλλαγές, μικρές ή και μεγαλύτερες παρουσιάζεται το συγκεκριμένο τραγούδι, με την εκδοχή ότι δεν είναι κυπριακό. Ο Γιάννης Κλαδάκης, από τη Ρόδο το ερμηνεύει ως παραδοσιακό τραγούδι της Ρόδου. Σε εξειδικευμένο ιστοχώρο αναφέρεται ότι «οι άνθρωποι σε κάθε τόπο, προσάρμοζαν το ίδιο τραγούδι σε παρόμοια περιστατικά της περιοχής τους».
Ο Μιχάλης Τερλικκάς, ερευνητής – ερμηνευτής παραδοσιακής μουσικής της Κύπρου, έδωσε στον «Εθνικό Κήρυκα» τη δική του εκδοχή. Άκουσε για πρώτη φορά το συγκεκριμένο τραγούδι από Κύπριο λαϊκό ποιητάρη Ανδρέα Μαππούρα, ο οποίος γεννήθηκε στην Αραδίππου στις 18/12/1918 και πέθανε στις 16/3/1997. Στη συνέχεια το άκουσα και από πολλούς ηλικιωμένους σε διάφορες παραλλαγές.
Σύμφωνα με τον κ. Τερλικκά, «το αφηγηματικό αυτό τραγούδι, αναφέρεται σε μια πραγματική ιστορία που συνέβη στον ελλαδικό χώρο στα τέλη του 19ου ή στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο τόπος μαρτυρείται από τις διάφορες παραλλαγές. Μία παραλλαγή λέει: «Εμάθετε τι ʼγίνην στης Πόλης τα χωριά…», μια άλλη: «Εμάθετε τι ʼγίνην στης Πάτρας τα χωριά…». Η παραλλαγή της «Αντρονίκης» την οποία ερμηνεύει ο κ. Τερλικάς αναφέρεται αόριστα, «Εμάθετε τι ʼγίνην σε μέρη ελληνικά…».
Ο κ. Τερλικκάς αναφέρεται και στη χρονική περίοδο αλλά και στο μέρος όπου έλαβε χώρα η ιστορία της Αντρονίκης. Λέει ο κ. Τερλικκάς: «Aπό τις αφηγήσεις πολλών ηλικιωμένων οι οποίοι το άκουσαν από τις μανάδες ή τις γιαγιάδες τους, οι οποίες με τις σειρά τους το είχαν ακούσει από τους ποιητάρηδες της εποχής, το τραγούδι τοποθετείται γύρω στο 1930. Έχοντας λοιπόν υπʼ όψιν το γεγονός ότι συνήθως οι ποιητάρηδες έκαναν τραγούδια συγκλονιστικά γεγονότα της επικαιρότητας υποκαθιστώντας κατά κάποιο τρόπο τα μέσα ενημέρωσης που την εποχή εκείνη ήταν υποτυπώδη, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το γεγονός πρέπει να ήταν σχετικά πρόσφατο. Την υπόθεση αυτή ενισχύει και η ύπαρξη κατά την ίδια εποχή τραγουδιού με τον ίδιο τίτλο στην Μικρά Ασία το οποίο αφηγείται την ίδια ακριβώς ιστορία. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η μικρασιάτικη παραλλαγή δεν έχει την ίδια μελωδία με την κυπριακή, κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πιθανόν στην Κύπρο να μην έφτασε το τραγούδι, αλλά η ιστορία την οποία όπως φαίνεται πήρε κάποιος άγνωστος ποιητάρης της εποχής και την έκανε τραγούδι. Το πιθανότερο όμως, είναι να έφτασε στην Κύπρο σε μορφή στίχου, σε κάποια φυλλάδα και να το μελοποίησε σε αυτό το αφηγηματικό ύφος κάποιος κύπριος ποιητάρης, προσαρμόζοντάς το με τη διάλεκτο και κάνοντας τις δικές του μετατροπές στον στίχο. Είναι πάντως γεγονός ότι στις αρχές του περασμένου αιώνα ήταν πολύ διαδεδομένο και δημοφιλές στην Κύπρο, διότι σχεδόν όλοι οι ηλικιωμένοι με τους οποίους συνομίλησα το θυμούνταν με συγκίνηση».

(Τέλος του άρθρου)

Να και οι αυθεντικοί κυπριακοί στίχοι, όπως τους βρήκα στο Δίκτυο:

Εμαθετέ τι εγίνην στα μέρη της Ελλάς/Ντύθην η Αντρονίκη ρούχα Ευρωπαϊκά
Φορεί τα παντελόνια τσε πάει στον καφενέ/Τον καφετζήν προστάζει καφέ και ναργελέ
Ζητά τσε ενα τραπέζι τσε μιαν μάτσαν χαρτιά/τσι αρκίνησεν να παίζει μ’ έναν παλλήκαραν
Δυο φίλοι τʼ αδερφού της που την γνωρίζασιν /Πάσιν εις τον Βαγγέλη, τσι του το ειπασιν
τρεξε Βαγγελη τρεξε κατω στον καφενέ/Να δεις την Αντρονικην που πίνει ναργελέ
Βαγγέλης σαν τ’ ακούει πολλά θημώθηκεν /πιάννει τσε 'ναν μασιέριν τσι αναρματώθηκεν
Κρίμας σε Αντρονικη, κρίμας στο μπόι σου /Εντρόπιασες κι εμένα τσι ούλλον το σόι σου
άφες με ρε Βαγγέλη να παίξω τα χαρτιά/με τουτο το παλληκάριν αφούς με άγαπα
Τραβά τσε το μασιέριν απο την θήκην του /τσι έκοψεν τον λαιμόν της της Αντρονίκης του
Όταν την επερνούσαν από τον καφενέ/έσπαζαν τα φλυτζάνια που πίννασιν καφέν
τσι όταν την επαιρνούσαν απο τα σπίθκια της/μικροί μεγάλοι κλάψαν τα μαύρα φρύδια της
και όταν την κάτεβάσαν μεσά στο μνήμα της/δυο φίλοι του άδελφου της είχαν το κρίμαν της

Ιδού και παραλλαγή από την Αντίπαρο:

Η Ανδρονίκη

Τα μάθατε τι έγινε στης Πόλης τα στενά; /Εντύθηκε μια νέα, η κακούργα εις τα ευρωπαϊκά.
Τον εραστή της παίρνει, πάει στον καφενέ, /τον καφετζή διατάζʼ η κακούργα σουμάδα κι αργιλέ.
Οι φίλοι τʼ αδερφού της την εγνωρίσανε, /στον αδερφό της πάνε την κακούργα, τη μαρτυράνε.
Τι κάθεσαι, Βαγγέλη, δεν πας στον καφενέ /να δεις την αδερφή σου, την κακούργα πώς πίνει αργιλέ.
Σηκώνεται ο Βαγγέλης, πάει στον καφενέ, /βλέπει την αδερφή του την κακούργα, που πίνει αργιλέ.

Άντε, βρε Αντρονίκη, πάμε στο σπίτι μας, /το μάθαν οι γονείς μας, καημός και λύπη μας.
Ώρα καλή, Ανδρονίκη, πούνʼ το ρολόι σου; /Ρεζίλεψες εμένα κι όλο το σόι σου.
Άσʼ με, Βαγγέλη, άσʼ με τον αργιλέ να πιω /με τον Πετροπουλάκη, το νέο που αγαπώ.
Απʼ τα μαλλιά την άρπαξε και χάμω την πετάει. /Βγάζει μαχαίρι κοφτερό και την καρδιά τρυπάει.
Όταν την επερνούσαν από τον καφενέ, /στρέψαν τα φλιτζανάκια και χύναν τον καφέ.
Όταν την επερνούσαν απʼ τη μάνα της, /μικροί, μεγάλοι κλαίγαν την ομορφάδα της.

1 «Μου αρέσει»

Παρακάτω παραθέτω μιά παραλλαγή που έφτασε σε μένα μέσα απ΄το οικογενειακό κανάλι
και παρουσιάζει τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
1)Απουσιάζει ηθελημένα ή αθέλητα το ερωτικό στοιχείο και σαν αίτιο του φόνου εμφανίζεται
τό ότι η γυναίκα εφόρεσε ευρωπαϊκά(παντελόνια) και έπινε αργιλέ.
2) Οπως στίς παραπάνω καταγραφές Καρρά και Αντιπάρου υπάρχει επανάληψη της λέξης
“κακούργα” .Αυτό κατά την γνώμη μου συνιστά έμμεση επιδοκιμασία του φόνου.
3)Ο τρόπος τέλεσης του φόνου παρουσιάζεται με ιδιαίτερη ωμότητα.
Η μελωδία είναι παρόμοια με αυτήν της Καραγιάννη χωρίς να ταυτίζεται.

Εμάθατε τί γίνηκε στής Πάτρας τα χωριά
που ντύθηκε μιά νέα-την κακούργα-τα ευρωπαϊκά

Τρείς φίλοι τ΄αδερφού της την εγνωρίσατε
και στον Βαγγέλη πάνε-την κακούργα-την μαρτυρήσανε

Τί κάθεσαι Βαγγέλη δεν πας στον καφενέ
να δεις την αδερφή σου-την κακούργα-να πίνει αργιλέ

Κινάει ο Βαγγέλης και πάει στον καφενέ
βρίσκει την αδερφή του-την κακούργα-να πίνει αργιλέ

Τρεις μαχαιριές της δίνει στην δεξιά πλευρά
της έβγαλε τα σκώτια τα πλεμόνια κι όλα τα σωθικά

Το κείμενο του Εθνικού Κήρυκος δεν το κατάλαβα πλήρως. Απ’ το σημείο που μιλάει ο Ττερλικκάς (προσοχή: με δύο τ και δύο κ!) και μετά καταλαβαίνω τι υποστηρίζεται, αλλά η αρχή είναι λίγο μπερδεμένη. Επίσης δεν κατάλαβα αν το αντιπαριώτικο το παραθέτει ο Εθνικός Κήρυξ ή ο ίδιος ο Παρασάνταλος, και από πού παραδίδεται.

Ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Το αντίθετο συμβαίνει στις άλλες παραλλαγές των τελευταίων μηνυμάτων, όπου στους τελευταίους στίχους (όταν την επερνούσαν…) θρηνείται η άμοιρη κοπέλα και λίγο-πολύ χαρακτηρίζεται το φονικό ως άδικο, μάλιστα δε η ευθύνη επιρρίπτεται στους καρφωτήδες κι όχι στον ίδιο τον αδερφό.

Πιστεύω ότι αυτή είναι η στάση του αρχικού ποιητάρη: ότι άδικα σφάχτηκε η κοπέλα. Όχι επειδή οι παραλλαγές που το λένε έτσι έχουν περισσότερους στίχους: οι παραπάνω στίχοι είναι εξίσου πιθανό να προστέθηκαν στην πορεία, όσο πιθανό είναι και να αφαιρέθηκαν άλλοι στις πιο σύντομες παραλλαγές - αυτό δεν είναι στοιχείο από μόνο του. Όμως στην παραλλαγή του Bilad η λέξη κακούργα δεν ανήκει στο κυρίως κείμενο. Είναι παραπανήσιες συλλαβές που συμπληρώνουν τη μουσική φράση (πρβλ. Από ξένο τόπο κι απ’ αλαργινό / ήρθε ένα κορίτσι Παναγιά μου δώδεκα χρονώ), δηλ. τσακίσματα. Στο τελευταίο δίστιχο το τσάκισμα είναι τα πλεμόνια. Φυσικά, όποιος πρόσθεσε αυτές τις λέξεις ήξερε τι ήθελε να πει, αλλιώς θα έβαζε κάτι ουδέτερο τύπου Παναγιά μου, δυο μου μάτια, ωχ αμάν αμάν. Εδώ ήθελε να εκφράσει την καταδικαστική του στάση προς την κοπέλα. Είναι όμως κάτι που έγινε στην πορεία, και που δεν επιβεβαιώνεται από τις παραλλαγές όπου η συγκεκριμένη εξέλιξη του τραγουδιού δε συνέβη.

Στα 3 χαρακτηριστικά του Bilad θα προσέθετα κι ένα τέταρτο: απουσιάζει το όνομα της κοπέλας.


Μόλις θυμήθηκα άλλη μία εκδοχή που ξέρω, από την Τήλο.

Κοπέλα = Ευγενίτσα, τόπος = Άη Αντώνης (;;;), αδερφός = αταλάντευτα Βαγγέλης. Θαυμάστε εύθυμη και ανάλαφρη μελωδία. Εδώ ο Βαγγέλης πριν βγάλει το μαχαίρι το συζητάει λίγο πρώτα, είναι προοδευτικός.

Αγαπητέ Pepe, το πού τελειώνει το άρθρο του Κήρυκα φαίνεται από το κλείσιμο των εισαγωγικών και από το ότι γράφω: (Τέλος του άρθρου).

Την παραλλαγή Αντιπάρου τη βρήκα στο διαδίκτυο:http://dim-antip.kyk.sch.gr/Apokries.htm

1 «Μου αρέσει»

Pepe ακριβώς επειδή το τραγούδι δημιουργήθηκε σε μια εποχή κοινωνικών
μεταβολών,θεωρώ φυσιολογικό να υπάρχουν παραλλαγές με διαφορετική
οπτική.Προφανώς η δική μου έχει προκύψει από πιό συντηρητικό περιβάλλον.
Αλλωστε ,ναι μεν η λέξη κακούργα είναι τσάκισμα ,αλλά κάλλιστα θα μπορούσε
να χρησιμοποιηθεί αντ΄αυτής η λέξη “καϋμένη”.(Εξυπακούεται πως ό,τι έχω
γράψει αναφέρεται στην συγκεκριμένη παραλλαγή).

Αυτό το ρολόι πού κολλάει;

Το άρθρο είναι βέβαια ολίγον άρπα – κόλλα αλλά συμβαίνει συχνά, ένας δημοσιογράφος να πιέζεται να ασχοληθεί με τα πάντα, κάτι που βέβαια δεν μπορεί να γίνει. Τώρα, αν κάποια εθνομουσικολόγος αποφαίνεται “Είναι κυπριώτικο”, προφανώς αναγνωρίζοντας εύκολα την προέλευση των συγκεκριμένων στίχων, θα έπρεπε ακριβώς ως εθνομουσικολόγος να ξέρει ότι το τραγούδι είναι ουσιαστικά πανελλήνιο.

Και στου Καρά την (μωραΐτικη / σπαρτιάτικη) παραλλαγή υπάρχει η κακούργα ως τσάκισμα, και επειδή το όνομα είναι το ίδιο με την ηχογραφημένη “αμερικάνικη” παραλλαγή, μάλλον θα υπήρχε και εκεί το τσάκισμα της κακούργας, αντί του καθόλου συνηθισμένου Πεφρονία Πεφρονία, αλλά ίσως η τραγουδίστρια φοβήθηκε λιγάκι τη λέξη.

Ας το δούμε λίγο πιο αναλυτικά απ’ ό,τι προλάβαινε ο δημοσιογράφος:

Το σχόλιο της Βιβής είναι λίγο πρόχειρο, αλλά καθόλου δεν αποκλείει την ανάγνωση «αυτή η συγκεκριμένη μορφή του τραγουδιού έχει προέλευση την Κύπρο». Άλλωστε στην ιστοσελίδα υπάρχει ένα αρχείο στίχων από δημοτικά τραγούδια, καταταγμένα κατά περιοχές. Είναι ένας απολύτως δόκιμος τρόπος κατάταξης, όταν αυτό που σε ενδιαφέρει είναι το ρεπερτόριο και η τεχνική της κάθε περιοχής.

Η Βιβή, από το λίγο που την ξέρω και κυρίως απ’ ό,τι παρακολουθώ στο διαδίκτυο, κάνει μαθήματα. Διδάσκει τραγούδημα, δηλαδή τις τεχνικές εκείνες που απαρτίζουν αυτό που ολιστικά ονομάζουμε ύφος της κάθε περιοχής. Αυτό το αρχείο στίχων θα είναι μάλλον προς χρήση των μαθητών της. Θα τους λέει π.χ.: «Αυτή τη βδομάδα θα ασχοληθούμε με λαρυγγισμούς και τσακίσματα που κάνουν οι γυναίκες στα χωριά της Αργολίδας, και θα τα δουλέψουμε πάνω στα τραγούδια τάδε, τάδε και Νεραντζούλα φουντωμένη». Το γεγονός ότι τη Νεραντζούλα τη λένε σ’ όλη την Ελλάδα κι όχι μόνο στην Αργολίδα δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτή τη διαδικασία. Η δε διατύπωση «Τραγούδι με προέλευση από…» βλέπω ότι είναι τυποποιημένη σε πολλά ή ίσως όλα τα λήμματα του αρχείου.

Άρα, ούτε η Βιβή ως εθνομουσικολόγος αποφάνθηκε ότι το τραγούδι έχει κοιτίδα την Κύπρο, όπως θα πίστευε όποιος πάρει τον δημοσιογράφο τοις μετρητοίς, ούτε ως εθνομουσικολόγος λέει μπαρούφες που δεν αρμόζουν στην ιδιότητά της, όπως θα πίστευε ένας πιο υποψιασμένος αναγνώστης του άρθρου. Ο δημοσιογράφος είναι που τα μπουρδούκλωσε.

Πάντως Νίκο έχεις πολύ δίκιο που μας υπενθυμίζεις ότι κι αυτός έχει τα δίκια του ή έστω τα ελαφρυντικά του:

Δε ξέρω αν η “Αντρονίκη” είναι κυπριακό τραγούδι η εισαγόμενο αλλα και στις δυο περιπτώσεις σίγουρα είναι ποιηταρικη δημιουργία η εισαγωγή, φαίνεται από την ατεχνία τον αφηγηματικών στίχων και τη γλωσσική αδεξιότητα σε αντίθεση με γνήσια παραδοσιακά δίστιχα που ποιοτικά είναι άψογα

Καλησπέρα σας, χρόνια πολλά.

Λοιπόν, τώρα που το κάναμε κλωστές το θέμα και αποδείξαμε με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο ότι η παραπάνω υπόθεση για το πραγματικό γεγονός δεν μπορεί να ισχύει, είχα μια ξαφνική φλασιά ότι μπορεί και να ισχύει τελικά:

Αν ο Σπαρτιάτης ποιητάρης / τραγουδιστής / ανώνυμος λαός (λεώς σπαρτατικότερα) ήθελε να αφηγηθεί μια ιστορία που συνέβη μια φορά κι έναν καιρό σε μια κάποια οποιαδήποτε κοπέλα, Φεβρωνία θα την ονόμαζε; Όταν μια λαϊκή αφήγηση είναι έτσι αόριστη, έχουμε ονόματα όπως Γιάννης, Μαρία, στα ανέκδοτα έχουμε τον Γιωρίκα και τον Κωστίκα (=ο οποιοσδήποτε Πόντιος) ή τον Τοτό (=κανένας), ή δεν έχουμε καθόλου όνομα. Άντε να την πει Ευγενία, όπως σε άλλες παραλλαγές, Αρετή ή Ευδοκιά όπως την αδερφή του Νεκρού Αδερφού, αλλά Φεβρωνία είναι υπερβολικά συγκεκριμένο. Σ’ όλη μου τη ζωή μία και μόνο γυναίκα έχω ακούσει να έχει αυτό το όνομα (τη ραδιοφωνική παραγωγό Φεβρωνία Ρεβύνθη). Ακόμα και Αντρονίκη είναι σχετικά σπάνιο αλλά όχι σαν το Φεβρωνία. Είναι μάλλον απίθανο να διαλέξει κανείς αυτό το όνομα αν δεν υπάρχει κάποιος ειδικός λόγος, όπως λ.χ. ότι το γεγονός όντως συνέβη σε μια πραγματική Φεβρωνία.

Αυτό το ενδεχόμενο δεν είναι ασυμβίβαστο με την πιθανότητα να προϋπήρχε το τραγούδι και να προσαρμόστηκε σ’ ένα τοπικό γεγονός. Έτσι κι αλλιώς όλα δείχνουν ότι η έμπνευση του αρχικού τραγουδιού όντως προέρχεται από πραγματικό συμβάν, άρα γιατί όχι στη Φεβρωνία από τον Άη Γιάννη της Σπάρτης; (Θα μου πεις, και γιατί όχι στην Αντρονίκη από την Πάτρα…)

Εκτός πια κι αν στον Άη Γιάννη της Σπάρτης είναι τόσο συνηθισμένο όνομα το Φεβρωνία / Πεφρωνία ώστε να ακούγεται σαν να λες «μια κάποια οποιαδήποτε, μια Μαρία, η Χ». Ντάξει, δε νομίζω…

Είναι επίσης γνωστό και με τον τίτλο: “Στης Σπάρτης τα περβόλια”.
Το οτι αναφέρεται σε πραγματικό γεγονός φαίνεται από το οτι σε μια παραλλαγή γίνεται αναφορα “στο λοχία Πετρουλάκη”, κατι που συνδεει το δημοτικό αυτο (ή δημοτικοφανές) με τη συγκεκριμένη περιοχη και όχι με …τον υπόλοιπο κόσμο.

Η τελευταία στροφή της παραλλαγής:

Δεν το λεγα, Βαγγέλη, βρε Βαγγέλη, να με σκοτώσετε
και στον Πετροπουλάκη το λοχία να μη με δώσετε"

όπου εκφραζει η παθούσα την εκπληξη της για το απρόσμενο γι αυτήν τελος!

Σωστα καποιος ανέφερε για τη Ρόδο, που λέει
“Το μάθατε τι γένει, στης Ρόδου τα χωριά,
Εντύθει η Αντρονικη στα ευρωπαϊκά”.

Ο σκοπός ειναι παραλλαγμένος κυπριακός. Αν ήταν βερος Ροδιτικος, θα τραγουδιόταν σε αλλο σκοπο. Η εκτέλεση του Κλαδακη ειναι “ξένο” τραγουδι.

[quote=“pepe, post:12, topic:12902”]

Αυτό το ρολόι πού κολλάει;
[/quote
Θα πρέπει να συνεφύρθη από κάποιο στόρι όπου η άτιμη προδίδεται όταν βλέπουν να φοράει ο εραστής το ρολόι της που του είχε δώσει. Πρέπει κάπου σε παραλογή να υπάρχει αυτή η ιδέα, όχι με ρολόι βέβαια, αλλά δαχτυλίδι, αν και η όλη ιστορία στην παραλογή είναι ανάποδα, κάποια αποδεικνύει την τιμή της επιδεικνύοντας το δαχτυλίδι της, που ο ατιμαστής νόμιζε ότι είχε, αλλά την πάτησε γιατί ο αδερφός της τιμίας είχε στείλει την δούλα να ατιμαστεί στη θέση της, και έτσι κέρδισε το στοίχημα με τον ατιμαστή. Νομίζω ότι είναι και από τις πολύ γνωστές παραλλογές, καθώς και ότι η μνήμη μου έχει πρόβλημα.

Αναγνωρίσεις μέσω δαχτυλιδιού υπάρχουν παντού, είναι αρχετυπικό μοτίβο. Οκέι, μπορώ να καταλάβω ότι κάπου το δαχτυλίδι ενδεχομένως να αντικαταστάθηκε από ρολόι και επίσης, ενδεχομένως, να εξέπεσαν κάποιοι στίχοι που κολλούσαν το μοτίβο με την υπόλοιπη ιστορία, και ότι δεν είναι μαθηματικά απίθανο οι δύο αυτές αλλαγές να συνέβησαν στην ίδια παραλλαγή, …

…αλλά θα θεωρούσα πολύ πιθανότερο το ρολόι να προέρχεται, όπως λέγαμε δίπλα, από σπασμένο τηλέφωνο. Κάπου υπήρχε μία ρίμα με το σόι στον δεύτερο στίχο και ο άλλος δε θυμόταν τον πρώτο, και αυτοσχεδίασε κάτι που να λήγει σε -όι.