Περπατώντας στα μακάμια

Ε, άμα θέλεις να ασχοληθείς με τις λεπτομέρειες της ανατολικής μουσικής στη θεωρητική τους τοποθέτηση, βεβαίως και πρέπει να μάθεις να κουρεύεις αβγό με τρόπο που να βγαίνουν και κανα δυό πιθαμές νήμα (λέμε τώρα…), που λέει και ο Περικλής. Εκείνο που δεν κατάλαβες αλλά έχει βασική σημασία, είναι το φαινόμενο της έλξης: Όχι, δεν έχεις έλξη όταν παίξεις μια διπλανή νότα, είτε αποτζιατούρα είτε λεγκάτο είτε οπωσδήποτε, μαζί ή λίγο πριν τον κυρίως φθόγγο. Είναι το φαινόμενο που οι αρχαίοι Έλληνες όρισαν με τον προσδιορισμό “Εστώτες φθόγγοι” για την τονική, την τέταρτη και την πέμπτη, δηλαδή για τα “άκρα” κάθε τετρα- ή πενταχόρδου. Οι φθόγγοι αυτοί δεν μετακινούνται ποτέ, δεν αλλάζουν συχνότητα. Οι άλλοι, αντίθετα, μπορεί να υποστούν έλξη από έναν κοντινό τους εστώτα φθόγγο, ώστε να μειωθεί η απόσταση μεταξύ εστώτος φθόγγου και του διπλανού του κινητού και αυτό συμβαίνει συχνότερα σε δυναμικές κινήσεις της μελωδίας. Αλλαγή διαστήματος είναι, όχι συνήχηση κοντινών φθόγγων. Όμως, κακά τα ψέμματα, η μουσική δεν διδάσκεται μέσω πληκτρολογίου. Υπομονή και εργασία, λοιπόν, σε βλέπω πολύ ορεξάτο και θα πάς καλά!

Φοβάμαι πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να βγάλει κάποιος άκρη από μόνος του, απλά ακούγοντας μουσικές και διαβάζοντας, γιατί βασική προϋπόθεση γιʼαυτό είναι η βιωματική εμπειρία· το να ξεχειλίζουν δηλαδή τʼ αφτιά από τέτοιες (και αποκλειστικά τέτοιες) μουσικές, από τότε που θυμάται κανείς τον εαυτό του. Είναι απαραίτητο ένα υπόβαθρο, ώστε να ξέρει κανείς τι πρέπει να ακούσει από αυτά που ακούει, και να μη χαώνεται διαβάζοντας.
Κρίνοντας από τον εαυτό μου, πιστεύω πως ένας δάσκαλος που θα εξηγήσει πρακτικά τα πρώτα και απολύτως απαραίτητα, μπορεί να γλυτώσει κάποιον από απίστευτο μπέρδεμα και σπατάλη χρόνου, και να κάνει πολύ πιο εποικοδομητική την προσωπική του μελέτη.

Εδώ έχω κάποιες σκέψεις…

Ο Ζώτος ξεκινάει με τη διαπίστωση ότι το λαούτο δεν μπορεί να αποδώσει το σωστό ραστ, επειδή δεν έχει τις κατάλληλα χαμηλωμένες νότες, προχωράει στο ερώτημα «τι θα κάνουμε;», και το απαντάει εν μέρει με το να παίζει κάποιες νότες «γλειφτά», ώστε να «κοροϊδέψει» το αφτί, και εν μέρει με την αποδοχή ότι τι να κάνουμε, λαούτο παίζουμε, ό,τι επιτρέπει το όργανό μας θα παίξουμε. Τουλάχιστον, αυτό κατάλαβα (κρατάω κάποιες επιφυλάξεις αν εννοεί όντως αυτό).

Όμως: Ο Ζώτος συμβαίνει να είναι ένας οργανοπαίχτης που ξέρει και πράγματα, θεωρητικά και έμπρακτα, πέρα από το όργανό του. Ανατολικά, δυτικά, βυζαντινά. Αυτό είναι προς τιμήν του, είναι ένας από τους πολλούς λόγους που έχει πετύχει το επίπεδο που έχει, αλλά δεν είναι δεδομένη προϋπόθεση για τον κάθε καλό λαουτιέρη. Όταν λέμε δημοτική μουσική, εννοούμε αυτήν που μας παραδόθηκε από τους προηγούμενους δημοτικούς μουσικούς, κάποιοι από τους οποίους μπορεί να είναι τρομεροί μουσικοί στον τομέα τους αλλά να μην ξέρουν γρυ πέρα από αυτόν. Δε θα πάμε να τους διορθώσουμε, απλώς θα δεχτούμε ότι μαζί μ’ αυτούς, που διαθέτουν βάθος αλλά όχι εύρος, υπάρχει και ο Ζώτος που έχει και εύρος, άρα ότι δεν υπάρχει μία μοναδική πραγματικότητα αλλά πολλές.

Ποιες είναι αυτές; Μία είναι αυτή που περιγράφει ο Ζώτος. Μια άλλη είναι εκείνου ο οποίος δεν έχει προβληματιστεί ποτέ για τις νότες που δεν πιάνει το όργανό του. Που όσες νότες πιάνει, αυτές αποτελούν τα όρια του πεδίου του και του μουσικού του κόσμου. Που μπορεί μεν να γνωρίζει άριστα ότι το κλαρίνο ή το βιολί θα χαμηλώσει το μι και το σι στο ραστ, αλλά στο βιολί ακούει βιολί και στο λαούτο λαούτο, κι όχι στο βιολί σωστό ραστ και στο λαούτο λάθος ραστ.

Συμπερασματικά: βρίσκω συναρπαστικό τον τρόπο που ένας μουσικός αυτού του μεγέθους λύνει το πρόβλημα και μάλιστα το συζητάει κιόλας ον κάμερα. Όμως για να βρεθεί η λύση πρέπει να έχουμε συμφωνήσει ότι υπάρχει πρόβλημα, κάτι που σε καμία περίπτωση δε θεωρώ ότι ισχύει αξιωματικά. Μια άποψη, του Ζώτου, είναι ότι υπάρχει. Τίποτε πέραν αυτού.

(Πού το στηρίζω αυτό; Όπως έχω γράψει κι άλλη φορά, η ύπαρξη οργάνων με αμετακίνητα, περιορισμένα, αλλά όχι συγκερασμένα διαστήματα, όπως η γκάιντα, μας θυμίζει ότι και τα περιορισμένα αμετακίνητα συγκερασμένα διαστήματα δεν είναι τίποτε διαφορετικό. Τα όργανα, όχι όλα αλλά πολλά, έχουν τους περιορισμούς τους. Και η μουσική είναι φτιαγμένη και πάνω σ’ αυτά τα όργανα. Η απόλυτη διαστηματική ακρίβεια δεν είναι αυταξία, δεν είναι κάτι που υπάρχει ανεξαρτήτως των οργάνων. Έχει νόημα να την επιζητούμε μόνο όταν είναι εφικτή.)

Τον έχετε κάνει θεό το Ζώτο. Το λαούτο υπήρχε και πριν απο αυτόν, θα υπάρχει ελπίζω και μετά από αυτόν, αν και το ελληνικό μουσικό εκπαιδευτικό σύστημα προσπαθεί να τον κάνει τον Καρά του λαούτου.

Όλως τουναντίον. Όταν λέμε ότι η άποψή του είναι απλώς μια άποψη, αυτό είναι το αντίθετο θα έλεγα της θεοποίησης! Στην ουσία όλο το #22 είναι η αντίρρηση στην άποψή του.

Εξαιτίας πολλών παραμέτρων δε νομίζω ότι μπορεί να γίνει σύγκριση Ζώτου-Καρά.
Υπάρχουν ήδη δύο ανοιχτά θέματα στο φόρουμ που γίνονται κάποιες αναφορές σ’ αυτούς.

Ναι, σύγκριση δεν μπορεί να γίνει γιατί ενώ ο κύριος Ζώτος (κορυφαίος καλλιτέχνης πράγματι και θεωρητικά καταρτισμένος, συμφωνώ και επαυξάνω) έχει όλα τα προσόντα για θεοποίηση, ο Σίμων Καράς ήταν άμουσος, σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε συλλέξει ο Άταστος. Τον ευχαριστούμε βέβαια για την υπενθύμιση των κατά καιρούς συμβολών του αλλά και συμφωνούμε (εγώ τουλάχιστον, γιατί μόνο για μένα μπορώ εγώ να μιλάω) στο ότι, σύγκριση μεταξύ Καρά και οποιουδήποτε άλλου που να έχει παρουσιάσει έργο πάνω στη θεωρία της ελληνικής μουσικής, δεν γίνεται, για λόγους βέβαια εντελώς διαφορετικούς. Τέλος από μένα.

Μου φαίνεται εντελώς άτοπο να συγκρίνουμε έναν άνθρωπο που ήταν πρωτίστως θεωρητικός μ’ έναν που είναι πρωτίστως πρακτικός μουσικός.

Ορθόν. Οποιοδήποτε και αν είναι το πόστο του κάθε μουσικού, από τον μαθητή, πιο άπειρο μέχρι τον πιο φτασμένο,από τον πιο πρακτικό μέχρι τον πιο θεωρητικό, αυτά που έχουν σημασία είναι η εντιμότητα στις προθέσεις, η προσπάθεια για το καλύτερο, η αγάπη για τη μουσική, η γνώση με ουσία… μέχρι εκεί που μπορεί ο καθένας να φτάσει, όσο μπορεί με τα μέσα που διαθέτει. Στην προκειμένη περίπτωση, αναφερόμαστε σε δυο ανθρώπους που αν μη τι άλλο έχουν προσφέρει στην παραδοσιακή μουσική…

O Zώτος είναι μουσικάρα. Εmc και το μπουζούκι υπήρξε προ Μάρκου, τι πάει να πει, δε θα τον εξυμνήσουμε??

Δεν διαφωνώ επί της ουσίας, (μάλιστα με αυτό

συμφωνώ 100%, αλλά με το σημείο που έκανα bold διαφωνώ. Η βιωματική εμπειρία σου χαρίζει το παίξιμο, αλλά όχι απαραίτητα τη γνώση και τη δυνατότητα να μπορείς να συγκρίνεις ή να θεωρητικοποιείς.
Σκεφτείτε περιπτώσεις εθνομουσικολόγων μουσικών οι οποίοι φτάνουν (έχοντας βέβαια μια καλή κλασσική μουσική παιδεία, κι έπειτα από ένα διάστημα ενασχόλησης) να ερμηνεύουν, να κατανοούν και να συγκρίνουν με απίστευτη ακρίβεια, μουσικά συστήματα πολιτισμών μακρινών ως προς το δικό τους. Αντίστοιχα περιπτώσεις λαϊκών μουσικών, που δεν μπορούν να ξέρουν ούτε τι παίζουν, αλλά παίζουν εκπληκτικά.

Νομίζω ότι είναι σπάνιες.

Θα ήθελα να μάθω κάποια ονόματα από αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις.

Σπάνιες? Μάλλον ανύπαρκτες θα έλεγα παιδιά.

Ανύπαρκτες δεν είναι. Στην Αμερική λ.χ., όπου μεταξύ μεταναστευτικών κοινοτήτων μπορείς να βρεις πολιτισμικές ψηφίδες από όπου θες, υπάρχουν ντόπιοι WASP Αμερικάνοι μουσικοί που παίζουν εξαιρετικά βαλκανικά, εβραϊκά κλπ… Δεν ξέρω αν αυτοί προέρχονται όλοι από κλασικές σπουδές, αλλά πάντως δεν παίζουν τη μουσική μέσα στην οποία μεγάλωσαν.

Ξέρω δύο περιπτώσεις συγκροτημάτων ελληνικής μουσικής που αποτελούνται από έναν Ελληνοαμερικάνο και τους υπόλοιπους Αμερικάνους, τη Ziyia (Ζυγιά) και την ομάδα του Χρήστου Γοβέτα. Επίσης, τη Σουζάνα Ραφαήλ (Susan Raphael) και την Τζέιμι Σμιθ που ζουν πλέον εδώ και δεκαετίες στην Ελλάδα και παίζουν ελληνικό βιολί. Την Μπεθ Κοέν, επίσης ελληνικό βιολί. Τη Ρόαν Στορμ, παλιότερα κάτοικο Ελλάδας (τώρα δεν ξέρω), κρουστά Μ. Ανατολής. Και από μη Αμερικάνους, κατοίκους Ελλάδας, τον Γερμανό Αλέξανδρο Σπίτσινγκ (Alexander Spitzing), ούτι, λαούτο κλπ. και, φυσικά, τον Ρος Ντέιλι.

Άλλοι 10 αν ψάξουν, θα βρουν άλλους 100 τέτοιους. Αλλά πολλοί δεν είναι όπως και να το κάνεις.

Εγώ βλέπω ως σωστό τον προσδιορισμό “σπάνιες”, που φυσικά δεν σημαίναι ανύπαρκτες. Ειδικά για Ζυγιά, Γκοβέτα κα Σουζάνα (και άλλους / -ες), εδώ πρόκειται για τη “σχολή” Σηάττλ, σπανιότατο παράδειγμα που πάει ακόμα πιό πέρα, με τον (γνησιότατο) Αμερικάνο τζαζίστα της δεκαετίας ΄60 Don Ellis, που είχε εντυπωσιαστεί με τους “περίεργους” σύνθετους ρυθμούς της νότιας Βαλκανικής, όπως αυτοί αποτυπώνονται στην ευρύτερη περιοχή του Παγγαίου και που είχε φτιάξει έναν εκπληκτικό δίσκο με αυτό το θέμα. Ευτυχώς, δεν τον έχασα και αυτόν.

Ο Ρος Ντέλη είναι, βέβαια, και αυτός σπάνια περίπτωση αλλά υπάρχει. 100 πάντως, δεν νομίζω να τους φτάσουμε.

Eγώ αναφερόμουν στην περίπτωση των ρεμπέτικων. Τουλάχιστον εγώ δεν έχω δει κάτι που να αγγίζει και να φέρει πραγματικά σε εκείνες τις εκτελέσεις. Βέβαια μπορεί να είμαι και απόλυτα λάθος…

Ανεστάκο, ο Σαμουήλ Μπό Μποβύ ασχολήθηκε περισσότερο βέβαια με τα δημοτικά αλλά αρκούντως και με το ρεμπέτικο, σε πάρα πολύ δύσκολη μάλιστα εποχή. Σε ανάλογη πορεία και ο Κέβιν Άντριους, αν και λιγότερο γνωστός. Σπάνιες περιπτώσεις, το ξαναλέω.

Υπάρχει παιδιά πολύ ρεμπέτικο στη :112:Φιλανδία.
Κουφό μεν, αλλά όλο και κάποιοι θα το ξέρετε. Μιλάμε τώρα για μουσικούς που δε νομίζω ότι είναι και μουσικολόγοι, απλώς τους κίνησε το ενδιαφέρον μια μουσική άσχετη από τις μητρικές τους.
Για δε το γερμανικό ρεμπέτικο, νομίζω ότι έχουν γίνει κι εδώ κάποιες αναφορές.

Τέλος πάντων, ό,τι ασύλληπτο συνδυασμό και να σκεφτεί κανείς (Φιλανδός ρεμπέτης, Ιάπων που να παίζει Πρεβεζάνικα κλπ.) κάπου θα υπάρχει, αλλά όχι σε αφθονία.


(Λίγο αργότερα)

Ε, ο ακορντεονίστας είναι ο Λέφ Έρικσον. Με το μπουζούκι ο Τόνυ Κλάιν; έχουν περάσει και τόσα χρόνια…

Μιά φορά που ένας καραγκιοζοπαίκτης μας ζήτησε (ζωντανή ορχήστρα!) ένα τσάμικο για να μπει ο Μπαρμπα Γιώργος, εκεί που εγώ προβάριζα και ξαναπροβάριζα στο μυαλό μου, ο Λέφ μπαίνει φουριόζος με την ιτιά και δίνει λύση. Ο Τόνυ Κλάιν έχει, στα προπολεμικά μπουζουκίσια, ίσως μεγαλύτερο ρεπερτόριο από το δικό μου. Έτσι ακριβώς: Όλα υπάρχουν, μόνο όχι σε αφθονία.