Παριαναίικος. Βίντεο από το ΚΕΠΕΜ

Διαβάζοντας αυτό το στίχο, αμέσως είπα «Μα, κάτι δεν πάει καλά με το μέτρο, εδώ!». Αμέσως όμως σκέφτηκα «Πού πέφτει η μπότα» (ο πρώτος χτύπος στο τετράσημο), και είδα ότι το μέτρο τηρείται μια χαρά:
Μα τ’ Αή Νηγιά τα νέφη/ αν δε πιω δεν κάνω κέφι

Είναι έτσι, Γιάννη;

Κάτσε να τα μετρήσουμε. Το τσάκισμα (πάνω στον Αη Νηγιά) πάει
Μα τ’ Αη Νηηη-, μα τ’ Αη Νηγιάαα τα νέεεφη,
αν δεν πιω δεεεε- αν δε πιω δεν κάαανω κέεεεφι
Είναι στο μέτρο του “Να ‘μουνα στη γη βελόνι, να πατάς να σ’ αγκυλώνει” που λέγεται και αυτό ως τσάκισμα στον Αη Νηγιά. Στο βίντεο με τον παπα Στρατή στο πρώτο μήνυμα, το λένε στο 2:20. Λένε και ύστερα “Να 'μουνα στη γη βελόνα, στο χεράκι σου αρραβώνα”.

Να συμπληρώσω ότι τα πιο πολλά τσακίσματα στον Αη Νηγιά είναι του μέτρου:
Στ’ Αη Νηγιά τις πουπουλιές
κάνουν οι πέρδικές φωλιές
(όπως το 'χει ο Καράς στη συλλογή)

Α, μάλιστα, λάθος μου! Δεν είμαι ντόπιος, βλέπεις, να ξέρω ότι έχει και τσάκισμα….

Φοβερό το τσάκισμα “Μα τ’ Αη-Νηγιά τα νέφη…” ! Ως προς το μέτρο είναι τροχαϊκό 8-σύλλαβο. Το “Στ’ Αη-Νηγιά τις πουπουλιές…” είναι ιαμβικό 8-σύλλαβο.

Να λοιπόν ένας ακόμα σκοπός, ο Αη-Νηγιάς, όπου μπορούν να προσαρμοστούν και ιαμβικά και τροχαϊκά τσακίσματα. Το ίδιο συμβαίνει και με τον δωδεκανησιακό χαρκίτικο και με τον σκοπό του Προύζου (Μπρατσέρα) από την Λέρο.

Στους κοτσάτους της Νάξου (αλλά εξίσου και στους μη κοτσάτους, που ωστόσο παίρνουν κοτσάκι ως τσάκισμα) αυτό θεωρείται τόσο στάνταρ, ώστε ουσιαστικά δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στα δύο 8σύλλαβα μέτρα, ιαμβικό και τροχαϊκό. Ειδικά στην «Πατινάδα» που ανέβασα, που δεν την έχω ξανακούσει αλλού μ’ αυτό το τσάκισμα και εδώ έχει μόνο τροχαϊκά κοτσάκια, δεν μπορώ εύκολα να φανταστώ να μπαίνουν και ιαμβικά - αλλά πού ξέρεις…

Το ίδιο γίνεται και σε λίγους σκοπούς της Καλύμνου, μάλλον κατ’ εξαίρεση. Θυμάμαι προχείρως το Γιάλλα (ή «Κώττικο»): ο σκοπός μπορεί να πάρει δύο διαφορετικά, ως προς τη μελωδία, τσακίσματα, είτε ένα ψηλό που καταλήγει μετέωρα στο σι (αν παίζουμε από λα), σαν να αλλάζει δρόμο, είτε ένα χαμηλό χωρίς τροπικές ιδιομορφίες. Στο ψηλό λοιπόν, ταιριάζουν εξίσου τσακίσματα σαν «Παναγιά μου Παναγιά μου / δώσε αέρα στην καρδιά μου» (τροχ.) και «Αν δεν το λέω από καρδιά / να μην τη βγάλω τη βραδιά» (ιαμβ.).

Πάμε και στην άλλη ηχογράφηση:

Εδώ για να είμαι ειλικρινής πείθομαι πολύ λιγότερο.

Σίγουρα το ότι ένας «εξωτερικός» βιολάτορας έκατσε κι έμαθε έναν τόσο δυσκολομνημόνευτο και ιδιωματικό σκοπό, που ενώ στηρίζεται στο τραγούδι ωστόσο αποκλίνει κατά τόσο ιδιαίτερο τρόπο από τη μελωδία του τραγουδιού, είναι και πάλι σπάνιο και ρηξικέλευθο.

Από κει και πέρα όμως:
-το λαούτο, όπως τα 'παμε
-οι φωνές, στον τόνο που τραγουδάνε, μπορεί να βολεύονται αλλά δημιουργούν αισθητικό αποτέλεσμα πολύ διαφορετικό από το θερμιώτικο
-το τραγούδι είναι 3 στροφές, κάθε στροφή μια μαντινάδα και δύο τσακίσματα. Συνηθίζεται όντως να τραγουδιέται όλο αυτό ομαδικά; Θα μου φαινόταν περίεργο και το γιατί και το πώς μπορεί να κάτσει ένας ολόκληρος πληθυσμός να απομνημονεύσει τη σειρά όλων αυτών των διστίχων, από τη στιγμή που νοηματικά δεν είναι καθόλου προφανής ή υποχρεωτική. Συνήθως σε σκοπούς τέτοιας δομής κάποιος (ένας σταθερά ή πολλοί εναλλάξ) αναλαμβάνει τις πρωτοβουλίες.

Εννοείται πως δε θεωρώ τον εαυτό μου ειδικό στο θερμιώτικο χρώμα - έχω ακούσει τους κλασικούς δίσκους που μάλλον ξέρουμε όλοι, και από κοντά κάμποσο Τζιωτάκη και λίγο Παπαϊωάννου.

Κοίταξα το αρχείο. Η πατινάδα από ομάδα τραγουδιέται σε μία μόνο εκτέλεση, όπου τραγουδάει ένας και επαναλαμβάνει η ομάδα στο κυρίως δίστιχο, ενώ το τσάκισμα το τραγουδούν όλοι μαζί. Αυτό ωστόσο δεν αποκλείεται να αποτελεί σκηνοθεσία. Πώς ξέρουν όλοι το τσάκισμα; Ή κανονικά θα έμπαινε ένας και επειδή είναι λίγο ως πολύ γνωστά τα τσακίσματα θα τον ακολουθούσαν από κοντά κι οι άλλοι; Άγνωστο. Συνεχίζει να μας χρειάζεται ένας παλιός Απεραθίτης…

Αυτο το κομμάτι ήταν -όσο κι αν πιθανώς δεν του φαίνεται- το πιο δύσκολο. Πατώντας πάνω στις ηχογραφήσεις του Τζιωτάκη αλλά και άλλων Θερμιωτών προσπαθήσαμε να μάθουμε τα χαρακτηριστικά μικροτσακίσματα που κάνουν οι Θερμιώτες. Δική μου εντύπωση είναι ότι μέσα στην ηχογράφηση αυτή ακούγονται πολλά διαφορετικά πράγματα (και στην πορεία του τραγουδιού και ταυτόχρονα) που πλησιάζουν αυτά που έχουν φτάσει στα αυτιά μας από τον Τζιωτάκη και από άλλους Θερμιώτες. Ωστόσο κι εγώ δεν έχω παραπάνω γνώση για να μπορώ να είμαι απολύτως ασφαλής στην κρίση μου. Είμαι πάντως πολύ ικανοποιημένος που αφέθηκε κάθε ένας από τους μαθητές να κάνει την μικροπαραλλαγή που θέλησε ανά πάσα στιγμή και το αποτέλεσμα βγήκε όμορφο και έξω από την ομοιομορφία των σύγχρονων χορωδιών. Αν έχετε άλλη εντύπωση θα ήθελα να μου το πείτε, μπας και δεν είμαι αντικειμενικός σε αυτό.

Ως προς τον τόνο τώρα, δεν είναι άγνωστος αυτός ο τόνος στους Θερμιώτες. Δες εδώ, στη μόνη ζωντανή ηχογράφηση με παρέα που βρήκα. Είμαστε στον ίδιο ακριβώς τόνο.

Τέλος, σε σχέση πάλι με τον τρόπο τραγουδίσματος. Έχω αποκομίσει την εντύπωση, τόσο από τις πολλές διαφορετικές φορές που έχω ακούσει ζωντανά τον σκοπό από τον Τζιωτάκη, όσο και από άλλες ηχογραφήσεις ότι ο σκοπός αυτός ξεκινάει πάντα με το “Οι φίλοι όταν σμίξουνε” και συνεχίζει με λίγο ως πολύ σταθερά δίστιχα, χωρίς όμως να αποκλείεται να ειπωθούν και οποιαδήποτε άλλα δίστιχα. Στην περίπτωση που λέγονται τα 4-5 γνωστά δίστιχα μπορεί να ξεκινάει κάποιος και αμέσως να τον πλαισιώνουν και οι υπόλοιποι. Πάνω σε αυτό το στοιχείο πατάει αυτή η ηχογράφηση, χωρίς να μπω ωστόσο στη διαδικασία να αφήσω τελείως ελεύθερη την εξέλιξη του τραγουδιού, λέγοντας σε καθένα να ξεκινήσει το δίστιχο που εκείνη τη στιγμή θα επέλεγε. Θεωρώ ότι δεν είναι τόσο ώριμη ακόμα η ομάδα μου για να το κάνω αυτό χωρίς να προκαλέσει ανασφάλεια και αμηχανία.

Στην παραπάνω ηχογράφηση πάντως ακούγεται όλη η παρέα να τραγουδάει τον πρώτο στίχο και το πρώτο τσάκισμα και μετά δύο στίχους με τα τσακίσματά τους τα τραγουδάει μόνος του ένας μερακλής, λέγοντας μάλιστα στίχους που δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτούς τους 4-5 γνωστούς που ανέφερα πριν. Ρωτώντας πάντως κάποια στιγμή τον Παπαϊωάννου αν αντιφωνούσαν στην Κύθνο, έχω την εντύπωση ότι μου είπε ότι δεν συνέβαινε. Πάντως σε μερικές μέρες (Τσικνοπέμπτη) θα δω Τζιωτάκη και Παπαϊωάννου, οπότε θα τους ρωτήσω σχετικά με αυτά.

Αφού έχετε πάρε δώσε με τον Παπαϊωάννου, να φέρετε οπωσδήποτε τον λαουτιέρη της ομάδας σ’ επαφή μαζί του. Δε νομίζω να υπάρχει εγκυρότερο πρόσωπο, τουλάχιστον από όσους μένουν στην Αθήνα κει είναι εντοπίσιμοι, σ’ ό,τι αφορά το παλιό παίξμο του λαούτου, και κατεξοχήν φυσικά του θερμιώτικου (αλλά και για σιφναίικο λ.χ., όλο και κάτι θα έχει να δώσει).

1 «Μου αρέσει»

Συμφωνώ με τον Περικλή. Ο Παπαϊωάννου μπορεί να βοηθήσει στο Σιφνέικο παίξιμο του λαούτου.

Εδώ μια παραλλαγή του Παριανέικου από την Κίμωλο. Η κύρια διαφοροποίηση από το Σιφνέικο είναι ότι εδώ παρεμβάλλονται και τσακίσματα. Επίσης, αντί για το “ωχ αμάν, αμάν αμάνι” λέγονται άλλα (μαύρα μάτια, μαύρα, μαύρα). Αλλά και στη Σίφνο υπάρχει και αυτό (π.χ. “μπρόβαλε να δεις μικρό μου”). Ενδιαφέρον έχει το δίστιχο που λέγεται.

"Σαν αποθάνω, Αντιλαβή, μη λυπηθείς τον κόπο
με το βιολί σου να με πας στο νεκρικό μου τόπο"

Πρόκειται για τον παλαιό Σιφνιό βιολιτζή του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, Νικολό Αντιλαβή (πατέρα του Γιάννη Αντιλαβή και παππού των Ξανθάκηδων). Το δίστιχο αυτό, φέρεται ότι το απηύθυνε στον Αντιλαβή ένας Σιφνιός λαϊκός ποιητής ο Αλέξανδρος Μαγκανιέρης. Με κάποιο τρόπο το δίστιχο ταξίδεψε στην Κίμωλο. Στο τραγούδισμά τους, οι τραγουδιστές-οργανοπαίκτες τονίζουν συγκεκριμένα σημεία προκειμένου να δώσουν δραματικό τόνο. Π.χ. αίσθηση επιτάχυνσης στο "μη λυπηθείς τον κόπο".
Πράγματι, όπως γράφτηκε αρχικά, στον Παριανέικο θα τραγουδηθούν δίστιχα με σοβαρό περιεχόμενο και ο έμπειρος τραγουδιστής θα τονίσει ορισμένα σημεία στο τραγούδισμα. Εδώ είναι ένα βίντεο από την κηδεία του Κουτσουνά, πέρυσι.* Τον έχουνε βγάλει στην αυλή του Αη Γιώργη της Καταβατής και οι οργανοπαίκτες που ήτανε στη Σίφνο τότε, τον αποχαιρετάνε με διάφορους σκοπούς. Ο παπα Γιάννης Ψαραύτης (παπα Κουρούλης) είπε μερικά στιχάκια απάνω στο Θεραπιανό (τυπικά ας πούμε) και στο τέλος το γυρίζουν στον Παριανέικο. Το δίστιχο αυτό έχει πιο δραματικό τόνο σε σχέση με τα προηγούμενα.

Άμε στην ώρα την καλή, κει που θα πας στον Άδη
χαιρετισμούς στο Γιώργαρο, Νόνικο και Μουγάδη

(αναφέρονται παλαιοί βιολιτζήδες (γεν. πριν το 1930) που έφτασαν μέχρι τις μέρες μας και συνυπήρξαν, συχνά ανταγωνιστικά, με τον Κουτσουνά)

και κλείνει πάλι με Παριανέικο άλλος (Ο Κώστας Λεμονής-Σκούρλος)

*Ας αγνοηθεί ο σουρεάλ τίτλος του βίντεο.

Παρ’ ότι έχω την τάση να θεωρώ ότι παντού αντιφωνούσαν, είδα ότι και στην Κω (στο σιντί-βιβλίο του ΚΕΠΕΜ) αναφέρεται πως δεν ήταν κανόνας. Σε ορισμένους θερμιώτικους, σιφναίικους κλπ. σκοπούς η οργανική «επανάληψη», που δεν είναι και τόσο επανάληψη αλά μάλλον αρκετά δημιουργική επεξεργασία της τραγουδιστής μελωδίας, πιθανόν να υποδεικνύει ότι ούτε κι εκεί ήταν κανόνας. Το ίδιο και όπου συνηθίζονται οργανικές επαναλήψεις πιστές μεν αλλά μόνο με τη μισή φράση (όταν έχουμε φράσεις με δύο ίδια μισά), π.χ. Λέρο.

Η Σίφνος αποχαιρέτησε σήμερα τον Γιώργη Καμπουράκη που τραγούδησε τον Παριαναίικο στο δίσκο του Σίμωνα Καρά. Είπε ο γαμπρός του στον αποχαιρετιστήριο λόγο του: “Μας τραγούδησες με το δικό σου σκοπό. Και μας αφήνεις παρακαταθήκη τη γλυκιά σου φωνή μέσα από το δίσκο του Σίμωνα Καρά που θα ακούγεται και θα τραγουδούν πολλές γενιές ακόμα”. Όπως βλέπουμε στο παρόν νήμα, όχι μόνο εντός Σίφνου αλλά και εκτός.

Εδώ ένα ερασιτεχνικό βίντεο από τις αρχές της δεκαετίας του 80 από γλέντι στο οποίο ο Καμπουράκης χορεύει μπροστά και λέει ταυτόχρονα “ποιητικό” (όχι στον Παριαναίικο αλλά στον Θεραπιανό). Το βίντεο αυτό είναι αρκετά ενδεικτικό για το πώς επιτελείται ο συρτός στη Σίφνο (για όσους ενδιαφέρονται για τους κανόνες σε ένα τοπικό γλέντι). Οι χορευτές είναι πέντε. Ο ένας είναι (σχετικά) ακίνητος στην μέση και οι υπόλοιποι χορεύουν γύρω από αυτόν. Αυτός που είναι ακίνητος λέγεται κάβος. Εδώ υπάρχει χαρακτηριστική αντίθεση με άλλα μέρη όπου κάβος λέγεται αυτός που χορεύει μπροστά. Επίσης, εδώ, ο Καμπουράκης δεν χορεύει απλώς για να γλεντήσει αλλά και για να τιμήσει την φιλική του οικογένεια που διοργανώνει το γλέντι. Έτσι, λέμε ότι ο Καμπουράκης “χορεύει” την χορεύτρια που είναι κόρη του φίλου του και σε αυτήν απευθύνει το ποιητικό. Όταν τελειώνει το χορό του, παραδίδοντας στον επόμενο, θα πάρει λεφτά από την τσέπη του πουκαμίσου του και θα τα βάλει στην τσέπη του βιολιτζή.*
Από την ενότητα λείπει μια χαρακτηριστική λεπτομέρεια. Αν επρόκειτο για γλέντι με κρασί κάποιος από την παρέα θα έπαιρνε έναν λάηνα και με ένα ποτηράκι θα κερνούσε έναν ένα τους χορευτές και χορεύτριες ξεκινώντας από τον πρώτο. Εδώ αυτό δεν γίνεται. Δεν ξέρω γιατί αλλά παρατηρούμε ότι το γλέντι είναι με μπίρες. Μάλλον δεν θα ήταν βολικό να γίνει το κέρασμα του χορού.

Στο βιολί είναι ο Αντώνης Κόμης-Μουγάδης και στο λαούτο ο Γιάννης Τρίχας.

*Είναι πολύ συνηθισμένο, τα λεφτά να τα δίνουν στο χέρι του βιολιτζή και αυτό συνεπάγεται ότι ο βιολιτζής εκείνη τη στιγμή πρέπει να κόψει αυτό που παίζει για να επανέλθει μετά. Καμιά φορά όπως εδώ, αν βολεύει, τα βάζουν στην τσέπη των οργανοπαικτών.

2 «Μου αρέσει»

Ε αλίμονο δα! Άμα δε χορέψεις για τους οικοδεσπότες σου, ή για την περίσταση (γάμος, άγιος κλπ.), γιατί θα χορέψεις, για την τέρψη των ποδαριών σου; Κάτσε σπίτι να κάνεις αερόμπικ με βιντεοκασέτα!

Απίθανο βίντεο! Ο Θεός να τον αναπαύσει!

Δηλαδή στον σιφνέικο συρτό οι χορευτές είναι αυστηρά πέντε;

Όχι, βέβαια, ότι είναι έγκλημα να χορεύουν περισσότεροι αλλά, κατά κανόνα, πέντε είναι οι χορευτές του συρτού. Έχω μια, όχι μεταφυσική, αλλά πρακτική ερμηνεία.

“Εκείνα τα χρόνια” οι χοροί γινόταν σε μικρούς χώρους (σάλες σπιτιών, κελιά ξωκκλησιών, μικρές εξωτερικές αυλές) με κόσμο γύρω-γύρω. Από την άλλη, αφενός τα βιολολάουτα δεν ακούγονται σε μεγάλη απόσταση αφετέρου οι οργανοπαίκτες θέλουν να έχουν καλή οπτική επαφή με τους χορευτές, ιδιαίτερα με τον μπροστινό (ο οποίος θα πληρώσει).

Ο αριθμός πέντε είναι ο καταλληλότερος θεωρώντας και τον χαρακτήρα του χορού o οποίος αφορά κυρίως τους δύο μπροστινούς. Ο κάβος οριοθετεί το κέντρο.* Οι άλλοι δύο αποτελούν το συμπλήρωμα ώστε ο κύκλος να μην είναι ούτε πολύ μεγάλος ούτε πολύ μικρός.

Τα σημερινά χρόνια τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ο χορός δεν έχει την παλιά λειτουργικότητά του και είναι σκέτη διασκέδαση. Οι χώροι έχουν μεγαλώσει. Τα ηχητικά βοηθούν ώστε ο ήχος να μεταδίδεται σε μεγάλη απόσταση. Και έτσι οι κύκλοι μεγαλώνουν από αυτούς που λαχταρούν να χορέψουν χωρίς να περιμένουν κάποια σειρά.

Φυσικά, έχω παρατηρήσει ότι σε άλλα μέρη γίνεται αλλιώς και οι χοροί είναι παραδοσιακά πολυμελείς.

  • Ο κάβος επίσης αποτελεί παθητικό σημείο αναφοράς όπου ο πρώτος χορευτής μπορεί να κάνει ιδιαίτερα τσαλίμια. Π.χ. να ακουμπάει με το δεξί χέρι στον ώμο του κάβου και να δίνει την αίσθηση ότι τον καβατζάρει. Αυτό φαίνεται σε μερικές στιγμές στο βίντεο.
1 «Μου αρέσει»