Κοίτα να δεις!!
//youtu.be/jMyVd4Cc_1o
Λοιπόν, αυτό το τραγούδι δεν το ήξερα. Ωστόσο, ήξερα αρκετούς από τους στίχους:
Στην Κύθνο, όταν η τσαμπούνα παίζει τον σκοπό του γνωστού «Κάτω στον γιαλό», συχνά, πέρα από το κανονικό Κάτω στον γιαλό, λένε και διάφορα σκωπτικά στιχάκια που η βάση τους είναι η ίδια με του «Σαν δεν ήξευρες»:
Σαν δεν ήξερες να ψήσεις μπακαλιάρο
τι τον ήθελες τον άντρα με κολάρο;
(Σχεδόν αυτούσιο κι εδώ, χωρίς το στερεότυπα επαναλαμβανόμενο «μικρούλα μ’» / «κορόιδο» στην αρχή για να ταιριάξει στη μελωδία)
Σαν δεν ήξερες να βράσεις μακαρόνια,
τι τον ήθελες τον άντρα με γαλόνια;
…Και μερικά άλλα παρόμοια, όσο για το δεύτερο γύρισμα της μελωδίας έχουν σαν ρεφρέν «Σαν δεν ήξερες χορό / ίντα γύρευες εδώ;».
Δεν ξέρω αν τα εμπνεύστηκαν από τον Τούντα ή το αντίστροφο. Και οι δύο πιθανότητες θα ήταν βάσιμες. Η περιοχή Κύθνου-Σίφνου και πέριξ νησιών έχει ενσωματώσει στην παράδοσή της πολλά και ποικίλα δάνεια, μεταξύ των οποίων και παλιά λαϊκά/ρεμπέτικα (αλλά και ελαφρά) του φωνόγραφου. Αφετέρου, και ο Τούντας έχει δανειστεί πολλά από τη δημοτική παράδοση. Τέλος, δε θα ήταν απίθανη και μια τρίτη εκδοχή, του αντιδανείου: να προϋπήρχαν οι στίχοι ως δημώδεις (σε κάποιο νησί ή τόπο, με κάποιον σκοπό), να τους άκουσε ο Τούντας, να τους ενσωμάτωσε σε μια δικιά του σύνθεση, και μετά οι Θερμιώτες (Θερμιά είναι η Κύθνος) να άκουσαν την πλάκα του Τούντα και να ενσωμάτωσαν με τη σειρά τους τους στίχους της σ’ έναν δικό τους σκοπό.
Πάντως εμένα πιο πιθανό μου φαίνεται να βγήκαν προφορικά οι στίχοι ως σκώμμα κατά κάποιας συγκεκριμένης γυναίκας με συγκεκριμένη ιστορία (που ήταν δηλαδή κακονοικοκυρά και καλοπαντρεμένη), σε κάποιο χωριό, παρά να έκατσε ένας στιχουργός να σκεφτεί τέτοιο πράγμα. Συνήθως οι στιχουργοί δίνουν ολοκληρωμένες ιστορίες, έστω και στοιχειώδεις, δε σ’ αφήνουν να μαντέψεις σε τι αναφέρονται.
Κι αν, τέλος, το έγραψε συγκεκριμένος στιχουργός, τον Δελιά θα τον απέκλεια. Τελείως άλλο στιλ.
Σημείωση:
Το «Κάτω στον γιαλό» είναι μια παραλογή που αφηγείται την απαγωγή μιας κόρης από τους πειρατές. Για ανεξήγητους λόγους, οι λίγοι πρώτοι στίχοι (πριν ακόμη «δέσει» η ιστορία) είναι πανελληνίως γνωστοί ως παιδικό τραγούδι. Ο σκοπός είναι ο πιο δημοφιλής στους τσαμπουνιέρηδες: από τα περίπου 20 νησιά όπου παίζονται τσαμπούνες, δεν είναι πάνω από 3-4 όπου ο συγκεκριμένος σκοπός να μην έχει εντοπιστεί ως ντόπια παράδοση (κανένας άλλος σκοπός της τσαμπούνας δεν έχει τόση διάδοση). Σε κάποια μέρη λένε το πλήρες τραγούδι με την αρπαγή, σε άλλα οι στίχοι μετά τους 3-4 πρώτους έχουν ξεχαστεί, και σε αρκετά λένε [και] άλλους, άσχετους στίχους, οι οποίοι είναι πάντοτε σκωπτικοί, ενίοτε αποκριάτικοι, άλλοτε παιδικοί αστείοι, ποτέ αθυρόστομοι. Τέλος, σε παραλλαγή του σκοπού από επώνυμο συνθέτη (που ξεχνώ το όνομά του) είχε γραφτεί το Τζιώτικο Ραβαΐσι, τραγούδι από την ομώνυμη οπερέτα, το οποίο στην Τζια παραμένει σήμερα, μετά από περίπου έναν αιώνα, πρώτης γραμμής σουξέ, τόσο για τους τσαμπουνιέρηδες όσο και για τα βιολιά.
— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 20:43 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 20:29 —
Ας παρατηρήσουμε δε ότι δείγμα αστικού μεγαλείου για τον άντρα, ανάλογο με τη βελάδα (ρεντιγκότα), το κολάρο και -στο θερμιώτικο- τα γαλόνια, θεωρούνται και οι …πιτζάμες! Πράγματι, οι αγρότες κι οι ψαράδες σιγά μην είχαν ειδικά ρούχα για όταν κοιμούνται…
(Κάτι άλλο που παρατήρησα και που δεν συνηγορεί υπέρ του Τούντα:
Το τραγούδι του Τούντα λέει στο ρεφρέν «…σαν δεν ξεύρεις να δουλεύεις, άντρα μη γυρεύεις». Αλλά στα κουπλέ δε λέει ότι η κοπέλα δεν ξέρει να δουλεύει, αλλά μόνο να μαγειρεύει. Ο Τούντας δεν μπορούσε να γράψει «σαν δεν ξεύρεις να μαγειρεύεις», γιατί θα περίσσευε μια συλλαβή. Θα μπορούσε όμως να έχει ακούσει έναν στίχο με αυτό το νόημα και με το ρήμα μαγειρεύεις, σε κάποια ιδιωματική διατύπωση με το σωστό μέτρο (π.χ. σαν δεν ξες να μαγειρεύεις) όπου το μεν νόημα ήταν αυτό που έπρεπε και που κόλλαγε, αλλά που ο Τούντας δεν μπορούσε να το κρατήσει λόγω διαλέκτου. Ειδάλλως, το να γράφτηκε εξαρχής «δουλεύεις» φαντάζει περίεργο, καθότι νοηματικά παράταιρο - τον άντρα με κολάρο, πιτζάμες και όλα αυτά τα κομφόρ ακριβώς γι’ αυτό θα τον ήθελε μια φτωχιά γυναίκα: για να μη δουλεύει!