Πρόκειται για ένα επιθεωρησιακό νούμερο του Πέτρου Κυριακού, ηχογραφημένο το 1929.
Όπου ο κωμικός, μιλώντας για κατοίκους της χώρας μας, αναφέρει ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα - στερεότυπο για τον καθένα απ’ αυτούς, πράγμα αρκετά ενδιαφέρον, επαναλαμβάνοντας σαν ψάλτης και σαν να λέει τροπάριο εκκλησιαστικό την επωδό: “Τον υμνούμενον, τον δοξολογούμενον”, εξ ου και ο τίτλος της επιθεώρησης αυτής.
Οι στίχοι:
- Ρε κυρ-Γιώργη, πίνεις-πίνεις και δεν μας λες τίποτα.
- Μα τι διάολο θες να σου πω, αφού θέλω πρώτα να κανονίσω τα ορεκτικά μου με το κρασάκι μου, να πιω το κατοσταράκι μου πρώτα και ύστερα να δούμε τι διάολο θα γίνει.
- Να μας πεις τον εξάψαλμο κυρ-Γιώργη.
- Άντʼ εβίβα λοιπόν, εβίβα ρε παιδιά, εβίβα.
Τον υμνούμενον, τον δοξολογούμενον.
Αθηναίος γκάγκαρος.
Περαιώτης μαουνιέρης.
Αιγινίτης κανατάς.
Ναυπλιώτης ντιστεγκές
Τριπολιτσιώτης μπεκρής.
Μανιάτης κουμπουράς.
Λειβαδίτης μπαμπακάς.
Δημητσανίτης μπαρουτάς
και Τσιριγώτης «έβαλε τη σαρδέλα και κελάηδησε»
Τον υμνούμενον, τον δοξολογούμενον.
Μεσολογγίτης ψαράς.
Αγρινιώτης καπνουλάς.
Χιώτης μαστιχάς.
Κρητικός επαναστάτης.
Λιδωρικιώτης γαλατάς.
Μυτιληναίος λαθρέμπορας.
Πυργιώτης ζόρικος
και Πατρινός «τι χαμπάρια μάστορα»
Τον υμνούμενον, τον δοξολογούμενον.
Υδραίος ψαρόμυαλος.
Βατικιώτης κρεμμυδάς.
Σαντοριναίος ελαφρόπετρα.
Τζιώτης στενόκαρδος.
Μεγαλουπολίτης λουστρατζής.
Σμυρναίος κορτάκιας.
Θεσσαλονικιώτης κατεργάρος.
Βολιώτης «γεια σου κυρ-Αντρέα»
Κεφαλλονίτης βλάστημος.
Κερκυραίος κλαπαδόρας.
Καρπενησιώτης σκαλτσοβιομήχανος.
Τον υμνούμενον, τον δοξολογούμενον.
Όπου Χιώτης Παντελής
και Καρυστιανός Αλής.
Ηπειρώτης φούρναρης.
Συμιακός σφουγγαράς.
Ελληνοαμερικάνος μπίσνεζμεν.
Αγιοπετρίτης καρβουνιάρης.
Συριανός λουκουμιτζής
και Κορίνθιος «ο Θεός να σε φυλάει».
Τον υμνούμενον, τον δοξολογούμενον.
Αϊβαλιώτης ζωέμπορας.
Σιφναίος τσουκαλάς.
Αξιώτης πηγαδάς.
Ανδριώτης λεμονάς.
Καρπαθιώτης χτίστης.
Επτανήσιος κανταδόρος
Κυπραίος κουτοπόνηρος.
Σπαρτιάτης παλικαράς
και Νεορκέζος «κούμπωσʼ το σακάκι σου».
Τον υμνούμενον, τον δοξολογούμενον.
Εβίβα, ρε παιδιά, εβίβα, ρε λεβέντες μου".
Εδώ, από την εκπομπή του Κώστα Φέρρη:
Αν αναρωτιέται κανείς για το “γκάγκαρος” σημαίνει “γνήσιος”, αφορά μόνο τους Αθηναίους, και μάλιστα τους αριστοκράτες από αυτούς, οι οποίοι επί τουρκοκρατίας έκλειναν την πόρτα τους με το “γκάγκαρο” = βαρύ ξύλο κρεμασμένο με σχοινί, πίσω από την αυλόπορτα, ώστε να την κλείνει αυτόματα με το βάρος του.
Και “ντιστενγκέ” - ντιστενγκές = ο επιτηδευμένος, ο κομψευόμενος.