Πέντε χρόνια δικασμένος

Πριν αρχίζει το τραγούδι ο ένας ρωτάει τον άλλον γιατί έχει έναν αργιλέ στα χέρια του. Που βρίσκονται οι δύο φίλοι σ’ αυτήν την σκηνή? Προστά τη φύλακή? Μέσα σ’ έναν τεκέ? Ήταν τυχαία που έχουν συναντήθεί?
Ευχαριστώ για ιδέες…

Η πρόζα αυτή, παρουσιασμένη από τους δύο (πραγματικούς) φίλους Βαγγέλη Παπάζογλου και Στελλάκη Περπινιάδη, δεν είναι η μοναδική στη ρεμπέτικη δισκογραφία. Επηρρεασμένη από το δημοφιλές μουσικό θέατρο είναι στημένη, προσαρμοσμένη στους στίχους που θα ακολουθήσουν και φυσικά φανταστική. Θα έλεγα ότι πρόκειται για μία τυχαία συνάντηση στο δρόμο, όχι μπροστά από τη φυλακή αφού ο «πρώην φυλακισμένος» παρουσιάζει τα πράγματα πολύ ήρεμα, χωρίς τη συγκίνηση που θα είχε αν μόλις είχε αποφυλακιστεί. Άσε που, τη στιγμή της αποφυλάκισης, θα ήταν μεγάλη θρασύτητα να κουβαλάει (χασισοβόρο) αργιλέ. Και πολύ δύσκολο να τον βρεί. Άλλωστε, όπως ο Παπάζογλου παρατηρεί, ο φίλος του Στελλάκης «αιωνίως» με ένα ναργιλέ στο χέρι κυκλοφορεί, άρα τον έχει ξαναπετύχει έτσι. Ποιητική αδεία βέβαια, αφού κανένας «Στελλάκης» δεν θα ήταν τόσο χαζός ώστε να μοστράριζε το «πειστήριο του εγκλήματος» δημόσια, φόρα παρτίδα.

Συγνώμη βρε Μάρθα, θα σε αναγκάσω και πάλι να ψάχνεις σε γλωσσάρια, λεξικά και άλλα αλλά δεν μου έρχεται να τα περιγράψω όλα αυτά με στεγνά λόγια.

Πολύ ωραία, μήπως ξέρετε αν ο Παπάζογλου φούμαρε και αυτός χασίσι?
Τι αφορμή θα μπορούσε να είχε για αυτό το τραγούδι?

Δεν έχει σημασία εάν “έπινε” ή όχι χασίσι, για να έχει άποψη για το θέμα. Πολλοί συνθέτες έγραψαν τραγούδια με αφορμή, μία εικόνα από την καθημερινότητα, εικόνα πραγματική ή και φανταστική. Όπως ο ρούκουνας ή ο τσιτσάνης.
Αλλά, και ο στελλάκης, αν δεν κάνω λάθος, δεν θεωρείται άνθρωπος των τεκέδων.

Δεν υπάρχει ακόμα κάποια έρευνα για την εποχή, που να με ικανοποιεί αλλά η γενική μου μέχρι σήμερα εντύπωση, για την πρό Μάρκου και των λοιπών δεδηλωμένων χασισοποτών περίοδο είναι πρώτον, ότι υπήρχε στην κοινωνία γενικά, σε όλες τις τάξεις, έξαρση του φαινομένου και δεύτερον ότι, για διάφορους λόγους (που ίσως τους κατεδείκνυε η έρευνα) το θέμα των ναρκωτικών πουλούσε και μάλιστα πολύ. Για κανέναν από τα μεγαθήρια της εποχής του Σμυρναίικου δεν έχουμε το παραμικρό στοιχείο ότι κατανάλωναν ναρκωτικά, αλλά όλοι έχουν γράψει πολλά τραγούδια με αυτό το θέμα. Και μάλιστα, είτε καταδικάζοντας τη συνήθεια είτε εξυμνώντας την, είτε και εντελώς ουδέτερα, σαν να αναφέρουν ότι «χτές η τάδε γκόμενα φόραγε φουστάνι κόκκινο».

Όντως, αυτό ισχύει για τους περισσότερους Σμυρνιώτες δημιουργούς. Όχι πως έχει καμιά σημασία, αλλά (στηριζόμενος και στα λόγια του Π. Σαββόπουλου) ο Παπάζογλου “άιντε κανένα τσιγαράκι να έκανε (όχι χασισοβόρο μάλλον)”. Σημασία έχει πως εκέινη την εποχή η εν λόγω θεματολογία ήταν παρούσα σε πολλά τραγούδια (λόγω συνθηκών που είχαν συντελέσει στην εξάπλωση του φανομένου των ναρκωτικών, λόγω μη ακριβής γνώσης και για πολλούς λόγους που δεν είναι της παρούσης).

Στη Σμύρνη μάλιστα, πιο παλιά, η χρήση χασίς δεν ήταν απαγορευμένη αλλά όποιος κάπνιζε κουβαλούσε μια α’ κριτική απ τους άλλους. Οι ρεμπέτες δημιουργοί λοιπόν, δεν ήταν παρά άνθρωποι που ζούσαν μέσα σε αυτήν την κατάσταση, και είτε επηρεάζονταν είτε όχι την αποτύπωναν στα τραγουδια τους, ως ίσως λίγο καλύτεροι ανταποκριτές από τους άλλους.

Δείτε και τι έχει να μας “πει” ο θετός γυιος -νομίζω- του Β. Παπάζογλου στο “Γιαφ-Γιουφ”

1 «Μου αρέσει»

Πρώτον και κύριον το χασίσι δεν είναι ναρκωτικό . Δεύτερο δεν ήταν απαγορευμένο με τη σημερινή έννοια ενώ τα ναρκωτικά ήσαν , μιλάμε βέβαια για αρχές της δεκαετίας του 1930 , για το λόγο αυτό δεν ήταν απαγορευμένα τα χασικλίδικα τραγούδια . Άλλο χασικλής και άλλο πρεζάκιας (ναρκωμανής) , επομένως δεν ήταν ντροπή να φουμάρεις χασίσι . Αν τώρα ο Παπάζογλου κάπνιζε χασίσι ποιος ξέρει ; πάντως στο τραγούδι ακούγεται και το γλουγλου του αργιλέ , για εφέ ;

Το ότι το χασίς δεν είναι ναρκωτικό δεν εκφράζει και την άποψη των κατά καιρούς αρχών. Ναρκωτικά τα έλεγαν όλα, γιαυτό και χρησιμοποίησα τη συγκεκριμένη λέξη. Όσο για το “φρου φρού” του αργιλέ το είπαμε, στημένη είναι η πρόζα και βεβαίως για εφέ μπήκε και ο ναργιλές και η όλη στιχομυθία. Το ρόλο ηθοποιών της επιθεώρησης είχαν αναλάβει και ο Παπάζογλου και ο Στελλάκης.

Για τον Βαγγέλη Παπάζογλου και όχι μόνο, μπορείς να μάθεις διαβάζοντας το βιβλίο “Τα χαίρια μας εδώ”.
Αξίζει τον κόπο με το παραπάνω.
Θα δεις και τι τσίφτης Άντρας ήτανε.

Η αλήθεια είναι ότι ένας φίλος τώρα διαβάζει τρίτι φορά το βιβλίο αυτό, αλλά ακόμα δεν βρήκε την απάντηση.
Για παράδειγμα το κομμάτι “αργιλέ μου παινεμένε” άλλο σημαίνει όταν το έχει γράψει από προσωπηική εμπειρεία ή όχι. Έχει ενδιαφέρον για να ολοκληρώνει η εικόνα, τουλάχιστον για μένα θα είχε ενδιαφέρον, ένας άλλος έχει άλλη άποψη.

γιατί το πρώτο μου πόστιγκ πήρε άλλη κατεύθηνση ανοίγω δεύτερο. Συγνώμη που σας πιέζω λίγο, αλλά δεν θέλω να κάνω λάθος.

Τι σημαίνει στο τραγούδι η έκφραση “ξεχασμένος από σένανε καλέ”
και
να φουμάρουμε καλέ…
Είναι σωστό ότι το “καλέ” απευθύνεται πάντα σε μια γυναίκα (μου το είπαν)?
Δεν μου ταιριάζει εδώ…

Η χρήση της λέξης καλέ είναι δύσκολο να εξηγηθεί παραθέτοντας ένα – δύο συνώνυμα. Ας θεωρήσουμε ότι ξεκίνησε από το «Λοιπόν, καλέ μου (άνθρωπε), κάτσε να σου εξηγήσω». Όταν απεκδύθηκε από τα συμφραζόμενα, το καλέ μόνο του μπορεί πλέον να χρησιμοποιείται και για άνδρες και για γυναίκες: Καλέ Γιώργο, τι μας λές εδώ πέρα! Καλέ Μαρία, ο σκύλος σου θα μας ξεκουφάνει. Αλλά και περίπου σαν αντωνυμία: Καλέ, πήγαινε πιο πέρα, δεν βλέπουμε! Καλέ ΄σύ! Έλα εδώ να σου πώ!

Πέντε χρόνια με έχεις κι εσύ ξεχασμένο, καλέ, γιαυτό και οι φίλοι μου πατούσαν αργιλέ για να με παρηγορήσουν (εδώ, προς γυναίκα). Γέμοσε, καλέ, το ναργιλέ μας να φουμάρουμε (εδώ προς άντρα, συγκρατούμενο).

Είναι προφανές ότι του Παπάζογλου του ήρθε κουτί αυτή η λέξη, όταν έψαχνε για κάτι να ριμάρει με το Γεντί Κουλέ (επτά πύργοι στα Τουρκικά) και, βέβαια, κάπως το παράκανε.

Νίκο, μου βοηθάει πάρα πολύ. Ευχαραιστώ!

Επειδή οι συζητήσεις περί ναρκωτικών ξέφυγαν απ’ το συγκεκριμένο θέμα, μεταφέρθηκαν εδώ.

Ωρες - ώρες ρε Νίκο θες να με κουφάνεις!
Τι παράκανε; Τότε τι να πούμε για τις επαναλήψεις λέξεων (ευφυέστατο τέχνασμα) σε κάθε στροφή της “Συννεφιασμένης Κυριακής” από τον Τσιτσάνη;

Επειδή δεν είμαι ειδικός στη Σμυρνέικη διάλεκτο με επιφύλαξη λέω ότι η “καλέ” είναι πολύ διαδεδομένη και χρησιμοποιείται όπως σήμερα κυρίως στη νεολαία η λέξη που χαρακτηρίζει τον αυτοικανοποιούμενο

Φιλοι μου οι απροσωπες αυτες λεξεις, οπως “αυτος, αυτη, καλε, ρε, βρε” και αλλες
που δυστυχως συνεχιζει να ακουγονται και σημερα, χαρακτηριζουν την επικοινωνια ανθρωπων!
ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ, ολοι ειμαστε βαφτισμενοι και εξακολουθει αυτος ο τροπος προσφωνησης, ειδικα
σε μικρες κοινωνιες, εχω προσωπικη εμπειρια!!!
Τωρα στο τραγουδι, ετσι του ταιριασε να ρημαρει, ετσι το εγραψε, αλλα παραλληλα βγαζει και
ενα ειδος περιφρονησης, μη αποκαλωντας της με το ονομα της αλλα “ΚΑΛΕ”!!!
Αυτη δηλαδη τον απαξιωσε 5 ολοκληρα χρονια και γι αυτον δεν εχει πια ονομα, αλλα ειναι η ΚΑΛΕ!

Δεν συμφωνώ καθόλου με την παραπάνω άποψη. Οι λέξεις, σκέτες, δεν σημαίνουν τίποτα. Διότι, η ερμηνεία τους αλλάζει ανάλογα την πρόταση και, κυρίως, τον χρωματισμό της φωνής. Π.χ. η φράση “άντε, ρε!!!” λέγεται, όταν εκφράζουμε έκπληξη, με ύφος ερωτηματικό. Αν, όμως, την πεις με ύφος επιθετικό “ΑΝΤΕ, ΡΕ!!!” τότε αλλάζει κατά πολύ.
Γενικά, η λέξη “καλέ”, έχει την έννοια της προσφώνησης και χρησιμοποιείται και για τα 2 φύλλα, όπως έγραψε ήδη ο κ.Νίκος.

Να συμπληρώσω, ότι ενώ η λέξη χρησιμοποιείται για άνδρες και γυναίκες, εν τούτοις, την λένε μόνο γυναίκες και ντιντίδες.

Τι ακριβώς εννοείς, Άρη; το Κυριακή – Κυριακή / συννεφιά - συννεφιά;

Αν ναι, είναι τελείως άλλο πράγμα. Πρόκειται για κάτι που δεν υπάρχει στον στίχο ως κείμενο, αλλά προστίθεται όταν ο στίχος τραγουδιέται. Γνωστότατη τεχνική και στα δημοτικά τραγούδια και στα ρεμπέτικα, παρεμφερής προς το «τσάκισμα», ευφυέστατη λύση, όπως και εσύ λές, για μια μελωδία που δεν ταιριάζει μετρικά επακριβώς με το στίχο, ενώ συγχρόνως δημιουργείται και μία έμφαση. Αλλά στο Γεντή Κουλέ η λέξη καλέ δεν επαναλαμβάνεται κατά αυτόν τον τρόπο, χρησιμοποιείται επανειλημμένα για ριμάρισμα στον κυρίως στίχο. Και αυτό κουράζει, κατά τη γνώμη μου βέβαια.

Ένας θείος μου, σε ηλικία τεσσάρων ή πέντε ετών παρουσίασε το πρωτόλειο ποίημά του στον πατέρα του:

Ένα πλοίο, το καημένο, εις τη θάλασσα γυρνά
όμως βρήκε, το καημένο, τρικυμία φοβερά.

Ο πατέρας επαίνεσε βέβαια, στοργικά, την προσπάθεια αλλά και προσπάθησε να εξηγήσει ότι δεν είναι ωραίο να επαναλαμβάνεται η ίδια λέξη και ο ποιητής, πρέπει να ψάξει να βρεί κάποιαν άλλη, που να ριμάρει. Στην παρατήρηση –τι θα πει «ριμάρει» εξήγησε: αυτό που πολύ σωστά λές: γυρνά – φοβερά. Έτσι μπορείς να βρείς και κάτι άλλο για το καημένο, που να καταλήγει σε –ένο. Μισή ώρα αργότερα ο πιτσιρικάς επανέρχεται:

Ένα πλοίο, το καημένο, εις τη θάλασσα γυρνά,
όμως βρήκε, αυτό το ξένο, τρικυμία φοβερά.

Δεν είναι ειδικά σμυρναίικο το “καλέ”, όλη η Ελλάδα το χρησιμοποιεί. Βέβαια, όπως και ο Δημήτρης Ν. παρατηρεί, δεν δείχνει εκλεπτυσμένο χειρισμό της γλώσσας.

Βρίσκω αυτό που λες λάθος, αφοριστικό και αρκετά σεξιστικό…:087:

Πάντως το “καλέ” το συναντάμε και σε διάφορα άλλα τραγούδια π.χ.
Καλε μάνα δεν μπορώ
Σιγά καλέ μου την άμαξα
και σε πιο σύγχρονα (Να χαρείς τα μάτια σου καλέ…)