Πέντε μάγκες

Α, ναι, Φώτη, λάθος μου. Ευχαριστώ που το πρόσεξες!

1 «Μου αρέσει»

Από μερικά τέτοια σχόλια, καταλαβαίνεις και την αξιοπιστία του σχολιάζοντος.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος για το “Πέντε μάγκες” δίνει την εξής ακριβώς πληροφορία:

"τεκετζίδικο τραγούδι αγνώστου, κατεγράφη στη φυλακή".

Πιθανόν, από εκεί να αντλήθηκε και η πληροφορία του αρθρογράφου.

Την ίδια ακριβώς όμως πληροφορία, ότι δηλαδή το τραγούδι είναι ανώνυμου φυλακόβιου και ότι παιζόταν προπολεμικά σε κουτούκια, μου μετέφερε ένας γέροντας Πειραιώτης που το είχε ακούσει και αυτός από παλαιότερους, με τους εξής στίχους:

Πέντε μάγκες στον Περαία πέρασαν απ’ τον τεκέ
κάποιος είπ’ απ’ την παρέα, πά’ να πιούμ’ εν’αργιλέ.
Μπήκαν μέσα να φουμάρουν, φώναξαν στον τεκετζή:
Φιάξε’ ν’αργιλέ αφράτο με Περσίας τουμπεκί.

Πέντε τάλιρα τον δίνεις, δέκα θα σου ρίξουμε
κι αν η γκλάβα μας γιομίσει, θα σε προτιμήσουμε.
Φούμαραν, μα ήτανε τζούρα, φώναξαν στον τεκετζή,
δεν κατάλαβαν μαστούρα, ήταν σκέτο τουμπεκί.

Τεκετζή είσαι μπαμπέσης, ψεύτης και φιγουρατζής
που για χάπατα μας πήρες, τέτοιους νόμιζες θα βρεις.
Κι αν μας κλείσουν τους τεκέδες, Πειραιά - Κρεμμυδαρού,
εμείς θα την κουβαλούμε στη σπηλιά την κουρελού.

Και τι νόμιζες πως έχεις τίποτα κορτάκηδες,
μήτε πιτσιρίκους έχεις, μήτε και πρεζάκηδες.
Πάνω ‘κεί στο(υ) κουνελάκι, ζούλα έχω εν’ αργιλέ,
πάμε μάγκες να τον πιούμε, να μην πάμε στον τεκέ.

Όπως θα παρατηρήσετε, σ’ αυτή την εκδοχή, δεν επαναλαμβάνεται 2 φορές το ίδιο “…και τι νόμιζες πως έχεις…”.

1 «Μου αρέσει»

Παραστατικότατον (αν, βέβαια, αντί για το κόμμα βάλουμε το κατάλληλο σημείο στίξης, το ερωτηματικό)! Όμως, Ελένη μου, ποιος θα μας βεβαιώσει ότι οι στίχοι αυτοί δεν ξεκίνησαν απ’ το ίδιο το γραμμοφωνημένο τραγούδι, πέρασαν στα προπολεμικά κουτούκια, τους άκουσε σ’ αυτά κάποιος ανώνυμος πρώην φυλακόβιος πριν περάσουν (μετά από δεκαετίες ίσως) στον Πειραιώτη γέροντα, τροποποιημένοι έπειτα από προφορική επεξεργασία (προσθαφαιρέσεις στίχων / ημιστιχίων, αλλαγές και άλλα) για να μεταφερθούν τελικά σ’ εσένα; Τα απαραίτητα γι΄αυτή τη διαδικασία χρονικά περιθώρια υπάρχουν, από το ΄36 ως την εποχή μας.

Η μαρτυρία του Πετρόπουλου ότι το κατέγραψε στη φυλακή;
Σίγουρα θα γνώριζε ο Η.Π. ότι το τραγούδι είχε περάσει στη δισκογραφία στα γνωστά μας ονόματα, όμως δεν το αναφέρει ως επώνυμη δημιουργία.

Η διαδρομή από τη φυλακή μέχρι το κουτούκι και τη δισκογραφία μου φαίνεται πιο φυσική, κατά κάποιο τρόπο.

Ερωτηματικό υπάρχει, όπως το φαντάστηκες, Νίκο, μετά το “κορτάκηδες” και λαθάκια ορθογραφικά, καθότι χειρόγραφο!

Ούτε πρώτη ούτε τελευταία φορά που το κάνει. Ίσα ίσα αυτές τις μέρες διάβαζα γι’ αυτό το θέμα (την προσπάθεια του Πετρόπουλου να αμφισβητήσει την πατρότητα διάφορων τραγουδιών) στο αφιέρωμα της «Μουσικής» στον Μάρκο.

Εν πάση περιπτώσει, η απορία του Νίκου:

…είναι απολύτως εύλογη, είναι κλασική περίπτωση απορίας που δημιουργείται σε πολλές περιπτώσεις, και είναι μαθηματικά άλυτη αν δεν υπάρξουν περισσότερα δεδομένα.

Για τον Πετρόπουλο, τα έχουμε πει και σε παλιότερες συζητήσεις, σίγουρα δεν είναι και ο πλέον φερέγγυος.
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη μαρτυρία που δένει και ο απλοϊκός αυτός άνθρωπος ούτε που έχει ακουστά τον Πετρόπουλο, για να πούμε ότι επηρεάστηκε.

Εγώ τουλάχιστον καταλήγω σε ερωτηματικό ως προς την ταυτότητα των δημιουργών αυτού του τραγουδιού.

Πάντως, μ’ αυτή την ευκαιρία, ας θυμηθούμε ότι και τα απολύτως επώνυμα τραγούδια, τα δισκογραφημένα, διαδίδονταν κυρίως προφορικά. Αυτό είναι διαφορετική μεν περίπτωση από ένα τραγούδι που ανήκει εξ ολοκλήρου στην ανώνυμη προφορική παράδοση, καθώς κι από ένα τραγούδι που ανήκει μεν στην ανώνυμη προφορική παράδοση αλλά κάποια στιγμή δισκογραφείται κιόλας. Αλλά τη διαφορά δεν μπορεί να την αντιληφθεί παρά μόνο όποιος γνωρίζει με θετικά στοιχεία ολόκληρη την πορεία ενός τραγουδιού. Ένας που απλώς το ακούει από τον διπλανό του δεν μπορεί (τουλάχιστον όχι αυτόματα) να ξέρει αν ο διπλανός το ξέρει από δίσκο ή από τον παραδιπλανό!

Σε κάποιο βαθμό ακόμη και σήμερα συμβαίνει αυτό. Να δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα (όχι ακριβώς σημερινό, αλλά που το 'χω ζήσει):

Από τότε που άρχισα να συχνάζω σε ρεμπετοκουτούκια και, κάποια δόση, να παίζω κι ο ίδιος, είχα μάθει το «Μες στον τεκέ της Μαριγώς» με τρεις στροφές. Όμως το είχα και σε δίσκο, και είχε μόνο δύο στροφές. Εκείνη την εποχή, προ ΥΤ, η πιο επίκαιρη πηγή από την οποία μαθαίναμε παλιά τραγούδια ήταν οι σειρές δίσκων της FM Records, ενώ υπήρχαν και διάφοροι παλιότεροι δίσκοι. Δεν υπήρχε η απειρία πληροφόρησης που διαθέτουμε σήμερα, κι έτσι δεν είχα υπόψη μου ότι ήταν πολύ συνηθισμένο να ηχογραφείται το ίδιο τραγούδι δυο-τρεις φορές μέσα στα ίδια χρόνια από διαφορετικούς τραγουδιστές. Επομένως, θεωρούσα ότι το «ορίτζιναλ» τραγούδι είναι με τις δύο στροφές, και ότι η τρίτη αποτελεί προσθήκη της προφορικής παράδοσης.

Πέρασαν καμιά εικοσαριά χρόνια για να μάθω ότι υπάρχει κι άλλη ηχογράφηση, εξίσου ορίτζιναλ (αν όχι περισσότερο - δεν έχω συγκρατήσει ημερομηνίες), που περιλαμβάνει και την τρίτη στροφή.

Άλλο:

Είχαμε κάνει κάποτε εδώ μια συζήτηση για τα μυτιληνιά τραγούδια. Η προσωπική μου συμβολή, κατόπιν πρόσφατης επίσκεψης, ήταν ότι ορισμένα παλιά ρεμπέτικα παίζονται ως ντόπιο ρεπερτόριο, παραλλαγμένα σε σχέση με την αρχική ηχογράφηση αλλά ωστόσο σε σταθερή μορφή από κομπανία σε κομπανία, και χαρακτηριστικά είχα αναφέρει το «Μουρμουράκι». Πλήθος αντίστοιχες περιπτώσεις στη Σίφνο μάς έχει κοινοποιήσει το Κουτρούφι. Πολύ δημοφιλές σε διάφορα Κυκλαδονήσια και κατεξοχήν στη Μύκονο είναι και το «Μη με στέλνεις Μάνα» (του Σαλονικιού), που το θεωρούν ντόπιο τσαμπουνοτράγουδο, αφού το ξέρουν προφορικά από τους παππούδες τους.

Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις έχουμε μια αλυσίδα προφορικής μετάδοσης που μπορεί να τραβάει τρεις ή και τέσσερις γενιές πίσω, αλλά που ωστόσο ξεκινάει από κάποιον που άκουσε τον δίσκο! Αυτό το ξέρουμε μόνο και μόνο επειδή (πλέον) κι εμείς ξέρουμε τον δίσκο, αλλιώς θα ήταν δύσκολο να το φανταστούμε και ακόμη πιο δύσκολο να το αποδείξουμε.

Φυσικά, σε άλλες περιπτώσεις γίνεται το αντίστροφο: η αλυσίδα καταλήγει στον δίσκο, έχοντας ξεκινήσει πολύ παλιότερα.

Όταν δεν ξέρουμε ποιο από τα δύο συμβαίνει, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι υποθέσεις, συγκρίνοντας λ.χ. μουσικά ή στιχουργικά χαρακτηριστικά του τραγουδιού (που υπογράφεται από κάποιους δημιουργούς) με αντίστοιχα άλλων τραγουδιών του ίδιου συνθέτη/στιχουργού για να δούμε αν είναι περισσότερο ή λιγότερο πιθανό να το έχει όντως γράψει αυτός.

Ο Πετρόπουλος, πάντως, δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να παραθέσει δεδομένα, πέραν της παντελώς ατεκμηρίωτης και γενικόλογης «διαπίστωσης» ΄του.

Από την άλλη, ο Πετρόπουλος σε όσα από τα ανθολογημένα τραγούδια της συλλογής του φέρουν την ένδειξη “κατεγράφη στη φυλακή”, - έστω και αν δεν παραθέτει πάντοτε σαφείς πηγές - έχει επαληθευτεί από τη μετέπειτα έρευνα:

  • Τα όσα ανέφερε για το θρύλο του Σακαφλιά έχουν απολύτως εξακριβωθεί και σ’ αυτόν στηρίχτηκε και η μετέπειτα έρευνα η οποία και επαλήθευσε απόλυτα τα όσα πρώτος κατέγραψε.
  • Όπως και για την περίπτωση του θρυλικού “Καπετανάκη”.

Επιφυλακτικοί δεν παύει να είμαστε, ασφαλώς, για τον Πετρόπουλο.
Αν βρω χρόνο, θα κοιτάξω αναλυτικά και άλλα συναφή τραγούδια “της φυλακής” από την ανθολογία του.

Ο Σακαφλιάς είναι ένα (1) τραγούδι. Ο Καπετανάκης εμπεριέχει τον στίχο «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη», οπότε δεν χρειάζεται ειδική τεκμηρίωση για τον χαρακτηρισμό «της φυλακής». Ενδιαφέρον θα είχε να δούμε και άλλα στοιχεία, μια και ο μακαρίτης δεν πρόλαβε να τα βρει πριν τυπώσει (και ανατυπώσει, και ανατυπώσει….) το βιβλίο.

Εντάξει, αλλά όταν πήγε φυλακή ο Πετρόπουλος τα τραγούδια του Γιοβάν Τσαούση ήταν δεκαετιών παλιά. Θα μπορούσε κάλλιστα να τα έχει όντως καταγράψει εκεί μέσα χωρίς αυτό να αποδεικνύει τίποτε.

Άλλο:

Ελένη, ο άνθρωπος που σου έδωσε την πληροφορία, σου τα 'πε τραγουδιστά τα λόγια ή μιλητά;


Πάντως, απ’ ό,τι δείχνει, το ατεκμηρίωτο και ανώνυμο άρθρο που είχαμε συζητήσει παλιότερα αντλεί την πληροφορία από τον Πετρόπουλο. Τουλάχιστον βρήκαμε αυτό.

Μας το τραγούδησε με συνοδεία μπαγλαμά [ η μουσική, όπως την ξέρουμε] και λόγω του ότι η άρθρωσή του δεν ήταν και η καλύτερη και τον διπλορωτούσαμε τι έλεγαν τα λόγια, έσκισε ένα φύλλο από ένα τετράδιο όπου τους είχε γραμμένους και έτσι τους πήραμε και γραπτούς τους στίχους.
85 χρονών άνθρωπος, άρχοντας, καλή του ώρα!

Μάλιστα…

Αν γινόταν η ίδια ιστορία με κάποιο άλλο τραγούδι του Γιοβάν Τσαούς, με τον Κατάδικο λ.χ. ή με το «Γιοβάν Τσαούς» που έχουν εντελώς ιδιαίτερες και αμίμητες μελωδίες, θα έλεγα ότι κατά πάσα πιθανότητα η αλυσίδα από στόμα σε αφτί ξεκινάει από τον δίσκο. Αλλά στους 5 μάγκες η μελωδία των στίχων θα μπορούσε να έχει γραφτεί από οποιονδήποτε. Αν πρόβαλλε κάποιος τον ισχυρισμό ότι πρόκειται για παλιό ανώνυμο τραγούδι που ο Γιοβάν Τσαούσης το δισκογράφησε προσθέτοντας την (όντως εντελώς ιδιαίτερη) εισαγωγή, δε θα μπορούσα να αναφωνήσω «Αδύνατον! Αποκλείεται!» - αν και, βέβαια, θα αξίωνα κάποια απόδειξη του ισχυρισμού.

Καλησπέρα,

παραθέτω μια φωτογραφία, με τους στίχους από τον “Κατάδικο”, αλλά με τίτλο “Το τραγούδι του φυλακισμένου”.
Προέρχεται από πολύ παλιές εκτυπωμένες σελίδες, σαν περιοδικάκι με στίχους τραγουδιών, που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή.
Το γεγονός ότι κυκλοφορούσαν φυλλάδια με στίχους, χωρίς να αναφέρονται οι δημιουργοί, χωρίς φυσικά τις μελωδίες, και με από μνήμης καταγραφές των στίχων και ελευθερία στους τίτλους κτλ, είναι πολύ πιθανόν κάποιος παλιός να θεωρούσε ένα τραγούδι αδέσποτο, ενώ δεν ήταν.

Πηγή φωτογραφίας: Αρχείο Πέτρου Μουστάκα

1 «Μου αρέσει»

Αυτό. Τίποτ’ άλλο. Αλλά ο Πετρόπουλος ανεπαύθη χωρίς να νοιώσει την ανάγκη να ασχοληθεί με το θέμα.

Σωστά Μπάμπη, αλλά εδώ έχουμε και μελωδία, την αρχική της ηχογράφησης. Πάντως, χωρίς (θεωρητικά) να μπορεί να αποκλειστεί απολύτως τίποτα, το βλέπω εντελώς απίθανο να επινοήθηκε το τραγούδι από κάποιον, να κυκλοφόρησε στην προφορική πιάτσα, να το άκουσε ο Γ. Τ. και τελικά να το ηχογράφησε, είτε με την εισαγωγή που είχε ήδη επινοήσει ο πρώτος συντάξας, είτε με δική του.

Νομίζω ότι τελικά δεν έχουμε τίποτε περισσότερο παρά μόνο ότι κάποιος κάπου είπε ή έγραψε ότι το τραγούδι είναι παλιότερο από τον Γιοβάν Τσαούση.

Ας πούμε ότι εγώ λέω στον Μπάμπη κάτι ανάλογο για τη Φραγκοσυριανή: Ξέρεις, Μπάμπη, δεν είναι του Βαμβακάρη.

Μπάμπης στον Νίκο: Μου είπε ο Περικλής ότι η Φραγκοσυριανή δεν είναι του Βαμβακάρη, αλλά φυσικά δεν ισχύει.

Νίκος στην Ελένη: Του Μπάμπη του είπε κάποιος ότι η Φραγκοσυριανή δεν είναι του Μάρκου, αλλά μάλλον δεν ισχύει.

Ελένη στον γείτονά της: Κάποιος άκουσε ότι η Φραγκοσυριανή δεν είναι του Μάρκου, αλλά κανείς δεν ξέρει αν ισχύει.

Γείτονας του γειτόνου του γειτόνου: Περικλή, το ξέρεις ότι τελικά η Φραγκοσυριανή δεν είναι του Μάρκου;

Εγώ: Το 'χα ακούσει, αλλά να τώρα που διασταυρώνεται!

Βέβαια, μέσα σε εκατό τέτοιες φήμες θα τύχει να 'ναι και μια πραγματική. Και το ρολόι, άμα σταματήσει, δυο φορές το 24ωρο λέει σωστή ώρα.

Συνεπώς συμφωνώ με τον Νίκο: θεωρητικά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τίποτε, αλλά φαντάζει εξαιρετικά απίθανο να μην είναι η Φραγκοσυρ… με συγχωρείτε, οι 5 Μάγκες, του Γιοβάν Τσαούση.

2 «Μου αρέσει»

Βρε, λες;

(και καναδυό άμπρα καντάμπρα, να γεμίσει χαρακτήρες το κοντέρ…)

[Από το Σταύρο Κουρούση οι πληροφορίες και μια πεντακάθαρη κόπια του τραγουδιού]

“…Η αναζήτηση δίσκων είναι μια συναρπαστική εμπειρία που περιέχει πολλές ιστορίες στο διάβα της. Μια από αυτές είναι και το κομμάτι ““5 μάγκες” του Τσαούς όπου στην πισω πλευρά περιέχει το τραγούδι " Ο Κατάδικος”.
Από το 1997 γνώρισα συλλεκτες που θα “σκότωναν και τη μάνα τους” για να το έβρισκαν καθαρο ενώ θυμάμαι πολλές συζητήσεις γύρω από το δίσκο αλλά και τις προσφορές που έπεφταν σε περίπτωση ανεύρεσης του. Δυο κοπιες μέχρι στιγμής έχουν βρεθεί καθαρές, η μια δυστυχώς χαμένη σε πυρκαγιά ενω η δεύτερη από ιστορίες παλαιών, βρίσκεται κρυμμένη κάπου στην Βόρεια Ελλάδα. Το αριστουργηματικό αυτο κομμάτι με τις πολύ ιδιαίτερες αρμονίες, έκανε μικρή επιτυχία στην εποχή του και παρέμενε εντελώς αγνωστο για πολλά χρόνια.Ο συλλέκτης Πάνος Σωτηροπουλος, επιστήθιος φίλος του Βασίλη Τσιτσάνη, μου είχε πει χαρακτηριστικά πως ο Τσιτσάνης το άκουσε πρώτη φορά την δεκαετία του 70 και ζήτησε από τους συλλέκτες να του το γράψουν για να το περάσει στο μαγαζί.
Το βρήκα μερικές φορές σε κατάσταση κάτω του μετρίου και μια φορά μέτριο, όπου μετά από αποκατάσταση και αρκετό πλυσιμο καταφέραμε να έχουμε με σχετική αποθορυβοποιηση αυτό το αποτέλεσμα…”

4 «Μου αρέσει»

Ωραία!

“Πάν’ εκεί” ακούω, όχι “πάμε εκεί”, όπως αναγράφεται