Έφυγε από τη ζωή ο Πάνος Τζαβέλλας.
Αντάρτης από τα 15 του χρόνια στην ΕΠΟΝ και στον ΕΛΑΣ τραυματίστηκε και έχασε το δεξί του πόδι στο βουνό.
Φυλακίστηκε και καταδικάστηκε 3 φορές σε θάνατο, βγήκε από τη φυλακή βαριά άρρωστος πήγε στη Σοβιετική Ένωση για θεραπεία το 1959 και έμεινε μέχρι το 1965.
Εκεί του δόθηκε η ευκαιρία να γνωριστεί με τον Σοστάκοβιτς και να μελετήσει συστηματικά την αγαπημένη του κιθάρα, που τον συντρόφευε και τα χρονια που ήταν στο βουνό.
Γυρνώντας στην Ελλάδα, φυλακίστηκε από τη Χούντα και βγήκε από τις φυλακές το 1971 με «ανήκεστο βλάβη».
Ήταν τότε που ξεκίνησε να παίζει ως μουσικός σε μπουάτ, στο «Λημέρι», στο «Ταμπούρι» και στη «Λήδρα» τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης αλλά και σε φεστιβάλ πολιτικών νεολαιών.
Οι μεγαλύτεροι τον θυμούνται, ακούραστο, να δίνει 3 παραστάσεις κάθε βράδυ, 7 μέρες τη βδομάδα, για να χωρέσουν όλοι και να παρακολουθήσουν το πρόγραμμα.
Τα τραγούδια του, αντάρτικα τα περισσότερα και κατά των βολεμένων αστών, έκαναν αίσθηση.
Είναι από τους ελάχιστους που δεν ξεπούλησαν τα παράσημα του αγώνα της νιότης τους – και όχι μόνο – για μια θεσούλα στα πράγματα, που δεν έδινε συνεντεύξεις δεξιά κι αριστερά, που δεν χρησιμοποίησε τα τραγούδια του ως μέσο πλουτισμού και προσωπικής ανάδειξης, που δεν εμφανιζόταν ως μαϊντανός με άποψη επί παντός επιστητού…
Πρόσφατα είχε πάρει φωτιά το σπίτι του, καταστράφηκαν βιβλία, χειρόγραφα, ό,τι είχε, κινδύνευσε κι ο ίδιος, καθώς είχε κινητικά προβλήματα.
Στο νοσοκομείο που μεταφέρθηκε διαπιστώθηκε σοβαρότατο πρόβλημα υγείας, εγχειρίστηκε την παραμονή της πρωτοχρονιάς και έφυγε χτες για το στερνό ταξίδι.
Ο έντιμος άνθρωπος κυρ Πάνος Τζαβέλλας !
Μερικά από τα τραγούδια του:
Ο έντιμος άνθρωπος κυρ - Παντελής.
Ο Άρης κάνει πόλεμο.
Ο Μπεζεντάκος.
Και μια δική του σύνθεση που ερμήνευσε η Κ. Γκρέυ:
“Τα ταξιδιάρικα πουλιά”
Τα ταξιδιάρικα πουλιά
με τα λευκά τους τα φτερά
με τα λευκά τους τα φτερά
σε πήρανε μακριά.
Να σαι καλά, να σαι καλά
και με βοριά και με νοτιά
στέλνε μου χαιρετίσματα,
γλυκιά παρηγοριά.
Τι κι αν σ’ αγάπησα πολύ,
αλλιώς τα ήθελε η ζωή.
Μη μου κακιώνεις και μην κλαις
και την καρδιά μου καις.
Κρατώ δικό σου ό,τι καλό
τ’ άλλα τα ρίχνω στο γιαλό.
Κυκλάμινό μου εσύ χλωμό
πού να βρω λυτρωμό;