Ορισμός ρεμπέτικου

Το τραγούδι ‘‘Ο ρεμπέτης’’ είναιενδεικτικό της νοηματοδότησης τα χρόνια του ‘30 του τύπου του ρεμπέτη, ο οποίος φαίνεται να εκφράζει ένα κατ’ εξοχήν πρότυπο ανδροπρέπειας, το οποίο πιστοποιείται από τη δράση σε κοινωνικούς χώρους, όπως η ταβέρνα και η φυλακή. Η αντίθεση του ανδροπρεπούς ρεμπέτη-μάγκα με πρότυπα θηλυπρεπούς συμπεριφοράς, όπως αυτής των ντιγκιντάν αγοριών είναι χαρακτηριστική. Άλλωστε το '34 δεν υπήρχε ακόμη λογοκρισία, ούτε βέβαια και η έννοια της πολιτικής ορθότητας, ώστε οι στιχουργοί να είναι πιο προσεκτικοί στις διατυπώσεις τους.

Πέτυχα κι ένα τραγούδι με τίτλο “Ρεμπέτικο” αυτή τη φορά… Ο Μανιάτης το έχει με τίτλο “Ρεμπέτικο (Γαλάζιες νύχτες)”. Είναι ορχηστρικό και χρονολογείται από τον Μάρτιο του 1930 και ο ίδιος το χαρακτηρίζει ως ρεμπέτικο.
Σε διαφημιστική καταχώριση της εποχής το βρήκα με τίτλο σκέτο “Ρεμπέτικο” και μάλιστα αναφερόμενο ως φοξ τροτ! Είναι Vi-58057 και στην άλλη πλευρά του δίσκου είναι το “Αχ μπέϊμπι” που τραγουδά ο Τέτος Δημητριάδης και υπάρχει στο You Tube.

Μπας και έχει κανείς ακούσει το ορχηστρικό αυτό με τον τίτλο “Ρεμπέτικο”;

Στο δίσκο πάντως (Victor 58057) η άλλη πλευρά τιτλοφορείται “Αχ, μωρό” και αναφέρονται ως τραγουδιστής, συνθέτης και στιχουργός οι Νώντας Σγουρός (ψευδώνυμο Δημητριάδη), Fomeen και Fomeen. Ο στίχος (παρά το Fomeen) είναι ελληνικότατος και σαχλότατος, όπως και η μελωδία, σε ρυθμό περίπου σουίγκ ή τσάρλεστον. Το ορχηστρικό κομμάτι, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, δεν υπάρχει πουθενά.

Το ότι το (γραμμένο και κυκλοφορημένο στην Αμερική) κομμάτι τιτλοφορείται “Ρεμπέτικο” έχει, κατά την άποψη τη δική μου, τόση βαρύτητα όση και η αναφορά (όχι βέβαια στον τίτλο, όπως εδώ) στη λέξη “Ρεμπέτικο” στις ετικέτες των περίφημων “Απονιά” και “Τίκι τίκι τακ”.

Με αφορμή το όμορφο άρθρο “Ένα κι ένα κάνουν δύο” του Κώστα (neapoliotis) στην “κλίκα”, επαναφέρω την συζήτηση:
Νομίζω ότι προσφέρει μια ξεκάθαρη άποψη για τον διαχωρισμό του “μπουζουξή” από τον “ρεμπέτη”, διαχωρισμό που εγώ προσωπικά ασπάζομαι και που θεωρώ βασικό χαρακτηριστικό για τον σωστό ορισμό του “ρεμπέτικου”. Όλα αυτά που περιγράφονται για τους μουσικούς συσχετισμούς ισχύουν κατ’ εμέ λίγο πολύ από το τέλος του πολέμου το 1945 έως και στις μέρες μας.
Θα ήταν ενδιαφέρον να τοποθετηθούν και άλλοι αναφορικά με την οπτική του άρθρου.

Ζουμερό και μυρωδάτο. Μπράβο Νεαπολιώτη!

Πάρα πολύ ωραίο κείμενο, προσωπικό, απλό και αληθινό. Δίνει πολύ όμορφα τον τόνο, το χρώμα εκείνης της εποχής και μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα κάποια πράγματα όσον αφορά τους ρεμπέτες και τους μπουζουξήδες.

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η σύγκριση που γίνεται στο τέλος ανάμεσα στον Βραχνά και τον Μάμμο: Πράγματι ο ένας ρεμπέτης, απλό, λαϊκός άνθρωπος (κι όχι απλά με λαϊκές καταβολές. Παρέμεινε ρεμπέτης στη ζωή του, στις απόψεις του και στο παίξιμό του. Ο άλλος με την “εξέλιξη” (για την ώρα το γράφω έτσι) άλλαξε και το παίξιμό του, έπαιζε σε πάλκα και ακολούθησε την ροή της “εξέλιξης”. Σίγουρα ο ένας ήταν ρεμπέτης (όσον αφορά την ζωή του, την συμπεριφορά του και το παίξιμό του)κι ο άλλος κατέληξε μπουζουξής. Δεν μπορούμε όμως σήμερα να πούμε για κάποιον ότι είναι ρεμπέτης. Έτσι πιστεύω δηλαδή. Η εποχή που επικρατούσα αυτά τα ήθη και οι αξίες έχουν ανεπιστρεπτί περάσει. Σίγουρα, είμαστε εμείς εδώ, το κρατάμε αληθινό και όσο μπορούμε ζωντανό. Άλλο όμως να υπάρχει στην κοινωνία η μουσική η οποία παράγεται από αυτούς τους ανθρώπους κι αγγίζει τόσους και τόσους λαϊκούς ανθρώπους, κι άλλο σήμερα που υπάρχουν κάποιοι λίγοι οι οποίοι πλέον το γνωρίζουν από μαρτυρίες, ηχογραφήσεις, δίσκους κλπ κλπ. Δεν είναι ρεύμα στην κοινωνία το Ρεμπέτικο κι αυτό οφείλεται κάπου.

Νομίζω έχω ξαναγράψει ότι δεν μπορούμε να μελετήσουμε ένα είδος μουσικής πέρα κι έξω από τα πλαίσια που γεννήθηκε, αναπαράχθηκε και διαδόθηκε. Δεν γίνεται να μην εξετάσουμε τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε, οι οποίες βέβαια καθόριζαν και τις κοινωνικές αλλά και πολιτικές. Όποια προσπάθεια γίνεται να μελετηθεί το Ρεμπέτικο (κι όποια άλλη μουσική) χωρίς να υπάρξει αυτή η ουσιαστική βάση είναι απλά μάταιη και δεν θα μας βοηθήσει και κάπου. Είναι σαν να πατάμε στον αέρα και να λέει ο καθένας τα δικά του. Όποιος ακούει ρεμπέτικα δεν είναι και ρεμπέτης και κατά την άποψή μου δεν γίνεται εφόσον είναι κάτι το οποίο “έχει πεθάνει” με την έννοια ότι δεν γράφονται τραγούδια με το ύφος αυτό, με τη θεματολογία αυτή και εν πάσει περιπτώσει κι αν γράφονται είναι σποραδικές προσπάθειες μερικών. Δεν υπάρχουν οι συνθήκες οι οποίες γέννησαν αυτή την μουσική, της έδωσαν ζωή και που μέσα σε αυτές αντρώθηκε και διαδόθηκε, άρα δεν μπορεί να είναι “μαζικό φαινόμενο” και στην κοινωνία. Ελπίζω να γίνομαι κατανοητός και να μην παρανοήσει κανείς.

Όσον αφορά την εξέλιξη. Πάλι δεν μπορούμε να μην λάβουμε υπόψιν τα πλαίσια στα οποία το μπουζούκι “εξελίχθηκε”. Αν είναι εξέλιξη ή όχι: Πέρα από την προσωπική μου άποψη πρέπει να πούμε ότι το 3χορδο εξελίχθηκε μεν, σε άλλο όργανο δε. Δηλαδή άνοιξαν περισσότερο οι ορίζοντες και οι δυνατότητες (σε ελάχιστο βαθμό βέβαια), άλλαξε ο τρόπος παιξίματος, άρχισε να επικρατεί η ταχύτητα. Αυτό μας αρέσει; Μάλλον όχι, εμένα τουλάχιστον όχι. Όμως δεν μπορούμε να πούμε ότι το όργανο έμεινε στάσιμο. Όπως όμως είπα το 3χορδο έγινε άλλο όργανο.

Πολλοί ορίζουν το τέλος του Ρεμπέτικου το 1952. Άλλοι απ’ ότι είδα το 1937. Δεν ξέρω και δεν θα ασχοληθώ εδώ με το πότε “τελείωσε” το ρεμπέτικο. Πάντως το όργανο “εξελίχθηκε” κάπου εκεί μετά το '50. Έγινε 4χορδο και το στυλ του άλλαξε σαφώς. Άλλαξε το χρώμα, άλλαξε το παίξιμο (εμ μια έξτρα χορδή είναι αυτή), άλλαξε η νοοτροπία, άλλαξαν και τα είδη που παίζονταν(λέει ο Κώτσος για σάμπες και ρούμπες, ή τα λεγόμενα ινδοτράγουδα). Γιατί; Γιατί άλλαξε λοιπόν; Σίγουρα πολλοί έχουμε αναρωτηθεί όπως κι εγώ. Η αιτία φυσικά πρέπει να αναζητηθεί στα κοινωνικοπολιτικά αίτια (και τα οικονομικά όπως προείπα).

Η δεκαετία του ‘50 αρχίζει με μεγάλη πίκρα και δυσκολία για τον λαό. Φτώχεια, το λαϊκό κίνημα στην φυλακή, στην εξορία, τσακισμένο από το μετεμφυλιακό κράτος. Οι ελπίδες διαλύονται, ο φόβος κυριεύει όλα τα λαϊκά στρώματα. Είναι εποχές δύσκολες με τον σκοταδισμό να κυριεύει όλη την χώρα. Η Ελλάδα έχει λάβει την αμέριστη οικονομική βοήθεια των ΗΠΑ (Σχέδιο Μάρσαλ) και των Βρετανών ώστε να ανασυγκροτηθεί παραγωγικά, αλλά και όσον αφορά το κράτος της. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μετά το 46’ το μπουζούκι “χάνει” τον χαρακτήρα του απαγορευμένου, γίνεται γνωστό κι αγαπητό απ’ όλο τον λαό αλλά κι όχι μόνο. Είναι το 1947 (συγχωρήστε με αν κάνω λάθος και διορθώστε με) που ο Μάνος Χατζιδάκις κάνει εκείνο το σεμινάριο (και πάλι συγχωρείστε με αν είναι λάθος ο όρος μου) για το μπουζούκι και το Ρεμπέτικο και λέει πως το μπουζούκι είναι το νο1 λαϊκό όργανο της Ελλάδας. Οπότε το μπουζούκι μέσω ενός πιο κλασσικού και δυτικότροπου καλλιτέχνη, που είναι γνωστός στους αστικούς κύκλους της εποχής μπαίνει στα σαλόνια. Αρχίζει να γίνεται μέσο διασκέδασης και για την ανώτερη τάξη (π.χ σε ταινίες που δείχνουν τέτοια κέντρα). Όπως κάποιος πολύ εύστοχα είπε το λαϊκό πλέον τραγούδια αρχίζει να στέκεται δίπλα στο λαό και να τραγουδάει τον πόνο του (πλέον με μια ηττοπάθεια) αλλά όχι να βγαίνει απευθείας από αυτόν. Δηλαδή παλιά οι ρεμπέτες τραγούδαγαν τον πόνο τους (και του λαού) τώρα πλέον αυτό δεν γίνεται. Ο πόνος δεν βιώνεται από τους δημιουργούς τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό. Επίσης αλλιώς διασκέδαζε ο λαός τότε, αλλιώς το '30. Εκτός από λεφτά στην Ελλάδα ήρθαν και αξίες, νοοτροπία από την Αμερική(λίγο μπακαλίστικο το ξέρω, αλλά ισχύει ως ένα βαθμό) κύρίως στις ανώτερες τάξεις που πάντα προσπαθούσαν να τις διαδώσουν και προς τα κάτω. Έτσι λοιπόν σιγά σιγά ο ήχος δυτικοποιήθηκε (με πρωτεργάτη τον Χιώτη, που παρεπιμπτόντως όλοι οι παλιοί μάγκα τον ανεβάζουν δερβίση τον κατεβάζουν), άλλαξε. Τελείωσε, το τρίχορδο ήταν παρελθόν.

Σίγουρα το τετράχορδο πλέον κυριαρχεί και κατά την γνώμη μου ακόμη κι αυτό έχει πλέον εξευτελιστεί. Σίγουρα όταν κάποιος παίζει τετράχορδο και μόνο, ή μάλλον καλύτερα δεν παίζει ρεμπέτικα, δεν ακούει ρεμπέτικα, δεν μαθαίνει για αυτά και για κείνη την περίοδο δεν μπορεί να καταλάβει τι όργανο είναι το τρίχορδο αλλά ακόμη κι αυτό το 4χορδο, που είναι η εξέλιξή του. Ο “πρόγονός του” μεγάλωσε στις φυλακές, στην παρανομία, στους τεκέδες, αλλά και έξω, αγαπήθηκε από τον λαό ειδικότερα μετά το 45’ (με την έννοια ότι το έμαθε ακόμα περισσότερος κόσμος). Σίγουρα, οι μεγάλοι Ρεμπέτες θα έχουν στριφογυρίσει πολλές φορές στο μνήμα τους από αυτά που έχουν γίνει.

Χρέος μας λοιπόν, πιστεύω, είναι να μάθουμε, να μελετήσουμε, να καταγράψουμε και να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές το αυθεντικό Ρεμπέτικο, με όση μεγαλύτερη σαφήνεια και καθαρότητα μπορούμε. Πιστεύω ότι ο ορισμός δεν είναι κάτι το τόσο επείγον, γιατί αν και δεν υπάρχει κάποιος τελείως αποδεκτός και διαδεδομένος, εδώ μέσα όλοι μας καταλαβαινόμαστε για το τι εννοούμε με την λέξη αυτή. Μπορούμε όμως να δώσουμε χαρακτηριστικά βασικά του ρεμπέτικου και πρέπει να προσπαθήσουμε να το κάνουμε. Θα επανέλθω κάποια στιγμή με απλό, κατανοητό και σαφή “ορισμό” για το ρεμπέτικο (με την έννοια των βασικών χαρακτηριστικών του είδους και όχι του ακριβές ορισμού).

Συγγνώμη για τα κατεβατά, ελπίζω να βγήκε νόημα :Ρ

νομίζω ότι ο κώτσος συνεχίζει το νήμα του μάρκου, του βραχνά και όλων των άλλων, της γειτονιάς όπου μεγάλωσε. ακούστε ξανά την δύναμη των τραγουδιών του μέσα στην απλότητά τους.

κατά τα άλλα, υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι που ζουνε όπως οι ρεμπέτες του '30: με τις παρέες τους, τα πιώματά τους, τα μπλεξίματα με τους μπάτσους, τις καψούρες τους… κάποιοι ακούνε ρεμπέτικο και το νοιώθουν μέχρι το μεδούλι (μακριά από πληκτρολόγια και οθόνες), κάποιοι ροκ ή χιπχοπ ή ο,τιδήποτε άλλο μπορεί να βρίσκεται ακόμα στο περιθώριο.

Το #86 του Τζίτζη είναι ένα εξαιρετικό κείμενο, και με βρίσκει σύμφωνο σχεδόν σε όλες του τις λεπτομέρειες. Ιδιαίτερα στην τρίτη παράγραφο (δεν μπορούμε να εξετάσουμε τη μουσική χωρίς να εξετάσουμε τις κοινωνικές και άλλες συνθήκες που τη γέννησαν) η ταύτισή μας είναι πλήρης.

Σχετικά με το ζήτημα της εξέλιξης, όπως το εξετάζει ο Τζίτζης στις επόμενες 3 παραγράφους, υπάρχει κι ένας ακόμη παράγοντας που πρέπει κατά τη γνώμη μου να συνυπολογιστεί, και που συντελεί κι αυτός στη διαφορά ανάμεσα στο «πριν» (πριν το '37 ή πριν το '52, δεν έχει τόση σημασία) και το μετά:

«Πριν» οι άνθρωποι αναλάμβαναν οι ίδιοι τη διασκέδασή τους, το γλέντι τους. (Ας κρατήσουμε προσωρινά αυτές τις λέξεις, έστω κι αν επρόκειτο για γλέντι με δάκρυ και καημό, ή με περίσκεψη και φιλοσοφική διάθεση, κι όχι κατ’ ανάγκην για γλέντι χαράς.) Δεν το ανέθεταν σε κάποιον επαγγελματία. Αυτός που βάσταγε το όργανο, είτε έπαιζε σκοπούς δικούς του είτε όχι δικούς του, δεν καθόταν απέναντι από τους υπόλοιπους. Ήταν ένας από την παρέα. Τι ακριβώς μάς λένε στίχοι όπως «Ρε συ Σράτο, ρε συ Στράτο, / βγάλ’ τον μπαγλαμά σου βγάλ’ το»; Δε θα τον βγάλει βέβαια για ν’ ανέβει στο πάλκο και να κάνει πρόγραμμα - αντιθέτως, μπορεί να μην τραγουδήσει καν αλλά να τραγουδάνε οι υπόλοιποι, όλοι μαζί ή σόλο όποιος έχει κάτι να πει εκείνη την ώρα.

«Μετά» αυτή η αυτοοργάνωση παραχώρησε τη θέση της στα καταστήματα διασκέδασης. Αυτό αφενός εκτίναξε τα επίπεδα δεξιοτεχνίας, ανέβασε τις απαιτήσεις ενορχήστρωσης και γενικά μουσικής αρτιότητας, και συνολικά βελτίωσε το καθαρά μουσικό (ηχητικό) σκέλος της μουσικής. Αφετέρου, άλλαξε πατόκορφα τη λειτουργία της μουσικής: είναι νομίζω προφανής η διαφορά ανάμεσα στο «τραγουδώ και διασκεδάζω» και στο «σου τραγουδώ και διασκεδάζεις». (Ή «τραγουδώ και εκφράζομαι» / «σου τραγουδώ και σε εκφράζω».)

Βέβαια, δε νομίζω ότι αυτό που γινόταν «πριν» σταμάτησε ποτέ να γίνεται, αφού και τώρα γίνεται συχνότατα. Ο χώρος όμως αυτής της μουσικής δραστηριότητας έπαψε να είναι αυτός όπου πλάθονταν οι εξελίξεις: πλέον, αυτές έβγαιναν από τους χώρους της επίσημης, οργανωμένης, εμπορικής/καταναλωτικής διασκέδασης. (Σ’ αυτές τις λέξεις ας μη δούμε καμιά υποτιμητική χροιά, τις βάζω ως απλές διαπιστώσεις και όχι ως αξιολογήσεις.)

Προφανώς και υπάρχουν και το ζούνε και θα το ζούνε και θα το διαδώσουν με την στάση τους. Εννοείται, όπως κι ο Κώτσος κι όπως κι εμείς οι μικρότεροι! Άλλο όμως λέω εγώ, αυτό που ήρθε να εκφράσει με λόγια ο Πέπε, που εξηγεί εδώ και καταλήγει (στα υπογραμμισμένα) :

Όσον αφορά τις οθόνες φίλε Νίκο, δεν νομίζω να το ζήσει ποτέ κανείς μέσω από υπολογιστές. Δεν νομίζω επίσης ότι ρεμπέτη σε κάνει το να φουμέρνεις χασίσια ή το να μπλέκεις με μπάτσους. Τουλάχιστον δεν είναι το καθοριστικό. Υπάρχουν πάρα πολλοί που τα κάνουν και τα 2 αλλά ρεμπέτες δεν είναι. Ρεμπέτης είσαι (μάλλον ήταν τότε η σημασία) όταν είσαι ωραίος άνθρωπος, κιμπάρης, όμορφος σε όλα σου. Στους τρόπους σου και τα φερσίματά σου. Εγώ λοιπόν απλά σχολίαζα ότι εφόσον το Ρεμπέτικο δεν καθορίζει πια τις μουσικές εξελίξεις που λέει κι ο Πέπε, είναι πολύ δύσκολο και δεν θα γίνει ποτέ μαζικό φαινόμενο, το να έχεις τέτοιους ανθρώπους, τέτοιες αξίες και τέτοιο ήθος και πράξεις. Και για να μην παρανοηθώ πάλι, ναι, τότε το να είσαι φίνος μάγκας, να ξηγιέσαι και να 'σαι παλικάρι ήταν σημαντικό μέρος ενός Ρεμπέτη αλλά ΟΧΙ ΜΟΝΟΝ ΑΥΤΟ.

Πέπε συμφωνώ απολύτως με την προσθήκη σου. Σε αυτό που έγραψα αναφορικά με το πως διασκεδάζε ο λαός πριν και μετά, και το πως άλλαξαν τα τραγούδια (στο ύφος τους) πρέπει να προστεθεί και ο παράγοντας που αναφέρεις που κατά την γνώμη μου είναι κύριος!

Α! Και μια ακόμη τεχνική λεπτομέρεια, μεγάλης σημασίας:

Η ενίσχυση και τα μικρόφωνα.

Με «σκέτο» παίξιμο, ακόμη κι αν η κομπανία διαχωριστεί από το κοινό, μπορεί πάντα να παίξει για να τραγουδήσει ένας από τους θαμώνες. Σ’ αυτή την περίπτωση, ναι μεν η πρώην αδιάσπαστη παρέα έχει χωριστεί σε μουσικούς (πομπούς) και ακροατές (δέκτες), αλλά όχι ακόμη εντελώς στεγανά.

Μόλις όμως μπει μικρόφωνο, το «δικαίωμα λόγου» περιορίζεται πλέον αποκλειστικά σ’ αυτόν που έχει το μικρόφωνο. Ο άλλος όχι απλώς έχει μετατραπεί σε ακροατή, ενώ παλιά ήταν συμμέτοχος, αλλά πλέον έχει αποκλειστεί και από τη διαδικασία της συνδιαμόρφωσης. Για παράδειγμα, αν υπάρχει ένα στιχάκι που κυκλοφορεί σε διάφορες παραλλαγές, πλέον θα ακούγεται μόνο στην παραλλαγή που ξέρει/προτιμά αυτός που βαστά το μικρόφωνο.

Επίσης σημαντικότατη προσθήκη στην ανάλυσή μας, εφόσον καθορίζει αυτό που έλεγες περί “σου τραγουδώ και διασκεδάζεις”. Δεν το 'χα σκεφτεί καθόλου Πέπε!

ο ρόλος των μαγαζιών στην “επαγγελματικοποίηση” και την αλλαγή του ύφους και των συνθηκών είναι κλασικό ζήτημα. παίζοντας όμως σε κάποιες δουλειές (μόμο για τα λεφτά) με λαϊκούς μπουζουξήδες, άρχισα να συνειδητοποιώ και μια άλλη πλευρά, την ευθύνη του μουσικού.
να το εξηγήσω με ένα παράδειγμα: τα μαγαζιά θα απαιτήσουν “γνωστά” κομμάτια, χορευτικά, “καθώς πρέπει”, ή ο,τιδήποτε άλλο. από κει και πέρα όμως είναι και ευθύνη του μουσικού το ποιά θα διαλέξει και πώς θα τα παίξει.
ας πούμε διαλέγει κάποιος το “παραπονιάρικο”, αναγνωρίσιμο και πιασάρικο κομμάτι, με πολλές επανεκτελέσεις. το αν θα το παίξει κανονικά όπως το έγραψε ο δημιουργός του, ή κάποια από τις εκτελέσεις με αλλαγμένες εισαγωγές/διακπεραιωτικό παίξιμο/τραβήγματα στην φωνή/κλπ είναι θέμα του μουσικού. έτσι βάζει ένα πετραδάκι στο τί ακούει ο κόσμος, και στο πώς υπηρετεί γενικά την μουσική του.
ή ακόμα χειρότερα, αν πιέζεται να παίξει ένα βαρύ ζεϊμπέκικο για να χορέψει (σε στυλ “πατάω σταφύλια”’) ο κάθε wannabe βαρύμαγκας και μετά ένα τσιφτετέλι για να επηδηχτεί (με δύο “η” κύριε διορθωτά) η κάθε κομψευόμενη ασχέτως ηλικίας. μπορεί να κάνει μια αξιοπρεπή εκτέλεση του καθενός χωριστά, ίσως αποθαρρύνοντας και τα πολλά ξεφτιλίκια στον χορό, αλλά συμβαίνει κι αυτό που έπαθα το καλοκαίρι: ο μπουζουξής να βάζει το “κάνε λιγάκι υπομονή” (σε λαϊκοσκυλέ mood) και να το ενώνει με ένα χαζοτσιφτετέλι της σειράς. έτσι κατάφερε να καταστρέψει και την κομματάρα του τσιτσάνη ρίχνοντάς την στο επίπεδο του τσιφτετελιού.
παίρνω δεδομένη την ευθύνη του μαγαζάτορα ή των δισκογραφικών με τις επανεκτελέσεις, ακριβώς για να μιλήσω και για την δικιά μας ευθύνη. πολλές φορές το μαγαζί ή ο κόσμος μπορεί να είναι εντάξει, ή μοιρασμένος. το παίξιμό μας όμως, θα καθορίσει την βραδιά και τις επόμενες που θα έρθουν. και για να πάμε στο αρχικό πέρασμα στο λαϊκό, μουσικοί ήταν εκείνοι που καθορίζαν τα νέα ήθη στα μαγαζιά και στις δισκογραφικές (με βάση τις κοινωνικές αλλαγές και το ποιοί ρίχναν τα λεφτά βέβαια).
με λίγα λόγια, εκτός από το “τί” θα παίξουμε (καθοριστικό, που μπορεί να μήν είναι στο χέρι μας), υπάρχει και το “πώς” θα το παίξουμε (επίσης σημαντικό, που είναι στο χέρι μας).
σόρρυ για το σεντόνι, ίσως πρέπει να διαχωριστεί σε ξεχωριστό θέμα.

Γειά σου φίλε…
Θα μείνω μονο σε ενα σημείο απο αυτό πού εγραψες,( γιατι η θέση μου ειναι γνωστή πάνω σε αυτο το θέμα,και δεν θέλω να γίνομαι κουραστικός ,ουτε να επαναλαμβάνομαι),και θα σε ρωτήσω κάτι.

Εχεις την εντύπωση οτι οταν εγραψε την Σκύλλα ο Μάρκος,ολη η κοινωνία τότες εγινε ενα με αυτό το τραγούδι;;
Ολοι ειχαν γίνει ρεζίλι στον Πασά και στον Βεζύρη;;Ολοι ελιωναν μες την ερημιά;;Ηταν δηλαδή μαζικό φαινόμενο;;

Ηταν πιο πολλοί οι μάγκες εκεινη την εποχή μήπως;;Ηταν πιο πολλοί αυτοί που τους αρεσε αυτο το ειδος τραγουδιών,απο τον υπόλοιπο πληθυσμό;;Μηπως εχεις την εντύπωση οτι ολη η Ελλάδα ακουγε ρεμπέτικα τότες;;
Εγω θα ελεγα οτι το τραγούδι το αγαπήσανε και το ενιωσαν για τα καλά,ολοι αυτοί που ειχαν νταλγκάδες μέσα τους…αυτοί που πόναγαν…Αλλά μονο αυτοί που ακουγαν Μάρκο.Που γούσταραν Μάρκο,και ολα αυτά τα τραγούδια που ηταν παρόμοια με του Μάρκου.
Δεν ακουγε την Σκύλλα ο απατημένος σύζηγος απο το Κολωνάκι…Ουτε απο την Τρίπολη…Με πιάνεις;;
Για πιο μαζικό φαινόμενο μιλάς;;Το μεγάλο λιμάνι ηταν το κέντρο.Η σφηγκοφωλιά.Ολα εδω παίχτηκαν.Ολα εδώ γράφτηκαν…\

Δηλαδή σήμερα δεν υπάρχουν νομίζεις ανθρωποι που εχουν τα ιδια φίλτρα μουσικής;;Που δεν εχουν ιδια ακούσματα οπως οι παλιοί;;

Και για να το πώ και πιο χοντρά…
Αν είναι ετσι πως τα λες,τοτες ολοι αυτοι που παίζουν σήμερα ρεμπέτικα,…ερασιτέχνες,…επαγγελματίες,…αυτοί που ασχολούνται με το ρεμπέτικο,…συγγραφείς,…αναλυτές και τα ρέστα,πρέπει να ειναι ολοι ψεύτες.Καλπικη λύρα…
Γιατι απλά, αλλα ακούν, αλλα καταλαβαίνουν,και παρουσιάζουν στον κόσμο φύκια για χρυσάφι…Αυτό θέλεις να πείς;;

Δεν ηταν ολοι ρεμπέτες της εποχή που βγήκε η Σκύλλα…Ο Μάρκος την εβγαλε,οι αλλοι ακούγανε.Λαϊκος κόσμος ηταν.
Οπως υπάρχει και σήμερα.Οσο και να μην το πιστευεις υπάρχει ακομα λαϊκος κόσμος.Δεν ξεύτισαν ολα.
Εγω,εσυ,ο φίλος απο δω μέσα,ο διπλανός, τι ειμαστε;;Παραμύθι ;;Αλλα λέμε ,αλλα καταλαβαίνουμε;;

Και κάτι αλλο.
Πως θα ελεγες ενα τέτοιο τραγούδι αν θα εβγαινε σήμερα;;;Εξαίρεση;;;Μοναδικό φαινόμενο;;
Εχεις την δυνατότητα να ξεχωρίσεις ενα ρεμπέτικο απο ενα αλλο είδος τραγουδιού;;

Ευχαριστώ…

Κυριολεκτικά, όχι βέβαια. Αν υπήρχαν πασάδες και βεζίρηδες στον Πειραιά του 20ού αιώνα, θα είχαν σοβαρότερες έγνοιες. Αλλά τα συναισθήματα που εκφράζει ο Μάρκος διαλέγοντας αυτή την (τρομερά δυνατή, για τα γούστα μου τουλάχιστον) έκφραση, δεν ήταν κάτι που έχει ζήσει μόνο αυτός και κανείς άλλος.

Πολλοί έχουν βρεθεί στην ίδια θέση, αλλά δεν είναι εκεί το ζήτημα. Αν τα τραγούδια για απατημένους απευθύνονταν μόνο στους απατημένους, θα ήταν μια σκυλέ κατάσταση (ουΐσκια, πολλά αποτσίγαρα, και τέρμα νταλκάς ετοιματζήδικος). Η δύναμη του τραγουδιού είναι ότι σε αγγίζει χωρίς να χρειάζεται να είσαι εσύ εκείνος. Σάμπως οι ταινίες για τη φρίκη του πολέμου απευθύνονται μόνο σ’ όσους την έχουν ζήσει; Αυτοί δεν έχουν ανάγκη τις ταινίες…

Εδώ είναι βέβαια η ουσία του σχολίου σου. (Οκέι, και παρακάτω εξίσου, αλλά θέλω να σταθώ εδώ.)

Όχι, δεν ήταν μαζικό. Τα φαινόμενα της μαζικής κουλτούρας (όταν λ.χ. όλοι ακούν μια μουσική ή υιοθετούν ένα ντύσιμο κλπ.) δεν έχουν καμία σχέση με βιωματικές μορφές έκφρασης όπως το ρεμπέτικο. Είχε όμως αρκετά ισχυρή παρουσία ώστε να κινητοποιήσει μηχανισμούς λογοκρισίας και καταστολής, αρθρογραφία πολεμίων και υπερμάχων κλπ., επί δεκαετίες.

Δεν αφορούσε αποκλειστικά τη μικρή κλειστή ομάδα που το παρήγε. Η ευρύτερη κοινωνία ήξερε ότι υπάρχει και είχε κάποια γνώμη (θετική ή αρνητική) γι’ αυτό, δεν έμενε ανεπηρέαστη.


Κατά τα άλλα, Νεαπολιώτη, λες πράγματα που ούτε κι εγώ τα γνώριζα. Δεν έχω εμπειρία της Νεάπολης στα χρόνια που μεγάλωνες, ούτε άλλης αντίστοιχης γειτονιάς, όπως κανείς δεν έχει εμπειρία όλου του κόσμου. Μαθαίνουμε πολλά και συναρπαστικά από τα κείμενά σου. (Άλλωστε, σπάνια αυτοί που έχουν τέτοιες εμπειρίες θα κάτσουν να τις γράψουν, είτε τώρα είτε παλιότερα.)

Νόμιζα οτι ρώτησα τον φίλο τον Τζιτζή,( τον οποίο ουτε ηθελα να ειρωνευτώ,ουτε και του την επεσα),αλλα αφου πήρες τον λόγο εσυ Πεπε,θα απαντήσω σε σένα.
Αφιέρωσες το μισό απο το ποστ σου,στις δυο λέξεις απο το τραγούδι του Μάρκου.Που τις εγραψα για ενα αλλον σκοπό…
Ρωτάω δηλαδή με τον τρόπο μου,πόσο μπορεί να ηταν το ποσοστό της τότε κοινωνίας,που αγάπησε αυτο το τραγούδι.Που το ενιωσε και εγινε ενα με αυτό.Για να συγκρινω αυτο το ποσοστό,με το σημερινο που γουστάρει αυτο το τραγούδι.

Ενα 50 τοις εκατό απο την τοποθέτηση που κάνεις,σου εχει ξεφύγει η ουσία απο το ποστ μου,αλλά στο τέλος δείχνεις και την μεγαλοσύνη σου οταν λές…Ενταξ...κατα τα αλλα λες και κάτι πράματα που δεν γνώρισα Νεαπολιώτη.Μπράβο σου.

Η ουσία του 93 ποστ ειναι αλλού.Αυτοί που ακουγαν την Σκύλλα εκείνη την εποχή,και αυτοί που την ακούν σήμερα ,είναι ακριβώς οι ιδιοι ανθρωποι.Δεν αλλαξε τίποτα για μένα.( μιλάω πάντα για αυτούς που τους ακουμπά αυτο το τραγούδι).Δεν την γουσταρε ολος ο κόσμος τοτες,αλλα ουτε και σήμερα.
Και λέω κιόλας ( και αυτό θα είχε πιο πολύ ενδιαφέρον να σταθεί κανείς,και οχι στις δυο λέξεις ),οτι αν πούμε,οτι ολοι αυτοί που εχουν σχέση με τα ρεμπέτικα τραγούδια σήμερα,αυτοί που κάνουν οτι τα νοιώθουν,(π.χ εγώ και εσύ),τα καταλαβαίνουν,γράφουν αναλύσεις,τα παρουσιάζουν,τα τραγουδούν και τα παίζουν…αν ολοι αυτοι δεν τα αισθάνονται και δεν τους ακουμπούν οπως ισχυρίζονται,ειναι ολοι τρύπιοι τενεκέδες.Γιατί κάνουν τους δήθεν,και πουλάνε φύκια για μετάξι…Ετσι είναι ομως;;Ειναι ολα ψεύτικα;;Αυτο καταλαβαινω οτι εννοεί κάποιος οταν λεει συνέχεια οτι, αλλος κοσμος τοτες,αλλος τώρα.Αλλιώς καταλάβαιναν παλιά και αλλιώς σήμερα τα τραγούδια…
Μπορείς να πιάσεις αυτό που λεω;; Μεινε εδω τότες…Μιλάμε τοτες για εναν κόσμο που μιλάει για ενα πράμα,ενω μάλλον δεν το εχει νοιωσει ποτέ.
Εγω λέω ομως,οτι αν υπάρχουν μερικοι,που εχουν τα ιδια φίλτρα οπως οι παλιοί,εχουν τις ιδιες κεραίες για να ακούν και να καταλαβαίνουν,τότες εδω είμαστε Πεπε.Αν οι μισοί απο αυτούς που ανέφερα παραπάνω ειναι αληθινοί,ανατρέπονται ολα αυτα που λεει ο Τζιτζης και ολοι οι αλλοι που ειναι της ιδιας γνώμης.
Δηλαδή,ο λαϊκός κόσμος υπάρχει ακόμα…Οπως τοτες ,ετσι και σήμερα…Αυτη ειναι η γνώμη μου.Γιατι αν ειναι αλλιώς,πρέπει να ντρεπόμαστε ολοι μας.Ελπίζω να γίνομαι αντιληπτός και να μην παρεξηγηθώ.

Ξέρεις Πεπε…Και με το συμπάθειο κιόλας…Ο τρόπος που γράφεις και μιλάς,κάνει τον αλλον να αισθάνεται οτι εχει περάσει απο την Ιερά Εξέταση.Βγάζεις το ρεζουμέ σου,και ακούγεται σαν καμπάνα.Σαν κάτι τετελεσμένο δηλαδή,που δεν γίνεται να το αμφισβητήσει κανένας.Ετσι το πιάνω εγω,και μακάρι να πέφτω εξω.

Υπάρχουν αλλα σημεία πιο ενδιαφέροντα να σταθείς.Και οχι μονο σε αυτα που εγραψα εδω,αλλα και στο αρθρο που ανέβηκε.

Π.Χ,σε τι διαφέρει ο λαικός με τον ρεμπέτη,ο μπουζουξής με τον ρεμπέτη…Σημεία που εχουν πολύ ενδιαφέρον, για την μουσικη που λέμε οτι αγαπάμε …
Δεν περιμένω ουτε και θέλω να συμφωνήσεις εσυ ,ούτε και οι αλλοι με τα γραφτά μου.Αλλά να τα καταλάβεις και να πάρεις θέση…

Μετα τιμής…

Καλημέρα. Επειδή υπήρξε παρανόηση και είναι φυσιολογικό, Κώτσο, να σου εξηγήσει τι εννοώ. Όταν λέω μαζικό φαινόμενο δεν εννοώ ότι είχε αγκαλιάσει όλη την κοινωνία αλλά όπως είπε κι ο Πέπε δεν τα άκουγαν μόνο οι ίδιοι οι Ρεμπέτες. Τι εννοώ πιο απλά και αναλυτικά.

Τότε το μπουζούκι ήταν παράνομο. Ήταν συνυφασμένο με την φυλακή, τους τεκέδες, την χασισοποσία. Τότε στον Πειραιά υπήρχαν οι λεγόμενοι μάγκες οι οποίοι αποτελούσαν κομμάτι της κοινωνίας και δεν ήταν και τόσο ασήμαντο. Οι ίδιοι αυτοί τύποι είχαν κώδικα συμπεριφοράς και γίναν γνωστοί για πολλά πράγματα όπως μαχαιρώματα, καθαρίσματα ακόμα και κομπίνες (και προφανώς για τη σχέση τους με το Ρεμπέτικο). Είχαν ένα τρόπο ζωής με το οποίο το ρεμπέτικο έχει ταυτιστεί. Όταν λοιπόν έγραψα μαζικό φαινόμενο εννοούσα ότι τότε άνθισε εκείνη η μουσική, δημιουργήθηκε και μέσα στο πλαίσιο που ανέλυσα παραπάνω (τεκέδες, μαγκιά κλπ) ανδρώθηκε και διαδόθηκε, γιατί αγκάλιασε μια ας πούμε κοινωνική ομάδα και προχώρησε. Στο λιμάνι του Πειραιά βέβαια που όπως είπες ήταν σφηγκοφωλιά. Εσύ ο ίδιος είπες ότι είχες 2 άτομα να ακούς στη γειτονιά σου, εκεί που μεγάλωσες και μάλιστα το 50 κι όχι τη δεκαετία του 30, να παίζουν μπουζούκι, ο ένας μάλιστα σου έδειξε να μάθεις. Έγραψες και για το πως φερόταν, η σε αγάπαγε ή δεν υπήρχες και για το πως ξηγήθηκε στον κύριο καλλιτέχνη του κακού καιρού με τις περιοδείες. Πρέπει να εξετάσουμε και το θέμα των δίσκων έτσι. Αν δεν υπήρχε κόσμος που αγόραζε, τότε τι κάναν οι εταιρείες; Μπαίναν μέσα; Ή το κάναν για την ψυχή της μάνας τους; Τότε η μουσική (ο ίδιος ο Μάρκος αναφέρει) ότι αγκαλιάστηκε από τους Μικρασιάτες, που Παρασκευή και Σάββατο πηγαίναν με την οικογένειά τους να γλεντήσουν εκεί που έπαιζε ο Μάρκος. Σήμερα υπάρχουν τόσοι άνθρωποι (γιατί μιλάμε για πρόσφυγες του 22’) που να νιώθουν τα Ρεμπέτικα ως συνέχεια του πολιτισμού τους από την πρώην πατρίδα τους; Μιλάμε για τόσους χιλιάδες ανθρώπους τότε στον Πειραιά! Αναφέρω κάποια ιστορικά παραδείγματα που αφορούν το πως και από ποιούς αγκαλιάστηκε το ρεμπέτικο. Το γόνιμο έδαφος του τότε. Στα σαλόνια προφανώς ποτέ δεν μπήκε, πάντα για λαϊκούς ανθρώπους μιλάμε.

Σήμερα τα έχεις όλα αυτά Κώτσο; Και μην παρεξηγήσεις δεν υποννοώ ότι πρέπει να υπάρχουν μάγκες με την σημασία του τότε για να υπάρχει ζωντανή η μουσική, ούτε ότι πρέπει τα παραπάνω να συμβαίνουν για να διαδοθεί σε αρκετό κόσμο η μουσική. Αλλά τότε ήταν κάτι καινούργιο. Λαϊκή μουσική μεν, που άνθιζε δε. Οι εργάτες και οι φτωχοί τα ήθελαν και τα άκουγαν και πήγαιναν να ακούσουν. Το ρεμπέτικο σήμερα υπάρχει μέσω όλων εμάς. Κι εγώ γράφω, κι εγώ παίζω, κι εγώ προσπαθώ με την στάση μου να διαδώσω την μουσική την οποία και αγαπώ. Αλλά το θέμα είναι ότι σήμερα δεν μπορούμε να γυρίσουμε στο τότε. Δεν θα ξαναγνωρίσει την άνθηση του τότε. Σίγουρα μπορούμε να την συνεχίσουμε και να γράφουμε και να παίζουμε. Υπάρχουν άνθρωποι με φίλτρα για αυτό και είμαστε εμείς εδώ και συζητάμε αυτή την ώρα και το κρατάμε ζωντανό. Υπάρχει όμως το ίδιο γόνιμο έδαφος στην κοινωνία σήμερα (πόσο πιο μεγάλη και χαοτική από τότε) να διαδοθεί όπως τότε αλλά και να αρχίσει ΣΕ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΒΑΘΜΟ να γράφεται και να ηχογραφείται; Π.χ τότε διαδόθηκε μέσω μιας κοινωνικής ομάδας και γιγαντώθηκε σε κάποια πορεία, σήμερα υπάρχει; Δεν λέω ότι είναι απαραίτητο προς θεού αλλά συζήτηση κάνουμε. Πάντως δεν θα έχει την ίδια προβολή, τότε ΗΧΟΓΡΑΦΟΎΝΤΑΝ.

Να απαντήσω και στην ερώτησή σου όσον αφορά αυτούς που σήμερα παίζουν. Καλά πιστεύω πως παντού υπάρχουν και κάποιοι που το κάνουν για να το κάνουν αλλά με το Ρεμπέτικο όχι, δεν γίνεται να είναι έτσι. Δεν μπορώ να το φανταστώ. Εφόσον σήμερα δεν είναι κάτι που πουλάει και για να ασχοληθείς πρέπει να το αγαπήσεις. Όμως εγώ δεν εννοούσα αυτό και παρεξηγήθηκα από την αρχή. Εγώ εννοούσα ότι οι αξίες όπως υπήρχαν τότε έχουν παρακμάσει σε μεγάλο βαθμό,δεν βλέπουμε να υπάρχουν γύρω μας ακόμα και στο λαϊκό κόσμο (και δεν μιλάω για εμάς εδώ μέσα προφανώς) κι ότι ενώ γράφονται κάποια τραγούδια και γίνεται μια προσπάθεια δεν θα έχουμε άνθηση του Ρεμπέτικου (αυτό που έλεγα μαζικό φαινόμενο) να κατακτήσει δηλαδή τόσο κόσμο όσο τότε, όχι μόνο μουσικά αλλά και όσον αφορά τον τρόπο ζωής. Ελπίζω να βγαίνει κάποιο νόημα και να μην παρανοηθώ και πάλι.

Πρέπει να διευκρινήσω επίσης ότι ρεμπέτικο εγώ δεν θεωρώ μόνο το διάστημα 31-37 ή 31-40. Γιατί μετά το 46’ ε ναι, πως να το κάνουμε η μουσική αυτή έγινε πιο γνωστή και αγαπήθηκε ΑΠΟ ΤΟ ΛΑΟ κι όχι όπως λες από το Κολωνάκι.

Καλημέρα και απο μένα.
Μα και εγω δεν λεω κάτι το διαφορετικό.Ποιος είπε οτι μονο οι ρεμπέτες ακουγαν τέτοια τραγούδια;;Οπως και σήμερα,ετσι και τότες οι λαϊκοί τύποι την εβρισκαν με αυτο το είδος μουσικής.
Απλα σου απάντησα για να τονίσω οτι,κόσμος οπως τοτε υπάρχει και σήμερα.Αλλάξανε πολλά,αλλα κατα βάθος,οι χαρακτήρες και οι ψυχές των ανθρώπων παραμένουν ιδιες.
Πάντα υπήρχαν οι καλοί και οι κακοί,πάντα υπήρχαν οι ντόμπροι και οι τσάτσοι,πάντα οι μάγκες και οι αυγολέμονοι…

Με ρωτάς αν υπάρχουν χιλιάδες ανθρωποι οπως παλιά στον Περαία,που να νοιώθουν τα ρεμπετικα.Εγω πιστεύω πως ναι.
Μέτρα πόσες κομπανίες και πόσα σχήματα αυτου του είδους παίζουν σε ολη την χώρα.Σκέψου ποσες χιλιάδες κοσμος ειναι μεσα στα μαγαζιά αυτα.Εντάξει,δεν θα ειναι ολοι εραστές του είδους,αλλα οι περισσοτεροι νομίζω.
Λαϊκοί ανθρωποι φίλε,που πηγαίνουν να ακούσουν ,να γουστάρουν οπως παλιά.Με δυο μεζέδες στην μεση του τραπεζιού,και με καλα παλιά ακούσματα και παιξίματα.Λαϊκός κόσμος που διψάει για κατι το αυθεντικό.

Τωρα ,γιατί δεν βγαίνουν τέτοια τραγούδια σήμερα,τραγούδια που να εχουν ιδια χροιά και μυρωδιά οπως παλιά,ειναι αλλη συζήτηση φίλε.Θα μπερδευτούμε τωρα.
Είπαμε,τα γράμματα βγήκανε απ τους αγράμματους.
Και αλλο ενα,οτι υπάρχουν φρούτα που οχι μόνο επεσαν κάτω απο το δέντρο και εκαναν δικές τους ρίζες,αλλα βγάζουν και δικούς τους καρπούς.

Πάντα με καλη καρδιά.
Σταματάω εδώ,γιατί το πολύ το Κυριε ελέησον το βαριέται και ο παπάς.

Σκέψεις, ερωτήματα, διαφωνίες με αφορμή το άρθρο του κ. Ραυτογιάννη.

  1. Κατά το άρθρο, ο ένας (Βραχνάς) βαπτίζεται “ρεμπέτης” γιατί “έχει τη χροιά του καθαρού ρεμπέτικου”, “της μεγάλης Πειραιώτικης σχολής” και προφανώς ο άλλος (Μάμμος), όχι.
    [Δεν διευκρινίζεται βέβαια ποια τέλος πάντων είναι αυτή η “χροιά” που κάνει τη διαφορά.
    Πέρα από το ερώτημα που εγείρεται: φτάνει μόνο η “χροιά”, για να χαρακτηριστεί “ρεμπέτικο” ένα τραγούδι?
    Δηλαδή, ο Βραχνάς με αυτή την τέλος πάντων “χροιά” που έπαιζε και πιστός στο πειραιώτικο στυλ όντας, κάθε μα κάθε τραγούδι που ερμήνευε, το καθιστούσε αυτόματα “ρεμπέτικο”, να υποθέσουμε?]

  2. Οι μελωδίες του μπουζουκιού που γνωρίζουμε και που παίζονται σήμερα έτσι κι αλλιώς ανήκουν στην εποχή που το μπουζούκι “έφυγε από τους τεκέδες και τα υπόγεια”.
    Αν ήταν εκεί αποκλειστικά και μόνο, ποτέ, αλλά, εν πάση περιπτώσει, για τη συνέχιση της συζήτησης.
    Αυτές τις μελωδίες έπαιζαν και ο Βραχνάς και ο Μάμμος και οι σημερινοί, του Μάρκου, του Κερομύτη κλπ.
    Δεν τις έβγαλε δηλαδή από τον υποτιθέμενο τεκέ κανείς από τους αναφερόμενους.

  3. Το να έχεις βιώματα από κάποιους που ΕΣΥ βαπτίζεις “ρεμπέτες” δεν σε κάνει αυτόματα και σένα “ρεμπέτη” ούτε ειδήμονα περί το ρεμπέτικο ούτε σου οφείλει κανείς να προστρέχει σε σένα για εξηγήσεις και ορμήνιες.
    Καλοπροαίρετα, πάντα, το λέω.

  4. Και σημαντικότερο.
    Μεγάλη απαξίωση και ειρωνεία διέκρινα για όσους ασχολούνται και ερευνούν το ρεμπέτικο τραγούδι.
    Ευτυχώς όμως που συνεχίζεται η έρευνα και μακάρι να συνεχιστεί και να περάσει η σκυτάλη και σε άλλους και στις επόμενες γενεές (το Φόρουμ εδώ έχει κάνει σημαντική προσπάθεια)!
    Είναι επιτακτική η ανάγκη να συνεχιστεί, ακριβώς για να μην καταλήγουμε σε ασαφή και αυθαίρετα συμπεράσματα.

Θεωρώ ότι σε κάθε κουβέντα που γίνεται για το ρεμπέτικο σχετικά με το πως κατάφερε να αγκαλιάσει και να εκφράσει την εποχή του δεν αναφέρουμε το θέμα των εταιριών και τον ρόλο που έπαιξαν σε αυτό. Το θίγει ο Tzitzis αλλά δεν το προχωράμε. Για μένα ήταν μαζικό με τις αναλογίες της εποχής βέβαια. Οι εταιρίες δεν θα έβγαζαν δίσκους για μια κλειστή κάστα ανθρώπων. Ο ρόλος τους για μένα δεν έχει αλλάξει από εκείνη την εποχή μέχρι τώρα. Το κέρδος τους καθοδηγεί και είναι ο κανόνας. Δεν είναι τυχαίο ότι έσπευσαν να εκμεταλευτούν την επιτυχία του μινόρε από την Αμερική και να ψάχνουν να βρουν μπουζούκια να ηχογραφήσουν. Για μενα και το τονίζω αυτό, στην αναλογία της εποχής, το ρεμπέτικο έγινε μαζικό. Και μαζικότερο μετά τον πόλεμο με τον Τσιτσάνη και τους υπόλοιπους. Και ναι ο δίσκος του Μαρκου θα παιζότανε και στο κολωνάκι και παντού και σε όλη την Ελλάδα. Και είμαι και σίγουρος ότι αν και σήμερα οι εταιρίες μυριστούν κέρδος σε κάτι ανάλογο (θες να το πεις ρεμπέτικο, νεορεμπέτικο ή το πάνω - κάτω ρεμπέτικο), μια χαρά θα το προωθήσουν και θα το διαδόσουν.

Πολλες ερωτήσεις αγαπητή Αλκηστη,αλλα αφου μου δίνεις τον λόγο θα προσπαθήσω να σου απαντήσω,οσο μπορώ.

Στο 1.
Ο Βραχνάς βαπτίστηκε οπως λες ρεμπέτης,οχι για την χροιά που εβγαζε το μπουζούκι του,αλλά για την ζωη που εκανε.
Ο Γ.Μάμμος ηταν ενας λαϊκός τύπος.Οσο για τραγούδια που αναφέρεσαι,ο Βραχνάς επαιζε μόνο ρεμπέτικα τραγούδια.

Στο 2.
Κανένας μα κανένας δεν είπε οτι οι αναφερόμενοι εβγαλαν τα τραγούδια απο τους τεκέδες.

Στο 3.
Μα ποτέ δεν είπα, η ανέφερα πουθενά οτι είμαι ρεμπέτης.Αν εννοεις εκει που λεω οτι,υπάρχουν μερικοι που εχουν πεσει κατω απο το δέντρο και εκαναν δικες τους ρίζες και βγάζουν και τους ιδιους καρπούς,δεν ηθελα να αναφέρω κανένα ονομα,αλλα θα σου πω ενα τώρα.Εννοώ τον Στέλιο Βαμβακάρη.Οσο για τα αλλα που ισχυρίζεσαι οτι εχω πεί,κάνεις μεγάλο λάθος αγαπητή.Δεν ξέρω πως κατέληξες σε αυτο,αλλά αν διαβάσεις την αρχή του αρθρου,το πρώτο που εγραψα ειναι οτι,δεν εχω ιδέα απο μπουζούκι,ουτε κάνω και τον καμπόσο.Με καμμιά κυβέρνηση δεν ηθελα,ουτε και θέλω να προβάλω τον εαυτό μου μεσα απο τα γραφτά μου.
Απλα για μένα,αυτοί οι δυο ανθρωποι,ειναι το πιο δυνατο παράδειγμα,για να καταλάβει κανείς,την διαφορά ενος λαϊκού ανθρώπου και ενος ρεμπέτη.Και αυτο προσπάθησα να μεταφέρω στο αρθρο μου.
Ουτε ζητώ να πει ο κόσμος οτι εχω δίκιο,ουτε προσπαθώ να πείσω κανένα.Τις σκέψεις μου απλά εκανα.
Στο 4.
Αυτούς που εννοώ αγαπητή τους λέω καθαρά ποιοί είναι.Θα μπορούσα να γραψω ονόματα,αλλα δεν ειναι στο στυλ μου.
Ποτέ δεν κατηγόρησα αυτούς που κάνουν ερευνες και φέρνουν καινούργια στοιχεία στην επιφάνεια.
Ουτε είπα να σταματήσουν.
Αλλά τα εχω με ολους αυτούς που ξαναζεσταίνουν το ιδιο φαγητό για χιλιοστή φορά,για να γίνεται παιχνίδι.

Καμιά παρεξήγηση και σε ευχαριστώ που μου εδωσες την ευκαιρία να μιλήσω πιο συγκεκριμένα.