Ορισμός ρεμπέτικου

Εμένα πάντως, η όλη φάση μου θυμίζει ένα περιστατικό που είχε διηγηθεί ο Ρένος (και του οποίου είμαι αυτήκοος μάρτυς από το 1997):

ο Καζαντζάκης είχε φιλία με τον φιλόλογο (και πατέρα του Ρένου) Ηρακλή Αποστολίδη. Του στέλνει, λοιπόν, κάποτε μια ευχητήρια κάρτα από ένα ταξίδι του, όπου και γράφει: «Hρακλή, βρήκα τον Θεό! Βρίσκομαι στον ορισμό του!»

Μάλιστα…δηλαδή ο άνθρωπος «βρήκε» (ή τέλος πάντων υποστηρίζει πως «βρήκε») τον Θεό, αλλά δυσκολεύεται…στον ορισμό του!:110::019:

Εγώ πάλι με την αφορμή αυτή ανακάλεσα στη μνήμη κάτι άλλο: όταν ο μουσικοδιδάσκαλός μας (τραγουδοποιός και σημαντικός συγγραφέας) Γιώργος Μανιάτης μάς μάθαινε μπουζούκι (υπό τον όρο ότι θα είναι δωρεάν), μάς έλεγε: “Παιδιά, δεν κάνουν οι καλοί λογαριασμοί τους καλούς φίλους…Οι καλοί ορισμοί κάνουν τους καλούς φίλους!”

Μα όχι. Τουλάχιστον όχι στην παρούσα συζήτηση. Αν βγει άλλος όρος προς αντικατάσταση, τότε (α) αυτό θα έχει συμβεί παράλληλα και ανεξάρτητα - εδώ το θέμα είναι ξεκάθαρα να συμφωνήσουμε στο τι ακριβώς περιλαμβάνουμε στον όρο «ρεμπέτικο». (β) Δε θα είναι για να αντικαταστήσει τη λέξη του τρέχοντος λόγου (δε θα δημιουργηθεί π.χ. στήλη «αστικολαϊκάδικα» στο Αθηνόραμα, ούτε «Αστικολαϊκό φόρουμ»), αλλά για να προσφερθεί ένα αναλυτικό εργαλείο, ένα βοήθημα δηλαδή, σε όσους το χρειάζονται για τις ταξινομικές ή άλλες θεωρητικές αναζητήσεις τους.

(Νομίζω ότι το ξανάγραψα: μια κοινωνία χρειάζεται τόσο τους μανάβηδες και μαγείρους, που λένε “φρούτα” και δεν εννοούν π.χ. την ντομάτα και το αγγούρι γιατί αυτά είναι λαχανικά, όσο και τους βοτανολόγους που έχουν άλλη άποψη.)

Ε ναι, φυσικά. Τι διάολο, χαζοί είμαστε; :089:

Εδώ ψάχνουμε τον ακριβέστερο και αντικειμενικότερο δυνατό προσδιορισμό. (Που σιγά μην τον βρούμε φυσικά, αλλά αυτό δεν είναι λόγος να μην ψάχνουμε.)

Εδώ διαφωνώ. Υπάρχουν πολλές ελληνικές παρτιτούρες κιθάρας σόλο ή συνοδεία μαντολίνου της προ-δισκογραφικής και πρώιμης δισκογραφικής εποχής, με ρεπερτόριο εν μέρει δημοτικό/λαϊκό αλλά και οπερέττα, καντάδα, ταγκό, ιταλική όπερα κλπ. Σε ότι αφορά τα σόλα είναι σαφές για μένα ότι τεχνικές ανάλογες με του Κατσαρού και του Δούσα, σε ανάλογο ρεπερτόριο, ήταν διαδεδομένες και όχι αμερικάνικος επηρεασμός. Οι ομοιότητες με το μπλουζ και τα λοιπά οφείλονται στην κοινή καταγωγή των κιθαριστικών τεχνικών (δάχτυλα δεξιού χεριού, κάποτε ανοιχτά κουρδίσματα κλπ) που ανάγονται στον ευρωπαϊκό 19ο αιώνα (στην αμερικάνικη περίπτωση μεσολαβεί και η ντόπια φιλολογία της parlor guitar που είναι φυσική συνέχεια της ευρωπαϊκής). Τα όρια κλασσικής-λαϊκής κιθάρας θα τεθούν στην Ελλάδα μεταπολεμικά από το Φάμπα, Μηλιαρέση κλπ. Στην προπολεμική εποχή υπάρχει ένα κιθαριστικό συνεχές μεταξύ της λαικής συνοδείας, της μαντολινάτας, της σόλο σχεδόν “κλασσικής” κλπ.

Τα συνοδευτικά μέρη με σόλο μαντολίνο που είναι σαφώς προ-δισκογραφικά (διασκευή Ν.Κόκκινος) για μένα πρέπει να μελετηθούν ως προπομπός του ρεμπέτικου συνδιασμού μπουζούκι-κιθάρα από άποψη ήχου, ρεπερτορίου, εναρμόνισης και τεχνικής.

Τον ορισμο του ρεμπετικου τον αναλυει πολυ καλα ο σταθης gauntlet στο βιβλιο του ρεμπετικο τραγουδι…παιρνει ενα σφυρί και σπαει τα στερεοτυπα

Υπέρ του ότι ο όρος «ρεμπέτικο» δεν περιορίζεται να χαρακτηρίσει ειδολογικά μόνο π.χ. τα πειραιωτικομπουζουκοπαιγμένα τραγούδια» (βλ. #29) θεωρώ ότι συνηγορεί κι ένα στιχάκι που εντόπισα, και το οποίο μού φαίνεται πολύ ενδιαφέρον γενικότερα, αλλά και για το γεγονός ότι είναι η πρώτη φορά (και διορθώστε με, αν κάνω κάνα τραγικό λάθος, ή και προσθέστε και άλλα -εάν έχετε εντοπίσει- έως περίπου το 1940) που βρίσκω να απαντά ο όρος αυτός εκτός ετικέτας δίσκων, μέσα στο ίδιο το ποιητικό κείμενο ενός τραγουδιού. Δηλαδή, φεύγουμε τώρα από το πώς και τι ετικετοποιούν οι εταιρείες και πάμε σε ένα πλαίσιο περισσότερο «αυτοαναφορικό», θα λέγαμε.

Ο στίχος είναι από το τραγούδι του Σέμση «Είμαι μπεκρού», με την Εσκενάζι (1933):
«Χορεύω και ζεϊμπέκικο/μέσα εις τις ταβέρνες
μʼ αρέσει το ρεμπέτικο/τα γλέντια και οι λατέρνες»
(https://www.youtube.com/watch?v=kv1Wjv6PCuA)

Εδώ λοιπόν παρατηρούμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα τραγούδι «σμυρνέικου» μουσικού ιδιώματος, στου οποίου το ποιητικό κείμενο ο στιχουργός βάζει την ηρωίδα να λέει αυτό που λέει περί ρεμπέτικου. Με δεδομένο μάλιστα ότι βρισκόμαστε, χρονολογικά, σε κάπως πρώιμη περίοδο για να έχουμε δισκογραφικά ακούσματα μπουζουκιών, και με επίσης δεδομένο το ίδιο το οργανολόγιο, και βέβαια το ακρόαμα που προκύπτει, θεωρώ ότι εδώ μας λέει η ηρωίδα ότι «μʼ αρέσει το ρεμπέτικο….[σαν και αυτό δηλ. που ακούτε…]»…

Και αυτό νομίζω πως συνιστά ένα σοβαρό «κρατούμενο» στην όλη προβληματική μας σε αυτή τη συζήτηση.

Όπως πολύ συχνά συμβαίνει (και όχι μόνο στην Επιθεώρηση) κατά το μεσοπόλεμο, και εδώ έχουμε περίπτωση κατασκευής μιάς (θηλυκής αυτή τη φορά) “φιγούρας”, όπου ο στιχουργός προσπαθεί να συνδυάσει τα χαρακτηριστικά του μάγκα με εκείνα του μπεκρή σε … γυναίκα. Όμως “προδίδεται”, όταν προσπαθεί να συνδυάσει τη μέθη από το αλκοόλ με τη μαστούρα από χασίσι: Για μένα, η παρουσία των δύο στίχων

“Μ’ αρέσει, μάγκες, να μεθώ, ν’ ακούω αμανεδάκι,
φωτιά να παίρνει ο λουλάς, με τούρκικο (:wink: μαυράκι”

δίπλα δίπλα, αποδεικνύει ότι ο στιχουργός μόνο επιφανειακά γνωρίζει τα των λαϊκών μπεκρήδων, τα του ζεϊμπέκικου, τα του ρεμπέτικου, τα του μάγκα και των μαχαιριών του, τα του αμανέ, της μαύρης κλπ. Ένας “από μέσα” γνώστης του περιβάλλοντος αυτού, θα ήξερε πολύ καλά ότι δεν γίνεται να καταναλώνεις αλκοόλ σε βαθμό μέθης, τη στιγμή που επιδιώκεις μαστούρα από χασίσι. Ο Δελιάς, ελάχιστα χρόνια αργότερα, το περιγράφει αυτό παραστατικότατα, όταν στην ατυχία του να σωθεί το χασίσι ακριβώς την ώρα που δεν του έφτανε η μία μόνο δόση, κάνει το τόλμημα να καταναλώσει δύο μόνο ποτηράκια εφετεινό, ως υποκατάστατο, ξέροντας καλά ότι φτάνουν και δεν πρέπει να συνεχίσει. Ως επιφανειακός, λοιπόν, γνώστης, ο στιχουργός μας δεν διαθέτει, θα έλεγα εγώ, το κύρος να ονοματίσει “ρεμπέτικο” το είδος τραγουδιού που σήμερα ονομάζουμε “Σμυρναίικο”. Αν βέβαια είχαμε δέκα ακόμα τέτοια παραδείγματα, το πράγμα θα άλλαζε.

Όταν λέει “μεθώ” δεν αναφέρεται σε μέθη από αλκοόλ αλλά από το χασίσι. Το χασίσι δεν καπνίζεται, πίνεται! Οπότε, μια χαρά τα γνώριζε ο στιχουργός.

Όταν, Δημήτρη μου, τη δήλωση “Μ’ αρέσει, μάγκες, να μεθώ” την κάνει μία μπεκρού, δύσκολα θα συνταχθώ με την άποψή σου. Φυσικά και, την εποχή εκείνη, ο καπνός και το χασίς πίνονταν, ακριβώς όπως και το ποτό, δεν καπνίζονταν. Όμως μην ξεχνάμε ότι το αποτέλεσμα της χρήσης χασισιού ονομαζόταν μαστούρα και όχι μέθη. Και τι δεν θά ΄δινα (που λένε…) να βρώ ένα και μόνο ένα στίχο, στους πολλές εκατοντάδες που περιγράφουν χρήση του χασίς, όπου το αποτέλεσμα της χρήσης να είναι μέθη, όχι μαστούρα.

Και ομως υπαρχει ενα… :)Δημήτρης ΓκόγκοςΠάντα με γλυκό χασίσι πώς μʼ αρέσει να μεθώ και με έμορφες τσαχπίνες τη ζωή μου πάντα να περνώ.Το πινω και μεθω δε ξερω αν εννοει χασισι ή ποτο . Λεει οτι εγινε χασικλης αλλα δε διευκρινιζει

Μπράβο Γιώργο, πράγματι! Οπότε ναι, ήδη έχουμε ένα προς κάποιες εκατοντάδες. Στο “Οφ, αμάν” πάντως, ο μάγκας και μπεκρής γίνεται, και χασικλής και μερακλής, διαλέγετε και παίρνετε οπότε άντε, ας το κάνουμε 1,33 1/3 προς εκατοντάδες…

Ρε παιδιά, δε νομίζω κανένα από αυτά τα τραγούδια να διεκδικεί ακρίβεια ντοκιμαντέρ. Πολλοί στιχουργοί κατεφεύγουν στην ίδια καβάντζα λέξεων-κλειδιών για να δώσουν όχι μια λεπτομερή αφήγηση πραγματικής ή υποθετικής ιστορίας, αλλά απλώς μια γενική αίσθηση. Ακόμα κι ένας αυθεντικότατος ρεμπέτης - χασικλής - μπεκρής θα το έκανε. Πραγματικά, το πόσα ποτήρια δηλώνει ότι ήπιε ο Αρτέμης δε μου λεει τίποτα (μπορεί να θυμόταν μόνο τα δύο πρώτα και στα υπόλοιπα 30 να έχασε το μέτρημα:):102:).

Και εν πάση περιπτώσει σήμερα, που το χασίσι δεν καταναλώνεται (η λέξη είναι πάντα πίνω) σε τεκέδες αλλά οπουδήποτε, σαφώς και συνδυάζεται με αλκοόλ. Το αν το αποτέλεσμα θα είναι ωραίο, άλλο θέμα.

Εν ολίγοις:

Εγώ δε βλέπω στο τραγούδι του #66 κανένα καραμπινάτο πιστοποιητικό μη αυθεντικότητας.

Το θέμα που έθεσε ο Παρασάνταλος, Περικλή, δεν είναι η απόδοση πιστοποιητικού αυθεντικότητας ή όχι, αλλά κατά πόσον ένα εγνωσμένα Σμυρναίικο τραγούδι μπορεί να θεωρηθεί ρεμπέτικο, δεδομένης της συνάφειας των όρων ρεμπέτικο και πειραιώτικο. Επειδή όμως, ως εικάζω, ο Παρασάνταλος δεν θα επανατοποθετηθεί, δεν νομίζω ότι έχει σπουδαίο νόημα η περαιτέρω εντρύφηση στο θέμα.

Το μήνυμα #66 του Παρασάνταλου δίνει μια ακόμα διάσταση του τι σημαίνει “ρεμπέτικο”, εν έτει 1933 και από το στόμα ενός σημαντικού δημιουργού, του Σέμση:

  • καμιά σχέση με μπουζουκομπαγλαμάδες
  • επίσης, μακριά από το “πειραιώτικο” στυλ.

Δηλαδή, “ρεμπέτικο” μάς λένε οι στίχοι δια στόματος Σέμση είναι, απλά, το εύθυμο,το γλετζέδικο, τραγούδι.

Την ίδια έννοια έχει και ο “ρεμπέτης” στο παρακάτω δίστιχο:

“…άντε να ρεμπελέψουμε, ρεμπέτες να γενούμε
να μάς 'γαπούν μελαχρινές, να τις περιφρονούμε…”

[που ανήκει στην ίδια σχεδόν εποχή (από τη συλλογή Baud - Bovy, “Τραγούδια των Δωδεκανήσων” - εκδόθηκε το 1938, θα ήταν γνωστή η έννοια αρκετά νωρίτερα].

Έχω την εντύπωση πως αν συγκεντρώσουμε όλα τα υπάρχοντα λήμματα “ρεμπέτικο”, “ρεμπέτης” και λοιπούς προσδιορισμούς,
όπως και την αρχική λέξη “ρεμπέτα” (από την οποία προήλθαν αυτά τα μεταγενέστερα),
θα δούμε την πολυσημία που έλαβε η λέξη, με το πέρασμα του χρόνου,
όπως π.χ. και η λέξη “μάγκας”
και αυτό σίγουρα έχει μεγάλο ενδιαφέρον για τη συζήτησή μας.

Όχι απαραίτητα σαν κι αυτό που ακούτε, υπάρχει π.χ. και η βλάμισσα που χορεύει καρσιλαμά στα 7/8.

Tην περιπτωση ο στιχουργος να μην μπορουσε να βαλει την λεξη πίνω ή φουμέρνω αφου ο τονισμος αλλαζει την εχει σκεφτει κανεις;

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 02:36 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 01:47 —

Ισως τελικα αυτο το ειδος τραγουδιων που ηρθαν στην Ελλαδα, ο ελληνας πολιτης να μην τα γουσταρε τοσο και σιγα σιγα με την εμφανιση των μπουζουκιων στην δισκογραφια στραφηκε προς τα κει.
Εχω την εντυπωση οτι με την τετρας του πειραια φτανουμε στο τελος αυτου που λεμε ρεμπετικο τραγουδι αφου πλεον μπαινει στην μεση το χρημα των δισκογραφικων εταιριων οριστικα αλλα και ο Μεταξας.
Ο Μαρκος Βαμβακαρης ειναι ο τελευταιος μουσικος που συνθετει και παιζει μπουζουκι οπως οι μουσικοι των προηγουμενων αιωνων που δυστυχως δεν θα τους ακουσουμε ποτε .

Αυτα οσον αφορα το πειραιωτικο υφος και οχι στυλ και τους μπουζουκομπαγλαμαδες.

… και μάλιστα, ο στιχουργός είναι απ’ την Πόλη! Μυστήριο επί δεκαετίες, και για μένα…

#67 και 73: όντως, υπενθυμίζω με την ευκαιρία τη δέσμευσή μου μην ξανατοποθετηθώ ποτέ πλέον σε δημοσιεύσεις του κ. Πολίτη

   [b]# 74[/b]:  προσυπογράφω την ενδιαφέρουσα πρόταση

 [b]#75[/b]: μπα, μια χαρά χορεύει η βλάμισσα λάζικο καρσιλαμά, όπως επίσης τα σπηκάρει όμορφα και η άλλη βλάμισσα, η Ρίτα: 
«Γλέντι γίνεται τρελό/μέσα στο συνοικισμό,

με σουτζούκι, με τζατζίκι και με φίνο παστουρμά,
πίνουν ούζο και χορεύουν λάζικο καρσιλαμά»

https://www.youtube.com/watch?v=Jt5VpGc8xho

Εν αρχή ην η ρεμπέτα… (καθώς φαίνεται)

Αν λοιπόν αυτή είναι η απώτατη λέξη, που γέννησε -ως όρους- τους ρεμπέτες και το ρεμπέτικο, έχει σημασία νομίζω να τονίσουμε και πάλι ότι ο «νονός» του όρου ρεμπέτα είναι ο Μηνάς Χαμουδόπουλος, με έτος «βάπτισης» το 1871 (βλ. το μυθιστόρημά του Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται, που εκδόθηκε στη Σμύρνη).

Αυτά τα ξαναθυμίζω, διότι πήρα πρέφα μια πρόσφατη και σημαντική, νομίζω, ερευνητική συμβολή επί του θέματος: ο εξαίρετος φιλόλογος/γλωσσολόγος Κ. Καραποτόσογλου, στη συζήτηση που έχει γίνει σχετικά (https://sarantakos.wordpress.com/2013/12/11/rembeta/), ορμώμενος από το ότι ο Χαμουδόπουλος στο βιβλίο αναφέρει πως με τη λέξη ρεμπέτα «ονομάζουσιν οι νυκτοκλέπται το σύνολον των νυκτοκλεπτών», μας πληροφορεί ότι στη γαλλική αργκό υπάρχει η λέξη rabateux = voleur de nuit; voleur nocturne (= νυκτοκλέπτης).

Προσωπικά, με αυτή τη σημαίνουσα συμβολή, σα να αρχίζω να βλέπω φως στο δυσετυμολόγητο ρεμπετοτούνελ. Καταρχάς, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα βρεθεί στο μέλλον η λέξη ρεμπέτα/ρεμπέτας/ρεμπέτης να απαντά σε κάποιο κείμενο προγενέστερο του 1871 (έτος που πρωτοσυναντάμε, υπό το νυν καθεστώς της έρευνας, τη λέξη ρεμπέτα), το πρώτο δεδομένο μας είναι ότι ο Χαμουδόπουλος είναι ο επινοητής της λέξης αυτής. Το δεύτερο δεδομένο μας τώρα είναι η παρέμβαση Καραποτόσογλου, η οποία εμένα προσωπικά με οδηγεί προς την εξής διαδρομή των πραγμάτων: ο Χαμουδόπουλος, εγκρατής ως φαίνεται όχι μόνο της γαλλικής γλώσσας αλλά και της φιλολογίας των «απόκρυφων» μυθιστορημάτων εκ του γαλλικού (που έκαναν την εμφάνισή τους από το 1840 και μετά), και γράφοντας ο ίδιος ένα ανάλογο ελληνικό «απόκρυφο» μυθιστόρημα (πολύτιμο κατʼ εμέ και από αργκοτική άποψη), φαίνεται πως είχε την έμπνευση, κατʼ αναλογία της λέξης μάγκα (που κι αυτή ως θηλυκό ξεκίνησε και σηματοδοτούσε ολόκληρη κατηγορία, ένα σύνολο προσώπων) να πάρει από τη γαλλική αργκό τη λέξη rabateux (μια που εκεί σηματοδοτούσε τους νυκτοκλέπτες) και να επινοήσει μέσω αυτής τον ελληνοποιημένο όρο ρεμπέτα, για να σηματοδοτήσει και αυτός την ίδια υπο-κοινωνική κατηγορία.

Υποθέσεις εργασίας βέβαια αυτές, εκ μέρους μου, αλλά έχω την εντύπωση ότι η παρέμβαση Καραποτόσογλου συνηγορεί προς αυτή την κατεύθυνση.

Σε ό,τι αφορά τον όρο ρεμπέτης, στην ονομαστική και μάλιστα και στον τίτλο, εκτός από το ποιητικό κείμενο, η πρώτη φορά που τον συναντώ (και διορθώστε με) είναι σε τραγούδι του 1934 («Ο ρεμπέτης») του Κ. Ρουμελιώτη (κατά κόσμον Κώστα Φαλτάιτς).

Πιστεύω ότι έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον η συγκεκριμένη εμπράγματη εμπλοκή του γνωστού δημοσιογράφου και λόγιου στη δισκογραφική παραγωγή του ρεμπέτικου, πέραν της μέχρι τότε κειμενικής του ενασχόλησης με το είδος (θυμίζω 1915 «Άλλος κόσμος» στην Ακρόπολι, 1925 το μυθιστόρημα Οι παραστρατημένοι, και το 1929 τα «Δίστιχα του μπαγλαμά» στο Μπουκέτο).

«Ο ρεμπέτης στην ταβέρνα/μέρα νύχτα τριγυρνά
Και γλεντά με τη λατέρνα/τον κερνάνε και κερνά

Ο ρεμπέτης είναι μάγκας/και παιδί μερακλαντάν
και απέχει παρασάγγας/απ’ τ’ αγόρια ντιγκιντάν

Ο ρεμπέτης το φουμάρει/το μαυράκι βερεσέ
Καθώς πέφτει το βραδάκι/πίσω απ’ τον Μεντρεσέ»

[Να σημειώσω, με την ευκαιρία, και την λέξη-άπαξ, νομίζω, στη ρεμπέτικη στιχουργία (παρασάγγας), που προδίδει και τη λόγια καταγωγή του στιχουργήσαντος.]