#36. 4
Pepe, πράγματι η «πετριά» μου είναι να αναζητώ και να εντοπίζω παντός είδους μαρτυρίες και πηγές, σύγχρονες με την προϊστορία και ιστορία του ρεμπέτικου (ή «ρεμπέτικου»). Μέσα σε αυτές, προέχουσα για μένα θέση κατέχουν τέτοιες μαρτυρίες από επιτελείς της δισκογραφίας της εποχής. Και θα έλεγα ότι δεν συμμερίζομαι τις τόσες σου επιφυλάξεις επʼ αυτού, για έναν ακόμα λόγο: μη ξεχνάμε ότι το ρεμπέτικο ως ειδολογικός όρος αλλά και ως πολιτισμικό προϊόν προς πώληση ενέπιπτε στο «ρυθμιστικό πεδίο» της τότε δισκογραφικής βιομηχανίας (για να μη μιλήσουμε, όπως ο Gauntlett, για το είδος ως κατασκευή του μάρκετινγκ των εταιρειών…), οπότε, εμένα τουλάχιστον, με ενδιαφέρει απολύτως να καταγράψω και να συνυπολογίσω στην αξιολόγησή μου (μαζί με άλλες πηγές από τον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο κλπ κλπ) τι ταμπέλες έβαλε σε αυτό το πολιτισμικό προϊόν και πού το καταχώριζε ειδολογικά στο ρεπερτόριό της η δισκογραφική βιομηχανία. Κακά τα ψέματα, οι δημιουργοί του ρεμπέτικου τραγουδιού «χάρη στην επινόηση και ευρύτερη διάδοση του γραμμόφωνου, μπόρεσαν να καταγράψουν τις δημιουργίες τους σε δίσκους, για να τις κληροδοτήσουν αυτούσιες (σε “προφορική” μορφή) στους επερχόμενους» (Θ. Χατζηπανταζής, Της Ασιάτιδος μούσης ερασταί…, εκδ. στιγμή 1986: 15). Πρόσεξε, τώρα, αυτό το προφορική εντός εισαγωγικών, που μας πάει στο άλλο θέμα που έβαλες και έχει ενδιαφέρον να σχολιαστεί.
Μιλάς για το –προδισκογραφημένο- ρεμπέτικο ως ένα μουσικό είδος κυρίως προφορικής παράδοσης, προσθέτοντας ότι η εμπορική εκδοχή του συνιστά μικρό και αποσπασματικό δείγμα του «ίδιου» του ρεμπέτικου. Προσωπικά δεν έχω τη δυνατότητα να προσεγγίσω το ρεμπέτικο της προδισκογραφημένης προφορικότητας ως πράγμα «καθʼ εαυτό», διότι δεν έχω προσλάβει ποτέ τέτοια δείγματά του, και μόνο να εικάσω μπορώ το πώς αυτό επιτελούνταν προ της δισκογραφήσεώς του. Ούτε μπορώ να πω σε ποιο βαθμό αυτό –δισκογραφούμενο- απώλεσε τον «προφορικό» του χαρακτήρα, αποκόπηκε ενδεχομένως από τις «ρίζες» του και εν τινι τρόπω «παραποιήθηκε/παραμορφώθηκε», καλούμενο να λειτουργήσει εφεξής σε επιτελεστικό πλαίσιο «αφύσικο», θέτοντας υπό διακινδύνευση κάποιου είδους «ουσία» της τέχνης του…
Αυτό που έχω στα χέρια μου και στα αφτιά μου είναι το δισκογραφημένο ρεμπέτικο και μόνο για αυτό μπορώ να συζητήσω. Οι ενδεχομενικότητες είναι γοητευτικές σα σκέψη πολλές φορές, όμως ελάχιστο στέρεο έδαφος προσφέρουν για επί του πραγματολογικού διερευνήσεις. Από την άλλη, σκέφτομαι ότι όταν πρωτοήλθαν σε επαφή οι συντελεστές του ρεμπέτικου με τους συντελεστές της δισκογραφικής βιομηχανίας, όλο και κάποια διαβούλευση θα έγινε, όλο και κάποια διαπραγμάτευση θα έλαβε χώρα περί του τι και πώς θα αποτυπωθεί σε δίσκους, οπότε προσωπικά εικάζω ότι δεν πρέπει να «χάσαμε» -εξαιτίας της δισκογραφήσεως- πολλά πράγματα, πάντως πολύ λιγότερα από όσα εικάζεις εσύ. Και κυρίως επειδή δεν έχω μέτρο να κρίνω, δεν μπορώ με τίποτα να πω ότι η δισκογραφημένη εκδοχή του ρεμπέτικου «ένα πολύ μικρό και αποσπασματικό δείγμα του ίδιου του ρεμπέτικου» μας έδωσε…