Πέρα από αστεία τώρα, το θέμα του τόπικ είναι βέβαια “Οι Τσιγγάνοι στην ελληνική μουσική”.
Αλλά δεν μπορεί η “απάντηση” στο θέμα να μην περιλαμβάνει και μιά αναφορά στους τσιγγάνους και στη μουσική τους γενικά αφού πρόκειται για μια φυλή διασκορπισμένη σε τόσες χώρες.
Κι ακόμα περισσότερο, μιά αναφορά στους τσιγγάνους της βαλκανικής, καθώς μάλιστα μέχρι τους βαλκανικούς πολέμους και τη χάραξη των συνόρων των βαλκανικών κρατών τα Βαλκάνια ήταν ενιαίος γεωγραφικός χώρος μετακίνησης γιά όλες τις φυλές, που γιά κάποιο λόγο ακολουθούσαν νομαδικό βίο, και μόνο μετά τη χάραξη των συνόρων η νομαδικότητα περιορίστηκε στα εθνικά κρατικά σύνορα.
Ίσως λοιπόν έχει κάποια σημασία ο εντοπισμός των διαφοροποιήσεων στην κουλτούρα των τσιγγάνων της μιάς ή της άλλης βαλκανικής χώρας. Το δυσκολότερο βέβαια είναι η ερμηνεία αυτών των διαφοροποιήσεων…
Σχετικά τώρα με το ερώτημα τσιγγάνικης παραδοσιακής μουσικής στην Ελλάδα, εγώ είμαι επιφυλακτικός να δώσω μιά αρνητική απάντηση.
Αν δεν είχε εφευρεθεί ο φωνογράφος και το γραμμόφωνο, οι γνώσεις μας θα ήταν σήμερα ελάχιστες ακόμα και γιά την ελληνική παραδοσιακή μουσική, για τη λαϊκή μουσική είτε της πόλης είτε της υπαίθρου.
Όμως οι τσιγγάνοι δεν δισκογραφούσαν τραγούδια στη γλώσσα τους, γενικά δεν υπάρχει τίποτα δισκογραφημένο στη γλώσσα των τσιγγάνων, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει και η γλώσσα τους.
ΚΙ ακόμα, πόσες πλευρές της ελληνικής μουσικής παράδοσης θα είχαν μείνει άγνωστες, παρά την ύπαρξη της δισκογραφίας, αν δεν είχαν γίνει λαογραφικές και μουσικολογικές έρευνες και καταγραφές για τη διάσωσή τους; Δεν έγινε όμως κατι τέτοιο γιά την τσιγγάνικη κουλτούρα.
Εν πάση περιπτώσει, στο βιβλίο που ανέφερα παραπάνω, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα παρατίθενται από τη μιά τρία τραγούδια που θα μπορούσαν να θεωρηθούν όχι κατ’ ανάγκη τσιγγάνικα αλλά απλώς τσιγγάνικες παραλλαγές λαϊκών - παραδοσιακών τραγουδιών χωρίς “πιστοποιημένη” προέλευση.
Από την άλλη: <<…η Γαλλίδα συγγραφέας Paulette Bubaquier που έζησε στην Ελλάδα πολλά χρόνια (1928) και ασχολήθηκε με τους Τσιγγάνους, ιδιαίτερα της Αττικής, μάς άφησε τα πάρα κάτω τραγούδια περισσότερο λαϊκά Τσιγγάνικα.
Α.- ΡΙΝΑ Η ΤΣΙΓΓΑΝΑ
Ρίνα η Τσιγγάνα; εγώ είμαι
ο κόσμος με λέει ασχημομούρα
αλλά δεν με νοιάζει. Τι δηλαδή;
είστε τάχα όμορφες εσείς οι Ρωμιές;
που η μιλιά σας είναι σαν των βατραχιών;
Λέτε ο πατέρας μου δεν θα με προικίσει
δηλαδή δεν θα μου δώσει ένα καραφάκι ούζο;
Αυτή είναι η δικιά μας η προίκα
ένα καραφάκι ούζο.
Τα όμορφα φτερά δεν κάνουν τον αληθινό πετεινό.
Το νυφικό μου κρεβάτι εσείς θα το στλίσετε με λουλούδια.
Τόσο που θα σπάσει από το βάρος τους.
Αυτή τη μέρα θα λείπει ο ίσκιος από τα δέντρα
και τα κρομμύδια δεν θα μπορέσουν να δακρύσουν τα μάτια σας
ανάθεμά σας όπως νάναι εγώ θα παντρευτώ!
Β.- ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΣΤΟΝ ΓΥΙΟ
Ο γυιός μου είναι ένα όμορφο περιβόλι
κρυμμένο, γεμάτο μαργαριτάρια κι ανθούς,
θέλεις να γίνεις ο κλέφτης του;
Δεν πέρασα ποτέ απ’ αυτό το περιβόλι
περιβόλι και περιβολάρης ήταν το ίδιο πρόσωπο.
Τα φρούτα ξυνά χωρίς χρώμα,
λουλούδια σκαρφαλωμένα στον τοίχο χωρίς ευωδιά.
Πέρασαν χρόνια, άνοιξες, καλοκαίρια.
Μιά μέρα η Τσιγγανούλα με τα όμορφα μάτια
καθώς διάβηκε απ’ το περιβόλι
τα λουλούδια άνθισαν, ομόρφιναν, πήραν χρώμα
ξετρελαμένα από περηφάνεια έγιναν αληθινός παράδεισος.
Γυιέ μου, σήκω, μη μιλάς, μη λες τίποτα.
Έμπα και τρύγησε όποιο θέλεις λουλούδι.
Γ.- ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΤΣΙΓΓΑΝΑΣ
Σε περιφρονώ γιατί λες με περηφάνεια ΕΜΕΙΣ.
Σε περιφρονώ γιατί οι δυό σου αυτές λέξεις
είναι σαν τέσσερις τοίχοι σ’ ένα δωμάτιο,
μιά φυλακή. Εμείς σαν λέμε αυτή τη λέξη
νοιώθουμε τον άνεμο, τον ουρανό, τη γη.
Ούτε στέγη, ούτε πορτοπαράθυρα, ούτε κλειδιά
είμαστε ευτυχισμένοι στον κόσμο γιατί δεν έχουμε
ούτε σπίτια, ούτε ανησυχίες, ούτε τίποτα.
(Βλέπε Paulette Dubaquier Tsiganes d’ Attique, pag. 45 - 50)>>.
ΥΓ Όπως φαίνεται παραπάνω, στο βιβλίο μάλλον από τυπογραφικό λάθος, η συγγραφέας αναφέρεται τη μιά ως Bubaquier και την άλλη ως Dubaquier. Από μια αναζήτηση στη μηχανή προκύπτει ότι το σωστό πρέπει να είναι το δεύτερο.