Οι κατηγορίες της Ελληνικής Μουσικής

Γύρισα από την Ελλάδα που είχα μια κουβέντα με μια κοπέλλα για τις κατηγορίες της ελληνικής μουσικής. Αυτή δεν γνώρισε καλά τον ορισμό “ελαφρά τραγούδια” ή τουλάχιστον αυτή πιστεύει ότι αυτό ύπηρχε μόνο σε ένα ορισμένο περίοδο (μέχρι πότε?).
Αυτή είπε επίσης ότι σήμερα όλα τα τραγούδια που δεν είναι λαίκα, ονομάζονται “έντεχνα”. Είναι σωστό αυτό? Το ρωτάω γιατί άλλοι μου έλεγαν ότι “έντεχνα” σημαίνει ένα τραγούδι σε ψηλό επίπεδο των στοίχων (ποίηση) όπως είναι τα τραγούδια του Θεοδωράκη. Δηλαδή, σήμερα ένα τραγούδι με πίανο ή κιθάρα κτλ…, είναι πάντα έντεχνα τραγούδι και αν έχει πολύ χαμηλό επίπεδο στους στοίχους?
Ευχαριστώ πολύ.

Μη χάνεσαι, Μάρθα, στη σύγχιση που επικρατεί σήμερα. Αν θέλουμε να μιλήσουμε σοβαρά γιά τις “κατηγορίες” του Ελληνικού τραγουδιού, πρέπει να φτάσομε το πολύ ίσαμε το 1975…
Σήμερα, με τις εταιρίες δίσκων να καθορίζουν τα πάντα, το “σύγχρονο” (δηλαδή αυτό που γράφεται σήμερα) Ελληνικό τραγούδι, κατατάσσεται σε τρεις χοντροειδείς κατηγορίες: Λαϊκό, Έντεχνο, Ποπ.
“Λαϊκό” π.χ. τραγουδάει ο Τερζής, ο Καράς και η ʼντζελα Δημητρίου.
“Έντεχνο” (υποτίθεται) τραγουδάει η Χαρούλα Αλεξίου, η Δήμητρα Γαλάνη, η Τάνια Τσανακλίδου και άλλες πολλές.
“Ποπ” τραγουδάει η Καίτη Γαρμπή, η Βανδή, η Βύσση κ.λ.
Τώρα θα μου πεις, τι τραγουδάει ο Σφακιανάκης; Διότι υπάρχουν και προσμίξεις: Λαϊκο-Ποπ, Έντεχνο-Λαϊκό, Έντεχνο-Ποπ κ.λ.

Όσο γιά τον όρο “έντεχνο”, ήταν μία εφεύρεση του Μάνου Χατζηδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη, γιά να διαχωρίσουν τους εαυτούς τους, τόσο από το λαϊκό και το ρεμπέτικο, όσο και από το “ελαφρό” της εποχής.

Κατά τη γνώμη μου, το έντεχνο αυτό της εποχής εκείνης, είναι στην πραγματικότητα “ελαφρό” (καμιά φορά κλασσικίζον ελαφρό) που χρησιμοποιεί μπουζούκι! [π.χ. “Τα παιδιά του Πειραιά”)

Θα διαφωνήσω με τον ΚΦ μόνο στην τελευταία παράγραφό του. Και για να μην μπαίνω σε μακροσκελείς “αναλύσεις”, θα ξεκινήσω κατευθείαν με παράδειγμα:
Ενα απ’ τα τραγούδια που καθόρισαν τον όρο “έντεχνο” είναι το “Σαββατόβραδο”. Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί “ελαφρό”. Ακόμα κι αν του αφαιρέσεις το Χιώτη και τον Καζαντζίδη, θα παραμείνει “βαρύ”, καί λόγω του ρυθμού του, καί λόγω της …βαρύτητας των στίχων του.

Πάμε στην “κατηγοριοποίηση” για την οποία άνοιξε η κουβέντα.
Ο ΚΦ έχει απόλυτο δίκιο, όταν λέει ότι ο όποιος διαχωρισμός έγινε, αφορούσε τα τραγούδια μέχρι το '75 (άντε μέχρι το '80 λέω εγώ).
Γιατί συμβαίνει αυτό;
Η κατηγοριοποίηση “προωθήθηκε” πράγματι από το χώρο των δημιουργών, ώστε να διαχωριστούν κάποια τραγούδια λαϊκού ύφους από τα κλασσικά λαϊκά (μιλάμε για την μεταπολεμική περίοδο). Ξεκίνησε με τους Θεοδωράκη, Χατζηδάκι και συνεχίστηκε με τους Ξαρχάκο, Λοΐζο, Μούτση, Λεοντή, Μαρκόπουλο, Μικρούτσικο. Αυτή η “δουλειά” όμως κάποια στιγμή …μας τελείωσε. Πέθανε ο Λοΐζος (κατά τη γνώμη ο βασικότερος συνεχιστής του λαϊκού τραγουδιού μετά τη δεκαετία του '60) και στη συνέχεια ο Χατζηδάκις. Ο Μούτσης το “γύρισε” σε μπαλάντες, ο Μαρκόπουλος λειτούργησε με τη μορφή “φωτοβολίδας”, ο Λεοντής έγραψε όσο “πέρναγε η μπογιά” του πολιτικού τραγουδιού, ενώ ο Μίκης “την έχει δει” με τις συμφωνικές ορχήστρες. Ο Ξαρχάκος (ουσιαστικά) έκλεισε τη λαϊκή του δημιουργία με το “Ρεμπέτικο” και ο Μικρούτσικος πετάει μια “Ρόζα” τη δεκαετία, ανάμεσα σε “αγάπες που είναι ζάλη”.
Εκτός αυτού, ο διαχωρισμός έγινε ανάμεσα σε (πάνω-κάτω) ποιοτικά τραγούδια. Με τα
παρατράγουδα της εποχής δεν ασχολήθηκε κανείς ιδιαίτερα. Και πώς να ασχοληθεί βέβαια, με την ύπαρξη τόσων μεγάλων δημιουργών, παλιών και νέων. Το μόνο μη ποιοτικό τραγούδι που “μπήκε” σε κατηγορία ήταν το παρακμιακό λαϊκό τραγούδι που ονομάστηκε “σκυλάδικο”.
Από το '80 και μετά τι να διαχωρίσεις; Ακόμα και το σκυλάδικο
ξεφτιλίστηκε. Γιατί ως σκυλάδικο παλιά θεωρούσαν τα τραγούδια του Τσαουσάκη (στα τελευταία του), του Μιχαλόπουλου, του Μανησαλή κλπ. Τραγούδια που σήμερα φαντάζουν, τουλάχιστον, ως καλά λαϊκά τραγούδια. Μετά από μια πορεία Σαλαμπάσηδων (που τον θυμήθηκα ο πούστης), Φλωρινιώτηδων, φτάσαμε να θεωρείται μεγάλη λαϊκή τραγουδίστρια η Αντζελα!
Sorry, αλλά δε θα πάρω! Δε διαχωρίζω κανέναν. Τους πακετώνω όλους μαζί ως τραγούδι των απολίτιστων, των ηλίθιων, στην καλύτερη περίπτωση, των “ανυποψίαστων”.

Τέλος, δυο κουβέντες για τον όρο “έντεχνο”.
Ο όρος, όπως είπαμε είναι “φτιαχτός”. Κατά τη γνώμη μου υπονοεί τραγούδια δημιουργών με θεωρητική κατάρτιση. Αυτών που βάζουν μπροστά τους την “πάρτα” και δουλεύουν. Θα μου πείτε: Ο Περιστέρης, ο Τούντας κ.ά. είχαν μεγάλη μουσική μόρφωση. Απαντώ: Ναι, αλλά αποτελούν την εξαίρεση. Ο κανόνας είναι ο Μάρκος, ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου.
Οσο για το θέμα των στίχων, ότι δηλαδή τα έντεχνα τραγούδια ξεχωρίζουν απ’ τον ποιοτικό τους στίχο
Θεωρώ αυτή την άποψη επιεικώς αφελή. Οσο ποιοτικοί είναι ο Λειβαδίτης κι ο Σεφέρης, άλλο τόσο είναι ο Μάνεσης και η Παπαγιαννοπούλου.
Και για να μην ξεχνιόμαστε. Υπάρχουν πολλοί μεγαλύτεροι ποιητές από το Μάρκο;
<FONT SIZE="+1">Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά
</FONT>

ΑΝ

Διάβασα τα δυο μαιλ, μερικά πράγματα τώρα καταλαβαίνω καλύτερα (όχι όλα, μπορεί ότι οι ερωτήσεις μου σας φαίνονται λίγο ηλιθιά, συγνώμη).
Μπορώ να πω, ότι σήμερα η “λαίκη μουσική” έχει πάντα μπουζούκι μέσα και έχει μήπως λίγο χαμηλό επίπεδο?
Αντίθετως “εντεχνο” είναι δύο πράγματα

  1. γενικά ψηλότερο επίπεδο λαικής μουσικής, (δηλαδή επίσης με μπουζούκι και με ορισμένους ρυθμούς) ή
  2. γενικά τραγούδια με δυτική μουσική?
    Η κοπέλλα μου είπε ότι λαική μουσική σημαίνει ότι στο στυλ συνδέει περισσότερα τη βυζαντινή μουσική, αντίθετως τα έντεχνα τραγούδια συνδέουν περισσότερα τη δυτική μουσική. Ευχαριστώ πολύ.

Δεν υπάρχει “ψηλότερο” και “χαμηλότερο” επίπεδο μουσικής.
Αυτές οι κατηγοριοποιήσεις είναι θνησιγενείς.
Αυτό που ενδιαφέρει είναι οτι το έντεχνο-λαϊκό είναι “κάθετα” δομημένο (ενορχηστρωμένο) ενώ το λαϊκό-λαϊκό είναι “οριζόντια” (μελωδικά) δομημένο.

Είναι η αρχιτεκτονική τους λοιπόν που διαφέρει.

Ούτε “άτεχνο” είναι το λαϊκό, ούτε υποδεέστερο του έντεχνου είναι, ούτε δυνατότητες ενορχήστρωσης του λείπουν. Και αυτά δεν τα λέω εγώ. Υπάρχει εκτενής και σημαντική τεκμηρίωση του όρου “έντεχνο” από τον Μίκη. Πουθενά δεν αντιδιαστέλλει το έντεχνο με το λαϊκό. Και αυτό όχι από αβρότητα και σεβασμό αλλά επειδή απλά ποτέ δεν ετέθη τέτοιο θέμα. Από κανέναν!

Ο όρος (ιστορικά κρίνοντάς τον) ίσως να ελέγχεται ως ατυχής αφού ο μέσος ημιμαθής συνειρμικά ταυτίζει το λαϊκό με το “άτεχνο”. Αυτό όμως είναι πρόβλημα του ημιμαθούς και τον καλώ είτε να μορφωθεί και να επανέλθει, είτε να αφήσει αυτά τα θέματα στην ησυχία τους. Και για να μην παρεξηγιόμαστε, αυτά δεν έχουν σχέση ούτε με την Μάρθα ούτε με κανένα άλλον της παρέας.

Τα περί γειτνίασης με τη βυζαντινή και δυτική αντίστοιχα είναι απλά κουραφέξαλα. Φτηνά λόγια από αγνοούντες ή την μεν ή την δε ή - συνηθέστερα - αμφότερες.

Το μπουζούκι και το λαϊκό είναι ιστορικά δεμένα αλλά όχι αναπόσπαστα.
Εχω ακούσει (τώρα τελευταία) αμανέδες με κιθάρα απείρου κάλλους. Τα διαμαντάκια του Κατσαρού και του Δούσα παίζονταν με ισπανική κιθάρα. Ο Τσιτσάνης και τόσοι άλλοι πειραματίστηκαν με τον ήχο του μπάντζο. Ο Τσαούς έπαιζε σάζι και ο Μπάτης lead μπαγλαμά.
Απλά, φαίνεται πως η καλύτερη για μας περίοδος του λαϊκού είναι η μπουζουξίστικη.

Το είχα στο μυαλό μου όταν έγραφα τα πιο πάνω, αλλά τελικά το ξέχασα:
Λαϊκό δε σημαίνει απαραίτητα μπουζούκι. Σήμερα ισχύει και το αντίστροφο - μπουζούκι δε σημαίνει λαϊκό.
Να συμπληρώσω λοιπόν στα λεγόμενα το ΚΚ ότι το Λαϊκό (δηλαδή το αστικό) τραγούδι δεν παιζόταν πάντα με μπουζούκια. Τα αστικά τραγούδια της Πόλης και της Σμύρνης εκφράζονταν από σαντούρια, βιολιά, ακορντεόν, ούτια, μπάντζα (sic), σάζια, λύρες, ενίοτε και μπουζούκια. Η απόλυτη κυριαρχία του μπουζουκιού στο λαϊκό μας τραγούδι χρονολογείται απ’ τα μέσα της δεκαετίας του '30 και οφείλεται στο Μάρκο.
ΑΝ

Καλά, έ; Λίγο να σας τσιγγλίσω, και μου βγάζετε στη στιγμή υπέροχα δοκίμια! Δε μπορώ παρά να συμφωνήσω ΕΦ’ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΥΛΗΣ με τον ʼρη και την εκπληκτική συμπλήρωση του Κώστα (κάθετη και οριζόντια δομή).
Όσο γιά την τελευταία φράση μου που δε συμφωνεί ο ʼρης, φυσικά, ούτε εγώ συμφωνώ μ’ αυτήν… “Εξυπνάδα” πήγα να γράψω, γι αυτό και λέω “κατά τη γνώμη μου”…
Ένα δυό πράγματα μόνο. Ο Τσιτσάνης είναι αυτός που παραπονιόταν γιά τον όρο “έντεχνο”. “Εμείς, δηλαδή, τι είμαστε; ʼτεχνοι;”

“Μάγισα τσιγγάνα απ’ τη Βαγδάτη, μάγια να μου πεις γιά την αγάπη, ‘γω δε φταίω αν γεννήθηκα φτωχός μες στο ντουνιά γιά να την παντρέψουν μ’ έναν πλούσιο, του αλήτη να ματώσει η καρδιά.”
Βάλτε τις νότες πάνω στις συλλαβές, και πείτε μου: Αν και οριζόντια, η εξέλιξη αυτή δεν είναι εξαιρετικά “έντεχνη”;
Κι από την άλλη, ο (ΜΕΓΑΣ) Μάρκος, δε βοηθήθηκε πολύ στην τέχνη του από τον Περιστέρη, τον οποίο επίσης βοήθησε πολύ στην κατανόηση του αυθόρμητου;

Όσο γιά το μπουζούκι, που πολύ σωστά λέει ο ʼρης πως σήμερα χρησιμοποιείται ακόμα και σε… ποπ, γιά να μην πω τον Μπράμς του Πολυκανδριώτη… Είναι όμως το κατ’ εξοχήν ΕΛΛΗΝΙΚΟ όργανο, αυτό δηλαδή που δίνει με την πρώτη την Ελληνικότητα του χαρακτήρα του τραγουδιού…

Μην ανησυχείς, Μάρθα, οι ερωτήσεις σου δεν είναι “βλακώδεις”, απλά και μόνο έχουν την καίρια “αφέλεια” του νεοφώτιστου, σαν το παιδί δηλαδή που ρωτάει “τι είναι τούτο”, και σ’ αναγκάζει να κόψεις το λαιμό σου να βρεις αμέσως την απάντηση. Γι αυτό μας ερεθίζουν να βγάζομε τέτοιες έρευνες, γιά θέματα που θεωρούσαμε αυτονόητα και γι αυτό δεν ασχολούμαστε μ’ αυτά.

Στον Ελληνικό Κινηματογράφο λέμε: “Δείξε την ταινία σου σ’ έναν ξένο που δεν καταλαβαίνει Ελληνικά, να σου πει τα λάθη σου”!

Ευχαριστώ για όλες τις πληροφορίες που βοηθάνε, αλλά που ακόμα δεν είναι τόσο καθαρές για μένα. Σίγουρα είναι όπως το έγραψε ο Κώστάς, ότι για σας ορισμένα πράγματα είναι φανερά, για μένα όχι. Και όλοι οι Έλληνες μου λένε κάτι διαφορετικό.
Στο λέξικο του Μπαμπινιώτη βρήκα για "εντεχνα τραγούδι:
τραγούδι σύμφωνο με βασικές φόρμες του λαικού τραγουδιού, αλλά προσαρμοσμένο στις κλίμακες και την αισθητηκή της ευρωπαικής μουσικής.
Και γενικά… αυτός που γίνεται επιδεξιότητα (…)κάτι που δεν είναι αποτέλεσμα αυθορμητισμού. Πρέπει να πω, ότι και αυτή η εξήγηση δεν φτάνει τελικά για μένα για να ξέρω να ξεχωρίζω τα τραγούδια.
Αγαπητέ Κώστα, μου άρεσε πάρα πολύ η τελευταία φράση σου σήμερα, γιατί πριν λίγο καιρό μου είπε μια φίλη, που είχε δει τη ταινία σου: “αναρωτιόμουνα όλο το καιρό, γιατί αυτή τη ταινία γυναίκων έχει αυτό το παράξενο τίτλο, δεν το κατάλαβα”. Αυτό σημάινει ότι ένας κανονικός Γερμανός δεν έχει ακόυσει ποτέ τη λέξη Ρεμπέτικο!

Μάρθα, νομίζω πως ο ορισμός του ʼρη είναι πολύ καλός:

“Ο όρος, όπως είπαμε είναι “φτιαχτός”. Κατά τη γνώμη μου υπονοεί τραγούδια δημιουργών με θεωρητική κατάρτιση. Αυτών που βάζουν μπροστά τους την “πάρτα” και δουλεύουν.”

Επίσης, του Κουρούνη η παρατήρηση είναι ένα παράδειγμα εφαρμογής:

“Το έντεχνο-λαϊκό είναι “κάθετα” δομημένο (ενορχηστρωμένο) ενώ το λαϊκό-λαϊκό είναι “οριζόντια” (μελωδικά) δομημένο.”

Απ’ αυτό το τελευταίο παγιδεύεται κι ο Μπαμπινιώτης, που λέει γιά κλίμακες της ευρωπαϊκής μουσικής, ενώ θάπρεπε να πει γιά ενορχήστρωση (κάθετη δομή) ευρωπαϊκού τύπου μουσικής.

Τώρα, από Ιστορική άποψη, τον όρο καθιέρωσαν οι Μίκης Θεοδωράκης και Μάνος Χατζηδάκις, γιά να διαχωρίσουν τη μουσική τους από τα “naif” τραγούδια των λαϊκών. Ο όρος “naif” λαμβάνεται με την αισθητική έννοια, όπως στη ζωγραφική (ζωγραφική των Αβορίγενων, Douanier Rousseau). ʼλλωστε στη γενιά του Μίκη και του Μάνου ανήκει και ο Γιάννης Τσαρούζης, που έκανε “έντεχνη” ζωγραφική, με πρότυπο τον “naif” Θεόφιλο.

Ευτυχώς τώρα βλέπω τον όρο “έντεχνη μουσική” πιο καθαρά (τουλάχιστον σε σχέση με την ιστορία). Και δεν μου φαίνεται μεγάλο λάθος όταν λέει η κοπέλλα ότι γι αυτήν “έντεχνη μουσική” (σήμερα) σημαίνει ότι είναι πιο κοντά στη δυτική μουσική.

Λυπάμαι Μάρθα και Φέρρη, αλλά τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι.

Δεν θα συνέχιζα τη συζήτηση, αλλά διαπιστώνω πως η κουβέντα μοιάζει να τελειώνει και τα επιχειρήματα αλλά και τα συμπεράσματα είναι, πάντα κατά τη γνώμη μου, μακριά από την πραγματικότητα.

Το πόσο φτιαχτή και αφύσικη είναι η έννοια του “έντεχνου” φαίνεται από την αδυναμία ακόμα και του διαβασμένου Φέρρη να βρει το αντίθετό της. Το naive / raw σε αντίθεση με το sophisticated πάει κι έρχεται. Αλλά “έντεχνο” δεν σημαίνει sophisticated. Ετσι δεν είναι; Εκτός κι αν κανείς ισχυρίζεται ότι το αντίθετο του έντεχνου είναι το “λαϊκό”!

Και κάτι ακόμα. Ο Μίκης ουδέποτε εισήγαγε τον όρο “έντεχνο”. Αντιθέτως μάλιστα! Εισήγαγε τον όρο “έντεχνη-λαϊκη μουσική” για να περιγράψει το έργο του και να παρακάμψει τον αφύσικο διαχωρισμό σε “έντεχνο” και “λαϊκό”, αφού θεωρεί πως η μουσική είναι μια θεμελιακή ανθρώπινη και κοινωνική λειτουργία και δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί διαφορετικά, παρά μόνο ως Λαϊκή.

Πολύ επιγραμματικά:

Το “έντεχνο” στην τέχνη είναι το αποτέλεσμα του γενιτσαρισμού των ισχυρών τάξεων έναντι του λαού τους. Γιατί περί καραμπινάτου γενιτσαρισμού συζητάμε, όταν οι λογής αυλές εξαγόραζαν και εξαγοράζουν τις υπηρεσίες των σημαντικότερων και υγιέστερων πνευματικών και καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων για να οργανώσουν τη δική τους μουσική και πνευματική πανδαισία.

Δηλαδή η εμφάνιση και την εξέλιξη της έντεχνης δυτικοευρωπαϊκής μουσικής είναι φαινόμενο ταξικό. Οχι βέβαια με την απολιτίκ έννοια του όρου “ταξικό” που αντιλαμβάνεται τις τάξεις με την αριθμητική της “κλίμακας εισοδήματος”. Οχι… “Ταξικό” φαινόμενο με την έννοια της οικονομικής και, για την περίπτωσή μας, κοινωνικής εκμετάλλευσης.

Με τη πρόοδο του χρόνου, η πρακτική αυτή έδειξε τα αποτελέσματά της. Ο μέσος προικισμένος μουσικός θεωρεί φυσικό να ΚΑΝΕΙ ΠΙΑΤΣΑ στα σαλόνια μπας και τον πάρει κάνας σουλτάνος στο χαρέμι του.

Βεβαια, οι διάφορες εστέτ που ζουν σα τις ψείρες στα τριχωτά μέρη των πλουσίων ξέρω ότι ΣΚΙΖΟΥΝ ΤΑ ΚΑΛΤΣΟΝ τους άμα μιλάς κατά των sponsors τους! Αλλά αυτό το πρόβλημα επιβίωσης είναι δικό τους. Ας το αντιμετωπίσουν με μια καλή ασφάλεια ζωής ή με αποταμίευση. Δε δίνουμε δυάρα για τα άγχη τους!

Σοβαρά τώρα: Δεν ξέρω πόσο φτωχότερη θα ήταν τάχατες η ανθρωπότητα αν ο Μότσαρτ έμενε στο Ζάλτσμπουργκ και δεν τον πήγαινε ο γερο Λέοπολντ στον αυτοκράτορα. Ξέρω όμως πως το έργο των μεγάλων μουσουργών ιστορικά αναδιανεμήθηκε μόνον με ανατροπές. Συχνότατα βίαιες. Το ίδιο συνέβη και με τη ζωγραφική, το ίδιο και με την… μαγειρική (που λεει κι ο αγαπητός μου Ηλίας Μαμαλάκης). Και ας μην γελιόμαστε: Απαιτείται μόρφωση που σημαίνει χρήμα για να μπορεί να “χαρεί ο καθένας” το έργο του Μότσαρτ και του Προκόφιεφ. Δεν φτάνει να δώσει τα 20 ευρά για να πάρει ένα CD.

Επί της ουσίας: Από πλευράς δομής, το “έντεχνο” στην τέχνη, ουσιαστικά περιγράφει στοιχεία ΠΟΣΟΤΙΚΑ και όχι ποιοτικά. Οι εκτεταμένες μουσικές δομές, στις οποίες στηρίζεται η “έντεχνη” μουσική, απαιτούν σημαντικούς οικονομικούς και ανθρώπινους ΠΟΡΟΥΣ. Μπορούμε να αναπτύξουμε τη συζήτηση σ’ αυτή τη κατεύθυνση αν θέλετε. 'Εχει πολύ ψωμί.

Είναι πολύ σημαντικό να εξηγήσουμε το γιατί θεωρούμε φυσικό και αυτονόητο ότι στα σύγχρονα νεκροταφεία συνειδήσεων, η τέχνη της ελίτ να προβάλει σαν… μοναδική τέχνη. Η “έντεχνη” τέχνη ντε!

Γι αυτή δε μιλάμε τόσες μέρες;

Αγαπητέ Κωστά Κ., μόλις διάβασα αυτό που έγραψες. Για μένα αυτή η συζήτηση είναι πολύ δύσκολη από τη γλώσσα, είναι δυνατόν να μου εξηγήσεις το πρόβλημα με ένα παράδειγμα παρακαλώ? Πιστεύω ότι θα μου βοηθούσε πολύ.

  1. Το τραγούδι “Μες μου αυτά που αγαπάς” (τραγούδι και μουσική Παντελής Θαλασσινός) /
    τι είναι αυτό και γιατί?
  2. "Να διώξω τα σύννεφα (τραγούδι Καίτη Χωματά, μουσική Παπακώστα) τι είναι αυτό και γιατί?
  3. “Παράπονο” (τραγούδι Αρβανιτάκη, μουσική Νικολόπουλος) αυτό το λαικό (?) μου φαίνεται πιο παλιό απ τα άλλα ή είναι καινούργιο?
    Ελπίζω ότι εσύ γνώρίζεις αυτά τα τραγόυδια και επίσης ότι έχεις όρεξι να τα περιγράψεις λίγο για μένα. Ευχαριστώ πολύ.

Αγαπητή Μάρθα,

τα τραγούδια του Θαλασσινού χαρακτηρίζονται σαν “δημώδη” δηλαδή (τα περισσότερα) έχουν άκουσμα δημοτικού τραγουδιού αλλά είναι σύγχρονα. Ποιος ξέρει, ίσως σε 200 χρόνια να χαθούν τα ίχνη του δημιουργού και να χαρακτηριστούν τότε σαν δημοτικά.

Το “Να διώξω τα σύννεφα” είναι τραγούδι του “Νέου κύματος”, ένας όρος που εισήγαγε τη δεκαετία του 60 ο Γιάννης Σπανός για τραγούδια αυτής της κατηγορίας. Κυριότεροι εκπρόσωποι του “Νέου κύματος” είναι ο Γιώργος Ζωγράφος, ο Μιχάλης Βιολάρης, ο Λάκης Παππάς και η Καίτη Χωματά (υπάρχουν ασφαλώς κι άλλοι). Ο όρος “Νέο κύμα” προϋπήρξε στη Γαλλία και αποτελεί (σχεδόν) πιστή μετάφραση του στα ελληνικά.

Το “Παράπονο” δεν το έχω ακούσει.

Έντεχνο" (υποτίθεται) τραγουδάει η Χαρούλα Αλεξίου, η Δήμητρα Γαλάνη, η Τάνια Τσανακλίδου και άλλες πολλές.

Ma den einai entexnos diskos i Athanasia kai o XEimwniatikos Hlios tou Xatzidaki??? (ermineia Galanh)
To tragoudi mia thalassa miokri den einai (toulaxiston en dinamh) entexno
i enorxistrwsi, i thematiki mallon paerapempoun se entexna tragoudia i mallon dimiourgies
sinama i parousiasi i mallon i entaxh ton tragoudiwn se diskous pou thewrountai ‘koikloi tragoudiwn’ dinoun mia alli varitita
KAI tosa alla pou kanoun enan safh diaxwrismo sto kathe eidos…

Όσο γιά τον όρο “έντεχνο”, ήταν μία εφεύρεση του Μάνου Χατζηδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη, γιά να διαχωρίσουν τους εαυτούς τους, τόσο από το λαϊκό και το ρεμπέτικο, όσο και από το “ελαφρό” της εποχής.

WSTOSO
Efeuretes de mporoun na thewrithoun kai osoi xrisimopoioun san onoma mias tainias ti lexi enos oloklirou mousikou eidous opws gia paradeigma REMPETIKO kai autoprovallontai ws sinexistes mias olokliris epoxis pou mallon den zisan…

Κατά τη γνώμη μου, το έντεχνο αυτό της εποχής εκείνης, είναι στην πραγματικότητα “ελαφρό” (καμιά φορά κλασσικίζον ελαφρό) που χρησιμοποιεί μπουζούκι! [π.χ. “Τα παιδιά του Πειραιά”)

Megali sxesi prepei na eixe o Maroudas me to Theodwraki…
Ma an einai dinato na ta isopaidwsoume ola
mporw na katalavw tous epireasmous pou eixe o Xatzidakis apo ton Attik (kai panta tous ekrive)
alla ti sxesi mporei na exei i mousikh ependisi tis tainias Z i to pneumatiko emvatirio me to elafro gia paradeigma

SIMEIWSH: Rempetiko poios (ipotithetai) oti Grafei ???

Me timh
PANOS

Πιστεύω ότι έχουμε κλείσει το κενό! Όπως φαίνεται (για μένα) το “νέο κύμα” δεωρείται ή μπορεί να μετρηθεί σαν είδος της έντεχνης μουσικής. Αυτό είναι η λογική που βλέπω τι στιγμή, και έτσι όλοι οι πληροφορίες κάνουν νοήμα και ταιρίαζουν.

Όλη η μαγεία της ελληνικής μουσικής κρύβεται στην αδυναμία μας να κατατάξουμε το 100% των τραγουδιών σε κατηγορίες, γιατί αυτή μας η αδυναμία έγκειται στο γεγονός ότι η μουσική μας είναι πλουσιότατη σε μελωδίες, στίχους, ρυθμούς κλπ. Συχνά ένα τραγούδι κατατάσσεται σε δύο ή περισσότερες κατηγορίες μουσικής ανάλογα με τον τρόπο εκτέλεσης του ή με το ποιος το ερμηνεύει. ʼλλες φορές μεγαλύτερο ρόλο παίζουν οι στίχοι, άλλες οποιοδήποτε άλλο από τα συστατικά του.

Όταν λ.χ. ο Νίκος Παπάζογλου τραγουδά “Σκόνη πάνω στους καθρέφτες, και του χρόνου οι δραπέτες, την ψυλλιαστήκανε…” τί είδος τραγουδιού είναι; Γι αυτό άλλωστε το λόγο έχει χαρακτηριστεί σαν “ρεμπετοροκάς τζαζίστας”.

΄Η όταν ο Αργύρης Μπακιρτζής τραγουδά “Συχνάζεις στα μικρά καφέ…” και πολλά από τα τραγούδια του έχουν ρεμπέτικο άκουσμα αλλά μοντέρνο στίχο, πού θα τα κατατάξουμε;

Κι ο Σωκράτης Μάλαμας όταν τραγουδά "Όλοι ποθούν την ʼνοιξη κι άλλοι το καλοκαίρι, και το χειμώνα το βαρύ, μονάχα οι καλογέροι…) σε ρυθμό ζεϊμπέκικου τότε τί είναι; Δεν είναι ούτε ρεμπέτικο, ούτε λαϊκό, ούτε ποπ, ούτε ρόκ, ούτε…

Τέτοιου είδους τραγούδια τα κατατάσσουμε συνήθως στη γενικότερη κατηγορία του “έντεχνου” που κατά την άποψη μου είναι κάτι όπως το χώρο του Κέντρου στην πολιτική: Ποτέ δεν ξέρεις πού αρχίζει και πού τελειώνει.

Ας αφήσουμε και λίγο τη διαίσθηση μας να μας καθοδηγήσει, κι αν δεν φτάσουμε σε συγκεκριμένη απόφαση για την κατάταξη του τραγουδιού… ε, δε χάθηκε ο κόσμος. Σε τελική ανάλυση σε ένα και μοναδικό γεγονός συμφωνούν όλοι οι τραγουδιστές, συνθέτες, στιχουργοί και οι εταιρείες που γράφουν τα τραγούδια: Ότι, δηλαδή, όλα είναι ποιοτικά… (κούνια που τους κούναγε)!

Εγώ θα έλεγα γενικότερα πως οι μουσικές επιρροές της χώρας μας προέρχονται κυρίως από την ανατολική σχολή και σε λιγότερο βαθμό από την δυτική. Βέβαια αυτό είναι άμεσα συνδεδεμένο με την γεωγραφική θέση της χώρας μας.

Όσο αναφορά τα σημερινά τραγούδια νομίζω πως υστερούν σε στίχο.
Εκτος βέβαια από κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις που δεν φαίνονται βέβαια μέσα στα σημερινά τραγουδάκια που είναι και ‘άψυχα’.

Κλείνωντας να πω πως όσες καλές δουλειές δημιουργούνται στις μέρες μας δεν έχουν και την κατάλληλη υποστήριξη από τις δισκογραφικές εταιρείες.

Είναι λιγάκι απαισιόδοξο το post μου αλλά αυτό μου ΄βγαίνει’