"Οι Έλληνες του Γκέρλιτς", Γερ. Αλεξάτου

Και δεν το ανοίγεις Pepe, μπορεί σε κάποιους ν’ ανοίξεις την όρεξη…

Εγώ ξέρω την εποχή του 1900 και κυρίως την περίοδο της επαναστάσεως δεν είχαν διαμορφωθεί - κατασκευαστεί ακόμα τα συγκερασμένα μπουζούκια, αλλά υπήρχαν μόνον τα διάφορα είδη ταμπουράδων σε κάποιες περιοχές και δεν ξέρω να υπήρχε η ονομασία μπουζούκι στην Ελλάδα, το 1821 π.χ. (υπήρχε;). Τα όργανα αυτά ταμπουράδες και μπουζούκια δεν μπήκαν στη δημοτική δισκογραφία (εκτός σπανίων εξαιρεσέων), γιατί δεν ήταν τα καταλληλότερα όργανα για να δώσουν το ανάλογο ύφος - ερμηνεία στο είδος αυτό. Δεν είναι τυχαίο ότι όπως διαμορφώθηκε η δημοτική ορχήστρα από την αρχή της δισκογραφίας αλλά και πολύ νωρίτερα, δυο από τα πιο βασικά της σολιστικά μελωδικά όργανα ήταν το βιολί και το κλαρίνο, όργανα με μεγάλες τεχνικές κι εκφραστικές δυνατότητες.

Πώς γίνεται αυτό και ποιά μορφή ταμπουρά εννοείς; Εγώ ξέρω οι ταμπουράδες έχουν πολύ μικρό σκάφος, με ασυγκέραστα τάστα ενώ αντίθετα τα στεριανό - νησιώτικα λαούτα μεγάλο σκάφος με συγκερασμένα τάστα. Συνεπώς, μεγάλη διαφορά στον ήχο και στο ύφος.

Αν κι έχω την εντύπωση ότι η περιστροφή του δίσκου δεν είναι στην κανονική ταχύτητα, κι ούτε μπορώ να καταλάβω αν τραγουδάει άντρας ή γυναίκα, προσωπικά τέτοιο ύφος έχω ακούσει σε χωριά στεριανών περιοχών από κάποιους ηλικιωμένους, γεννημένοι αρχές του 1900. Η ερμηνεία με τον Στασινόπουλο στο τραγούδι “Κόρακας”, μου είναι πιο κατανοητή - αρεστή.

Τα πιο παλια δειγματα μπουζουκιων που υπαρχουν και που σωζονται ειναι σιγουρα του 1870 -1900 .
Αυτα ειναι ολα συγκερασμενα.
Η φωτογραφια που ανεφερα με τους Συριανους στο αλλο θεμα με τους ταμπουραδες ,την ειδα τελικα σημερα πιο κοντα και μεγαλυτερη και παρατηρησα οτι ολα τα οργανα ειναι συγκερασμενα.
Για μενα ισχυει εδω κατι που ειχα πει και παλιοτερα και το υποστηριζω.
Μια απο τις διαφορες του ταμπουρα και του μπουζουκιου ειναι η κλιμακα τους ,το μπουζουκι εχει συγκερασμενη,ο ταμπουρας ασυγκεραστη.
Τωρα για τον αλλο θεμα που αναφερες ,νομιζω οτι το θεμα των ταστων η μπερντεδων και το που ειναι τοποθετημενοι δεν εχει καμια διαφορα στον ηχο τελικα.
Το Λαουτο και ο ταμπουρας ως οργανα συνοδειας ,ο ταμπουρας και ως σολιστικο ειχαν πολλα κοινα στον τροπο εκτελεσης στα δημοτικα.
Ακουγωντας τον Στασινοπουλο να συνοδευει τον εαυτο του στα κλεφτικα ,δεν ξερω αυτο το αισθημα μου βγαζει ,παιξιμο ταμπουρα και ειναι πολυ κοντινο με την ηχογραφηση του Κοκοτη που θα δημοσιευτει σε λιγο καιρο

Χρόνια πολλά κι από εδώ.

Αυτό είναι μία διάκριση που μπορούμε όντως να την υιοθετήσουμε, αφού εξυπηρετεί: αν αποφασίσουμε ότι, για ευκολία στη συνεννόηση, πρέπει να θεωρήσουμε το μπουζούκι ως κάτι ξεχωριστό από τον ταμπουρά, τότε κάπου πρέπει να θέσουμε τη διαχωριστική γραμμή και αυτό με την κλίμακα είναι ένα σαφές κριτήριο.

Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι πρόκειται για μια δική μας, καθαρά συμβατική απόφαση. Στην πραγματικότητα ένα όργανο μπορεί κάλλιστα να είναι μεταξύ ταμπουρά και μπουζουκιού ή καθαρός ταμπουράς και καθαρό μπουζούκι ταυτόχρονα (ή και να μην είναι), χώρια που η χρήση ονομάτων κι αυτή είναι συμβατική. Επί παραδείγματι, το μπουλγαρί του Φουσταλιέρη:
-νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε ότι σαφώς δεν είναι μπουζούκι, είναι ταμπουράς
-ο ίδιος δεν το ονόμαζε ούτε μπουζούκι, ούτε ταμπουρά, αλλά μπουλγαρί
-ωστόσο γι’ αυτό το όργανο υπήρχε και η ονομασία μπουζούκι
-είχε ένα μπερντέ ανά ημιτόνιο, σε θέσεις που δεν είναι ακριβώς συγκερασμένες αλλά που, παρά τη σημερινή συνήθεια ορισμένων παιχτών και κατασκευαστών να τις κρατάνε με ευλάβεια και πιστότητα υποδεκάμετρου, υπάρχει και η άποψη ότι ήταν απλώς συγκερασμένες με λιγάκι λάθος (όχι δηλαδή συνεπής αποτύπωση κάποιας συγκεκριμένης αντίληψης για τα ασυγκέραστα διαστήματα). Δεν ξέρω μάλιστα μήπως δεν ήταν καν μπερντέδες αλλά μόνιμα τάστα.

Ωστόσο, αποδεχόμενοι ότι με τη σημερινή ταξινομική λογική τα πράγματα παλιότερα ήταν χάος, μπορούμε και πάλι να χρησιμοποιούμε την ταξινομική λογική για να τα κατανοήσουμε με τον τρόπο που μας είναι οικείος. Με όλες αυτές τις επιφυλάξεις, Σταύρο, τελικά συμφωνώ μαζί σου.

Πραγματικά, μόνο ως σύμβαση για καλύτερη συνεννόηση μπορούμε να το δούμε αυτό, όμως είναι επικίνδυνη η γενίκευσή του. Ισχύει μόνο από το τέλος του 19ου αιώνα και μετά, και πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με αυτούς τους όρους που ακόμα δεν έχουν παγιωθεί.

Νικο εχεις δικιο αλλα το προβλημα εγκειται στο οτι δεν εχουν σωθει τα παλια οργανα αλλα ούτε και καμια περιγραφη,για το τι ειναι το τσιβουρι,το γιογκαρι,ο ταμπουρας ,το μπουζουκι και λοιπα ,ομως ο Κασομουλης ολα αυτα τα διαχωριζει οταν αναφερεται στις συνευρεσεις κατα την επανασταση,τωρα το μεγεθος η κλιμακες ,οη ποσοτητα των χορδων ,ποιος ξερει?
Παντως αν προσεξετε πολυ προσεχτικα την γκραβουρα στο εργαστηριο του Γαιλα που εβγαλε ο Νικος ο Φρονιμοπουλος θα δειτε οτι αλλα οργανα ειναι συγκερασμενα και αλλα οχι .Οσο για το μπουλγαρι ,ο lawrence Pickens στο καταπληκτικο βιβλιο του μελετη για τα λαικα οργανα στην Τουρκια αναφερει οτι το ονομα boulgari ειναι ο ταμπουρας των βουλγαρων που κατοικουσαν στην περιοχη Ταυρου της Τουρκιας και οτι απο εκει ηρθε αυτη η ονομασια.

Πού είναι και ποια είναι αυτά τα δείγματα μπουζουκιών που σώζονται δεκαετίας 1870 π.χ. για να μιλάμε με σιγουριά; Εγώ παλιά θεωρώ και τα μπουζούκια που κατασκευάστηκαν αρχές του 20ου αιώνα. Υπάρχει και μια παλιότερη συζήτηση γι’ αυτό το θέμα [b]εδώ[/b]

Έχουν πολλές διαφορές σαν όργανα, αλλά νομίζω δεν είναι το κατάλληλο θέμα για να το αναλύσουμε περισσότερο εδώ.

Πώς είναι δυνατόν να μην έχει διαφορά στον ήχο το όργανο, όταν είναι διαφορετική η τοποθέτηση των μπερτέδων ή των τάστων πάνω σε αυτό; Όταν τα τάστα είναι λιγότερα ή περισσότερα, αν μετακινούνται κλπ., διαφέρει και το ύφος και ο ήχος.

Άλλο όργανο ο ταμπουράς και άλλο το λαούτο. Ο ταμπουράς δεν έχει τα προσόντα του λαούτου, είναι πιο ημιτελές και πολύ πιο φτωχό σαν όργανο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός της μεγάλης δράσης του λαούτου, να συνοδεύει τις δημοτικές ορχήστρες στη δισκογραφία και όχι μόνο στα υπαίθρια γλέντια.

Άταστε, δε θα το έθετα ακριβώς έτσι. Οι δυνατότητες του ταμπουρά δεν είναι λειψές σε σχέση με του λαούτου, απλώς είναι άλλες. Το λαούτο είναι σίγουρα πιο ηχηρό, άρα (όπως λέμε τόση ώρα) πιο κατάλληλο για εξωτερικό χώρο. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι ο ταμπουράς παύει να έχει τα δικά του προτερήματα, όπως π.χ. μεγαλύτερη μελωδική ευελιξία: ο λαουτιέρης που θα παίξει ολοκληρωμένες μελωδίες θεωρείται ξεχωριστός παίκτης πέρα από το μέσο όρο, ενώ σ’ ένα ταμπουροειδές είναι δεδομένο ότι θα παίζεις μελωδίες (δες π.χ. πόσο θρυλικό έχει μείνει το όνομα του Κουτσουρέλη: αυτός έκανε το λαούτο αύταρκες σολιστικό όργανο, που σημαίνει ότι κάτι τέτοιο θεωρείται υπέρβαση, ότι δηλαδή συνήθως περιμένει κανείς από ένα λαούτο να κάνει λιγότερα πράγματα).

Δεδομένου ότι δεν ξέρουμε όσα θα θέλαμε για τον ταμπουρά, υπενθυμίζω σε όλη την παρέα ότι μπορούμε, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, να δούμε και τα παραδείγματα από τη χρήση εξωελληνικών ταμπουροειδών. Τι γίνεται με τα σάζια στην Τουρκία; Το όργανο είναι εκ κατασκευής εξίσου ακατάλληλο για πολυπρόσωπο χορό εξωτερικού χώρου όσο θα ήταν κι εδώ, αλλά αυτό δεν είναι αρκετός λόγος για να περιθωριοποιηθεί. Αντίθετα, πέρα από συμβατικά εθνικό όργανο (ας πούμε ότι αυτό έγινε μεθοδευμένα και όχι αυθόρμητα) είναι επίσης το βασικό όργανο πολλών περιοχών, που συμπυκνώνει συμβολικά την πεμπτουσία της τοπικής κουλτούρας και ταυτότητας. Και μέσα στα δεδομένα που θέτει η κατασκευή του έχουν καλλιεργηθεί τεχνικές παιξίματος που το απογειώνουν. Προσωπικά θαυμάζω το πόσο ρυθμικό μπορεί να είναι ένα όργανο με χαλαρές χορδές και μαλακή πένα στα χέρια ενός καλού παίχτη. Και εκεί αυτοί οι καλοί παίχτες δεν αποτελούν εξαίρεση όπως σ’ εμάς ο Κουτσουρέλης που έπαιζε «άλλο λαούτο»: εκείνοι παίζουν το «στάνταρ» σάζι, απλώς παίζουν καλά.
Αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι ίδιοι ακριβώς πληθυσμοί να κάνουν τους γάμους τους με ζουρνά και νταούλι.

Ο λόγος της επικράτησης του λαούτου σ’ εμάς είναι μάλλον όχι ότι είναι «καλύτερο» όργανο, αλλά ότι δένει με την ορχήστρα που επικράτησε. Όταν ο ταμπουράς παίζει μόνος του ή μαζί με άλλον ένα ταμπουρά, και από την αλλη μεριά έχεις κλαρίνο-βιολί-λαούτο-ντέφι, ή λύρα-λαούτο ή βιολί-λαούτο, είναι λογικό να επικρατήσει η κομπανία που περιλαμβάνει λαούτο. Δε σημαίνει ότι συγκρίνεται ατομικά το λαούτο με τον ταμπουρά.

Στις ορχήστρες «μεγάλων εκδηλώσεων» όπως είναι το πανηγύρι, σε όλη την ελληνική δημ. μουσική επικρατεί ένα κοινό κατά βάθος αισθητικό μοντέλο, που απαιτεί:
-το κύριο μελωδικό όργανο να έχει συνεχόμενο ήχο (πνευστό ή τοξωτό, όχι νυκτό)
-η μελωδία να συμπληρώνεται από δεύτερη μελωδική γραμμή
-κάποιος να παίζει το ρυθμό

Έτσι έχουμε:

-δύο ζουρνάδες + νταούλι (η περίπτωση ενός μόνο ζουρνά είναι πολύ σπανιότερη)
-γκάιντα ή τσαμπούνα + κρουστό (και η γκάιντα και η τσαμπούνα είναι δίφωνα όργανα)
-λύρα θρακιώτικη ή νησιώτικη ή ποντιακή + κρουστό (όλες αυτές οι λύρες επίσης είναι δίφωνες, παίζονται πάντα διπλόχορδα)
-σκέτη νησιώτικη λύρα με κουδουνάκια, σκέτη τσαμπούνα ή γκάιντα με ειδικές δαχτυλιές που τονίζουν το ρυθμό (πρόκειται για τεχνικές που έχουν αναπτυχθεί μόνο στα μέρη όπου κατά παράδοση δεν υπήρχε κρουστό)
-πιο σύγχρονες μορφές ορχήστρας: βιολί με κλαρίνο -να οι δύο φωνές- και λαούτο +/- κρουστό
-προδρομικές μορφές της σύγχρονης κομπανίας: δύο βιολιά + κρουστό, φλογεροειδές + βιολί + κρουστό
-ακόμη και η σύγχρονη νησιώτικη ζυγιά, 1 βιολί ή κρητική λύρα + 1 λαούτο, μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει σ’ αυτό το μοντέλο αφού το λαούτο δεν είναι αποκλειστικά ρυθμικό αλλά παρέχει και τη δεύτερη φωνή που χρειαζόμαστε.

Κύριο όργανο με κοφτό, σκαστό ήχο δεν υπάρχει πουθενά. Όχι ο ταμπουράς, ακόμα και το σαντούρι που είναι μια ορχήστρα μόνο του, πουθενά δεν έχει επικρατήσει ως πρώτο όργανο.

Συνεπώς ο ταμπουράς δε χωράει σ’ αυτό το πλαίσιο: για κύριο όργανο δεν πληροί τις προϋποθέσεις. Για συνοδευτικό θα μπορούσε να σταθεί (παράδειγμα Φουσταλιέρη που συνόδευε τους λυράρηδες), αλλά τελικά επικράτησε το λαούτο.
Όμως αυτό το πλαίσιο δεν είναι το μοναδικό. Το γεγονός ότι σήμερα ακούμε δημοτικό κυρίως στα πανηγύρια και στους γάμους δε σημαίνει κατά κανένα τρόπο ότι αυτοί είναι οι μόνοι χώροι όπου καλλιεργήθηκε. Σε κάθε χωριό, πόσοι γάμοι και πόσα πανηγύρια γίνονταν το χρόνο; Δέκα; Είκοσι; Ας πούμε τριάντα, που δεν το νομίζω. Λοιπόν, φανταζόμαστε ότι τις υπόλοιπες 335 μέρες οι άνθρωποι τη βγάζαν χωρίς μουσική; Οι εικόνες και οι περιγραφές που δείχνουν τους ήρωες του ‘21 να ξεκουράζονται (και όχι να γιορτάζουν) με τον ταμπουρά και το τραγούδι μού δίνουν την εντύπωση ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να επαναλαμβάνονται σχεδόν κάθε μέρα: οποιαδήποτε στιγμή δεν υπάρχει δουλειά να γίνει και δεν υπάρχει και κάποιος απαγορευτικός παράγοντας (π.χ. να μην κάνουμε ήχους γιατί κρυβόμαστε), οι άνθρωποι ή τραγούδια θα έλεγαν, ή κάνα παραμύθι, ή θα έπαιζαν κάποιο παιχνίδι από αυτά που ουσιαστικά αποτελούν πολεμική προπόνηση (λιθάρι, σημάδι). Τι άλλο θα έκαναν; Τηλεόραση θα έβλεπαν ή θα συζητάγαν το χρηματιστήριο;
Το ίδιο ισχύει και για όσους δεν ήταν ήρωες φυσικά.
Η ταύτιση της μουσικής με τη γιορτή και με την εξαιρετική περίσταση είναι τελείως λανθασμένη. Οι γιορτές ήταν ανέκαθεν τόσο εξαιρετικές όσο και σήμερα, ενώ η μουσική ήταν παρούσα σε όλη τη ζωή. Και εκεί, όργανα που «δε βγάζουν γάμο» κρατούσαν μια χαρά τη θέση τους. Πιστεύω ότι για ένα διάστημα που αρχίζει πάρα πολύ παλιά και τελειώνει περίπου τον ίδιο καιρό που έχουμε τις πρώτες ηχογραφήσεις, ο μέσος αγρότης / βοσκός / ναύτης είχε ακούσει απείρως περισσότερο «ταπεινά» όργανα -φλογέρα, ταμπουρά, παλαμάκια, σφύριγμα με το φύλλο- απ’ ό,τι κλαρίνο, ζουρνά και βιολί. Τα πρώτα αδιακόπως, κάθε μέρα, τα δεύτερα στις εξαιρετικές μέρες του χρόνου.

Αρχικό μήνυμα από atastos
Πού είναι και ποια είναι αυτά τα δείγματα μπουζουκιών που σώζονται δεκαετίας 1870 π.χ. για να μιλάμε με σιγουριά; Εγώ παλιά θεωρώ και τα μπουζούκια που κατασκευάστηκαν αρχές του 20ου αιώνα.

Το μπουζουκι του Μιλανου το οποιο ηταν φτιαγμενο στην Κωνσταντινουπολη μοιαζει να ειναι πριν το 1900 αρκετα παλιοτερο.Ο συγχωρεμενος ο Καρολος ελεγε οτι ηταν του 1850 ,αυτο φανταζομαι το εχεις δει μπερντεδες λεει ειχε παλια ,στην φωτογραφια με τον Παππου του απο το 1905 εχει ακομα τους μπερντεδες και ειναι συγκερασμενο

Επισης υπαρχουν τα μπουζουκια της συλλογης των Ιαν Μυλλερ και Ντοναλντ Μαθιους τα οποια εχουν δημοσιευτει στο βιβλιο της Γκαιηλ Χολστ ‘‘Ο δρόμος για το ρεμπέτικο’’ αυτα ειναι σαφως σαν του Μιλανου της ιδιας εποχης και τεχνοτροπιας και αυτα εχουν συγκερασμενα.

Ακομα και στην φωτογραφια απο τις φυλακες της Χαλκιδας το 1905 ο φυλακισμενος εχει ενα παλιο οργανο με στριφταρια και μπερντεδες και η κλιμακα ιδια ,αυτα ειναι τα παλιοτερα δειγματα αλλα οπως και αναφεραμε αυτο ειναι μια θεωρια που απλα την σκεφτηκα για το αν ο ταμπουρας και το μπουζουκι διαφερουν λογω της κλιμακας τους ,ειναι πολυ δυσκολο να μαθουμε μπορει καποιοι ταμπουραδες να ηταν στο μεγεθος τους μπουζουκιου και να τους λεγανε μπουζουκια η το αναποδο μπουζουκια στο μεγεθος του ταμπουρα .

Στο ίδιο βιβλίο υπάρχει και μια φωτογραφία του Θανάση Μπάστα, “Συριανού”, που παίζει ένα παλιό μπουζούκι, καμωμένο γύρω στα 1900.

Αυτό είναι και η δική μου η άποψη Σταύρο. Πιο συγκεκριμένα, πιστεύω ότι το μήκος του μάνικου πρέπει να ήταν αυτό που άλλαζε και έκανε έναν ταμπουρά μπουζούκι. Με το μπουζούκι να σημαίνει μάλλον “μεγάλο” και όχι “σπασμένο” που δεν έχει και κανένα νόημα. Εξάλλου η αλλαγή ονομασίας ενός οργάνου με βάση το μάνικο είναι κάτι πολύ κοινό: Μεϊνταν, μποζούκ, μπαγλαμά, τσοούρ, τζουρά στην Τουρκία και σε μας μπουζούκι τζουράς μπαγλαμάς. Με τη λέξη bozuk να αναφέρεται και σε κούρδισμα αλλά και σε μέγεθος μάνικου.

Περισσότερα για απέναντι [b][i]εδώ[/i][/b]

Ορισμένες από τις γνωστές παλιές απεικονίσεις ταμπουράδων, όπως ο «Γαλατάς» και η καρτ-ποστάλ του 1880 με τον φουστανελοφόρο, δείχνουν όργανα που άκρες μέσες είναι στο μέγεθος του μποουζουκιού. Και εδώ που τα λέμε, δε νομίζω ότι ο αρχικός ζωγράφος / φωτογράφος άφησε πουθενά την ένδειξη ότι ο ίδιος τα ήξερε ως ταμπουράδες. Εμείς τα λέμε έτσι -μποορεί να τα έλεγαν και μπουζούκια, ποιος τους ξέρει;

Πάντως στην Τουρκία ισχύει ένα συγκεντρωτικό σύστημα ονομάτων που πρέπει να είναι φτιαγμένο εκ των υστέρων, αφού δηλαδή το σάζι έγινε ωδειακό όργανο και του επιβλήθηκε μια σχετική τυποποίηση στα μεγέθη και τα κουρδίσματα. Από τα έξι-εφτά ή και περισσότερα είδη σαζιού που υπάρχουν, κάθε παλιά τοπική παράδοση δε νομίζω να είχε πάνω από δύο, άντε τρία. Και τα ονόμαζαν έτσι ώστε να ξεχωρίζουν μεταξύ τους, αδιαφορώντας για το τι γίνεται στην παραδίπλα τοπική παράδοση όπου μπορεί να ίσχυαν ίδια ονόματα για άλλα μεγέθη και αντιστρόφως. Η όλη λογική των σημερινών ονομασιών -όπως άλλωστε και για τα δικά μας 3 μπουζουκοειδή- πρέπει να είναι επηρεασμένη από την κλασική ορχήστρα με τα 4 όργανα της «οικογένειας του βιολιού» αλλά και με τις άλλες αντίστοιχες οικογένειες (όμποε-φαγκότο-κόντρα φαγκότο κλπ.).

Για παράδειγμα η λέξη τζουράς, και στα τούρκικα αλλά και στα ελληνικά (και στα βουλγάρικα επίσης) σημαίνει «όργανο πιο μικρό και πιο υψίφωνο από κάποιο που θεωρείται στάνταρ σημείο αναφοράς». Τζουρά-γκάιντα είναι η ψηλή γκάιντα, τζουράδες έλεγαν και κάτι μικρά ψηλά κλαρίνα που κυκλοφόρησαν ένα διάστημα πριν φτάσουμε στο στάνταρ κλαρίνο που παίζεται σήμερα στις περισσότερες περιοχές. Ο ελληνικός τζουράς είναι «μικρό μπουζούκι» (και όχι μεγάλος μπαγλαμάς), ενώ το τούρκικο σάζι «τζουρά» είναι μικρό μπάγλαμα (όπου όμως για τους Τούρκους μπάγλαμα είναι ένα σάζι πολύ μεγαλύτερο από τον δικό μας μπαγλαμά). Ο Βαμβακάρης γράφει: παλιά οι μπαγλαμάδες ήταν πολύ μικροί, ήταν τζουράδες. Που σημαίνει ότι εκείνος, θεωρώντας τον μεγαλούτσικο μπαγλαμά ως αυτοτελές όργανο και όχι μικρογραφία του μπουζουκιού, τον παίρνει για σημείο αναφοράς και με βάση αυτόν ονομάζει «τζουρά» τον ακόμη μικρότερο (φαντάζομαι ότι εννοεί τους φυλακίσιους μπαγλαμάδες-καρυδάκια).

Και στην Τουρκία και στην Ελλάδα έχουμε ένα τεράστιο κενό συλλογικής μεταβίβασης γνώσης στο “λόγιο” επίπεδο, που οφείλεται σε έναν μόνο, αλλά κοινό και στις δύο χώρες λόγο: Η παραδοσιακή μουσική ήταν εξοβελισμένη από το “λόγιο επίπεδο” επί πολλές δεκαετίες (στην Ελλάδα περισσότερες). Εδώ, η “στροφή προς τη Δύση” άρχισε από τις αρχές του 19ου αιώνα, πρώτα στους δυτικοσπουδαγμένους, παγιώθηκε επί (χοντρικότατα) Ελληνικού Κράτους και συνέχισε έτσι μέχρι (χοντρικότατα) το πρώτο τρίτο του 20ού αιώνα. Από το χρονικό αυτό σημείο αρχίζουν κάποιοι λόγιοι, κυρίως ασχολούμενοι με τα μουσικά πράγματα, να συνειδητοποιούν ότι υπάρχει μία μουσική παράδοση που δεν είναι εξοβελιστέα αλλά μπορούσε και θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για την περεταίρω σφυρηλάτηση εθνικής ταυτότητας. Στην Τουρκία, η στροφή προς τη Δύση ξεκινάει πάρα πολύ απότομα και με στιλ “αποφασίζομεν και διατάσσομεν” επί Κεμάλ (δες το ωραιότατο φιλμάκι με τους τζαντάρμες, το σινανάι και την Ωδή στη Χαρά του Μπετόβεν). Πολύ γρήγορα όμως, το καθεστώς συνειδητοποιεί ότι δεν επιτρέπεται να παραχωρήσει στους Άραβες, Πέρσες, Έλληνες και άλλους την αποκλειστική χρήση της μη ευρωπαϊκής μουσικής και έτσι έχουμε την “καθιέρωση” Τουρκικής εθνικής μουσικής από τον Ραούφ Γιεχτά Μπέη, με το γνωστό άρθρο του σε (γαλλική νομίζω) παγκόσμια μουσική εγκυκλοπαίδεια όπου πρωτοπαρουσιάστηκε η Τουρκική μουσική.

Το κενό αυτό, στα δικά μας μουσικά πράγματα, είναι υπεύθυνο για το χάος που υπάρχει ακόμα και σήμερα τόσο στην οργανολογία όσο και στο θέμα των κουρδισμάτων. Κανένας άνθρωπος με επιστημονικό τρόπο σκέψης δεν ασχολήθηκε με την παραδοσιακή μουσική επί πολλές δεκαετίες, με αποτέλεσμα να ψάχνουμε σήμερα και οι πηγές που ανακαλύπτουμε να είναι είτε από κείμενα που ο συγγραφέας τους δεν είχε ιδέαν από παραδοσιακή μουσική, είτε από λαϊκά κείμενα ή καταγραφές όπου οι φορείς της παράδοσης δεν είχαν κανένα λόγο να σκεφτούν ρασιοναλιστικά και να πράξουν ανάλογα, ονομάζοντας π.χ. το καθένα όργανο της μεγάλης οικογένειας των μακρυμάνικων λαουτοειδών με ένα συγκεκριμένο από τα διατιθέμενα πάρα πολλά ονόματα, με χρήση λογικής τύπου “το μεγάλο θα το λέμε μπουζούκι”, “το μικρό θα το λέμε τζουρά” κλπ.

Αναρωτιέμαι εδώ, κατά πόσον “έχουμε τη νομιμοποίηση” να προχωρήσουμε κάποια στιγμή στις απαραίτητες αυτές ταξινομήσεις, που θα ευκολύνουν τη ζωή και την εργασία και των ερευνητών, και των σημερινών μουσικών. Η απάντηση θα μπορούσε να είναι όχι μόνο “ναί, την έχουμε την νομιμοποίηση” αλλά να βρεθεί επί τέλους και κάποιος που να δώσει ένα πρώτο σχέδιο ταξινόμησης με πιθανότητες να γίνει ευρύτερα δεκτό. Αναμένεται ο κατάλληλος άνθρωπος, η στιγμή είναι σίγουρα κατάλληλη.

Οι δυνατότητες του λαούτου σε σχέση με τον ταμπουρά είναι αρκετές και μεγάλες, έχει μεγάλο ήχο, όγκο κάνει και για εξωτερικούς και για εσωτερικούς χώρους και τεμπάρει - γεμίζει πολύ καλά τις δημοτικές ορχήστρες, πιο πλούσιες συγχορδίες κλπ. Επίσης, όπως ξαναείπα η μεγάλη δράση του στη δισκογραφία δεν είναι τυχαία. Ο ήχος του ταμπουρά είναι πολύ λίγος και χωρίς όγκο για να τεμπάρει δημοτική ορχήστρα, τα δημοτικά σχήματα δεν τον προτιμάνε, αλλά ούτε και στη δισκογραφία εχει κάποια ιστορία. Αν υπάρχει κάτι θα είναι εξαιρέσεις.

Δεν διαφωνώ σε αυτό, αν εννοείς περισσότερους μπερντέδες, μικροδιαστήματα, αν και έχω δει κάποιους λαουτιέρηδες να προσθέτουν μπερντέδες στο μάνικο του οργάνου (στεριανο - νησιώτικο λαούτο) και να τους τοποθετούν όπως στον ταμπουρά για περισσότερα μικροδιαστήματα. Άλλα προτερήματα, δυνατότητες σε σχέση με το λαούτο εγώ δεν βρίσκω τίποτα, εσύ τι βρίσκεις;

Ο Κουτσουρέλης δεν έπαιζε ταμπουρά αλλά λαούτο. Το όνομα του Κουτσουρέλη πιστεύω έγινε θρυλικό κυρίως για τις αξιόλογες συνθέσεις του, αλλά και γιατί το παιξιμό του σαν σολίστας ηχογραφήθηκε. Στην στεριανή Ελλάδα (για την Κρήτη δεν ξέρω) υπήρξαν και άλλοι πιο παλιοί από τον Κουτσουρέλη που σολάρανε στο λαούτο με μεγάλη δεξιοεχνία. Αναφέρω ενδεικτικά δυο ονόματα: Γεράσιμος Λάλος από την Άρτα και [b]Σιδέρης Ανδριανός /b από τη Σαλαμίνα.

Εγώ την παρακάτω δημοτική ορχήστρα δεν τη θεωρώ σύγχρονη αλλά παλιά.

Συμφωνώ, έτσι είναι. Αυτό που λες, το είχε πει και ο Φώτης Σούκας (πατέρας του Τάκη) που έπαιζε μεταξύ άλλων και σαντούρι και βιολί. Το δημοτικό τραγούδι απαιτεί όργανα που να μπορούν να μιμηθούν την ανθρώπινη φωνή στο τραγούδι και όχι κοφτό - γκραν - σκαστό ήχο. Γι’ αυτό και σαν σόλο όργανα επικράτησαν κάποια μελωδικά πνευστά και διάφορα τοξοτά έγχορδα. Αντίθετα στην ρεμπετό - λαϊκή ορχήστρα, από παλιά πρώτο όργανο είναι το μπουζούκι.

Όχι μόνο ο ταμπουράς αλλά κι άλλα όργανα δεν έχουν τις προϋποθέσεις στα δημοτικά σχήματα.

Από τη στιγμή που υπήρχε το λαούτο, ο ταμπουράς δεν μπορούσε να σταθεί και επόμενο ήταν να επικρατήσει το λαούτο σαν συνοδευτικό στις λύρες, στα βιολιά κλπ.

Το τι γινόταν τόσο παλιά και πώς γλεντούσανε σε κάθε μέρος της Ελλάδας, νομίζω μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε και όχι να μιλάμε με σιγουριά, ίσως να είναι και όπως τα λες.

Για τη χρονολόγηση των πρώτων μπουζουκιών υπάρχουν δυο πιο κατάλληλα θέματα για συζήτηση, εδώ και εδώ.

Πέρα από το αν θα έχει περισσότερους μπερντέδες, το μακρόστενο μανίκι ευνοεί περισσότερο το σολιστικό-μελωδικό παίξιμο. Το λαούτο ναι μεν προσφέρεται κι αυτό για μελωδικό παίξιμο, όχι όμως με τόση άνεση. Γι’ αυτό και ο βασικός του ρόλος δεν είναι ποτέ αυτός. Ο λόγος που ανέφερα τον Κουτσουρέλη είναι επειδή ακριβώς αποτελεί εξαίρεση: η ύπαρξη ενός σολίστα λαουτιέρη -ή έστω όχι ενός αλλά τριών, μαζί με τους δύο που προσθέτεις- ο οποίος μάλιστα έκανε τέτοιο όνομα, πείθει ότι ο στάνταρ λαουτιέρης δεν είναι σολίστας. Άρα το λαούτο κατ’ αρχήν δεν προσφέρεται για σολιστικό όργανο. Σολιστικό θα το κάνουν οι λιγοστοί ξεχωριστοί δεξιοτέχνες που θα αποκαλύψουν άλλες δυνατότητές του πέρα από τις προφανείς.
Αφετέρου, το λαούτο είναι προφανώς καταλληλότερο για να τεμπάρει, όπως λες, παρά ο ταμπουράς. (Ακριβέστερα, να συνοδεύει -για να θυμηθούμε και όσα έχουμε πει σε άλλες συζητήσεις, σχετικά με λαούτα που παίζουν μελωδικά μεν αλλά όχι σολιστικά). Άρα το συμπέρασμα ποιο είναι; Όχι ότι το ένα είναι καλό όργανο και το άλλο αποτυχημένο, αλλά ότι το ένα κάνει κάποιες δουλειές και το άλλο άλλες.

Τώρα εδώ μοιάζει σαν να συμφωνήσαμε, ενώ στην πραγματικότητα υποστηρίζουμε διαμετρικά αντίθετες απόψεις.

  1. Πουθενά δεν είπα ότι ο ταμπουράς δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να παίξει δημοτικά. «Αυτό το πλαίσιο», στο οποίο δε χωράει, είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο: η δημοτική ορχήστρα για πολυπρόσωπους χορούς σε ανοιχτό χώρο. Από πού κι ως πού ταυτίζουμε τα μεγάλα αυτά γλέντια με τη δημοτική μουσική; Υπάρχουν και τα γλέντια, δε λέω, αλλά η δημοτική παράδοση είναι και άλλα χίλια πράματα εκτός από το γλέντι.

  2. Έχουμε ακούσει ποτέ να χρησιμοποιείται ο ταμπουράς σε οτιδήποτε άλλο εκτός από δημοτική μουσική;

Και στα μακρόφαρδα μανίκια με περισσότερες χορδές σε άλλα όργανα, π.χ. κιθάρες, λαούτα, μπουζούκια μια χαρά σολάρουν. Όχι μόνο το λαούτο αλλά και άλλα όργανα ο ρόλος τους στα δημοτικά δεν είναι σολιστικός για τους λόγους που προείπαμε.


Ο Κουτσουρέλης έκανε μεγάλο όνομα κυρίως για τις αξιόλογες συνθέσεις του και όχι τόσο για το σολιστικό του παίξιμο. Υπήρξαν κι άλλοι πριν τον Κουτσουρέλη που σολάρανε με δεξιοτεχνία αλλά δεν κάνανε όνομα γιατί ούτε συνθέσεις είχανε, ούτε ηχογραφηθήκανε σαν σολίστες. Ενδεικτικά ανέφερα μόνο δυο ονόματα γιατί είπες στο μήνυμα # 101, “αυτός έκανε το λαούτο αύταρκες, σολιστικό όργανο”. Τα τελευταία χρόνια έχουμε περισσότερους λαουτιέρηδες που σολάρουν με μεγάλη δεξιοτεχνία, αλλά θα ξέρεις φαντάζομαι τι γίνεται. Όταν σε μια δημοτική ορχήστρα υπάρχει κλαρίνο - βιολί που αυτά είναι τα κύρια σολιστικά, μελωδικά όργανα, και υπάρχει μόνο ένα λαούτο, που έτσι συνήθως γίνεται, δεν θέλουν τα κλαρίνα, τα βιολιά να σολάρει το λαούτο ή η κιθάρα μαζί τους. Θέλουν να τεμπάρει και με το δίκιο τους. Αν δεν υπάρχει και δεύτερο λαούτο ή μια κιθάρα στην ορχήστρα, τους λαουτιέρηδες που έχουν τη δυνατότητα και τη συνήθεια να σολάρουν συνέχεια, τους αποφεύγουν.

Το δικό μου συμπέρασμα είναι ότι το λαούτο έχει τα προσόντα και το έχει αποδείξει, ότι μπορεί να σταθεί σε δημοτική ορχήστρα, στην δισκογραφία και γενικά σε όλους τους χώρους. Με ταμπουρά εγώ ούτε συνεργάστηκα ποτέ, ούτε είδα να έχει κάποια δράση στα δημοτικά τον 20ο αιώνα. Εξαιρέσεις δεν μου λένε τίποτα. Ίσως να βοηθάει αυτούς που ασχολούνται με την εκκλησιαστική μουσική, δεν ξέρω πολλά γι’ αυτό, εγώ Δημοτικός είμαι.

Εγώ ούτε σε κλειστούς χώρους έχω δει ταμπουρά να πλαισιώνει δημοτική ορχήστρα. Αν συμβαίνει εξαιρέσεις θα είναι.

Δεν ξέρω τι εννοείς λέγοντας αυτό, αν εννοείς ερασιτεχνική απασχόληση από μεράκι και χόμπυ, δε διαφωνώ.

Ίσως να τον χρησιμοποιούσαν από παλιά, δεν ξέρω, εξασκώντας την πρακτική τους πάνω σε αυτό όσοι μαθαίνανε βυζαντινή μουσική. Για τη δημοτική μουσική, το βλέπω όργανο φτωχό χωρίς προσόντα και γι’ αυτο πιστεύω δεν ανέπτυξε δράση τον 20ο αιώνα. Αλλά και στους προηγούμενες αιώνες δεν νομίζω να παιζόταν και τόσο στα δημοτικά από επαγγελματίες μουσικούς. Γενικά, το βλέπω κάπως πιο ερασιτεχνικό όργανο σε σχέση με άλλα για τη δημοτική μουσική.

Μα Άταστε, φυσικά και δεν έχεις δει ποτέ ταμπουρά σε δημοτική ορχήστρα ούτε μέσα ούτε έξω. Το κυριότερο χαρακτηριστικό του ταμπουρά είναι ότι ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ! (Φυσικά δεν εννοώ τον νεόκοπο «ταμπουρά» των ωδείων που τον έχουμε συζητήσει αλλού). Αν υπήρχε θα ξέραμε τι γίνεται και δε θα είχαμε όλες αυτές τις απορίες που πυροδότησαν αυτή τη συζήτηση.
Κάποτε όμως υπήρχε. Και πέρα από την εντελώς ειδική περίπτωση της χρήσης του στη διδασκαλία της βυζαντινής (όπου άλλωστε μάλλον ταμπούρ χρησιμοποιούσαν), έπαιζε τραγούδια, δημοτικά, γιατί άλλου είδους μουσική δεν υπήρχε. Αν δεν έπαιζε δημοτικά, και αν δεν ήταν κατάλληλο όργανο για δημοτικά, τότε δε θα υπήρχε. Αλλά υπήρχε.

Μη γενικεύουμε το σήμερα σαν να μην υπήρξε χτες. Το γεγονός ότι σήμερα τα δημοτικά τα ακούμε κυρίως από επαγγελματίες σε πανηγύρια και γάμους είναι μια πρόσφατη εξέλιξη. Ιστορικά, η σχέση των επαγγελματιών δημοτικών μουσικών με τη δημοτική παράδοση είναι όπως αυτή των φιλολόγων με τη γλώσσα: για τους φιλολόγους είναι η δουλειά τους, αλλά δεν παύει να χρησιμοποιείται και να διαμορφώνεται από κάθε μέλος της κοινωνίας καθημερινά. Κατά 90% η δημοτική μουσική είναι ερασιτεχνική υπόθεση. Οι επαγγελματίες συντελούν σε κάποιο βαθμό στη συστηματοποίησή της και στο να εδραιωθούν κάποιες νόρμες, αλλά επ’ ουδενί δεν είναι ούτε οι βασικοί δημιουργοί ούτε οι βασικοί θεματοφύλακες.
Η δημοτική μουσική, πρώτον, χρησιμοποιόταν σε πάρα πολλά άλλα πράγματα εκτός από τη διασκέδαση: τραγούδια της δουλειάς, νανουρίσματα, μοιρολόγια, καντάδες, τραγούδια που περιγράφουν ή σχολιάζουν αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή, τραγούδια-εφημερίδες, τραγούδια-παραμύθια, τραγούδια-ιστορίες, δεν μπορούν να λειτουργήσουν με την παρέμβαση του επαγγελματία. Δεύτερον, ακόμη κι όταν φτάσουμε στη διασκέδαση, δεν υπάρχει ανά πάσα στιγμή η δυνατότητα να κληθεί επαγγελματίας. Αυτό γινόταν σε κανένα γάμο, σε κανένα πανηγύρι, σε ξεχωριστές περιπτώσεις -όπως και σήμερα. Υπάρχουν βέβαια και οι περιπτώσεις όπου χωρίς επίσημη αφορμή μια παρέα έρχεται στα κέφια και στέλνουν να ξυπνήσουν τον τοπικό οργανοπαίχτη για να κατέβει στο καφενείο. Αλλά αυτό δεν μπορούσε να γίνει κάθε φορά που τελείωναν π.χ. το θέρισμα ή το χτίσιμο και πιάναν το τραγούδι και το χορό σαν ξεκούραση, ούτε όποτε λέγαν ένα τραγούδι καθώς ξεφυλλίζαν τα καλαμπόκια ή τσακώναν τα καπνά. Αυτο είναι η δημοτική μουσική. Η στερεότυπη φράση «συλλογή τραγουδιών από το στόμα του Χ/Ψ λαού» τι σημαίνει; Γιατί ποτέ δεν ψάξαν να τα πάρουν από το στόμα του μουσικού;

Μέσα σ’ όλο αυτό το πολύπτυχο, το πανηγύρι και ο επαγγελματίας έχουν κι αυτοί μια θέση, αλλά μην τη μεγαλοποιούμε. Δεν είναι μουσική των μουσικών, είναι δημοτική, όπως ακριβώς το εννοεί ο όρος.

Pepe, στο ίδιο θέμα για άλλη μια φορά δεν μπορούμε να συννενοηθούμε μεταξύ μας.

Εγώ ξέρω ότι ταμπουράς υπάρχει και γι’ αυτόν τον ταμπουρά κάνω λόγο. Ορίστε 2 βίντεο με ταμπουρά:

Δεν το διευκρίνησες αυτό στο μήνυμα # 101 για ποιόν ταμπουρά εννοείς

Αφού λες δεν υπάρχει, δεν τον ξέρουμε, πως προκύτπουν αυτές οι απόψεις;

Χρόνια πολλά!

Άταστε, καλή χρονιά (όπως και όλοι οι υπόλοιποι).

Έχεις δίκιο, έπρεπε να διευκρινίσω ότι δεν εννοώ τον σύγχρονο ταμπουρά. Αν εσύ εννοείς αυτόν σ’ όλα τα προηγούμενα μηνύματα, τότε συμφωνώ με όλα όσα λες.

Αυτός ο ταμπουράς δεν είναι συνέχεια ή εξέλιξη του παλιού. Είναι αναβίωση, μετά την πλήρη εξαφάνιση του παραδοσιακού ταμπουρά. Η αναβίωση ξεκίνησε από τον Σίμωνα Καρά, ο οποίος ήθελε ένα τέτοιο όργανο όχι για να παίζει μουσική αλλά για τη διδασκαλία των διαστημάτων στη βυζαντινή ψαλτική. Παρήγγειλε τους πρώτους στον Σίμο Σκεντερίδη, στον Πειραιά, που ήταν οργανοποιός σαζιών και ουτιών, πρόσφυγας από την Καππαδοκία και γιος επίσης οργανοποιού. Οι ταμπουράδες αυτοί είχαν μπερντέδες σε μια διάταξη που σκέφτηκε και ζήτησε ο ίδιος ο Καράς (ειδάλλως ο Σκεντερίδης έβαζε έναν ανά ημιτόνιο). Ο Σκεντερίδης τότε δούλευε κυρίως επισκευές (καταλαβαίνω από τα συμφραζόμενα ότι είχε χρόνια να του παραγγείλει κανείς όργανο από αυτά που ήξερε να κατασκευάσει).
Σταδιακά αυτό το όργανο, που ο Καράς του είχε δώσει το συγκινησιακά-εθνικά φορτισμένο όνομα ταμπουράς, άρχισε να αποκτά δική του ζωή μέσα σε συγκεκριμένους κύκλους (σπουδαστές βυζαντινής, μελετητές δημοτικής -όχι δημοτικοί παίχτες όμως) κι έτσι δημιουργήθηκε ζήτηση. Τα Μουσικά Σχολεία αποφάσισαν να θεσπίσουν τον ταμπουρά ως βασικό όργανο του προγράμματός τους. Στο μεταξύ όμως ο Σκεντερίδης είχε γεράσει και δεν έφτιαχνε πια όργανα. Παρήγγειλαν, μέσω του Αθηναίου εμπόρου οργάνων Μωυσή Ασέρ, τις πρώτες παρτίδες στην Τουρκία. Ο Μωυσής απευθύνθηκε σε τούρκους κατασκευαστές σαζιών, από τους οποίους πήρε κανονικά σάζια, διαφοροποιημένα σε δύο σημεία: πρώτον, ότι είχαν την τρύπα στο καπάκι και όχι στο ηχείο, ώστε να υπάρχει συμβολικά ένα σαφές όριο ανάμεσα στο ελληνικό και το τούρκικο όργανο, και δεύτερον ότι είχαν ορισμένους μπερντέδες παραπάνω ώστε να αποδίδουν τις βυζαντινές υποδιαιρέσεις των κλιμάκων. (Σημειώνω ότι κανονικά το σάζι έχει δικές του κλίμακες που δε συμφωνούν με κανένα θεωρητικό πρότυπο, και που χρησιμοποιούν ημιτόνια και μία επιπλέον υποδιαίρεση, σε ορισμένα σημεία, που σπάει το ημιτόνιο σε δύο [ίσα?] διαστήματα).
Έκτοτε το αυξανόμενο πλήθος των μαθητών των Μουσικών Σχολείων αναπόφευκτα ανέβασε τη ζήτηση για τέτοια όργανα μέχρι του σημείου να τα πουλάει ο Νάκας, να μάθουν να τα φτιάχνουν και έλληνες μαστόροι, και να έχουν κυκλοφορήσει τόσο ώστε τελικά συνηθίσαμε στην ιδέα ότι υπάρχουν.

Στα επόμενα χρόνια δε θεωρώ καθόλου απίθανο να δούμε αυτούς τους ταμπουράδες να δουλεύουν και σε πανηγύρια. Ήδη υπάρχει μια αρκετά χαρακτηριστική τάση σύγκλισης ανάμεσα σε μουσικούς από παραδοσιακά διαφορετικούς χώρους: υπάρχουν δημοτικοί που πέρα από την προφορική μετάδοση της τέχνης κατέχουν, σε κάποιο βαθμό, και τη θεωρητική παιδεία (μακαμίστικη και/ή βυζαντινή) των σημερινών νεοπαραδοσιακών, καθώς και το αντίστροφο, νεοπαραδοσιακοί που μπαίνουν στο χώρο της έμπρακτης δημοτικής μουσικής (και άλλα παραδείγματα: δημοτικοί με κλασικές σπουδές κ.ά.). Τις πρακτικές δυσκολίες προσαρμογής του ταμπουρά μπορεί ενδεχομένως να τις λύσει η σύγχρονη τεχνολογία ήχου. Αλλά ακόμη κι αν συμβεί αυτό, δε θα είναι παρά ενσωμάτωση ενός καινούργιου οργάνου στη δημοτική ορχήστρα, ενός οργάνου που προέρχεται από το χώρο της επίσημης εκπαίδευσης.

Από όσα γνωρίζουμε ότι ισχύουν γενικώς για τα μακρυμάνικα λαούτα…

(Οι πληροφορίες για την αναβίωση του ταμπουρά είναι από το γνωστό βιβλίο της Καλλιμοπούλου που έχω επανειλημμένα παραπέμψει. Θα πάω στην άλλη σχετική συζήτηση να τις καταθέσω ακριβέστερα.)

Ναι Pepe,
σε όλα μου τα μηνύματα για τον ταμπουρά που γνωρίζουμε κάνω λόγο. Για τον ταμπουρά που δεν υπάρχει, δεν γνωρίζουμε εγώ δεν μπορώ να έχω άποψη. Όταν βρεθεί και τον μάθουμε, τότε ναι, θα έχω και άποψη και λόγο.

Ποιά θεωρείς μακρυμάνικα και ποιά κοντομάνικα λαούτα και τι ισχύει γενικώς για τα μακρυμάνικα, είναι συγκερασμένα ή ασυγκέραστα, όπως ο ταμπουράς που γνωρίζουμε;

Εννοώ τις δύο μεγάλες κατηγορίες, με όλες τις οικογένειες οργάνων που περιλαμβάνουν. Και θα ήταν πιο σωστό να πω “λαουτοειδή”.

Μακριά: Άκρες μέσες, όσα πιάνουν πάνω από μια οκτάβα σε μία χορδή (δηλ. το μισό ή παραπάνω μήκος της ελεύθερης χορδής είναι πριν αρχίσει το σκάφος), και έχουν σχετικά μικρό σκάφος: μπουζούκια, σάζια, ταμπουράδες, διάφορες βαλκανικές παραλλαγές (ταμπουρίτσα, τσιφτελί κλπ.), ταμπούρ, κλπ. Εδώ ανήκουν και πιο απομακρυσμένες μορφές, όπως ακόμη και το ινδικό σιτάρ, αλλά αν φτάσουμε τόσο μακριά δε θα μας βοηθήσει. Πάντως, όργανα που σε γενικές γραμμές βρίσκονται κοντά στον ταμπουρά υπάρχουν τουλάχιστον μέχρι τις πρώην ΣΣΔ της κεντρικής Ασίας.
Κοντά: Το αντίθετο. Ούτια, μαντολίνα, ευρωπαϊκά λαούτα.
Το ελληνικό λαούτο θα έλεγα ότι είναι κάπου στα όρια ανάμεσα στις δύο κατηγορίες.

Για το είδος της κλίμακας που παίζουν τα μακριά λαούτα (συγκερασμένη ή όχι) δεν υπάρχει κοινός κανόνας. (Ούτε για τα κοντά άλλωστε.) Το καθένα ανάλογα με τη δικιά του ιστορία και την παράδοση όπου εντάσσεται.

Πάντως το να παίζει ένα όργανο μεγαλύτερη ποικιλία διαστημάτων δεν το κάνει καλύτερο ή χειρότερο. Κάθε όργανο που έχει ιστορία μιας-δυο γενεών είναι απολύτως κατάλληλο για τη δική του μουσική. Για παράδειγμα, το μπουζούκι είναι συγκερασμένο. Παίζει άριστα τα μπουζουκοτράγουδα, που είναι επίσης συγκερασμένα. Δεν μπορείς να πεις ότι είναι όργανο με περιορισμένες δυνατότητες επειδή δεν πιάνει κάποιες νότες. Υπάρχουν και όργανα με ακόμη λιγότερα χωρίσματα, 7 στην οκτάβα π.χ.: κάποιες νότες δεν μπορούν να τις παίξουν, αλλά προφανώς αυτές οι νότες δεν υπάρχουν στη μουσική τους. (Δες τον ταμπουρά του Άγκιστρου)
Κρίνουμε το κάθε όργανο με τα δεδομένα της κουλτούρας όπου ανήκει. Και πιθανότατα, Άταστε, ο λόγος που ο σημερινός ταμπουράς δε σου γεμίζει το μάτι για όργανο είναι επειδή ακριβώς δεν ανήκει σε καμία κουλτούρα.