Οι underground ρεμπέτες

Άσε που η λέξη pop πήρε και άλλη έννοια στην πορεία (pop=φούσκα σε ελεύθερη απόδοση) και είναι πιο αντιπροσωπευτική των διάφορων μουσικών κατασκευασμάτων, ελληνικών και μη (σκυλο-ποπ, λαϊκο-ποπ κ.λ.π.).
Το folk εμπεριέχει περισσότερη αυθεντικότητα σαν έννοια, αν και η πιο σωστή περιγραφή θα ήταν η λέξη ethnic, εφόσον, μόνο, μπορούσε να αποφορτιστεί από το νόημα που έχει αποκτήσει από τη μουσική βιομηχανία τα τελευταία χρόνια.

Δεν νομίζω ότι είναι δόκιμη η χρήση ορολογιών όπως ποπ, φολκ, εθνικ κλπ.
Αυτό γιατί κάθε χώρα έχει την δική της παράδοση και δεν ξέρω πως ονομάζει το αντίστοιχο με το δημοτικό ένας άγγλος για παράδειγμα.
Σαν έθνικ θα χαρακτήριζα, τηρουμένων των αναλογιών, μόνο την παραδοσιακή - δημοτική μουσική. Μουσική με απόλυτη ταυτότητα και ελάχιστες ξένες επιρροές. Δημιουργία που σταμάτησε σχεδόν από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα όταν άρχισε να αναπαράγεται η μουσική με μηχανικά μέσα και όχι από στόμα σε στόμα. Από τότε αρχίζει η επώνυμη δημιουργία και δεν μιλάω, εννοείται, για κλασική μουσική.
Αν εξαιρέσουμε λοιπόν τα μουρμούρικα ή άλλα αγνώστου δημιουργού αλλά πάντα μέσα στο ύφος του μετέπειτα ρεμπέτικου που γραμμοφωνήθηκαν κυρίως στην Αμερική, αρχίζει ο κύκλος του λαϊκού τραγουδιού σαν μορφή και σαν φόρμα. Με ουσιαστική διαφοροποίηση μόνο στην ενορχήστρωση. Και εδώ είναι φυσικά η ιστορική σημασία και συμβολή του ρεμπέτικου. Γιαυτό έγραψα και σε προηγούμενο σημείωμα ότι αποτελεί την γέφυρα μεταξύ δημοτικής παράδοσης και λαϊκού τραγουδιού.
Εξακολουθώ να ονομάζω το τραγούδι λαϊκό γιατί πιστεύω ότι λαϊκό είναι αυτό που απευθύνεται στο λαό και αυτός το κατανοεί το αγαπάει το απογειώνει και απογειώνεται μ’ αυτό.
Δεν έχει σημασία αν το πούμε ρεμπέτικο, λαϊκό έντεχνο ή όπως αλλιώς.
Δεν είναι πιο λαϊκό το “Πέφτουν της βροχής οι στάλες” επειδή τόγραψε ο Τσιτσάνης, ο οποίος είναι και το κόλλημά μου, από το “Είμαι αητός χωρίς φτερά” επειδή τόγραψε ο Χατζηδάκις. Για να μην επεκταθώ σε σημερινούς δημιουργούς.
Αν ένα τραγούδι το πάρει ο λαός και το κάνει ύμνο, τελείωσε. Αυτό θα μείνει στους αιώνες.
Και κάτι ακόμα άξιο προσοχής. Το ελληνικό λαϊκό τραγούδι είναι το μοναδικό, ίσως παγκόσμια, που ενσωμάτωσε τόσα είδη μουσικής από δύση και ανατολή χωρίς να αλλοιωθεί και να χάσει τον χαρακτήρα του.

Η κουβέντα πλατιάζει συνέχεια και αλλάζει κατευθύνσεις, αλλά τι να κάνουμε…
Εχω μερικές παρατηρήσεις πάνω στα τελευταία μηνύματα:

  1. Από πού κι ως πού το ρεμπέτικο “γέφυρα ανάμεσα στο δημοτικό και ο λαϊκό”; Το ρεμπέτικο είναι λαϊκό τραγούδι. Το λαϊκό τραγούδι μιας συγκεκριμένης εποχής. Το λαϊκό τραγούδι έχει μια ξεχωριστή παράδοση. Εχουμε πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια και λεμονιές που κάνουν λεμόνια. Ποτέ δεν έφτασαν να γίνουν πορτοκαλολέμονα. Επιρροές υπάρχουν. Δίπλα-δίπλα είναι φυτεμένα, τα ίδια λιπάσματα παίρνουν, το ίδιο νερό. Ομως τα κλαδιά τους -ακόμα κι όταν είναι κοντά και μπλέξουν- δεν ενώνονται.
  2. Είδατε (για τους παλιούς που έχουν ξανασυζητήσει το θέμα) που η χρήση αδόκιμων όρων οδηγεί σε λάθος θεώρηση; Μπαίνουμε πάλι στο λούκι να προσπαθούμε να εξηγήσουμε (ξανά) τον όρο με βάση το “λαϊκό” (από το λαό, για το λαό κλπ.). Νομίζω τελικά ότι σε τέτοιου είδους συζητήσεις θα πρέπει να χρησιμοποιούμε “ολογράφως” τους όρους κι ας γινόμαστε κουραστικοί.
    Αστικό λαϊκό τραγούδι ή αλλιώς λαϊκό τραγούδι της πόλης (laryp και provo κάντε μια αναζήτηση σε παλιότερες συζητήσεις. Εχουμε χύσει πολύ μελάνι σ’ αυτό το θέμα).
  3. Οταν λέμε ότι μπορεί (ή δεν μπορεί) να γραφτεί σήμερα ρεμπέτικο, εννοούμε ότι μπορεί να γραφτεί γνήσιο λαϊκό τραγούδι που η έμπνευση της δημιουργίας του να πηγάζει μέσα από το λαό και μετά τη δημιουργία του να καταλήγει σε αυτόν, να τον αγγίζει.
    Αν μιλάμε για σύγχρονο ρεμπέτικο, εννοώντας τραγούδι γραμμένο από ρεμπέτη, τότε …πάπαλα! Πού να βρεθεί ρεμπέτης; Ο τελευταίος μουσικός δημιουργός που είχε αναμφισβήτητα το δικαίωμα να κουβαλάει τον όρο “ρεμπέτης” στις πλάτες του ήταν ο Γενίτσαρης που μας τέλειωσε πέρσι…
  4. Μερικοί απ’ τους λεγόμενους έντεχνους συνθέτες κατάφεραν να πλησιάσουν αρκετά το λαϊκό τραγούδι. Π.χ. ο Λοΐζος (“Οταν βλέπετε να κλαίω”). Από αυτό όμως, μέχρι το να μην ξεχωρίζουμε το “Πέφτουν της βροχής οι στάλες” από το “Είμαι αητός χωρίς φτερά” υπάρχει μεγάλη απόσταση. Το αντίθετο έχει γίνει, δηλαδή ένας λαϊκός δημιουργός να γράψει κάποια στιγμή “έντεχνα” τραγούδια (π.χ. ο Καλδάρας). Ακόμη όμως κι ένα “έντεχνο” τραγούδι του Καλδάρα ξεχωρίζει από ένα γνήσιο λαϊκό.

Τελικά, με πρόλαβε ο Άρης.
Αυτά ήθελα να τονίσω κι εγώ, αλλά το είπε αυτός με εξαιρετικό παράδειγμα (του περβολιού με τα εσπεριδοειδή!).

Μια παρατήρηση: Ο τελευταίος των μοϊκανών ήταν ο Μπίνης -που έφυγε κι αυτός το Δεκέμβρη του 2005. Κι ήταν αυτός που συνεχώς βροντοφώναζε περί “Αστικού λαϊκού τραγουδιού”.

Δεν ξέχασα τον Μπίνη ρε Ιωάννα. Απλώς ο Γενίτσαρης ήταν εξαιρετικό παράδειγμα, γιατί κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσεις τη …ρεμπετοσύνη του και επιπλέον είχα στο μυαλό μου το ρεμπέτη λαϊκό δημιουργό. Αν θες και ο κυρ Σπύρος ο Καλφόπουλος υπήρξε ρεμπέτης, και βέβαια ο Τζόρνταν υπήρξε ρεμπέτης και δυο-τρεις ακόμη που έφυγαν τελευταία. Αναφέροντας όμως το Γενίτσαρη τα “εξηγείς” όλα.

Πάντοτε θα πρέπει να τοποθετούμε τα πράγματα μέσα στην συγκεκριμένη εποχή τους. Νομίζω η απλοποίηση του όρου “αστικό λαϊκό τραγούδι” σε απλώς “λαϊκό” αφορούσε άλλες εποχές του τραγουδιού. Δηλαδή αυτό συνέβει μέχρι την δεκαετία του '60, άντε και λίγο '70. Σήμερα δεν νομίζω να μπορούμε να ξεχωρίσουμε το λαϊκό τραγούδι της πόλης από το λαϊκό τραγούδι της περιφέρειας ή του βουνού και του κάμπου. Οι συγκοινωνίες, η τεχνολογία και οι επικοινωνίες, δίνουν κοινά χαρακτηριστικά τόσο στην περιφέρεια όσο και στο άστυ και άρα και κοινά προβλήματα που (θα έπρεπε να) προσπαθεί να τραγουδίσει το λαϊκό τραγούδι.

Πράγματι, λαϊκό τραγούδι είναι εκείνο που πηγάζει από το λαό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τη λαϊκότητα την αποκτά από το γεγονός ότι ο “συνθέτης” προέρχεται από τα λαϊκά στρώματα (Ο Φοίβος και ο Θεοφάνους πιθανώς δεν γεννήθηκαν στα Κολωνάκια και στις Πολιτείες). Αλλά από το εάν το τραγούδι αντανακλά τα πραγματικά καθημερινά προβλήματα. Και δεν εννοώ βέβαια μόνο τα επιφανειακά (π.χ. ακρίβεια, το κυκλοφοριακό, τη φτώχεια κτλ) αλλά και τα βαθύτερα προβλήματα του καθημερινού ανθρώπου, που έχουν να κάνουν με τις σχέσεις του, τις αγωνίες του (υπαρξιακές και άλλες), τα αισθήματά του κτλ.

Αυτό που απασχολεί το Φοίβο και τους όμοιούς του, δεν είναι στην πραγματικότητα η μουσική, αλλά η μουσική βιομηχανία. Τα τραγούδια τους γράφονται με σκοπό το κέρδος, και άρα ασχολούνται με πιασάρικα θέματα και όχι με τα προβλήματα που είναι και στενάχωρα. Έτσι, μέσα στη γενική χαλαρότητα, τη ψευτογκλαμουριά και την πολιτιστική χαβούζα των ΜΜΕ, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί κάνουν δίσκο το “SEX”. (Εκτός και αν αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα των ανθρώπων και τους αδικούμε τελικά!!!)

Σήμερα στην επιφάνεια, η Ελλαδάρα όχι μόνο δεν αναστενάζει, αλλά χορεύει επάνω στα τραπέζια με τα τραγούδια που λέει η Βίσση, η Βανδή και τα άλλα κορίτσια (και αγόρια?) που δεν θίγουν κανένα πρόβλημα πέρα από το γκομενικό. Με βάση την αποδοχή τους από το πλατύ κοινό (το λαό?) θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την λαϊκότητά τους. Είναι όμως λαϊκά αυτά τα τραγούδια?

Ο Καλδάρας έγραψε τα “έντεχνα τραγούδια” του στη συγκεκριμένη εποχή που το “έντεχνο” ήταν το κύριο ρεύμα στη μουσική ζωή μας και στην ουσία είχε ταυτιστεί εν πολλοίς με το “λαϊκό” τραγούδι. Δηλαδή μετά τη χούντα, μέχρι τις αρχές του '80. Σήμερα δεν θα έγραφε κανένας τέτοια “έντεχνα” τραγούδια και πολύ περισσότερο δεν θα ήταν “λαϊκά”.

Γενικά, πολλές φορές είναι νομίζω πολύ δύσκολο να ξεχωρίσης το “λαϊκό” από το “έντεχνο”. Ένα χαρακτηριστικό θα μπορούσε να είναι, το πόσο βιωματικό ή όχι είναι το τραγούδι. Συνήθως ο λαϊκός καλλιτέχνης δεν χρησιμοποιεί κυρίαρχα τις μουσικές του γνώσεις για να φτιάξει τραγούδια. Οι περισσότεροι λαϊκοί μουσικοί και συνθέτες ήταν αυτοδίδακτοι χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις μουσικής. Έτσι αυτό που μετέφεραν σε νότες ήταν τα βιώματά τους, στη ζωή και στη μουσική. Και για το λόγο αυτό τα τραγούδια τους έβγαιναν σχετικά “αυτόματα” χωρίς να τους απασχολούν οι αυστηροί κανόνες, μουσικές φόρμες, μετατροπίες, πολυρυθμίες κτλ που είναι χαρακτηριστικά τις έντεχνης μουσικής.

Ξανά δυο παρατηρησούλες:
Ποιος είπε ότι το λαϊκό τραγούδι βαφτίζεται έτσι με βάση την αποδοχή του από το ευρύτερο κοινό;
Και πιο πάνω δείχνεις να μην καταλαβαίνεις την παράθεση που κάνεις. Είπαμε “η έμπνευση της δημιουργίας να πηγάζει από το λαό”, όχι ο δημιουργός. Το λες άλλωστε μόνος παρακάτω: “…Αλλά από το εάν το τραγούδι αντανακλά τα πραγματικά καθημερινά προβλήματα…”. Πού πήγες κι έμπλεξες τους τιποτάδες;
Κι επειδή βλέπω ότι “παραθέτεις” ολόκληρο το μήνυμά μου (με εξαίρεση την πρώτη παράγραφο), αυτό σημαίνει ότι διαφωνείς ριζικά μαζί μου ή σε ενδιαφέρουν τόσο τα λεγόμενά μου;
Αν συμβαίνει το δεύτερο, καλό είναι (επαναλαμβάνω) να προσπαθήσεις να κάνεις μια αναζήτηση για συζητήσεις πάνω στο ίδιο θέμα. Είναι κουραστικό να κάτσουμε να επαναλάβουμε τα ίδια πράγματα, έστω και μετά από ένα-δύο χρόνια. Αλλωστε γι’ αυτό φροντίζουν οι διαχειριστές και παραμένουν οι παλιές συζητήσεις στον …αέρα.
Προς θεού, καμιά παρεξήγηση. Αλλωστε συμφωνούμε σε μερικά καίρια ζητήματα, αλλά με μερικές διαφοροποιήσεις. Π.χ. “…Σήμερα στην επιφάνεια, η Ελλαδάρα όχι μόνο δεν αναστενάζει, αλλά χορεύει επάνω στα τραπέζια με τα τραγούδια που λέει η Βίσση, η Βανδή και τα άλλα κορίτσια (και αγόρια?) που δεν θίγουν κανένα πρόβλημα πέρα από το γκομενικό…”.
Αυτή είναι η εικόνα που δίνουν τα ΜΜΕ. Αν θέλεις αυτή είναι η εικόνα που προσπαθούν να διατηρήσουν. Δεν είναι έτσι όλη η Ελλάδα. Εκτός κι αν αυτό εννοείς με το “στην επιφάνεια”.

Πρώτα μια-δυό γενικές παρατηρήσεις.
Παρόλο ότι έχω διαβάσει τις περισσότερες από τις παλαιότερες συζητήσεις, δεν καταλαβαίνω την συνεχή παραπομπή σε αυτές. Άλλη χρονική στιγμή, άλλοι συμμετέχοντες στη συζήτηση και πιθανώς μερικοί να άλλαξαν εν το μεταξύ απόψεις. Εξ άλλου σε φόρουμ είμαστε και μάλιστα πολύ ανοιχτόμυαλο, συζήτηση κάνουμε, έστω και αν μερικές φορές επαναλαμβάνονται τα ίδια θέματα. Δεν είναι κακό. Αν τα είχαμε συμφωνήσει όλα, θα ήταν μάλλον βαρετά και δεν θα είχε λόγο ύπαρξης το φόρουμ. Εξ άλλου εγώ τουλάχιστον δηλώνω έτοιμος να αλλάξω μερικές απόψεις μου αν βρώ τον άνθρωπο που θα μου στηρίξει την αλλαγή αυτή με επιχειρήματα.

Δεν είναι απαραίτητο να διαφωνώ με την άποψη κάποιου όταν λέω και τη δική μου. Θεωρώ ότι μπορώ να την συμπληρώνω (όπως τουλάχιστον καταλαβαίνω εγώ) ή να προσπαθώ να διευκρινίζω μερικά πράγματα για να αποκτούμε την ίδια βάση για περαιτέρω συζήτηση. “Αυτονόητα” κοινά για όλους, για μένα δεν υπάρχουν. Ο καθένας έχει χτίσει τα δικά του “αυτονόητα” και μερικές φορές αυτή είναι μια συνήθης αιτία για μη περαιτέρω συζήτηση.

Τέλος, είναι και αυτή η πλάκα με τις παραθέσεις που πιθανώς την παραχρησιμοποίησα. Αλλά και πάλι σε τί βλάπτει άραγε;
(Παρεπιπτόντως κ. Webmaster να πω την αλήθεια προτιμούσα την αρχική μη φανταχτερή εκδοχή των παραθέσεων).

Τώρα επί της ουσίας. Αν έδωσα την εντύπωση ότι διαφωνώ με ότι λές, συγχώρα με δεν είχα τετοια πρόθεση. Όμως (και θα μου επιτρέψεις να χρησιμοποιήσω πάλι τις παραθέσεις):

Μήπως μπορείς να μου πείς το κριτήριο ακριβώς που πρέπει να χρησιμοποιήσω για να καταλάβω αν κάτι είναι λαϊκό ή όχι;

Ευχαριστώ για το κοπλιμάν (πλάκα κάνω!)

Με ενδιαφέρουν απολύτως τα λεγόμενά σου αλλά μπορώ και να διαφωνώ μαζί σου. Δεν αποκλείει το ένα το άλλο. Όμως σε γενικές γραμμές φαίνεται να συμφωνούμε, απλώς νομίζω ότι μερικά πράγματα πρέπει να διευκρινίζονται πλήρως.

Ισχύουν οι γενικές μου παρατηρήσεις . Συγνώμη Άρη αν σε κούρασα.

Ακριβώς αυτό εννοώ. Όμως θα μου επιτρέψεις να παρατηρήσω ότι η υπόλοιπη Ελλάδα που εννοείς και εσύ, είναι σήμερα μάλλον η μειοψηφία. Και ναι μεν κάποιοι είναι αποφασισμένοι να είναι με την μειοψηφία (και εγώ μαζί), αλλά να μην το παραβλέπουμε κιόλας την κατάσταση και νομίζουμε ότι η Ελλάδα που πιστεύουμε παίζει σημαντικό ρόλο στο γενικότερο μουσικό γίγνεσθαι.

Για παράδειγμα ποιά είναι η εναλλακτική πρόταση για το λαϊκό τραγούδι σήμερα, που θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί στους τιποτάδες;

Προς άρση κάθε παρεξήγησης ή παρανόησης θέλω να πώ ότι ο εντελώς άσχετος ακροατής δεν θα μπορούσε να συγκρίνει και να μπερδέψει ένα δημοτικό τραγούδι με ένα αστικό λαϊκό τραγούδι. Σε καμία περίπτωση δηλαδή δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι, με μουσικά κριτίρια, το ρεμπέτικο αποτέλεσε την γέφυρα με το λαϊκό. Αυτό εννοείται.
Αυτό που είχα στο μυαλό μου εγώ ήταν απλό, κατ’ εμέ.
Τα πλήθη που συνέρρεαν εκείνη την εποχή (ας πούμε οριακά τις δεκαετίες του '30 και του ‘40) στα μεγάλα ή και μικρότερα αστικά κέντρα σαν εσωτερικοί μετανάστες ή έστω και σαν επισκέπτες, έρχονταν σε επαφή με διάφορα είδη μουσικής. Αυτό όμως που τους μίλησε ήταν το αστικό λαϊκό τραγούδι και όχι ο Αττίκ και η σχολή του “ευρωπαϊκού” ας πούμε. Αυτό μπόλιασε σε ένα τεράστιο πλήθος, όπως εξελίχθηκε, την παραδοσιακή μουσική που κουβαλούσε με την λαϊκή μουσική των αστικών κέντρων.
Θα μπορούσε να είναι κάποιο άλλο είδος. Ας μήν ξεχνάμε τον λυσσαλέο πόλεμο ακόμη και τις διώξεις που δέχτηκε το λαϊκό τραγούδι.
Υπ’ αυτήν λοιπόν την έννοια, πολιτισμικά και όχι μουσικολογικά, συνεχίζω, προσωπικά, να θεωρώ το ρεμπέτικο σαν γέφυρα του λαϊκού με το δημοτικό.

Όσο για το “Είμαι αητός χωρίς φτερά” εξακολουθώ να το θεωρώ απόλυτα λαϊκό τραγούδι και για έναν επιπλέον λόγο γιατί τους στίχους τους έγραψε μία απόλυτα λαϊκή στιχουργός.

Και μία απορία που την εκφράζω εδώ γιατί συμμετέχουν άνθρωποι που στοιχειωδώς τουλάχιστον το έχουν ψάξει το θέμα. Δεν είχα την ευκαιρία να την εκφράσω κάπου αλλού και να πάρω μια αξιόλογη απάντηση.
Ακούγοντας δύο άγνωστα ζεϊμπέκικα με ποιά κριτίρια θα κατατάσσαμε το ένα στα έντεχνα και το άλλο στα λαϊκά.
Γιατί τελικά αυτό που έχω καταλάβει είναι ότι έντεχνους χαρακτηρίζουμε τους δημιουργούς που έχουν σπουδές πάνω στη μουσική.

Και τελικά η “Δραπετσώνα” είναι αστικό λαϊκό τραγούδι; Είναι έντεχνο;
Το δε “Πέφτουν τις βροχής οι στάλες” είναι ρεμπέτικο ή αστικό λαϊκό τραγούδι;

Αρχίζοντας απ’ το τέλος.
Το ρεμπέτικο είναι αστικό λαϊκό τραγούδι.

Η “Δραπετσώνα” είναι έντεχνο. Πατάει βέβαια με τα δυο πόδια πάνω στο λαϊκό. Και από πλευράς ρυθμού, και από πλευράς εκτελεστών (τραγουδιστών και μουσικών) και από πλευράς μουσικού ύφους.
Δες όμως μια πρακτική λεπτομέρεια:
Είναι η εποχή που στα πλαίσια της πολιτικής αντιπαροχής αποφασίζουν να διώξουν τις προσφυγικές παράγκες απ’ τη Δραπετσώνα και να χτίσουν πολυκατοικίες. Ο Λειβαδίτης γράφει το ποίημά του εμπνεόμενος από αυτή την κατάσταση και θέλοντας να στηρίξει τους κατοίκους της Κρεμμυδαρούς ή αν θέλετε να υμνήσει τον πόνο ενός ακόμη ξεριζωμού.
Ομως η ίδια η ζωή ξεπέρασε τον ποιητή. Παρά την απαισιοδοξία της εποχής, παρά τις αντίξοες συνθήκες, οι κάτοικοι μπήκαν μπροστά στις μπουλντόζες και κατάφεραν να ακυρώσουν στην πράξη την απόφαση κυβέρνησης-εργολάβων. Ο στίχος “κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου, στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή” δεν επιβεβαιώθηκε στην πράξη.
Αν γραφόταν λαϊκό τραγούδι για την περίσταση -φαντάζομαι- θα είχε τη μορφή του “εγώ δε ζω γονατιστός” ή κάτι παρόμοιο. Ομως δε γράφτηκε. Αργότερα ο λαϊκός στιχουργός Γιάννης Λελάκης είπε για τη “Δραπετσώνα”:
“Ηρθε ένας ξένος κι έγραψε το καλύτερο τραγούδι για τον τόπο μας”. Ισως να εννοούσε και αυτή την αδυναμία των λαϊκών να περιγράψουν αυτή την κατάσταση.

Για το “Είμαι αητός χωρίς φτερά” τα πράγματα είναι εν μέρει όπως τα λες. Εκεί οφείλει κατά μεγάλο ποσοστό τη λαϊκότητά του. Ομως τα τραγούδια δε χαρακτηρίζονται μόνο από το δημιουργό τους. Η “Πολιορκία” του Τσιτσάνη είναι λαϊκό; Εμένα μου μοιάζει με προσπάθεια του Τσιτσάνη να γράψει …Μίκη. Απ’ την άλλη μεριά υπάρχουν μια σειρά τραγούδια όπου κάποιος συντελεστής “βαραίνει επικίνδυνα” πάνω στο τελικό αποτέλεσμα. Πολλά τα παραδείγματα. Το “Σαββατόβραδο”, ένα από τα κορυφαία -κατά την άποψή μου- ελληνικά τραγούδια, θα ήταν πολύ διαφορετικό χωρίς τη συμμετοχή του Χιώτη. Στο “Γαρύφαλο στ’ αφτί” έγιναν -λέει- πολλές πρόβες κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης, χωρίς το αποτέλεσμα να αρέσει στο Χατζιδάκι. Με τα πολλά του λέει ο Μπιθικώτσης: “Ασε να το πω όπως θέλω εγώ”. Το είπε και ενθουσιασμένος ο Χατζιδάκις τον ρώτησε: “Πώς το κατάφερες έτσι; Τι του 'κανες;”. Και ο Μπιθικώτσης απάντησε: “Του έβαλα μια ρεμπετιά!”.

Για τον Pakag:
Εχω μεγάλη δυσκολία όταν πρόκειται να πληκτρολογήσω ένα κείμενο 5-6 σελίδων. Επιμένω ότι μια αναζήτηση στα παλιά είναι καλύτερη λύση.
Επί της ουσίας τώρα.
Εννοείται ότι η “άλλη Ελλάδα” είναι μειοψηφία. Αν ήταν πλειοψηφία και επικρατούσε αυτό το χάλι, τότε θα είχαμε σοβαρότερο πρόβλημα, αφού δε θα βλέπαμε κάπου τη λύση.
Τώρα, ποια είναι αυτή η λύση, η εναλλακτική πρόταση; Αυτό είναι το ζητούμενο και -ακόμη κι εγώ ο μέγιστος- αδυνατώ να σου απαντήσω με σαφήνεια. Ομως απ’ την άλλη μεριά, η ηλίθια πλευρά του μυαλού μου λέει ότι:
Δεν μπορεί, κάπου θα βρεθεί η άκρη. Δε θα τη βγάλουμε μια ζωή με Φοίβο!

Τελικά αυτή η κουβέντα δεν πεθαίνει ποτέ (και καλά κάνει) γιατί αποτελεί έναν από τους κυρίαρχους προβληματισμούς όλων των ανθρώπων που ασχολούνται με την λαϊκή μουσική.
Η κυρίαρχη διαφορά μεταξύ δημοτικού και λαϊκού τραγουδιού (ΟΧΙ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΚΑΙ ΡΥΘΜΟΥ) είναι ο αριθμός των δημιουργών , ο χώρος και ο τρόπος παραγωγής του.
Το δημοτικό τραγούδι είναι τραγούδι της υπαίθρου και παράγεται από σύνολα ανώνυμων δημιουργών που το αναπαράγουν εξελίσσοντας το μέσω του αυτοσχεδιασμού.
Το λαϊκό τραγούδι παράγεται από συγκεκριμένους δημιουργούς 1-2 δηλαδή άτομα και μόνο διασκευή άλλου ή του ιδίου συνθέτη μπορεί να δεχτεί.
Ο χώρος παραγωγής του λαϊκού τραγουδιού είναι πάντα τα αστικά κέντρα.
Συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα δύο είδη δεν υπάρχει γιατί δεν είναι το ένα προϊόν εξέλιξης του άλλου άλλα κάτι τελείως διαφορετικό.
Η θεματολογία των τραγουδιών μπορεί να συναντιέται σε ορισμένα σημεία αλλά αυτό δεν λέει τίποτα γιατί συμβαίνει σε όλα τα είδη της μουσικής παγκοσμίως,
Ο προσδιορισμός «αστικό» είναι πλεονεξία γιατί δεν καταλαβαίνω από τι το διαχωρίζει , μήπως υπάρχει λαϊκό τραγούδι της υπαίθρου?
Τώρα το «έντεχνο λαϊκό» σε σχέση με το «ρεμπέτικο λαϊκό» και το «βαρύ λαϊκό»
και το «ελαφρύ λαϊκό» και το «σκυλέ λαϊκό» και το «νέο λαϊκό» έχουν τουλάχιστον ένα κοινό στοιχείο , την ευρεία αποδοχή από τον λαό έχοντας βέβαια και την δική του σχετική αξία το καθένα , από αριστούργημα έως μπούρδα.
Αυτό που με προβληματίζει στην περίοδο που διανύουμε είναι απλώς η επικράτηση της μπούρδας……
(συνεχίζεται μόλις βρω χρόνο να γράψω)

Με μεγάλο ενδιαφέρον βλέπω ότι δεν είναι εύκολα να βρείτε συμφωνία με τους ορισμούς (όχι μόνο για ξένους αλλά και για τους Έλληνες).

Όταν άρχισα να ασχολούμαι με την ελληνική μουσική φυσικά πρώτα έψαχνα στο λεξικο για τη λέξη “λαικός” και είδα ότι υπάρχουν πολλές πολλές δυνατότητες για μετάφραση. Με το καιρό κατάλαβα (νομίζω ότι το κατάλαβα) ότι σχετικά με τη μουσική αυτή η λέξη μπορεί να εκφράζει τη διαφορά μεταξύ εκκλησιαστική μουσική και κοσμική μουσική, μπορεί να να εκφράζει ότι η μουσική είναι δημοφιλής ή μπορεί να είναι μια γενική χρόνικη-κοινωνιολογική κατηγορία και μπορεί να είναι μια κατηγορία για τη μουσική μετά το ρεμπέτικο.

Και σ’ άλλες χώρες αυτό το θέμα δεν είναι εύκολο, αλλά μήπως σ’ αλλες γλώσσες βοηθάει γιατί χρησιμοποιουνται διαφορετικές λέξεις. Στην γλώσσα μου (γερμανικά) θα γράφαμε τη λέξη με μικρά ή με μεγάλα γράμματα για να ξεχωρούμε τα είδη, εξαρτάται αν εννοούμε επιθετική ή μια κατηγορία. Επίσης εμείς κάνουμε μια διαφορά μεταξύ “Volkslied” (τραγούδι) και “Volksmusik” (παραδοσιακό τραγούδι και χαρακτηριστική μουσική της περιοχής). Το πρώτο μπορεί να είναι “εντεχνή” δημιουργία, αλλά το τραγούδι είναι τόσο αγαπημένο στο λαό που όλοι πιστεύουν ότι προέρχεται πραγματικά από το λαό. Σε αντίθεση η Volksmusik προέρχεται από το λαό (αυτό το είδος είναι περίπου το δημότικο τραγούδι στην Ελλάδα).
Στην Ελλάδα πιστεύω δεν είναι εύκολο να καταλαβαίνει κανείς την αλλαγή από το δημότικο στην αστική λαική μουσική, γιατί η μουσική σας έχει αλλάξει εντελώς από πλευρά των οργάνων (μπουζούκι). Αυτό μου ονομάζεται στην Ελλάδα αστική λαική μουσική περιέχει την εκβιομηχάνιση με όλες τις αλλαγές της. Από την γενική χρονική εξήληξη παντού είναι το ίδιο, αλλά βέβαια το ρεμπέτικο έχει μια ιδιαίτερη ιστορία.

Σώτο διαφωνώ σε αυτό που εσύ εντοπίζεις την κύρια διαφορά λαϊκού/δημοτικού. Οι δυο αυτοί τρόποι παραγωγής χαρακτήρησαν και τα μεν και τα δε. Ο οργασμός της “επώνυμης δημιουργίας” (είτε δημιουργίας είτε διασκευών είτε απλά επώνυμων ηχογραφήσεων) και στο “ρεμπέτικο” και στο “δημοτικό” άρχισε στον Ελλαδικό χώρο όχι πριν τα τέλη της δεκαετίας του '20. Πριν δηλαδή τί είχαμε; Το χάος; Όσο αφορά το ρεμπέτικο, πετάμε στον κάλαθο όλη την “προφορική” παράδοση και στίχο (και όχι μόνο - προφανώς αδέσποτα είχαν αποκτήσει με τα χρόνια και μελωδία) που κυκλοφορούσε; Όλες οι “οικειοποιήσεις” αδέσποτων πού τις πας (προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, δεν το εννοώ ως κάτι αρνητικό αυτό, τα έχουμε πει χίλιες φορές); Από την άλλη, μήπως δε μπορούμε να ονοματίσουμε γνήσια δημοτικά τραγούδια, αναφαίρετο μέρος της μουσικής παράδοσης ενός τόπου, ορισμένες επώνυμες δημιουργίες (μην αρχίσουμε να λέμε ονόματα, θα πάρει ένα ποστ από μόνο του κάτι τέτοιο);

Άρη, σε καμιά περίπτωση δεν θα κατέτασσα ένα τραγούδι ως ρεμπέτικο η μη με βασικό κριτήριο την επαναστατικότητα του, όπως όλοι καταλαβαίνουμε τον όρο ετούτο.

Από κάτω προς τα πάνω:
Πια επαναστατικότητα ρε Πάνο; Ισα-ίσα, όπως σωστά έγραψε κάποτε ο Σχορέλης, το ρεμπέτικο σπάνια έφτασε σε λύσεις.
Εγώ μιλάω για την πιστή απόδοση των συνθηκών, των καταστάσεων που βίωσε ο λαϊκός δημιουργός. Περνάει απέξω η όμορφη μελαχρινή: “Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια, κατσαρά μαύρα μαλλιά”. Καθάρισε ο δημιουργός. Δε χρειάστηκε να βάλει τη φαντασία του να δουλέψει πολύ. Οχι ότι εκεί υστερούσε, όμως όταν είχε μπροστά του το θέμα, είχε έτοιμη έμπνευση. Στην περίπτωση της “Δραπετσώνας” απλά πιστεύω ότι ο λαϊκός δημιουργός θα είχε μεγαλύτερη διορατικότητα, ώστε να πάρει χαμπάρι τι θα γίνει. Και αυτή τη διορατικότητα δεν την είχε ούτε εξαιτίας της εξυπνάδας του ούτε της …επαναστατικότητάς του, αλλά της πιο στενής του σχέσης με τα δρώμενα. Κατανοητός;
Παραπάνω:
Κι εγώ πιστεύω ότι ο Σώτος κάνει λάθος. Οσο ανώνυμη υπήρξε η δημιουργία του δημοτικού τραγουδιού, άλλο τόσο ανώνυμη υπήρξε και η αντίστοιχη του λαϊκού. Με την εμφάνιση της δισκογραφίας και κατόπιν αυτής και των κατοχυρωμένων πνευματικών δικαιωμάτων παύει να υπάρχει ανώνυμη δημιουργία. Κι αυτό ξεκίνησε κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '20 και έγινε οριστικό στα μέσα της δεκαετίας του ‘30, όταν από τη μια εμφανίζεται η ΑΕΠΙ, απ’ την άλλη έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί τα περισσότερα γνωστά παραδοσιακά ακούσματα και στίχοι που μπορούσαν να “περάσουν” μέσα σε τραγούδια υπογεγραμμένα από δημιουργούς.

Κατανοητός.

Για το τι είναι λαϊκό και για την λαϊκότητα στην τέχνη έχουν γραφτεί κατεβατά και έχει χυθεί μελάνι μπόλικο. Όμως επειδή νομίζω ότι το θέμα πάντα έχει ενδιαφέρον, ζητώ την κατανόησή σας για να επεκταθώ λίγο.

Κατά την ταπεινή μου άποψη, “λαϊκό” με την ευρεία έννοια είναι ότι απευθύνεται στο λαό, “στο πλατύ κοινό” όπως λέμε συνήθως. Κατά τεκμήριο, ότι πραγματεύεται θέματα που αφορούν άμεσα το λαό και απευθύνεται σε αυτόν με μέσον που είναι άμεσα κατανοητό χωρίς ανάγκη «διερμηνέα» (ύφος, γλώσσα, κτλ), , είναι κατά την άποψή μου λαϊκό. Αν μάλιστα προέρχεται και από το λαό (δηλαδή από τον απλό καθημερινό άνθρωπο) τόσο το καλύτερο. Τέλος νομίζω ότι θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι λαϊκό είναι εν τέλει ότι έχει την λαϊκή αποδοχή, ανεξάρτητα αν αυτό προέρχεται από το λαό ή από τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας ή από κάποιον που είναι πολυσπουδαγμένος και διανοούμενος. Αν με αυτά που λέει και με τον τρόπο που τα λέει καταφέρνει να συγκινεί ευρύτερες πλειοψηφίες τότε αυτό που κάνει είναι λαϊκό, νομίζω εξ ορισμού.

Για να προλάβω ενστάσεις, σημειώνω ότι δεν ξεχνώ ότι υπάρχει και ο λαϊκισμός, αλλά προσώρας ας τον αφήσουμε στην μπάντα, για να επικεντρωθούμε στο συγκεκριμένο θέμα. Επίσης δεν εξετάζουμε αν τελικά αυτό για το οποίο μιλάμε, έχει κάποια αξία, είναι αριστούργημα ή είναι μια πατάτα.

Αν δεχθούμε τα παραπάνω, πιστεύω ότι και στο τραγούδι τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά. Τα τραγούδια του Μάρκου και των άλλων μεγάλων λαϊκών συνθετών, είναι λαϊκά γιατί εκπληρούν όλα τα παραπάνω κριτήρια. Δηλαδή προέρχονται από κάποιον λαϊκό άνθρωπο, απευθύνονται πρωτίστως στον καθημερινό άνθρωπο, η γλώσσα τους είναι άμεσα κατανοητή και επιπλέον έχουν την ευρεία λαϊκή αποδοχή. Όμως κατά την άποψή μου, λαϊκά τραγούδια είναι και τα περισσότερα (αν όχι όλα) τα τραγούδια των Θεοδωράκη, Μαρκόπουλου, Ξαρχάκου, Λεοντή και πολλών άλλων «έντεχνων» (και όχι μόνον) συνθετών, στο βαθμό που απέκτησαν τη σφραγίδα της παραδοχής και αποδοχής από το σύνολο σχεδόν της κοινωνίας μας, ή έστω από ένα πολύ μεγάλο μέρος της (ακόμα και αν αυτό έγινε σε συγκεκριμένες συνθήκες και συγκεκριμένες χρονικές περιόδους).

Από την άλλη πλευρά, για να μπορούμε να επικοινωνούμε και να καταλαβαίνουμε εύκολα και γρήγορα γιατί πράγμα μιλάμε, υπάρχει η σχηματοποίηση και κωδικοποίηση που αντιπροσωπεύει το ύφος από τα διάφορα μουσικά ιδιώματα. «Λαϊκό» ότι έχει μπουζούκι ή είναι κοντά στο ρεμπέτικο, «έντεχνο» ότι και αν έγραψαν οι λόγιοι συνθέτες, μπαλάντα, ροκ, ποπ … και πάει λέγοντας. Ακόμα υπάρχει και η κατάταξη με άλλα κριτήρια όπως, σκυλοτράγουδα, πολιτικά τραγούδια, τραγούδια νεολαίας κτλ.

Όμως κατά την άποψή μου όλα τα παραπάνω είδη τραγουδιών, ανεξάρτητα από το ύφος και τα άλλα κριτήρια κατάταξης, μπορούν να θεωρηθούν λαϊκά τραγούδια με την ευρεία έννοια όπως την αναφέραμε παραπάνω, εάν εκπληρούν τα αρχικά μας κριτήρια. Το πρόβλημα είναι ότι έχουμε πιθανώς συνηθίσει να κατατάσουμε τα τραγούδια με βάση το ύφος τους και όχι με βάση τα κριτήρια αυτά.

Έτσι λοιπόν, με τον όρο λαϊκό τραγούδι συνήθως εννοούμε το «αστικό λαϊκό τραγούδι» που δημιουργήθηκε μέχρι τα μισά του '50 περίπου, ή το σύγχρονο τραγούδι που ακολουθεί εκείνο το ύφος. Επειδή μάλιστα το τραγούδι εκείνο ταυτίστηκε με την συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, έχουμε συνηθίσει να ταυτίζουμε το σύνολο του λαϊκού τραγουδιού «με τις συγκεκριμένες προδιαγραφές» που είχε εκείνο το ύφος τραγουδιού. Όμως κατά την άποψή μου, αυτό μας βγάζει στα λογικά αδιέξοδα που φάνηκαν από την κουβέντα μας και σε «αξιώματα» που θα πρέπει να τα παίρνουμε «ως έχουν» χωρίς εξήγηση. Γιατί μιλάμε για «αστικό» τραγούδι σήμερα? Μήπως και το μπερδέψουμε με το τραγούδι της υπαίθρου? Αφού οι συνθήκες είναι πλέον παντού οι ίδιες. Και όχι μόνο μέσα στη χώρα μας, αλλά με παραλλαγές σε όλες τις χώρες του κόσμου.

Για να καταλήξω κάπου. Για μένα η «Δραπετσώνα» είναι ένα καθαρό λαϊκό τραγούδι, όπως και το «Είμαι αητός χωρίς φτερά» και τόσα άλλα που τα τραγουδάει όλος ο κόσμος. Μάλιστα θεωρώ ότι λαϊκοί έγιναν και οι σχετικοί στίχοι του Ρίτσου, του Ελύτη, του Σεφέρη, αφού τραγουδήθηκαν από όλους μας. Και δεν θεωρώ απαραίτητο να έχουμε προσωπικά βιώματα για να μας ταρακουνίσει η Δραπετσώνα ή να έχουμε περάσει κατοχή για να καταλάβουμε τι θέλει να πεί το “θα σαλτάρω … θα σαλτάρω … την ρεζέρβα θα τους πάρω”.

Και σε ότι αφορά το γνωστό μας λαϊκό τραγούδι όπως το αγαπάμε (δηλαδή μπουζούκι, 9/8, χιτζάζ, κτλ… κρασάκι, καλή παρέα και τραγούδι ), μακάρι να καταφέρουμε να το διατηρήσουμε ζωντανό και φρέσκο επ’ άπειρον. Αλλά αν οι πραγματικές συνθήκες που βιώνουμε και η ζωή υπαγορεύσουν την αλλαγή του, δεν έγινε και τίποτε το τρομερό. Εμείς αφενός θα συνεχίσουμε να αγαπάμε τα παλιά καλά λαϊκά τραγούδια όπως κάνουμε και σήμερα με το ρεμπέτικο, αλλά και θα εκτιμήσουμε δεόντως τα καινούργια λαϊκά τραγούδια (σε οποιοδήποτε ύφος), εφόσον βέβαια μιλήσουν στην ψυχή και την καρδιά μας τόσο δυνατά, όσο αυτά που το έκαναν μέχρι σήμερα.

Νομίζω ότι τελικά ασχοληθήκαμε με πολλά θέματα ταυτόχρονα
Νομίζω ότι έχουμε μπερδέψει τις ονομασίες. Αυτό φυσικά δεν αλλάζει αλλά έτσι για την ιστορία του πράγματος

[ol]
[li]Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι “Λαϊκή Μουσική” είναι η μουσική που παράγεται ΑΠΟ τον λαό και όχι η μουσική που ΚΑΤΑΝΑΛΩΝΕΙ ο λαός δηλαδή η μουσική ΓΙΑ τον λαό. Υπό αυτή την έννοια η μόνη λαϊκή μουσική που γνωρίζουμε στην Ελλάδα είναι η “δημοτική μουσική” που κακώς ονομάζεται έτσι, έπρεπε να ονομάζεται λαϊκή.[/li][li]Η τρέχουσα ονομασία “λαϊκό τραγούδι” είναι απλώς ονομασία. πρόκειται για έντεχνη μουσική που έχει επικρατήσει και άρεσε σε αυτό που τέλος πάντων λέμε λαό[/li][li]Το δημοτικό ήταν μουσική της υπαίθρου ενώ το ρεμπέτικο και αυτό που λέμε λαϊκό είναι μουσική που αρχικά απευθύνθηκε στους ανθρώπους των πόλεων[/ol]Δεν συμφωνώ ότι λαϊκό είναι αυτό που γίνεται αποδεκτό από μεγάλες μάζες του πληθυσμού. Αυτό θα μπορούσε να ονομαστεί “δημοφιλές” λαοφιλές κλπ Στα αγγλικά και σε επίπεδο γλώσσας αυτή η διαφορά αποδίδεται με τα volk και pop. Το τι έχει επικρατήσει είναι άλλο και βέβαια δεν πρόκειται να το αλλάξουμε εμείς…[/li]

Ο Σώτος γράφει “Συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα δύο είδη (σσ δημοτικό και λαϊκό-ρεμπέτικο” δεν υπάρχει γιατί δεν είναι το ένα προϊόν εξέλιξης του άλλου άλλα κάτι τελείως διαφορετικό".

Συμφωνώ, αν και αρχικά τα ρεμπέτικα βασίζονταν σε μελωδίες και όργανα από δημοτικά τραγούδια. Το λαϊκό όμως θεωρώ ότι προέρχεται από το ρεμπέτικο

Το ρεμπέτικο και το λαϊκό εμφανίστηκαν ξαφνικά σε ελάχιστες δεκαετίες

Αυτό το σημείο με προβληματίζει εδώ και πολλά χρόνια

Μετά την σύσταση του νεοελληνικού κράτους, και για ευνόητους λόγους αρχίζει μία συστηματική αποδόμηση όσων πολιτιστικών χαρακτηριστικών είχαν τουρκική προέλευση. Στην γλώσσα, στις ονομασίες, στην ένδυση κλπ Αυτό έγινε και οργανωμένα (με βούληση κρατικών φορέων δηλαδή) αλλά και αυθόρμητα. Ο απελευθερωμένος Έλληνας δεν ήθελε να θυμάται την τουρκοκρατία. Αυτό κρατάει ως τις ημέρες μας. Για παράδειγμα ο “τούρκικος καφές” ξαφνικά έγινε “ελληνικός καφές” (μετά την εισβολή στην Κύπρο το 74)

Όταν λοιπόν με την συρροή του αγροτικού πληθυσμού στις πόλεις και άλλους λόγους έπαψε να παράγεται το δημοτικό, οι κάτοικοι των πόλεων και η αστική τάξη στράφηκε προς την Δύση και όχι προς την Ανατολή. Με εξαίρεση την μόδα των καφέ Αμάν για 10-15 χρόνια, οι Έλληνες όταν δεν τραγούδαγαν δημοτικό, τραγούδαγαν άσματα δυτικοστραφή ή εμπνευσμένα από την επτανησιακή σχολή, την ιταλική οπερέττα κλπ Αυτό κράτησε μέχρι και τις αρχές του …1970 (οι γιαγιάδες τραγούδαγαν ακόμη Αττίκ). Θα έλεγα ότι η τάση αυτή υπάρχει και σήμερα με άλλου είδους μουσικές βέβαια, οι οποίες όμως έχουν δυτική προέλευση και χαρακτηριστικά (ροκ, ποπ, τζαζ)

Αυτό δείχνει μία συγκεκριμένη διάθεση.

Πολύ θα ήθελα να καταλάβω σε βάθος τί ήταν αυτό στην ψυχή του νεοέλληνα των πόλεων, που τον έκανε ξαφνικά και σε μαζικό επίπεδο (μετά το 1960 μαζικά) να στραφεί σε ακούσματα, μουσικά όργανα κλπ από την Ανατολή. Δεν μου αρκεί ότι ήλθαν οι πρόσφυγγες από την Μικρά Ασία και διαδώθηκε το σμυρναίϊκο.

Πιστεύω δεν αρκεί να εμφανιστεί κάτι για να διαδωδεί. Πρέπει να υπάρχει και η κατάλληλη διάθεση. Ποία ήταν αυτή η διάθεση λοιπόν;

Σίγουρα υπήρχε τρομερό κενό στην μουσική. Το δημοτικό έπαψε να παράγεται και τα τραγούδια από την Δύση πολλές φορές ήταν απομιμήσεις.

Γιατί αυτή η διάθεση για αποδόμηση των τουρκογενών-ανατολίτικων χαρακτηριστικών κάποια στιγμή έπαψε να ισχύει και ειδικά στην μουσική;

Αυτά και όσο πιό σύντομα μπορώ γιατί γνωρίζω ότι τα “σεντόνια” δεν διαβάζονται εύκολα

Ολα ειναι θεμα ορισμου … εμεις καθοριζουμε λοιπον πως θα προσδιορισουμε την εννοια του καθε ορου. Διεξοδικη η κουβεντα αλλα καπου κολλαμε σε λεπτομερειες. Καμμια φορα για να “ξεμπερδευουμε” με καποιο ορισμο δινουμε μια γενικη εννοια και οποιος καταλαβε καταλαβε.
Συμφωνω αρα με το ποστ του Σωτου και του Αρη αρχικα αλλα και πολλες αλλες επισημανσεις που γινονται μετα με βρισκουν συμφωνο.
Προσωπικα εγω εχω κανει τους διαχωρισμους : παραδοσιακο (δημοτικο) - λαικο - εντεχνο.
Και η καθε κατηγορια ή ονομασια εχει να κανει και με τον δημιουργο και με τον αποδεκτη. Αλληλοεπικαλυψεις παντα υπαρχουν, δηλαδη κατοικοι της υπαιθρου να ακουν ρεμπετικο (υποκατηγορια του λαικου) ή παιδευμενοι μουσικα ακροατες να εκστασιαζονται με ενα δημοτικο !!
Επισης στο χρονο βλεπουμε οτι υπαρχουν αλληλοεπιρροες π.χ.
Εντεχνο-δημοτικα : Μια βοσκοπουλα αγαπησα, ο μισος και βαλε Μαρκοπουλος
Εντεχνο-λαικα : Δραπετσωνα, Ειμαι αητος, Ελευσινα που ειναι τραγουδια γραμμενα απο μουσικα σπουδαγμενους συνθετες και συνθεμενα στο πιανο και απευθυνονται σε ενα κοινο που ακουει και εντεχνο και Μπαχ αλλα και λαικο και ρεμπετικο.
Οι οροι εννοειται οτι ειναι παγκοσμιοι. Η ποπ,η ροκ, η ρεγκε, η ραπ κλπ ειναι βεβαιως λαικες μουσικες ενω ειδαμε επιρροες στο ροκ απο την εντεχνη (κλασσικη) με γκρουπ οπως οι Yes, Genesis κλπ Οι Μπητλς εγραφαν απλα στιχακια αρχικα π.χ. Σ’αγαπαει και το ξερει πως θα χαρεις … Ειναι μια νυχτα μιας δυσκολης μερας και θαπρεπε να κοιμαμαι σαν κουτσουρο …, Σε παρακαλω ευχαριστησε με … πανω σε αναλαφρα μουσικα μοτιβα αρα λαικη-pop(ular) μουσικη στην πορεια το γυρισαν λιγο με πιο ψαγμενο στιχο και μουσικη μια και επηρρεαστηκαν απο το εντεχνο.
Ακομα και στην Αραβικη, Περσικη, Τουρκικη μουσικη υπαρχει η εντεχνη ή σοβαρη (μαπα ορος …)
Η τζαζ εννοειται οτι ειναι εντεχνη μουσικη με επιρροες απο τη λαικη (dixie περιοδου 1900-1920 και μπλουζ βεβαια) !
Μια αλλη περιπτωση ειναι π.χ. ο Θαλασσινος. Ξεκιναει να γραφει ποπ το γυριζει μετα στο δημοτικο-εντεχνο σε αναλογια 80-20, οντας Χιωτης καταγωγη, πανω σε καθιερωμενες φορμες του δημοτικου βαζωντας δυο τρια στοιχεια απο το εντεχνο.
Και καπως ετσι παει το πραγμα γενικοτερα κατα τη γνωμη μου …

Μια ακομα επισημανση για το θεμα του λαικου που εχει να κανει με δημιουργους κατοικους πολεων που κατεχουν ενα οργανο και καποια πραγματα απο μουσικη και απευθυνονται με απλες και κατανοητες συνθεσεις και στιχουργιες, σε απλους λαικους ανθρωπους της πολης παλι. Τα ελαφρα με επηρρεασμους απο την ξενη ελαφρη μουσικη απο το 1920 και μετα μπορουν να χαρακτηριστουν εντεχνο-λαικα (οχι απο τη σκοπια της Δραπετσωνας βεβαια …) μια και συνθετες με σπουδες σε δυτικης κουλτουρας Ωδεια καταπιανονται με σχετικα ευκολα τραγουδακια εχοντας ομως και πραγματα που δεν θα εβαζε ενας λαικος μουσικος και στιχο της πλακας, που σκοπο εχουν να κυκλοφορησουν σε δισκο και να γινουν επιτυχιες.
Να συμπληρωσω επισης οτι ομοιως και οι λαικοι μουσικοι αυτης της εποχης απο Δραγατση μεχρι Μαρκο και ολους τους αλλους, γραφουν τραγουδια με συγκεκριμενο υφος για να κυκλοφορησουν σε δισκο και να “καταναλωθουν” απο το λαο που τους περιβαλλει. Αυτο σαφως δεν ειναι κακο γιατι χαρις σ’αυτην την παραγωγικοτητα σωθηκε και εγινε σχολη η φοβερη παραδοση της Μικρας Ασιας με τα ΣΜΥΡΝΕΙΚΑ και το ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ που μετουσιωνει 2-3 παραδοσιακες φορμες (ζειμπεκικο, χασαπικο, καρσιλαμας) με ενα απλο ή μαγκικο στιχο, σε εκφραση των λαικων και λουμπεν στρωματων των πολεων οπου πλεον συρρεει μαζικα πλυθυσμος.
Εκει ομως εντοπιζω και τη διαφορα με το δημοτικο που ειναι ΑΝΑΓΚΗ !!
Ο κατοικος της υπαιθρου βγαζει την κραυγη του καταπονημενος και γινεται τραγουδι. Αυτο διαδιδεται απο στομα σε στομα σε μεγαλα χρονικα διαστηματα αλλα και σε μικρες κοινωνιες. (*). Απο κει ισως και το σοφο ονομα “δημοτικο” = του Δημου = ολου του κοσμου του τοτε και του τωρα, συμπληρωνω. Το δημοτικο ειναι αρχικη εμπνευση καποιου ανωνυμου και στην πορεια πλαθεται, αναδημιουργειτει και εξελισσεται. Βεβαια σημερα εχει γινει στανταρ και ολοι μπορουν να γραψουν ενα ή δυο ή τρεις χιλιαδες … Συνεπως αλλο δημοτικο κι αλλο λαικο !!

Τελος, μπορουμε με ασφαλεια να πουμε οτι το δημοτικο, το σμυρνεικο, το ρεμπετικο, το λαικο και το εντεχνο λαικο του '60 ειναι πλεον κλασσικα ειδη που θα αναπαραγονται στους αιωνες με τη μορφη που τα γνωρισαμε !!
(*)
Γι’αυτο βλεπουμε ομοιοτητες και διαφοροποιησεις στην παραδοσιακη μας μουσικη οπου ανα χωριο ή ανα περιοχη εχουμε αλλες μελωδιες και χορους. Τι πιο ευκολο να ειχαμε ενα 7σημο κι ενα 4σημο συρτους σ’ολη την Ελλαδα και να ξεμπερδευαμε … Ομως αλλα τραγουδια λεγανε στη Ναξο, αλλα στην Αμοργο αλλα στη Φολεγανδρο, αλλα στην Κισσαμο, αλλα στο Ρεθυμνο και αλλα στη Σητεια ενω υπηρχαν και τραγουδια που λεγονταν παντου με αλλο τροπο ομως. Το ιδιο και στους χορους.

Συμφωνώ σχεδόν απόλυτα με την προσέγγιση του PaKag.
Κάπως έτσι αντιλαμβάνομαι κι εγώ το τραγούδι γενικά.
Τα υπόλοιπα θεωρώ ότι είναι επί μέρους αναλύσεις που αγγίζουν τα όρια της λαογραφίας.
Σ’ αυτό το επίπεδο θάπρεπε να δούμε τι λένε και λαογράφοι που τρίψαν καβάλο στο θέμα. Αλλιώς μάλλον αυθαιρετούμε λιγάκι.

Μάρθα, δεν υπάρχει εξέλιξη από το δημοτικό στο ρεμπέτικο. Υπάρχουν αρκετά κοινά σημεία, όμως το ρεμπέτικο και ακολούθως το λαϊκό, εμφανίστηκαν ξαφνικά. Είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα, κυρίως σε ότι αφορά το ήθος τους…