Οι underground ρεμπέτες

Tha ithela na kanw mneia stous afaneis ekeinous megalous tou rembetikou,synthetes,mousikous kai trgoudistes pou den exoun emfanistei pouthena giati theloun na kratithoun makrya apo tin dimosiotita.Akoma kai s’olous ekeinous pou dimiourgoune akoma kai paizoune me tis parees tous underground.Alitheia,gnwrizete posoi einai kai pou zoun aytoi oi afaneis irwes? Yparxoun kai polloi pou zoun ektos Ellados kai omws den exei eipwthei tipota gi aytous xronia twra.
Egw mporw na sas eggyithw oti yparxoun rembetes tis aksias enos Markou ki enos Tsitsani pou exoun grapsei kai tragoudisei sti zoula tous tragoudares.
Gi alous aytous aksizei na ginei kapoia ereyna kai na entopisoume tous idious kai to ergo tous,den nomizete?

Εγω θα συμπληρωσω κατι αλλο. Το ρεμπετικο σημερα ζει και αναπνεει απο ολους αυτους τους αφανεις υπηρετες του που το αγαπανε χωρις ποτε να τους ενδιαφερει η δημοσιοτητα. Οσο καλοι και να ειναι οι Τσερτος, Μαριω, Λεμπεσης, Δημ.Τσαουσακης κ.λ.π. (τυχαια ειπα τα ονοματα), η φυση του ρεμπετικου ηταν και θα ειναι παντα τετοια εξω απο παλκα, δισκογραφιες, charts, video clips, δημοσιες σχεσεις, γκλαμουρια, επιδειξη και λοιπα, και λοιπα…
Καπως ετσι διακριτικα και στην αφανεια συμπεριφερονται ολοι αυτοι οι ανωνυμοι φορεις και νεοι δημιουργοι που περιεγραψε ο φιλος στο παραπανω μηνυμα του. Καλα θα ειναι να τους γνωρισουμε και ολοι εμεις οι υπολοιποι ρεμπετολαγνοι. Τουτο το φορουμ που συμμετεχουμε ενα σωρο ατομα απο το Πανελληνιο (και οχι μονο) ειναι ενα θαυμασιο βημα για να τους ανακαλυψουμε και να τους διαδωσουμε περισσοτερο. Ελεος πια με τη σαβουρα που τα βρωμοκαναλα μας εχουνε κατακλυσει…

Πολύ καλοί μουσικοί όσοι αναφέρατε, όμως υπάρχει σήμερα ρεμπέτικο; Και το λέω αυτό με την έννοια αν παράγεται σήμερα ρεμπέτικο. Νομίζω, ή μάλλον είμαι βέβαιος πως όχι. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να απολαμβάνουμε τα ήδη υπάρχονται τραγούδια ως είδος μουσειακό κάτι σαν τα δημοτικά.

Το ότι μπορεί να γράφονται και ορισμένα τραγούδια (μερικά πολύ καλά κιόλας) που μοιαζουν με ρεμπέτικα δεν νομίζω ότι αλλάζει την κατάσταση

Το Ρεμπέτικο σίγουρα δεν βρίσκεται στην ακμή του παραγωγικά-δημιουργικά. Εδώ και καιρό. Αυτό δεν σημαίνει στολίστηκε ταριχευμένο σε μια γωνιά, κι εμείς από κάτω κάνουμε μνημόσυνα για περασμένα μεγαλεία. Αυτοί τους οποίους απειλεί, θα το θέλανε πολύ… Είναι διασκεδαστικά εμφανές πως το χέζονται ακόμα το Ρεμπέτικο. Και ό,τι τους φοβίζει και δε μπορούν να το ξεπατώσουν, το εξευμενίζουν και το αμβλύνουν, υμνώντας το στα μάτια μας… Εξ’ου και οι συναυλίες στα μέγαρα μουσικής, αφιερώματα στην τηλεόραση με “καταξιωμένους” καλλιτέχνες (τους γνωστούς δικούς τους), οι “έντεχνες” διασκευές τραγουδιών, η “είσοδος” του μπουζουκιού στα κλασσικά ωδεία, οι αποφάσεις για το δήθεν διατηρητέο κτήριο της Κολούμπια κλπ, κλπ… Αλλ’όμως λογαριάσανε χωρίς τον ξενοδόχο τα λαμόγια… Και δεν αναφέρομαι μόνο στα τραγούδια που γράφονται - γιατί γράφονται - και υπάρχουν σήμερα πολλοί άξιοι καλλιτέχνες, και νέοι και παλαίμαχοι, κάποιοι ίσως λιγότερο γνωστοί από άλλους. Υπάρχουν και όλοι οι άλλοι αφανείς υπηρέτες του Ρεμπέτικου που μας αναφέρουν ο Νικόλας και ο Βαγγέλης. Υπάρχουμε κι εμείς. Και όσο υπάρχουν παρέες που μαζεύονται και παίζουνε, όσο ακούγονται οι γνωστές βραχνές φωνές και οι καμιά φορά φάλτσες πενιές, οι οποίες όμως βγαίνουν πάντα με περίσσο νταλγκά, τίποτα δεν έχει πεθάνει, και τίποτα δεν πάει για το μουσείο…

Πού σωστά μίλησες φίλε μου Πάνο,είχα καιρό να σ‘ακούσω…
Δεν μένει παρά να ψάξουμε και να τους βρούμε όλους εκείνους τους αφανείς
για να εμπλουτήσουμε τις γνώσεις μας και το ρεπερτόριό μας,αλλά και να τους αποδώσουμε τα δέοντα επίσης.

Δηλαδή φίλε Πάνο, θέλεις να πεις ότι σήμερα παράγεται ρεμπέτικο; Υπάρχει δηλαδή μία ολόκληρη μικρο-κοινωνία από μάγκες, απόκληρους, “παραστρατημένες” υπάρξεις κ.ά, όπως αυτή που παρήγαγε το φαινόμενο που αποκαλούμε ρεμπέτικο; Όλοι αυτοί, σχεδόν στο περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας των πόλεων, μαζεύονται σε τεκέδες και κουτούκια και φτιάχνουν την δική τους μουσική;

Δεν νομίζω.

Νομίζω ότι υπάρχουν θαυμαστές του ρεμπέτικου, μεταξύ των οποίων και εγώ, υπάρχουν και δημιουργοί ή οργανοπαίκτες που φτιάχνουν τραγούδια επμνευσμένα από αυτό ή που του μοιάζουν, υπάρχουν και ρεμπετάδικα που ακούμε αυτή την μουσική ζωντανά. Αρκετές φορές τα τραγούδια αυτά είναι και καλά, όμως το αυθεντικό ρεμπέτικο δεν παράγεται πλέον, γιατί άλλαξε η κοινωνία. Όπως δεν παράγεται και η δημοτική μουσική.

Καταλαβαίνω τον ενθουσιασμό σου όμως είμαι υποχρεωμένος να μην συμφωνήσω μαζί σου.

Όπως δεν θα συμφωνήσω για την λεγόμενη “επαναστατικότητα” του ρεμπέτικου. Φυσικά και ήταν ανατρεπτικό, αφού προερχόταν από ανθρώπους που δεν ήταν τμήμα του τότε κοινωνικού-πολιτικού συστήματος. Προερχόταν από ανθρώπους που είχαν φτιάξει το δικό τους σύστημα αξιών που βρισκόταν σε αντιθετική σχέση με το κυρίαρχο σύστημα.

Μέχρι εδώ όμως. Η ανατρεπτικότητα δεν αρκεί για να μιλήσουμε για επαναστατικότητα. (σημειώνω ότι

Συμφωνώ και προσυπογράφω όμως στο ότι τα “λαμόγια” όπως σωστά τους αποκαλείς το τρέμουν το ρεμπέτικο. Το τρέμουν νομίζω επειδή το ρεμπέτικο είναι πραγματική μουσική και δεν πρόκειται για “λίθους ατάκτως εριμμένους” συνοδεία κιθάρας και μπουζουκιού.

Το σύστημα, που ξεκινάει από τους προέδρους των εταιριών και φτάνει μέχρι τους πορτιέρηδες και τις λουλουδούδες, χρειάζεται προϊόντα αναλώσιμα που να καταναλώνονται ανά εξάμηνο (και πολύ λέω). Γι αυτό λοιπόν μισούν ότι είναι διαχρονικό Και το ρεμπέτικο είναι διαχρονικό.

Να επαναλάβω πως βρισκόμαστε στην παρακμή του Ρεμπέτικου όσο αναφορά το παραγωγικό/δημιουργικό μέρος. Αυτό είχε αρχίσει να ξεφτίζει ήδη από την δεκαετία του '60 (χωρίς να σβήσει τελείως όμως). Και ειδικότερα, έχουμε φύγει από την εποχή της αυθόρμητης δημιουργίας που περιγράφεις (αυτό ίσως από πολύ νωρίτερα). Η μήτρα του Ρεμπέτικου μπορεί να είναι εν πολλοίς οι τεκέδες τα μπουρδέλα και οι φυλακές, όμως δεν αρχίζει και τελειώνει εκεί. Δε μπορώ να καταπιώ το βλακώδες στερεότυπο ότι το Ρεμπέτικο είναι τραγούδι για πρέζες, χασίσια και μαχαιρώματα (το λέω με αφορμή το ποστ σου, δεν αναφέρομαι σ’εσένα προσωπικά).

Λες πως το ρεμπέτικο δεν παράγεται γιατί άλλαξε η κοινωνία. Δες τρεις εποχές της ελληνικής κοινωνίας, για παράδειγμα: από το '22 ίσα με τον πόλεμο, κατοχή/εθνική αντίσταση/αντάρτικο, μετεμφυλιακή περίοδος/αμερικανοκρατεία. Μιλάμε για αλλαγές τεράστιες. Μήπως δεν παράγονταν ρεμπέτικο σε κάθεμια από αυτές τις περιόδους; Οι κινητήριες δυνάμεις της δημιουργίας, κατάληλες κοινωνικές συνθήκες και η ανάγκη για μουσική έκφραση (η οποιαδήποτε άλλης μορφής έκφραση) παρέμειναν. Όπως παραμένουν και υπάρχουν και σήμερα. Και ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία του συστήματος τη σήμερον ημέρα είναι αυτή: να μας πείσει για το αντίθετο. Ότι τα μεγάλα προβλήματα έχουν λυθεί. Να μας αποβλακώσει εμπρός σε μια τιβί και να μας καθησυχάσει πως ζούμε σε μια σύγχρονη κοινωνία, ευρωπαϊκή, με όλα τα κομφόρ που θα μπορούσε να ζητήσει ο “σύγχρονος δυτικός” άνθρωπος. Να πείσει αυτόν τον “σύγχρονο δυτικό” άνθρωπο πως με τα 1,000 ευρώ που βγάζει, τη γκαρσονιερούλα, το αμαξάκι με τις δόσεις και τη μια βδομάδα διακοπών (ΣΗΜ: όχι σε νησί πλέον! έπαθα 3 εγγεφαλικά όταν κατεβαίνοντας Πειραιά για Κρήτη μου είπαν πως πάει 30-κάτι ευρώ το κατάστρωμα και 80-κάτι το όχημα) πρέπει να είναι ευχαριστημένος και να κάνει τον σταυρό του. Ό,τι ποθεί η καρδιά του βρίσκεται στα ράφια του μεγαλοκαταστήματος στη γωνία. Να μας μετατρέψει σε ζόμπι όπου θα βγούμε ανά τη χώρα 1,000,000 γαλανολευκοντυμένοι στους δρόμους με την κατάκτηση της euro-βύζιον ή του euro, ενώ για πράγματα ΒΑΣΙΚΑ για τα οποία θα έπρεπε να κατέβουμε ΟΛΟΙ στους δρόμους να τα κάνουμε “κολυμπηθρόξυλο”, να τα αγνοούμε, και να θεωρούμε τους συνήθεις 1,000-2,000 που βγαίνουν στους δρόμους κάθε φορά και φωνάζουν γραφικούς. Εκεί έχομε φτάσει. Αυτό είναι το σύστημα σήμερα, αυτή είναι η κοινωνία του σήμερα. Μου είναι λοιπόν ηλίου φαεινότερο πως υπάρχει γόνιμο έδαφος για Λαϊκή δημιουργία η οποία και υπάρχει - όχι όμως όση χρειαζόμαστε και όση θα έπρεπε.

Άιντε τώρα να δουλέψεις… ευτυχώς που έρχεται Σαββατοκύριακο.

ΥΓ - Συμφωνώ μαζί σου στο ότι η ανατρεπτικότητα δεν είναι ισοδύναμη με την επαναστατικότητα - εγώ δεν μίλησα όμως για επαναστατικότητα στο ποστ μου.

1 «Μου αρέσει»

“…υπάρχει δηλαδή μία ολόκληρη μικρο-κοινωνία από μάγκες, απόκληρους, “παραστρατημένες” υπάρξεις κ.ά, όπως αυτή που παρήγαγε το φαινόμενο που αποκαλούμε ρεμπέτικο;…”

Πού, πότε και ποιος κατέληξε στο παραπάνω συμπέρασμα; Είμαστε σίγουροι ότι αποκλειστικά μια τέτοια κοινωνική ομάδα παρήγαγε το ρεμπέτικο;
Επιτρέψτε μου να διαφωνήσω.
Σίγουρα σε πολλούς απ’ τους δημιουργούς του ρεμπέτικου μπορείς να βάλεις δίπλα απ’ τ’ όνομα του τη λέξη “μάγκας” ή “απόκληρος” ή …ξέρω γω τι άλλο. Οχι όμως σε όλους. Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά.
Πολλές από τις αναγκαιότητες (όχι όλες βέβαια) που οδήγησαν στη δημιουργία ενός τέτοιου μουσικού ρεύματος, όπως το ρεμπέτικο, υπάρχουν και σήμερα. Η μεγάλη αλλαγή σε σχέση με το “χθες” έχει να κάνει πιο πολύ με άλλα ζητήματα. Αναφέρω δύο, κατά τη γνώμη μου από τα βασικά:

Ο διαφορετικός τρόπος δημιουργίας-παραγωγής. Το λαϊκό τραγούδι, ιδιαίτερα στα προπολεμικά χρόνια, πέρναγε πρώτα απ’ το αυτί του θαμμώνα-ακροατή, κι αν είχε τα “φόντα” πέρναγε έπειτα και στη δισκογραφία, ώστε να ακουστεί στο ευρύτερο κοινό. Σήμερα η δυνατότητα αυτή έχει εκλείψει, για ευνόητους λόγους, με αποτέλεσμα το προϊόν να είναι προαποφασισμένο, διαμορφωμένο από κάποιους, ικανούς ή όχι, ειλικρινείς ή όχι, έτσι ώστε το προϊόν να διαμορφώνει το κοινό κι όχι το κοινό το προϊόν.

Οι διαφορετικές δυνατότητες των εταιριών. Αλλη δύναμη είχε η εταιρία το '30 κι άλλη σήμερα. Αυτό βέβαια σχέση με διάφορους λόγους, είτε “τεχνικούς” είτε λόγω της συνολικής εξέλιξης και εκσυγχρονισμού της “οικονομίας της αγοράς” (του καπιταλισμού θα έλεγα εγώ) στη χώρα μας. Εδώ μπαίνουν μια σειρά ζητήματα που το καθένα από μόνο του “σηκώνει συζήτηση” (παγκοσμιοποίηση, έλεγχος των ΜΜΕ από τις δισκογραφικές εταιρίες και αντίστροφα κλπ.).

Υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα:
Λέμε σήμερα ότι δεν υπάρχει σήμερα ρεμπέτικο και γενικότερα γνήσιο λαϊκό τραγούδι, κρίνοντας με βάση τη δισκογραφική παραγωγή, τις πωλήσεις, τα ραδιόφωνα, τις τηλεοράσεις κλπ. Ποιος μας βεβαιώνει ότι στις γειτονιές π.χ. του Περιστερίου, όπου μένουν μισό εκατομμύριο άνθρωποι, στην πλειοψηφία τους λαϊκοί, δε γράφεται ρεμπέτικο, δε γράφεται λαϊκό τραγούδι; Κι αν γράφεται, με ποιον τρόπο θ’ ακουστεί παραπέρα, με ποιον τρόπο θα φτάσει στα δικά μας αυτιά;

ΥΓ. Στον Ταύρο στην Καισαριανή
φουγάρα και παράγκες
μας μεγαλώσαν οι καημοί
και μας τη μάθαν τη ζωή
της γειτονιάς οι μάγκες.

Το 'γραψε πριν καμιά 15αριά χρόνια ο Κορακάκης. Νομίζω ότι θα το υπέγραφαν αρκετοί παλιοί ρεμπέτες αν ζούσαν σήμερα…

ΥΓ1. Ωραία συζήτηση. Αν μείνει σε μια καλή βάση, ίσως ξεπεταχτεί και κανένα αποτέλεσμα.

Ευτυχώς ρε μάγκες μου που τα γράψατε εσείς όλα εκείνα που ήθελα να πώ και έτσι απέφυγα να γράφω κατεβατά.
Εγώ πάντως πάντα υποστήριζα ότι το ρεμπέτικο εξακολουθεί και γράφεται και τραγουδιέται επάξια στίς μέρες μας και φυσικά παραμένω πιστός σ‘αυτή την ταπεινή μου άποψη.
Βρίσκω πολλούς μάγκες σημερινούς με καρδιά και μεράκι που κάνουν κατάθεση ψυχής αντί να ασχολούνται με τα αναλώσιμα της πλειοψηφίας και τους χαίρομαι ειλικρινά―μικρούς και μεγάλους σε ηλικία.
Οταν ξεκίνησα αυτή τη συζήτηση θέλησα να ρίξω φώς κυρίως στο πώς μπορεί να γίνει μιά έρευνα σε βάθος,να μπορέσουμε να τους ανακαλύψουμε όλους αυτούς (σε παγκόσμια κλίμακα) και να ωφεληθούμε αποδίδοντάς τους τα δέοντα. Εγώ τουλάχιστον γνωρίζω μερικούς γίγαντες της διασποράς και κανα δυό στην Ελλάδα και θα επανέλθω επ‘αυτού.
Σας ευχαριστώ που ανταποκρίνεστε με πάθος,αυτό δείχνει έντονη προσωπικότητα,ανεξάρτητα προσωπικής γνώμης,και το μεγάλο ενδιαφέρον που υπάρχει για αυτό που αγαπάμε όλοι μας.

Νικόλας ο ψαράς

Αλλη δύναμη είχε η εταιρία το '30 κι άλλη σήμερα. Αυτό βέβαια σχέση με διάφορους λόγους, είτε “τεχνικούς” είτε λόγω της συνολικής εξέλιξης και εκσυγχρονισμού της “οικονομίας της αγοράς” (του καπιταλισμού θα έλεγα εγώ) στη χώρα μας. Εδώ μπαίνουν μια σειρά ζητήματα που το καθένα από μόνο του “σηκώνει συζήτηση” (παγκοσμιοποίηση, έλεγχος των ΜΜΕ από τις δισκογραφικές εταιρίες και αντίστροφα κλπ.).

Συμφωνώ αλλά να διευκρινίσουμε ότι και τότε οι εταιρείες είχαν την ίδια αντίληψη (απλά σε πιό πρώιμο στάδιο). Ας μην ξεχνάμε ότι δεν ήταν πνευματικά ή ευαγή ιδρύματα, επιχειρήσεις ήταν οι οποίες ήρθαν από την Ευρώπη για να αναπτύξουν την εγχώρια αγορά η οποία ήταν στα σκαριά και μάλιστα ανέβαζαν και κατέβαζαν τραγουδιστές και συνθέτες για πλάκα αν δεν τραβούσαν… Η κονόμα ήταν ο στόχος τους, είτε μας αρέσει έιτε όχι, ας μην ωραιοποιούμε τα πράγματα και δεν υπάρχει και κάτι κακό σε αυτό, μέχρι το σημείο που άρχισαν να διαμορφώνουν αντιλήψεις. Νομίζω ότι η αλλαγή άρχισε να επιτελείται από τη στιγμή που συνειδητοποίησαν ότι έχουν τη δυνατότητα όχι μόνο να καταγράφουν τα καλλιτεχνικά δρώμενα αλλά να τα διαμορφώνουν κατά το δοκούν (αρχές δεκαετίας 60 ;). Η σημερινή εξέλιξή τους συμβαδίζει με την εξέλιξη της κοινωνίας και της γενικότερης ισοπέδωσης που επικρατεί…

Ποιος μας βεβαιώνει ότι στις γειτονιές π.χ. του Περιστερίου, όπου μένουν μισό εκατομμύριο άνθρωποι, στην πλειοψηφία τους λαϊκοί, δε γράφεται ρεμπέτικο, δε γράφεται λαϊκό τραγούδι; Κι αν γράφεται, με ποιον τρόπο θ’ ακουστεί παραπέρα, με ποιον τρόπο θα φτάσει στα δικά μας αυτιά;

Μόνο με την απευθείας ακρόαση ενδεχομένως… και όταν το διαδίκτυο εξελιχθεί και στην Ελλάδα, τότε ίσως και μέσω του νετ που αποτελεί το … “γραμμόφωνο” της σύγχρονης εποχής όπου ο καθείς μπορεί να βγάλει τη δουλειά του χωρίς ιδιαίτερο κόστος (αν δεν προλάβουν να το καπελώσουν κι αυτό).

Συμφωνώ με τον Πάνο σε όσα λέει για την κοινωνία (όπως και όλοι όσοι μετέχουν σε αυτό το forum νομίζω), το ζήτημα που θέτει ο provo νομίζω ότι δεν είναι ακριβώς αυτό, αν κατάλαβα καλά. Ποιός μας λέει π.χ. ότι το ρεμπέτικο είναι ο δρόμος που επιλέγουν οι σύγχρονοι-κοινωνικά καταπιεσμένοι, αγανακτισμένοι- καλλιτέχνες για να εκφραστούν; Γιατί αυτό να μην είναι το hip-hop, low-bap, όπως φαίνεται στα Δυτικά της πόλης; Γιατί να μην είναι τα Πακιστανικά τραγούδια των οικονομικών μεταναστών που κατοικούν κατά χιλιάδες στο Περιστέρι και υφίστανται καθημερινά και χωρίς ψεύτικους παραδείσους τη μιζέρια και τη φτώχεια; Γιατί να μην είναι η μουσική των ρωσοπόντιων του Μενιδίου;
Αυτό ειναι το σημαντικό ερώτημα νομίζω, διότι το ρεμπέτικο πλέον ίσως έχει γίνει κάπως ελιτίστικο, ως αντικείμενο μελέτης εγγράματων, γενικά, ανθρώπων οι οποίοι το αναλύουν μέσα από την οθόνη του υπολογιστή τους και συγγράφουν βιβλία, περιοδικά και άρθρα για την ιστορία του, κυρίως, και σχεδόν ποτέ για το παρόν του…

Γιατι κολλάμε τόσο πολύ σ΄αυτη την αποψη περί περιθωριου, οταν μιλάμε για το ρεμπέτικο;
Το αστικό λαϊκο τραγούδι ήταν δημιούργημα μιας ανεπτυγμένης πολιτισμικά ομάδας, που κατοικουσε στα μεγάλα αστικα κεντρα. Ουτε οι δημιουργοί του υπηρξαν περιθωριακοί τυποι ουτε ο κόσμος στον οποιο απευθυνόταν.
Βέβαια, σήμερα και να γραφτεί μουσικό είδος παρεμφερες του “ρεμπέτικου”, σιγουρα θα το φαει η μαρμαγκα, δεν θα το παρει χαμπαρι κανεις… Πάντως, απο τη μιμκρη μου πείρα, αρκετός κοσμος το αποζητά στα ταβερνάκια, το σιγοτραγουδά και ριχνει τις βολτες του.
Υπαρχουν νεα παιδιά που παιζουν με τετοιο μεράκι αυτα τα τραγούδια, που σε κανει να πιστεύεις πως τίποτε δεν εχει χαθεί…

Άρη, αυτή η διεργασία που αναφέρεις, η διαδρομή του τραγουδιού πρώτα από την άμεση επαφή με τον ακροατή / αποδοχή και ύστερα η ηχογράφηση πιστεύω πως άρχισε να σβήνει ήδη από προπολεμικές εποχές, ίσως η λογοκρισία του '37 ήταν ένα σημείο “καμπής”. Από τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, σε καμία περίπτωση δεν ήταν ο κανόνας. Αλλά ξέρω γω… τα τραγούδια του Τσιτσάνη του '50, ας πούμε, θα μπορούσε κανείς υπό αυτό το πρίσμα να τα αποκαλέσει “επί παραγγελεία”, δεν παύουν όμως να είναι τεράστια.

Στο θέμα της δυνατότητας των εταιριών θα συμφωνήσω και με τους δυο σας. Σίγουρα δεν μιλάμε για παρθένες - οι ίδιοι άνθρωποι που ήταν στις δισκογραφικές το '30 κάτι είναι και σήμερα, με τον ίδιο σκοπό. Αλίμονο…

Όσο για το τελευταίο σημείο του ποστ σου, Άρη, ούτε εγώ έχω την παραμικρή αμφιβολία πως στις γνωστές συνοικίες το ρεμπέτικο τραγούδι συνεχίζει να γράφεται. Οι διαφορετικές μορφές έκφρασης που αναφέρεις Γιώργο υπάρχουν, όπως υπήρχαν πάντα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Και δεν το βρίσκω διόλου απίθανο να δούμε στο μέλλον “πολιτισμικές μεταλλάξεις” και υβριδισμούς. Τώρα, για το θέμα του ελιτισμού που θέτεις συμφωνώ, αλλά όπως λες κι εσύ ο ίδιος, ως αντικείμενο μελέτης. Άρα αυτό δεν αναιρεί δεν αναιρεί, νομίζω, τη πραγματική του φύση, δεν το αλλοιώνει. Συνεχίζει να γεννιέται από κει που γεννιόνταν πάντα, και συνεχίζει να εκφράζει αυτούς που εξέφραζε πάντα. Μόνο το τελευταίο σου σχόλιο περί του παρόντος βάζει ψύλους στ’αυτιά μου…

Νικόλα, για το θέμα που θέτεις - βλέπεις πόσο δύσκολο είναι να φτάσει, δυστυχώς, σ’εμάς αυτό από τις γειτονιές της Ελλάδας, πόσο μάλλον από την κάθε γωνιά του πλανήτη. Ίσως μόνο μέσα από έναν χώρο όπως ετούτον θα μπορούσε να γίνει κάτι.

Πάνος Δ.Φ.
(απλά διεθνούς φήμης - είμαι καλό παιδί και με ξέρουν όλοι :082:)

Γιάννη δεν πρόλαβα το ποστ σου. Ώστε ανεπτυγμένη πολιτισμικά ομάδα η οποία απευθύνεται σε πολιτισμικά ανεπτυγμένους, ε; Σε λίγο θα βγάλουμε και τον Μπάτη αστό.

Γειά σου Πάνο διεθνούς και αναγνωρισμένης φήμης.

Αυτό ακριβώς σκεύτηκα και γώ,να γινότανε κάτι από δώ μέσα,τρεις χιλιάδες μέλη,όλο και κάποιος θα βρεθεί να μας διαφωτήσει για κάποιον ή κάποιους
από τους άγνωστους ρεμπέτες που πιθανώς γνωρίζει ή έστω έχει ακουστά.
Μετά είναι στο χέρι του καθενός να ψάξει και να βρεί το έργο τους ―αν υπάρχει δισκογραφημένο ή σε παράνομες κασέτες (τύπου Ασιμου),ή ακόμα αν κανείς από αυτους τους αφανείς παίζει κάπου ζωντανά να πάρουμε μιά ιδέα.
Εγώ είπα πώς θα επανέλθω με περισσότερες πληροφορίες και για παράδειγμα να σας αναφέρω το Γιώργο Μανιάτη που τον θεωρώ πολύ σπουδαίο ρεμπέτη και ελάχιστοι τον γνωρίζουν.Εχει γράψει πολλά και υπέροχα τραγούδια και απ‘ότι ξέρω δεν έχουν κυκλοφορήσει ακόμα σε δίσκους.Μένει στην Αθήνα.
Επίσης στην Ολλανδία υπάρχει μιά ρεμπέτικη κομπανία από Ελληνες που ζουν εκεί (Τρίο Πέριξ) και έχουν δισκογραφήσει εκτός από επανεκτελέσεις και δικά τους τραγούδια. Μετά είμαι και γώ,έχω πολύ υλικό από ρεμπέτικα δικά μου που έχω γράψει εδώ και χρόνια που ασχολούμαι με το είδος σαν ρεμπέτης της διασποράς έτοιμο προς ηχογράφηση…Ποιός με ξέρει; Ρωτώντας πας στην Πόλη νομίζω…Και καλά γιά μένα δεν γίνεται λόγος,τα δικά μου τραγούδια τα ξέρω,εγώ θέλησα να γνωρίσω ―και μαζί μου και σείς―όσους άλλους υπάρχουν και δεν ακούστηκαν μέχρι τώρα.

Νικόλας ο Ψαράς

Η “διεργασία” σταμάτησε κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '30. Βασική αιτία δεν ήταν άλλη από την επίσημη καταχώρηση των πνευματικών δικαιωμάτων (δηλαδή από την αποδοχή της ΑΕΠΙ). Από τότε οι ρεμπέτες σταμάτησαν (ή τουλάχιστον αραίωσαν) τις πρόβες των καινούργιων τραγουδιών στα πάλκα, για το φόβο των “επιτήδειων”, καθώς αν ένα τραγούδι δεν έχει εκδοθεί, δεν έχει δικαιώματα. Δικαιούχος γίνεται αυτόματα αυτός που πρώτος το βάζει στη δισκογραφία. Οπότε καταλαβαίνετε…
Ο Γενίτσαρης ανάφερε κάποτε για έναν μεγάλο λαϊκό συνθέτη:
“Αν άκουγε καμιά καινούργια καλή μελωδία στο πάλκο, τότε …από τ’ αφτί και στο δάσκαλο!”.

Δηλαδή ορισμένοι φίλοι θέλουν να πουν ότι το ρεμπέτικο γραφόταν και ακούγονταν από τους αστούς της μεσαίας τάξης ή ακόμη και από το σύνολο των εργατών ή από τους αγρότες της εποχής 1880-1930;

Δεν νομίζω. Οι αγρότες έπαιζαν και άκουγαν δημοτική μουσική. Οι αστοί αν εξαιρέσουμε την μόδα των καφέ -αμάν, στην πλειοψηφία τους άκουγαν δυτικοστραφή μουσική ή μουσική επηρεασμένη από την επτανησιακή σχολή. Οι εργάτες για πολλά χρόνια άκουγαν και αυτοί τα ίδια.

Το προλεταριάτο και η μικρασιατικής καταγωγής εργατιά που εμφανίστηκε στις πόλεις μετά το 1922, ναι αυτοί συμμετείχαν σε αυτό που λέμε ρεμπέτικο. Όμως και έκαναν πολλά χρόνια να ενσωματοθούν εντελώς στην ελλαδική κοινωνία. Μέχρι και την δεκαετία του 50-60 οι υπόλοιποι όταν έλεγαν “πρόσφυγας” το εννούσαν και λίγο απαξιωτικά.

Είναι γνωστά αυτά. Όπως και ότι η μήτρα του ρεμπέτικου είναι ο τεκές και η φυλακή. Αυτό δεν είναι κακό. Για μουσική μιλάμε δεν μιλάμε για ηθικολογία. Γιατί να προσπαθούμε να σινιάρουμε την ιστορία του ρεμπέτικου; το αδικούμε νομίζω.

Εκτός βέβαια αν υπάρχουν σοβαρά στοιχεία ότι το ρεμπέτικο ήταν πολύ διαδεδομένο, στις μεσαίες αστικές τάξεις, που πολύ αμφιβάλλω αν υπάρχουν τέτοια στοιχεία. Ειδικά ο στίχος αλλά και η μουσική πρέπει προκαλούσαν αλλεργία στους “καθώς πρέπει” αστούς της εποχής. Είχαν άλλα προβλήματα από τους ρεμπέτες. Πολύ λιγότερα φυσικά, και άλλου είδους.

Τώρα, αν παράγεται σήμερα ρεμπέτικο, εξακολουθώ να αμφιβάλλω, αν και πράγματι υπάρχουν ορισμένοι θαυμάσιοι δημιουργοί. Πολύ ενδιαφέρουσα η άποψη ότι η διεργασία διεκόπη στα μαγαζιά από τον φόβο της κλοπής και της πλαστογράφησης της υπογραφής των δημιουργών.

Η μόνη περίπτωση εμφάνισης κάποιου είδους μουσικής που να παίζεται και να χορεύεται από κοινωνικές υποομάδες, που έχω δει τις τελευταίες δεκαετίες, ήταν η πανκ μουσική, το χαρντ κορ και ο ομαδικός τελετουργικός χορός των “φυλών” αυτών, το μπόνγκο.

Χαρακτηριστική φιλοσοφία αυτού του φαινομένου, ήταν ότι οι μουσικοί που έπαιζαν χαρντ κορ, κατά κανόνα δεν έπρεπε να είναι …μουσικοί. Δηλαδή, οι ομάδες αυτές θεωρούσαν πλεονέκτημα την ελλιπή τεχνική και γνώση, γιατί έτσι πίστευαν ότι αυτά που έπαιζαν θα ήταν αυθεντικά. Αυτό εγώ το θεωρώ ένα έστω και υποτυπώδες στοιχείο, γι αυτό που λέμε “λαϊκή δημιουργία” δηλαδή μη έντεχνη μουσική.

Επίσης η μουσική και ίσως περισσότερο ο χορός μπόνγκο, ήταν σε πλήρη αντιστοιχία με την κοσμοθεωρία και ηθική αυτών των ομάδων, ΧΩΡΙΣ αυτό να είχε γίνει συνείδηση ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ. Αυτό το θεωρώ πολύ σημαντικό, γιατί δεν υπήρχε υποκριτική του τύπου “εμείς είμαστε φυλή και χορεύουμε έναν χορό που αντιστοιχεί στις αρχές μας”. Απλώς ήταν ο χορός τους, όπως είχαν μάθει. Το έκαναν επειδή τους άρεσε.

Για να τον περιγράψω λίγο, όλη η φυλή ανέβαινε στην πίστα και άρχιζε να χοροπηδάει και να σπρώχνεται υπό τους ήχους μίας υποτυπώδους βαβουροειδούς μουσικής, η οποία όμως τελικά είχε και στοιχειώδη αρχιτεκτονική φόρμα και ρυθμό και στοιχειώδη μελωδία και ήταν κατασκευασμένη από δικό της χαρακτηριστικό μουσικό υλικό.

Σιγά σιγά κάποιοι σπρώχνοντας πετούσαν τους άλλους έξω από την πίστα. Ο χορός γινόταν όλο και πιό άγριος, υπήρχαν ακόμη και χοντρές σπρωξιές και χτυπήματα, όσπου στο τέλος έμεναν όρθιοι ένας ή δύο, οι πιό δυνατοί δηλαδή που συνήθως ήταν και οι αρχηγοί της φυλής.

Αυτό αποτύπωνε με εντυπωσιακό τρόπο την φιλοσοφία αυτού του κινήματος και υπενθύμιζε την εσωτερική ιεραρχία τους. Ταυτόχρονα ήταν και εξάσκηση για τους καυγάδες στους δρόμους, που ήταν πολύ συχνοί, σχεδόν καθημερινοί.

Θα μου πείτε βλακώδες, βάρβαρο κλπ Συμφωνώ, όμως έτσι ήταν και για όσους καταλάβαιναν ήταν σκέτη αποκάλυψη.

Μπορεί να φαίνεται αστείο, όμως όσοι το έχουν ζήσει θα καταλάβουν αυτό που θέλω να πω.

Βέβαια, αυτό το φαινόμενο ήταν εξαιρετικά βραχύβιο. Πρώτον, τα μέλη των “φυλών” αυτών είχαν περιορισμένη χρονική παρουσία σε αυτό τον χώρο. Μετά από λίγα χρόνια παρουσίας επέστρεφαν στα σπίτια και στα πανεπιστήμιά τους και δεν υπήρχε συνέχεια.

Δεύτερον, όπως όλα τα κινήματα νεολαίας και αυτό εξαφανίστηκε μετά το 1990.

Τρίτον, ήταν “ξενόφερτο” δηλαδή σε μεγάλο βαθμό δεν δημιουργήθηκε από αυτές τις ομάδες της Αθήνας, αλλά υιοθετήθηκε αυτούσιο, “αμάσητο” τις περισσότερες φορές. Πολύ σπάνια πρέπει να ξεπέρασε το όριο της απλής “μόδας” σε αυτές τις παρέες, όμως υπήρξαν και τέτοιες περιπτώσεις.

Τελικά εξαφανίστηκε.

Γνωρίζω ακόμη όμως ανθρώπους που συμμετείχαν πολύ ενεργά και υπάρχουν και ηχογραφήσεις, ίσως και βίντεο.

Βέβαια η μόνη σχέση αυτού που περιέγραψα με το ρεμπέτικο, είναι ότι ήταν μουσική και χορός που προερχόταν από κοινωνικές υποομάδες, και είχε συγκεκριμένη κοινωνική λειτουργία, που προσέδιδε συνοχή και αυτογνωσία σε αυτές τις ομάδες. Μου θυμίζει λίγο την μαγική-τελετουργική ζωγραφική των σπηλαίων.

Θα τα ξαναπούμε

Η Γκέηλ Χόλστ, γεννημένη στην Αυστραλία, μουσικολόγος και συγγραφέας του βιβλίου “δρόμος για το ρεμπέτικο”, γράφει:

(Σημείωση δική μου: Να θυμάστε κατα την ανάγνωση πως το βιβλίο εκδόθηκε το 1975)

"…Μετά το 1950 τα ρεμπέτικα άρχισαν να παίρνουν την κατιούσα και ποτέ δεν ξανανέβηκαν. Γύρω στα 55 παρουσιάστηκαν οι αρχοντορεμπέτες, οι μουσικοί του ρεμπέτικου που πλούτισαν πραγματικά. Τις περισσότερες φορές ήταν μουσικοί με εντυπωσιακή τεχνική δεξιοτεχνία και την ικανότητα να την εκμεταλλεύονται στις εμφανίσεις τους μπροστά στο κοινό. Ο πρώτος κι ίσως αξεπέραστος βιρτουόζος του μπουζουκιού ήταν ο Χιώτης. Είχε αρχίσει να παίζει πριν απο τον πόλεμο αλλα τα κατάφερε να γίνει αστέρι μόνο μετά το 1950, ιδιαίτερα όταν πρόσθεσε τέταρτη χορδή κι άλλαξε το κούρδισμα, για να μπορεί να παίζει γρηγορώτερα και να βγάζει απο το όργανο ολόκληρα ακκομπανιαμέντα, όπως μια κιθάρα.

Μετά απο λίγο καιρό τον μιμήθηκαν οι περισσότεροι απαγγελματίες μουσικοί των κέντρων και σήμερα το τρίχορδο μπουζούκι είναι πράγμα δυσεύρετο. Η ενίσχυση του μπουζουκιού με ηλεκτρισμό συμπλήρωσε αυτή τη μεταμόρφωση. Στη θέση του λεπτού τρυφερού μάλλον οργάνου χωρίς ιδιαίτερες “φιοριτούρες”, που μπορούσε να παίζεται θαυμάσια με το νύχι ενός δακτύλου, βγήκε τώρα το πιο χυδαίο κομμάτι ποπ-αρτ που μπορούσε κανείς να δεί.

Φορτωμένο με στολίδια, που φωσφορίζουν, ενισχυμένο μέχρι σε μια εκκωφαντική ένταση και με τη συνοδεία του πανταχού παρόντος ηλεκτρικού αρμόνιου, το μπουζούκι ήταν η ελληνική έκδοση της ηλεκτρικής κιθάρας…
…ο Χατζηδάκης είχε φέρει τα ρεμπέτικα στην Αθηναική μπουρζουαζία…

Οι αστοί, θαυμαστές των ρεμπέτικων, που αποτελούσαν μια μικρή μειοψηφία της πελατείας των νυχτερινών κέντρων, είχαν γίνει τώρα πια μια φουσκωμένη πλειοψηφία.

Οι λόγοι της κοσμοσυρροής “στα μπουζούκια” δεν ήταν πια μόνο “η μόδα” γενικά, αλλά και η γοητεία της απαγορευτικής ακρίβειας αυτού του είδους διασκέδασης.

Οι πελάτες προπολεμικά ερεθίζονταν απο το θέαμα μιας καλής χορεύτριας στο πάλκο. Τώρα για να γλεντήσουν έπρεπε να κάνουν ακρότητες. Εσπαζαν ποτήρια και πιάτα στα πόδια των ανθρώπων που χόρευαν στη πίστα κι έπειτα πλήρωναν ευτυχισμένοι παραφουσκωμένους λογαριασμούς…
…Ο τρόπος εκτέλεσης των βημάτων και των κινήσεων (στο χορό) έγινε τώρα τόσο πολύ αντικείμενο προσοχής, που οι νεαροί άρχισαν να δικιμάζουν καινούργιους, εντυπωσιακούς τρόπους βημάτων που χρειάζονταν αρκετή εξάσκηση για να πετύχουν.
Το θέαμα ήταν καλό κι εκμεταλλεύσιμο μέσα στα πλαίσια της τουριστικής βιομηχανίας, που ανθούσε…
…Δεν υπήρχε καμμία πιθανότητα να βρής φτηνό φαί ή βαρελίσιο κρασί “στα μπουζούκια” κι αυτό ήταν ένα δόλωμα πολυτέλειας για τους μπουρζουάδες.

Παράγγελναν ουίσκυ ή ακριβά ξένα κρασιά, έτρωγαν πανάκριβο φαί δεύτερης ποιότητας κι έσπαζαν πιάτα σ΄ένα ανταγωνιστικό παραλήρημα ακραίας επίδειξης.

Η εργατική τάξη, που αγαπούσε πολύ τα ρεμπέτικα, δεν μπορούσε να ξοδεύει τα χρήματα που κόστιζε μια βραδυά στα μπουζούκια, γι΄αυτό αναγκάζονταν να κάνουν οικονομίες ακόμα και μήνες για να μαζέψουν τις 1,500 και περισσότερες δραχμές που χρειάζονταν. Οι μάγκες είχαν δείξει μια φοβερή τάση για σπατάλη των χρημάτων τους, όποτε τύχαινε να έχουν λίγα κι ίσως χρειαζόμαστε, μια αμφόβολης αξίας, ψυχολογική εξήγηση για το γεγονός, οτι οι Ελληνες πετούσαν πρόθυμα τα κέρδη ενός μήνα για τη διασκέδαση μιας βραδυάς: μ΄αυτό το τρόπο προσπαθούσαν να ξεπεράσουν τα τραύματα ενός παρελθόντος ανέχειας…
…το χειρότερο ίσως απο όλα είναι όαταν σου δίνεται η ευκαιρία, να δεις μια μεγάλη τραγουδίστρια, σαν τη Σωτηρία Μπέλλου, να κάθεται κουρασμένα στη μέση όλου αυτού του τσίρκου και να τραγουδά ανόρεχτα, τα τραγούδια που την έκαναν διάσημη.

(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου θέλοντας να τονίσω τα γραφόμενα της Χολστ.)

…ότι συγγραφικό χώρο χρειάστηκε η Γκέηλ Χόλστ για να γράψει τα παραπάνω, επισκιάζονται με δυο αράδες που αναφέρει ο Μουφλουζέλης στη βιογραφία του:

“…καθαρά πράγματα, πεινάς, φωνάζεις και γίνεσαι αριστερός και ο πλούσιος δεξιός κοιτάζει τα συμφέροντά του. Τη ζημιά την κάνει η μεσαία τάξη. Αυτή τα κάνει πλακάκια.”

Το απολύτως δικό μου συμπέρασμα απο τα παραπάνω, είναι πως μέχρι το 2006, σε μια Ελλάδα που βιασμένα αλλά με σύστημα οι Ελληνες προσχώρησαν στη μεσαία τάξη και είτε με πραγματικά κέρδη, κόποι πραγματικής εργασίας, είτε με ξένα λεφτά, -οπου ξένα λεφτά βλέπετε τραπεζοδάνεια- το ρεμπέτικο δύσκολα μπορεί να ξαναγεννηθεί απο τις στάχτες του.
Δεν υπάρχουν εικόνες, σκηνές καθημερινής ζωής, να το προβάλλουν.
Δεν υπάρχει έρωτας, φτώχεια, μαρασμός. Χωρίς εικόνες, το μυαλό του καλύτερου συνθέτη είναι αδειανό. Μόνο αναμάσημα περασμένων μεγαλείων μπορεί να υπάρξει και μάλιστα αξιοζήλευτα σπουδαίο και δυναμικό για μας τους λίγους και πιστούς αντικομφορμιστές.
Μιλώντας για τον εαυτό μου πάντα, ζώ στο διαμέρισμα που κληρονόμησα απο τη γιαγιά μου, αυτό που της δώθηκε με κλήρο μετα απο 50 χρόνια ζωής στις παράγκες των Σφαγείων. Μεγάλωσα στους ίδιους δρόμους που πάτησε και εκείνη και έπαιξα κρυφτό και μήλα στο κοκκινόχωμα που λάσπωνε μετα απο κάθε βροχή.
Παρόλο που το κοκκινόχωμα έχει γίνει μπετόν, στα ρουθούνια μου εχω ακόμα τη μυρωδιά του.
Απο τις 90 οικογένειες που ζούμε στην πολυκατοικία μου απέμειναν καμμιά 20αριά Ελληνικές. Στα υπόλοιπα διαμερίσματα, ζούν Ινδοί, Αλβανοί, και Ρώσοι που βιώνουν το δικό τους “ρεμπέτικο”. Μόνο σε αυτά τα σπίτια μπορώ να δω πραγματική φτώχεια. Τη φτώχεια των παπούδων μου.
Ρεμπέτικο χωρίς φτώχεια δεν μπορεί να υπάρξει. Συνεχίζω να αηδιάζω στην πουράκλα που φυσάει μέσα στη μούρη μου ο κάθε τυχάρπαστος νεόπλουτος όταν μου ζητάει να του τραγουδήσω τη Δραπετσώνα.
“Ποιά Δραπετσώνα ρε ηλίθιε, εσύ ούτε απο έξω απο παράγκα δεν έχεις περάσει” θα ήθελα να του ανταπετάξω και εγώ στη μούρη…αλλά δεν μπορώ. Το ίδιο σύστημα που γέννησε αυτόν, τροφοδοτεί και εμένα. Τον έχω ανάγκη… γιατι με πληρώνει για να ζώ το δικό μου “ρεμπέτικο”.

Είναι όπως τα λες. Έχουν εκλείψει οι συνθήκες μέσα στις οποίες άνθισε το ρεμπέτικο.

Κάτι ανάλογο σε αξιοπρόσεκτη κλίμακα δεν έχει εμφανιστεί. Αν κάποιος γνωρίζει ας το πει.

Επίσης πιστεύω ότι πολύ δύσκολα θα δούμε κάτι ανάλογο στην εποχή μας. Η μουσική θέλει πολλούς για να ζωντανέψει. Και εμείς βλέποντας τηλεόραση στα διαμερίσματά μας, δεν είμαστε πολλοί.

Διάβαζα χθες στο περιοδικό Λαϊκό Τραγούδι ένα άρθρο του Ρένου Ρώτα, για τα γλέντια που θυμάται από τα παιδικά χρόνια του, δηλαδή την δεκαετία του 30. Εξ όσων γνωρίζω η οικογένεια αυτή ζούσε στο Παγκράτι, μία περιοχή ημιαστική τότε. Δεν αναφέρει πουθενά ρεμπέτικα, μόνο δημοτικά.

Θα άξιζε ίσως να καταγραφούν οι μνήμες κάποιων ανθρώπων, πριν αυτοί χαθούν, ώστε να γνωρίζουμε τι μουσική άκουγαν τότε και ποία ήταν η πραγματική απήχηση του ρεμπέτικου, δημοτικού κλπ

Το ρεμπέτικο, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι είδος που αναπτύχθηκε κάτω από συγκεκριμένες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές θα έλεγα συγκυρίες.
Κάλυψε μιά ανάγκη μιας συγκεκριμένης εποχής. Ξεκίνησε σε συγκεκριμένους χώρους και αυστηρά περιορισμένες “περιοχές”. Κυρίως μεγάλα αστικά κέντρα με λιμάνια και έντονο το φαινόμενο του οικονομικού κυρίως περιθωρίου.
Οι επιρροές του είναι ξεκάθαρες και γνωστές.
Με λίγα λόγια αυτό που θέλω να πω είναι ότι από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα έως το 1930 (χοντρά - χοντρά) όλοι οι μεγάλοι, σήμερα, συνθέτες του ρεμπέτικου ήταν εντελώς άγνωστοι στην επαρχία. Στην συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου δηλαδή. Δεν υπήρχε περίπτωση δηλαδή να πάς στα Γρεβενά, ας πούμε, και να ακούσεις σε ένα γλέντι ρεμπέτικο τραγούδι.
Η αξία του ρεμπέτικου είναι η διαχρονικότητά του και η επιρροή που άσκησε στην μετέπειτα μουσική δημιουργία. Είναι η μάνα που κυοφόρησε το λαϊκό τραγούδι όπως το γνωρίσαμε είς αργότερα μέσα από έντεχνους και λαϊκούς συνθέτες. Είναι η γέφυρα μεταξύ του δημοτικού τραγουδιού και του λαϊκού της δεκαετίας του '50 του '60 αλλά και μέχρι σήμερα.
Δεν υπάρχει περίπτωση λοιπόν να γραφτούν ρεμπέτικα σήμερα όπως δεν είναι δυνατόν να γραφτούν και δημοτικά. Αυτά ανήκουν στην ιστορία, εννοείται σαν δημιουργία.
Σαφώς και θα συνυπέγραφαν οι ρεμπέτες πολλά τραγούδια που γράφτηκαν τα τελευταία 30 - 40 χρόνια. Κι αυτό γιατί γράφτηκαν και γράφονται (βλ.Α. Πάνου, Β.Κορακάκης κ.α.) καταπληκτικά λαϊκά τραγούδια. Χάνονται όμως στον πληθωρισμό που μαστίζει την εποχή μας.
θα ήταν ενδιαφέρον πάντως να άνοιγε μιά κουβέντα για τις συνθήκες που αναπτύσεται η μουσική και κυρίως το τραγούδι διαχρονικά και κυρίως από την αρχή του περασμένου αιώνα (εμφάνιση του ρεμπέτικου) μέχρι σήμερα.

είναι ακριβώς όπως τα λες. Ορισμένοι δημιουργοί και κάποια τραγούδια δεν σημαίνουν οπωσδήποτε την συνέχεια του ρεμπέτικου

Για να προχωρήσουμε την συζήτηση, το ρεμπέτικο υπήρξε πιστεύω και εγώ η βάση στην οποία στηρίχθηκε αυτό που λέμε “Λαϊκό” Το βάζω σε εισαγωγικά γιατί όταν λέμε λαϊκό, εννούμε ότι "μία μουσική προέρχεται ΑΠΟ τον “λαό”. Μία λαοφιλής μουσική (popular-pop) δεν είναι απαραίτητα και λαϊκή. Μπορεί να προέρχεται από έναν επώνυμο συγκεκριμένο δημιουργό. Νομίζω ότι στην αγγλική γλώσσα αυτή είναι η διαφορά folk-pop